Στα χρόνια που ζούσαν οι παππούδες μας στο χωριό μας δεν υπήρχε ύδρευση στα σπίτια. Η ζωή για τους κατοίκους του χωριού ήταν δύσκολη, γιατί δεν είχαν το νερό μέσα στο σπίτι.
Οι γυναίκες για να κάνουν τις δουλειές τους όπως, να μαγειρέψουν, να πλύνουν τα ρούχα ακόμα και τα πιάτα έπρεπε να κουβαλήσουν νερό από το πηγάδι, που υπήρχε στην άκρη του χωριού.
Κάθε πρωί οι γυναίκες έπαιρναν τις στάμνες όπου της ακουμπούσαν στον ώμο τους και πήγαιναν στο πηγάδι για νερό και γέμιζαν τις στάμνες. Όταν τελείωναν όλες μαζί έπαιρναν της στάμνες πάλι στους ώμους τους και γύριζαν στα σπίτια τους.
Τις στάμνες (λαήνες) τις τοποθετούσαν στις λαηνοθήκες που τις έφτιαχναν σε σημεία του σπιτιού ανάλογα με τις εποχές. Το καλοκαίρι στο κελάρι για δροσερό νερό και το χειμώνα σε μια γωνιά του σπιτιού.
Για να πλύνουν τα ρούχα τους, αλλά κυρίως για να πλύνουν χαλιά και κουβέρτες, τα έπαιρναν και τα πήγαιναν σε διάφορα σημεία, λίγο έξω από το χωριό που υπήρχαν πηγάδια και στερνιά. Εκεί συγκεντρώνονταν πολλές γυναίκες μαζί και παράλληλα με το πλύσιμο μπορούσαν να κουβεντιάζουν και τα νέα του χωριού.