Η τελική εργασία από το πρόγραμμα “Με τη μηχανή του χρόνου…”

« Με τη μηχανή του χρόνου…..»

(Ερευνώ και μελετώ την ιστορία του τόπου μου)

περιεχόμενα

πρόλογος – ευχαριστίες

Η περιοχή της μεγάλης βρύσης στο βάθος του χρόνου

Ο αρχαιολογικός χώρος στη θέση πλατάνια Μεγάλης Βρύσης

Ο υγρότοπος της Αγίας Παρασκευής- Μεγάλης Βρύσης

Ελληνοπυγόστεος , ο αρχαιότερος κάτοικος της περιοχής

Η περιοχή της Μεγάλης Βρύσης μέσα από τα μάτια των περιηγητών

Η έπαυλης των πελαργών

Οι πρώτοι κάτοικοι του οικισμού

Η ζωή στον οικισμό

βιβλιογραφία

Πρόλογος

Στα πλαίσια του καινοτόμου προγράμματος πολιτιστικών θεμάτων αποφασίσαμε με τους μαθητές που φοιτούσαν στο Τμήμα Ένταξης , τους μαθητές της Στ΄ τάξης και το δάσκαλό τους Νίκο Ευαγγελίου να μελετήσουμε την ιστορία της ευρύτερης περιοχής  από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Δώσαμε στο πρόγραμμα τον τίτλο:« Με τη μηχανή του χρόνου..» και μετά από συζήτηση καταλήξαμε να ερευνήσουμε το θέμα μας με βάση το διαθέσιμο έντυπο υλικό και τις προφορικές μαρτυρίες των κατοίκων της Μεγάλης Βρύσης.

Οι μαθητές επισκέφθηκαν τη Δημοτική βιβλιοθήκη και συγκέντρωσαν τις γραπτές μαρτυρίες. Απευθύνθηκαν και σε φορείς που μπορούσαν να βοηθήσουν στη συλλογή έγκυρων πληροφοριών όπως το ΚΠΕ Στυλίδας – Υπάτης και τη ΙΔ΄ Εφορία  Προϊστορικών και κλασσικών Αρχαιοτήτων. Αναζητήσαμε στοιχεία από τη Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης και Κτηνιατρικής και από το Τμήμα Αλιείας.

Αφού μοιραστήκαμε σε ομάδες περάσαμε – αν θέλετε – στη βιωματική πλευρά της δουλειάς μας που περιείχε συνεντεύξεις από  ορισμένους ηλικιωμένους κατοίκους της περιοχής οι οποίοι γνωρίζουν  αρκετά στοιχεία για την ιστορία του τόπου τους. Οι μαθητές είχαν επεξεργαστεί τις ερωτήσεις ,οι οποίες είχαν τη μορφή της δομημένης συνέντευξης, τις οποίες έθεσαν και μαγνητοφώνησαν. Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων οι μαθητές κρατούσαν σημειώσεις και έθεταν νέες ερωτήσεις στα θέματα που προέκυπταν και δεν είχαν προβλέψει.

Επισκεφθήκαμε την Έπαυλη των Πελαργών το κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής , το υγρότοπο του Ελληνοπυγόστεου   -στον οποίο προαναφέρθηκαν οι ομιλητές μας-και περπατήσαμε την οδό Σεφέρη ,το δρόμο στον οποίο αναπτύχθηκε ο πρώτος οικισμός των προσφύγων της Μικράς Ασίας.

Αντλήσαμε πληροφορίες από παλιές φωτογραφίες που βρήκαμε σε σπίτια που επισκεφθήκαμε όπως και από το αρχείο του σχολείου.

Οι μαθητές παρατηρώντας τα σπίτια και τους βοηθητικούς χώρους και συνδυάζοντας τα με όσα άκουσαν, μπόρεσαν να φανταστούν τον τρόπο ζωής των κατοίκων σε διάφορες εποχές και κυρίως στα χρόνια που δημιουργήθηκε ο οικισμός και στην περίοδο της κατοχής.

Οι μαθητές αφού συγκέντρωσαν τα στοιχεία συνέθεσαν την εργασία τους η οποία  περιέχει στοιχεία από την απαρχή της κατοίκισης του τόπου μέχρι τις μέρες μας.

