Μόλις είχε τελειώσει τη δουλειά της – νυχτερινή βάρδια στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» – νοσοκόμα στην πτέρυγα βαριά πασχόντων. Άλλη μια δύσκολη νύχτα πέρασε γι αυτήν και εξουθενωμένη και συναισθηματικά φορτισμένη, μάζεψε τα συντρίμμια της ψυχής της , ντύθηκε γρήγορα και έτρεξε να προλάβει το πρώτο δρομολόγιο της ημέρας στο μετρό του σταθμού της «Ευαγγελίστριας». Μόλις που το πρόλαβε! Κάθισε σχεδόν μηχανικά στο πρώτο κάθισμα που βρήκε μπροστά της και βυθίστηκε στις σκέψεις της. Προσπαθούσε να σκεφτεί αισιόδοξα τη νέα μέρα και να κάνει σχέδια για το διήμερο ρεπό της, μάταια όμως, η ίδια σκιά όπως μήνες τώρα σκέπασε τις σκέψεις της και έσβησε τη λιγοστή χαρά της.
Από τότε που διορίστηκε στην Αθήνα και άφησε το χωριό της στο μακρινό Έβρο, πάλευε να συνηθίσει την καινούργια της ζωή, να τη στήσει από την αρχή σ΄ έναν άγνωστο γι΄αυτήν τόπο. Της έλειπαν οι αγαπημένοι της γονείς, ο εφηβικός της έρωτας, οι φίλοι της, οι σημαντικοί άνθρωποι της ολιγόχρονης ζωής της.
Η μεγάλη πόλη σ΄αποξενώνει, σε κάνει φοβικό, καχύποπτο, οι άνθρωποι δεν σε δέχονται, δεν σ΄εμπιστεύονται εύκολα, έλεγε συχνά. Αυτή είχε συνηθίσει σε μεγάλες αγκαλιές, σ΄άδολες αγάπες, σε πλατιά χαμόγελα, σε ζεστές «καλημέρες». Η Αθήνα τη γέμιζε αβάσταχτη μοναξιά, οι μέρες της ήταν μονότονες και οι νύχτες της γεμάτες εφιάλτες.
Η καθημερινότητα της νοσοκομείο –μετρό- σπίτι, χωρίς εναλλαγές, χωρίς φίλους, χωρίς κάποιον να την περιμένει, χωρίς βλέμματα γνώριμα να της δίνουν κουράγιο και να γεμίζουν την άδεια της ζωή. Τη βάραιναν φρικτά κι οι πονεμένες ιστορίες των αρρώστων στη δουλειά της που πάλευαν να ζήσουν, που την κοιτούσαν με ξέπνοο βλέμμα για να πάρουν απ΄αυτήν μια σταγόνα ελπίδας, μιαν ανάσα, αυτές τις κουβαλούσε πάντα μαζί της, γινόταν ένα μ΄ αυτές και αυτό τη διέλυε.
Όμως δεν της άρεσε η ζωή που ζούσε, μόλις 23 χρονών είχε ανάγκη ν΄ανοίξει τα φτερά της , να ονειρευτεί ξανά να ελπίσει, να νιώσει τον έρωτα, να ταξιδέψει, να χαρεί με τα απλά, αλλά τόσο σπουδαία της ζωής. Όλο αυτό τον καιρό λες κι οργάνωνε ήττες, άνοιγε πληγές, πάλευε με τη νοσταλγία και τις θύμησες του παρελθόντος, αρνούνταν να ζήσει το παρόν. Ήταν ανάγκη λοιπόν να επαναπροσδιορίσει τη ζωή της και να πετάξει από πάνω της τη θλίψη και τη μιζέρια.
Ήταν σε μια καινούργια πόλη μ΄όμορφες εικόνες και μυρουδιές, σε μια δουλειά που τη γέμιζε ικανοποίηση, με νέες εμπειρίες, μ΄ενδιαφέροντες ανθρώπους γύρω της που προσπαθούσαν να μπουν στην καθημερινότητα της μα πάντα ευγενικά τους κρατούσε σε απόσταση, ήταν όλα διαφορετικά κι αυτό ήθελε να το ζήσει βαθιά «άσπρο πάτο»! Αρκετά το είχε παραμελήσει!
Κείμενο: ΒΑΣΙΛΙΚΗ