Από αρχαιοτάτων χρόνων οι Έλληνες εξέφρασαν την εθνική τους υπόσταση και τον πόθο τους για την ελευθερία, χρησιμοποιώντας διάφορα εμβλήματα. Οι Αθηναίοι είχαν τη γλαύκα, προς τιμήν της αγαπημένης τους θεάς, της Παλλάδας, οι Σπαρτιάτες τους Διόσκουρους, τη Σφίγγα οι Θηβαίοι. Ο Μέγας Αλέξανδρος είναι ο πρώτος Έλληνας, που θεσπίζει σημαίες από υφάσματα, αν και υποστηρίζεται ότι στο ναυτικό είχαν καθιερωθεί από τη Μυκηναϊκή εποχή. Η μακρά και συναρπαστική πορεία του Ελληνικού εθνικού συμβόλου αρχίζει τα πρώτα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453. Το 1464 ο Πελοποννήσιος Κρονόνδειλος Κλαδάς ύψωσε στη Μάνη και στη Χειμάρρα πορφυρή σημαία επαναστατική με τον δικέφαλο αετό, διακηρύσσοντας έτσι τη συνέχεια με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και την πίστη στην εθνική αναγέννηση.
Κατεξοχήν εθνικό σύμβολο, θρησκευτικό και πολιτικό, ήταν και παρέμεινε ο ελευθερωτής και μαρτυρικός σταυρός Ο σταυρός συνδυαζόταν συχνά με παραστάσεις του Χριστού, της Παναγίας ή πολεμικών αγίων. Ο μαύρος αετός ή ο δικέφαλος αετός ανέμιζε μόνο στα μπαϊράκια. Τα επιμέρους σύμβολα, χρώματα και αναγραφές διαμορφώνονταν υπό το βάρος της ιστορικής παράδοσης και του συγκεκριμένου χρόνου και τόπου ώστε να εκφράσουν την ταυτότητα της κάθε ομάδας. Συγχρόνως άρχισε να αναγράφεται στις σημαίες το σύνθημα-απόφαση«Ελευθερία ή θάνατος» αλλά και «ΙΧ.ΝΚ» και «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».
Στην Τουρκοκρατία αξίζει να αναφερθεί και η σημαία, που οραματίστηκε ο Ρήγας Φεραίος και η οποία απεικόνιζε το ρόπαλο του Ηρακλή με τρεις Σταυρούς, πάνω σε τρεις οριζόντιες ζώνες: κόκκινη «για την αυτοκρατορική πορφύραν και αυτεξουσιότητα του Ελληνικού λαού», λευκή «για την αθωότητα της δικαίας ημών αφορμής κατά της τυραννίας» και μαύρη «για τον υπέρ πατρίδος και ελευθερίας ημών θάνατον».
Οι καπεταναίοι Λόντος, Ζαΐμης, Ρούφος μπήκαν στην Πάτρα με κόκκινη σημαία με μαύρο σταυρό πάνω σε αντεστραμμένη λευκή ημισέληνο (24/3/1821). Αυτή τη σημαία ευλόγησε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός (26/3/21) στη πλατεία Αγ. Γεωργίου. Στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο φυλάσσεται η σημαία της Ήλιδας που δόθηκε στον Γ. Σινίση, η μόνη σωζόμενη από αυτές τις σημαίες.
Στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822, «οι παραστάτες του Έθνους», οι αντιπρόσωποι δηλαδή των ελληνικών τμημάτων, που συγκεντρώθηκαν εκεί, διακήρυξαν την ανεξαρτησία της Ελλάδας και καθιέρωσαν για πρώτη φορά ως χρώματα της ελληνικής σημαίας το γαλάζιο και το άσπρο.
Λίγο αργότερα, στις 15 Μαρτίου 1822, ο τότε Πρόεδρος του Εκτελεστικού, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, καθόρισε στην Κόρινθο τον τύπο της σημαίας της ξηράς και της θάλασσας . Η σημαία της ξηράς θα έχει στο εξής σχήμα τετράγωνο, που θα χωρίζεται σε τέσσερα ίσα κυανά τμήματα από έναν λευκό Σταυρό, ενώ της θάλασσας θα είναι ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, χωρισμένο σε εννέα λωρίδες (5 κυανές και 4 λευκές, σύνολο εννέα, όσες και οι συλλαβές του συνθήματος ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ) με έναν Σταυρό στο πάνω αριστερό μέρος κυανό ή άσπρο, ανάλογα με αν το πλοίο, που θα τη χρησιμοποιεί, είναι αντίστοιχα εμπορικό ή πολεμικό.
Για τη σημασία των χρωμάτων, που επιλέχθηκαν για τη σημαία μας υπάρχουν πολλές εκδοχές, όπως είναι, ότι το γαλάζιο αντιπροσωπεύει το χρώμα του ουρανού και το άσπρο τον αφρό των κυμάτων και το χιόνι στις κορυφές των βουνών μας ή ότι το κυανό συμβολίζει τη δικαιοσύνη, την πίστη και τη σοβαρότητα των αγωνιστών του 1821, ενώ το λευκό την αγνότητα και την ηθική τους καθαρότητα. Υπάρχει και άλλη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία τα χρώματα επιλέχτηκαν από τη γαλανόλευκη που ύψωσε στην Τρίπολη ο Παπαφλέσσας, από το γαλάζιο του εσωράσου του και τη λευκή φουστανέλα του αγωνιστή Κεφάλα. Υποστηρίζεται επίσης ότι επιλέχτηκαν από το συνδυασμό της βράκας των νησιωτών και της φουστανέλας των στεριανών και τέλος μία άλλη άποψη αναφέρει ότι το ριγωτό επιλέχθηκε λόγω της ομοιότητάς του με τον κυματισμό της Ελληνικής θάλασσας.
Από το 1978 και μετά ως επίσημη σημαία του Ελληνικού κράτους καθιερώθηκε με νόμο η ναυτική.
Η σημαία είναι ένα σύμβολο που εμπνέει ανθρώπους κάθε ηλικίας, που αντιστέκονται,
μένουν όρθιοι, αγωνιούν για τις αιώνιες αξίες και μάχονται για τα αθάνατα ιδανικά, αυτά, που γεννήθηκαν σ’ αυτόν τον τόπο και διατηρήθηκαν με θυσίες και ενέργειες σαν κι αυτές.
Μπορεί κανείς να ξεχάσει το γενναίο σημαιοφόρο που σκοτώθηκε από εχθρικά πυρά, τη στιγμή που έστηνε την ελληνική σημαία στην κορυφή του Μπιζανίου το 1912 ; Στη μάχη που ακολούθησε, σκοτώθηκαν δέκα στρατιώτες για να μην πέσει η σημαία στα χέρια του εχθρού. Στο τέλος ο λοχίας, που είχε απομείνει, όρμησε στο ύψωμα, αγκάλιασε τη σημαία, κατρακύλησε αιμόφυρτος στην πλαγιά και όταν έφθασε στο διοικητή του τάγματος, στάθηκε όρθιος χαιρέτησε και ανάφερε στο διοικητή. “Κύριε διοικητά, έχω την τιμή να σας παραδώσω τη σημαία”. Και έπεσε νεκρός.