Αισθανόμαστε την ανάγκη να ευχαριστήσουμε θερμά το Σύλλογο Διδασκόντων και τους διευθυντές  μας τον κύριο Νίκο Δραχτίδη και τον κύριο Γιώργο Στεργίου για τη στήριξη και για τις διευκολύνσεις που μας παρείχαν, καθώς και το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων για τη βοήθεια του στην προσέγγιση των κατοίκων και την εύρεση υλικού.

Επίσης ευχαριστούμε την κυρία Μαρία-Φωτεινή  Παπακωνσταντίνου (Αρχαιολόγο με πρώτο βαθμό) της ΙΔ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων , το ΚΠΕ Στυλίδας –Υπάτης, τον κύριο Δημήτρη Ρίζο , Διευθυντή στη Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής , τον κύριο Τσάμη Ευάγγελο προϊστάμενο στο τμήμα Αλιείας Π.Ε. Φθιώτιδας καθώς και τον κύριο Νίκο Δαβανέλο, τον δάσκαλο και μελετητή της ιστορίας της Λαμίας για τη σπουδαία παρουσίαση που έκανε στους μαθητές μας και  στάθηκε η αφόρμηση  για τη δική τους έρευνα αλλά και για να συνειδητοποιήσουν τη σημασία του να γνωρίζει κάποιος τις ρίζες του. Τον ευχαριστούμε επίσης για το  έντυπο υλικό που μας παραχώρησε. Ιδιαίτερη μνεία εκ μέρους όλων μας και ευχαριστίες απευθύνουμε στους ανθρώπους που κατέθεσαν τις μνήμες και τα βιώματά τους, όλους εκείνους  που μας άνοιξαν τα σπίτια τους και έδωσαν πλούσια προίκα στα παιδιά μέσα από τις εμπειρίες τους και τις διηγήσεις τους. Τον κύριο Δημήτρη Μονοπάτη και τη σύζυγό του κυρία Μαρία, τον κύριο Νίκο Κυριαζή και τη σύζυγό του κυρία Ειρήνη , τον κύριο Κωνσταντίνο  Νεοχωρίτη, και την κυρία Μαρία Γαλάνη για τα πολύτιμα στοιχεία που μας παραχώρησαν μέσω των συνεντεύξεων.

Όλη αυτή η προσπάθεια που διήρκεσε ενάμισι χρόνο αποτελεί μια σημαντική εμπειρία που μας πρόσφερε γνώσεις , την αλληλεπίδραση με τους κατοίκους του χωριού και κυρίως τους ηλικιωμένους. Μας έμαθε ότι το ταξίδι στην έρευνα και στη μελέτη μπορεί να γίνει συναρπαστικό. Τέλος να επισημάνουμε πως η γνώση της ιστορίας του τόπου που κατοικούμε είναι ένα σοβαρό κεφάλαιο για τους μαθητές ώστε να μάθουν να σέβονται, να διατηρούν και να συμβιώνουν αρμονικά με το φυσικό τους περιβάλλον.

Σειρά τους να μοιραστούν μαζί σας όσα  αποκόμισαν απ’ την εμπειρία αυτή.

Θα σας παρουσιάσουμε κάποιες μαρτυρίες μέσα από τα μάτια ξένων περιηγητών που επισκέφθηκαν τον τόπο μας, στοιχεία για την Έπαυλη των Πελαργών η οποία έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της περιοχής, τον τρόπο που δημιουργήθηκε ο οικισμός και τη ζωή σ’ αυτόν από τότε που δόθηκαν οι κλήροι στους πρόσφυγες της Μ. Ασίας καθώς και την επέκτασή του με τον ερχομό νομάδων κτηνοτρόφων από την Ευρυτανία και το Δομοκό. Τέλος θα σας μιλήσουμε για τον αρχαιότερο κάτοικο της περιοχής τον ελληνοπυγόστεο.

Η περιοχή της Μεγάλης Βρύσης σε βάθος χρόνου

Η κατοίκηση της περιοχής της Μεγάλης Βρύσης αρχίζει απ’ ότι φαίνεται από τους προϊστορικούς χρόνους. Πρόσφατες ανασκαφές της εφορίας φέρνουν στο φως τμήματα του πολεοδομικού ιστού του Μεσοελλαδικού οικισμού με χαρακτηριστικά για την εποχή ορθογώνια και αψιδωτά οικοδομήματα και αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός εύρωστου οικισμού στη θέση αυτή κατά τη μέση Χαλκοκρατία.

(Τα παρακάτω στοιχεία μας παραχωρήθηκαν από τη ΙΔ΄ Εφορεία Προϊστορικών και κλασσικών Αρχαιοτήτων υπό τη διεύθυνση της κυρίας Μαρίας – Φωτεινής Παπακωνσταντίνου την οποία ευχαριστούμε θερμά).

Ο αρχαιολογικός χώρος στη θέση πλατάνια Μεγάλης Βρύσης

Στη θέση πλατάνια της Μεγάλης Βρύσης υπάρχει προϊστορικός οικισμός, τα λείψανα του οποίου σώζονται διάσπαρτα στο γήλοφο . Το 1973 έγινε δοκιμαστική ανασκαφή , οπότε και αποκαλύφθηκαν επιχώσεις 4 μ., που δεικνύουν χρήση του χώρου από τους νεολιθικούς χρόνους ως έως και τους μυκηναϊκούς χρόνους. Το 1992 διενεργήθηκε ανασκαφή στο αγροτεμάχιο της “Ενωμένης Επιπλοποιίας Ε.Π.Ε.”, όπου εντοπίστηκαν ίχνη κατοικήσεως, κατά τους προϊστορικούς και ιστορικούς χρόνους.

Από τον Οκτώβριο του 2006 και για τρεις ανασκαφικές περιόδους διενεργείται ανασκαφική έρευνα στο χώρο από τη ΙΔ΄ ΕΠΚΑ Λαμίας, η οποία ξεκίνησε από το κεντρικό και ψηλότερο σημείο της τούμπας όπου επιφανειακά διακρίνονταν πυκνές συσσωρεύσεις κεραμικών ευρημάτων. Έως και σήμερα έχουν ερευνηθεί ανασκαφικά επτά τομές , που καλύπτουν συνολικά έκταση 171 τ. μ. Και έχουν αποκαλυφθεί  εκτεταμένα αρχιτεκτονικά λείψανα των Μεσοελλαδικών χρόνων.

Συγκεκριμένα έχουν αποκαλυφθεί τα λείψανα δύο αψιδωτών κτιρίων από τα οποία το ένα είναι προσανατολισμένο προς τα νότια, βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση και σώζει έναν αψιδωτό και ένα ορθογώνιο χώρο ( κτίριο 1 , φωτ. 1) , ενώ το δεύτερο είναι προσανατολισμένο προς τα βόρεια και σώζει μόνο το μέρος της αψίδας και του δυτικού πλευρικού τοίχου (κτίριο 2,  φωτ.2 )

Τα κτίρια είναι κατασκευασμένα από αργολιθοδομή που αποτελείται από δυο σειρές αργούς και ημίεργους ασβεστόλιθους και γέμισμα με μικρότερους λίθους , χωρίς συνδετικό υλικό και ακολουθούν την κλίση του εδάφους.

Αποκαλύφθηκε, επίσης, ο χώρος ενός ορθογώνιου κτιρίου (χώρος Α, κτίριο 3, φωτ.3), με προσανατολισμό Α-Δ, σε άσχημη κατάσταση διατήρησης, καθώς και το ΒΑ τμήμα ενός ακόμη ορθογώνιου κτιρίου (κτίριο 4, φωτ.3) επιμελέστερης τοιχοδομίας, η ανασκαφή του οποίου, ωστόσο, δεν έχει ολοκληρωθεί.

Από τις επιχώσεις των οικοδομημάτων συλλέχθηκε μεγάλος όγκος κεραμικής των μεσοελλαδικών χρόνων: τεφρά μινυακά (φωτ. 4), αμαυρόχρωμα (φωτ.5), μονόχρωμα επιχρισμένα ή μη, χειροποίητα οικιακά, κινητά ευρήματα ( πήλινα υφαντικά βάρη, λίθινα και οστέινα εργαλεία(φωτ 6), καθώς και πληθώρα οστών και οστρέων (φωτ.7)

Επίσης ο καθηγητής Χουρμουσιάδης , αναφέρει ότι η περιοχή έχει κοινά χαρακτηριστικά με τη Λέρνα κι όποιος  περπατήσει πάνω στην επιφάνειά της , αμέσως θα καταλάβει ότι στη θέση αυτή πρέπει να υπάρχουν οι οικιστικές επιχώσεις ενός πολύ σπουδαίου προϊστορικού οικισμού. Ακόμα γράφει ότι στην ίδια περιοχή πρέπει να τοποθετήσουμε μια από τις ομηρικές πόλεις που ανήκαν στο βασίλειο του Πηλέα και του Αχιλλέα. Εκεί λοιπόν , πάντα κατά το Χουρμουσιάδη πρέπει να ήταν η πόλη  Άλος.

Τέλος τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής δείχνουν μια συνεχή κατοίκιση του ανθρώπου τόσο κατά τη Ρωμαϊκή εποχή όσο και αργότερα κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Η κατοίκιση συνεχίζεται ως τις μέρες μας με τη μετατόπιση του παλαιού οικισμού στην περιοχή της Μεγάλης Βρύσης δυτικότερα και τη δημιουργία του χωριού Αγίας Παρασκευής, πριν 60 χρόνια περίπου.

Ο υγρότοπος της Αγίας Παρασκευής – Μεγάλης Βρύσης

Ανάμεσα στην Αγία Παρασκευή και τη Μεγάλη Βρύση πέντε χιλιόμετρα ανατολικά της Λαμίας κι ανάμεσα στα χωριά μεγάλη Βρύση και Αγία Παρασκευή, βρίσκεται ένας σημαντικός υγροβιότοπος, τμήμα ενός ευρύτερου υγρότοπου, του Δέλτα του Σπερχειού ποταμού.

Η παρουσία μεγάλης πηγής στην περιοχή δημιούργησε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για τη δημιουργία οικισμού σ’ αυτήν. Από τις μελέτες που εκπονήθηκαν οι συντελεστές πρότειναν το εξής σενάριο.

Αρχικά η περιοχή ήταν χέρσος και αποτελούσε τμήμα της υδρολογικής λεκάνης του Σπερχειού ποταμού. Στη συνέχεια εξαιτίας  της ανόδου της στάθμης της θάλασσας η περιοχή πλημμύρισε από τη θάλασσα και μετατράπηκε σε παράκτια.

Εκείνη την εποχή θεμελιώθηκε ( Νεολιθική περίοδος 6000 χρόνια π.Χ. ) ο προϊστορικός οικισμός της Αγίας Παρασκευής. Ήταν παράκτιος και το γύρω λοφώδες ανάγλυφο δημιουργούσε ένα φυσικό όρμο στις βόρειες ακτές του Μαλιακού κόλπου.

Παράλληλα ο αβαθής κόλπος προσχώθηκε από ιζήματα και μετατράπηκε σ’ ένα περιβάλλον παράκτιας λίμνης με περιορισμένη τροφοδοσία νερού από τη θάλασσα ( 4500- 3500π.Χ.). Παράλληλα άρχισε να σχηματίζεται ένα έλος γλυκού νερού πολύ κοντά στη σημερινή θέση των πηγών. Το περιβάλλον αλλάζει δραματικά  γύρω στα 2500 π. Χ. και η περιοχή μετατρέπεται σε έλος εξαιτίας της πρόσχωσης από τη δελταϊκή προεξοχή του Σπερχειού ποταμού.

Το έλος αυτό διατηρήθηκε μέχρι τα μισά του προηγούμενου αιώνα όπου και αποξηράνθηκε.

Ο υγρότοπος ανάμεσα στην Αγία Παρασκευή και τη Μεγάλη Βρύση είναι γνωστός από το ενδημικό ψάρι Ελληνοπυγόστεος, που ζει στα νερά της πηγής και στο ρυάκι που σχηματίζει. Έχει χαρακτηριστεί απειλούμενο είδος καταγεγραμμένο στο διεθνή κόκκινο κατάλογο του IUCN, συνθήκη της Βέρνης.

Στην περιοχή του υγρότοπου αναβλύζει μια καρστική πηγή με παροχή σε νερό 60 κ.μ. το 24ωρο. Επίσης ζει μια αποικία πελαργών που με τα χρόνια όμως μειώνεται (έχουν μείνει μόνο λίγα ζευγάρια).

Στην ίδια περιοχή εξαπλώνεται η φραγκοσυκιά σε βάρος της τοπικής βλάστησης μια και είναι ξενικό είδος.

Παρατηρούμε ακόμα τα ερείπια ενός αλευρόμυλου , που δείχνει τη χρήση του νερού ως καθαρή πηγή ενέργειας.

Ο υγρότοπος που είναι τόσο σημαντικός για την περιοχή μας κινδυνεύει να εξαφανιστεί λόγω των απειλών:

1. η ανάπτυξη και η οικιστική δόμηση

2. η γεώτρηση για αρδευτικούς σκοπούς

3. η μερική σκουπιδοποίηση

Πηγή: η γεωλογική – γεωαρχαιολογική μελέτη του προϊστορικού οικισμού της Αγίας Παρασκευής και η συμβολή της στον εμπλουτισμό του προγράμματος Π.Ε.

Ο αρχαιότερος κάτοικος της περιοχής

Θεωρούμε σημαντικό να αναφερθούμε στον αρχαιότερο κάτοικο της περιοχής μας. Ονομάζεται ελληνοπυγόστεος και ζει εδώ και 40 εκ. χρόνια στον τόπο μας.

Πρόκειται για ένα ενδημικό ψαράκι μόλις 4-5 εκατοστών  και συναντάται μόνο στο ανατολικό υδάτινο σύστημα της κοιλάδας του Σπερχειού. Ίσως είναι ο μοναδικός μάρτυρας των περιβαλλοντικών αλλαγών που σημειώθηκαν εδώ.

Οι πηγές που υπάρχουν ανάμεσα στη Μεγάλη Βρύση και την Αγία Παρασκευή δημιουργούν ένα εξαιρετικό υγροβιότοπο για τον ελληνοπυγόστεο. Τα καθαρά και τρεχούμενα νερά που έχουν χαμηλή θερμοκρασία ( περίπου 17ο C ) και η πλούσια υδρόβια φυτική βλάστηση δημιουργούν ένα φιλόξενο περιβάλλον. Αναπαράγεται από το Μάρτιο ως τον Ιούλιο και η διάρκεια ζωής του είναι το μέγιστο 18 μήνες. Κατά την περίοδο της αναπαραγωγής τα αρσενικά κατασκευάζουν τις φωλιές τους από φυτικά υλικά και προσκαλούν τα ώριμα θηλυκά για να αποθέσουν τα αυγά τους. Το θηλυκό αφήνει μικρές ποσότητες αυγών μέσα στις φωλιές και το αρσενικό φυλάει τα αυγά 4-5 ημέρες μέχρι την εκκόλαψη τους. Οι προνύμφες αποκτούν τα χαρακτηριστικά των ενηλίκων σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το μικρό μέγεθος του σώματός του, του επιτρέπει τη διαβίωση ακόμα και σε μικρές ποσότητες νερού που διαμορφώνονται σε περιόδους ξηρασίας.

Τα υδάτινα συστήματα στα οποία ζει ο ελληνοπυγόστεος είναι ευάλωτα σε διαταραχές από φυσικά αίτια και από τις ανθρωπογενείς επιδράσεις. Η επιβίωση του ελληνοπυγόστεου εξαρτάται από τη φυσική ποιότητα των νερών και τη διατήρηση  βιότοπων του.

Η προστασία και η επιβίωση του ελληνοπυγόστεου εξαρτάται απ’ όλους όσους εμπλέκονται στη χρήση και διαχείριση των υδάτινων πόρων της περιοχής.

Η περιοχή της Μεγάλης Βρύσης μέσα από τα μάτια των περιηγητών

Αρκετοί περιηγητές γράφουν για τη περιοχή της Μεγάλης Βρύσης.

Ο Γουίλιαμ Γκελ ( 1777- 1834) αρχαιολόγος και τοπογράφος κατά την περιήγηση του στην περιοχή της Φθιώτιδας αναφέρει το χωριό Σαρμουσακλί (Ροδίτσα) , δυο μικρές αλυκές Τούζλα ή Τουζλί, το χωριό Εμίρμπεη , τη Μεγάλη Βρύση και την πηγή κοντά στο χωριό σ’ ένα κεφαλάρι με άφθονο νερό. Ακόμα αναφέρει τη Μαυρομαντήλα και τον Παλαιόπυργο.

Oι Sauders – Forsterς περιηγητές μιλούν για τη Μεγάλη Βρύση

« Έπειτα σταματάμε να ποτίσουμε τα άλογα μας σε ένα χωριό δικαίως ονομαζόμενο Μεγάλη Βρύση. Υπάρχουν μεγάλες οροφές που προστατεύουν όμορφα σκαλισμένα μπαλκόνια, λουλούδια και καθαρά νερά σε όλες τις πλευρές. Υπέροχα παλιά φυτά σκιάζουν το χωριό, δαμασκηνιές μοιάζουν με λευκό σεντόνι καθώς είναι με ανθισμένα λουλούδια, και κοκκινωπές πικροδάφνες τονίζουν τα πλούσια ξύλινα σπίτια.

Άντρες και γυναίκες κάθονται έξω από τις πόρτες τους, οι τελευταίες στρίβουν τις ρόκες τους και τα αδράχτια τους, ενώ τα παιδιά οδηγούν έξω αρνάκια για μια βοσκή στις πράσινες πλαγιές του λόφου. Κάποια όμορφα γαϊδουράκια με χαρούμενα στολισμένα χαλινάρια και σαμαροσκούτια στέκονται πλάι στο Χάνι, απ’ όπου αναδύεται ένα ευωδιαστό άρωμα καφέ και χαριτωμένα χελιδόνια μπαινοβγαίνουν, απαραίτητο συμπλήρωμα σε κάθε ελληνικό πανδοχείο που βρίσκεται σε πέρασμα».

Επίσης αναφέρει την ύπαρξη μιας αλυκής σε απόσταση τριών χιλιομέτρων που ονομάζεται Τούζλα και τη Μαυρομαντήλα.

Ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ την ονομάζει “Κρύα Βρύση” και την τοποθετεί στο κτηματολόγιο Ζητουνίου, με 10 σπίτια. Το 1896 απογράφηκαν 199 κάτοικοι. Τα έτη 1912-1939 ήταν συνοικισμός της Ροδίτσας.

Είναι φανερό λοιπόν πως το όνομα Μεγάλη Βρύση οφείλεται στις  πηγές της με το άφθονο νερό.

Οι πρώτοι κάτοικοι του οικισμού

Το 1918 και το 1922 ήρθαν στη Μεγάλη Βρύση 30 οικογένειες προσφύγων από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας , της Αν. Θράκης και από τα παράλια του πόντου. Οι περισσότεροι έφτασαν με πλοία και μερικοί ταξίδεψαν για πολλές ημέρες με τα πόδια.

Η τότε κυβέρνηση απαλλοτρίωσε κομμάτι του αγροκτήματος του Στεργιόπουλου  -Κόγκα για να δημιουργηθεί ο οικισμός και για να δώσει καλλιεργήσιμη γη στους πρόσφυγες.        Για κάθε οικογένεια ορίστηκε προσφυγικός κλήρος 50 στρεμμάτων. Επίσης δόθηκαν 50 στρέμματα στον ιερέα  και 40 στρέμματα για τη δημιουργία σχολείου.Ο οικισμός αναπτύχθηκε στο δυτικό απαλλοτριωμένο τμήμα του αγροκτήματος.

Η αποκατάσταση των προσφύγων καθυστέρησε αρκετά χρόνια (1931) εξαιτίας της έλλειψης οργάνωσης , της γραφειοκρατίας και τις αντιδράσεις των μεγαλοκτημόνων.

Αρχικά η γη που δόθηκε στους πρόσφυγες ήταν ακαλλιέργητη με τμήματα που καλύπτονταν από στάσιμα νερά. Οι κάτοικοι υπέφεραν από τα κουνούπια και  πολλά παιδιά έχασαν τη ζωή τους την εποχή αυτή αρρωσταίνοντας από την ελονοσία.Οι πρόσφυγες με τη βοήθεια των τοπικών κρατικών υπηρεσιών αποστράγγισαν και καθάρισαν τα οικόπεδά τους.

Σε κάθε οικογένεια προσφύγων δόθηκαν ομολογίες που θα εξοφλούνταν με χρήματα στο Δημόσιο Ταμείο. Με τη διανομή του 1926 δόθηκε σε κάθε οικογένεια χωράφι έκτασης 50 στρεμμάτων  και χρέωσαν τον κάθε κληρούχο με το ποσό των 100.000 δρχ. Το οποίο θα έπρεπε να εξοφλήσει με δόσεις στην τράπεζα. Με την είσοδο των Γερμανών στη χώρα το 1941, έπαψε η πληρωμή των δόσεων και μεταπολεμικά παραγράφηκαν.

Μετά τη διανομή των χωραφιών οι αγρότες άρχισαν να καλλιεργούν τη γη που τους δόθηκε. Σε κάθε οικογένεια δόθηκε επίσης και ένα άλογο για την καλλιέργεια της γης. Τα περισσότερα άλογα ψόφησαν από τα κουνούπια και το κλίμα της περιοχής στο οποίο δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν. Οι αγρότες αναγκάστηκαν να χρεωθούν στην αγροτική τράπεζα για να αγοράσουν άλογα και εργαλεία.

Στα πρώτα χρόνια και μέχρι την αποκατάστασή τους το 1931 οι αγρότες δούλευαν στο αγρόκτημα του Κόγκα με σκληρές εργασιακές συνθήκες , ατέλειωτες ώρες δουλειάς και με λίγα χρήματα .Όλοι οι μεγάλοι σε ηλικία κάτοικοι έχουν να διηγούνται και από μια δυσάρεστη ιστορία στα κτήματα αυτά.

Ο κύριος μπαλωμένος στη μελέτη του έχει καταγράψει στην εργασία του τις  οικογένειες που πήραν κλήρο στην περιοχή της Μεγάλης  Βρύσης οι οποίες ήταν:

Αρναούτογλου Ιωάννης του Δημητρίου

Γρίβας Ηλίας του Αθανασίου

Δρόσος Στυλιανόςτου Συνοδινού

Δημητρούλης Γεώργιος του Δημητρίου

Έλληνας Χριστόδουλος του Γεωργίου

Καλαντζής Νικόλαος του Κωνσταντίνου

Πινέλης Αριστείδης του Θεμιστοκλή

Καλιπολίτης Εμμανουήλ

Κουτσάκης Χρ. Ευστράτιος

Καρανδρέας Δήμος του Δήμου

Λαγός Αρχοντής του Στυλιανού

Μονοπάτης Αρχοντής του Ιωάννη

Μουστάκης Γεώργιος του Παντελή

Νεοχωρίτης Αριστείδης του Κυριάκου

Ντουβαλετάς Ευθύμιος του Γεωργίου

Πασχαβάνης Ιωάννης του Ανδρέα

Παπαρώνης Αθανάσιος του Αντωνίου

Παπάζογλου Γεώργιος του Μιχαήλ

Παπαϊωάννου Ευάγγελος του Εμμανουήλ

Ρουμελιώτης Δημήτριος του Ιωάννη

Σπάρταλης Χαράλαμπος του Νικολάου

Σεβαστός Κλεάνθης του Αριστείδη

Σεβαστέρης Νικόλαος του Γεωργίου

Σεβαστέρης Γεώργιος του Χαραλάμπους

Σεβαστός Νικόλαος του Αριστείδη

Σαμούρης Χαράλαμπος του Δημητρίου

Σαπουτζόγλου Ευστράτιος του Γεωργίου

Σεβαστός Χρήστος του Αριστείδη

……………..Δημήτριος του Γεωργίου

Χατζόγλου Αθανάσιος του Νικολάου

Κλήρος ιερέα

Σχολείο ( σχολικός κλήρος)

Οι ιδιοκτησίες και τα σπίτια τους απλώθηκαν κατά μήκος της σημερινής οδού Γ. Σεφέρη.

“Η Έπαυλης των Πελαργών”

Η Έπαυλης των Πελαργών και το κτήμα ανήκε αρχικά στην Σαϊδέ Χανούμ , κόρη του Βελιγιουδίου Πασά, σύζυγος του Χαλίλ Μπέη , διοικητή της Λαμίας. Με την έναρξη του αγώνα του 1829 , η Σαϊδέ Χανούμ πούλησε άτυπα όλη την έκταση στο Νικόλαο Στουρνάρη κατά τα 2/3 και στον Ανδρέα Φαρδή κατά το 1/3

Εξ’ αδιαιρέτου.

Μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου στις 3 Φεβρουαρίου 1830, το οποίο επέτρεπε στους Τούρκους, που είχαν εγκαταλείψει το ελληνικό έδαφος, να επανέλθουν στην Ελλάδα, και να πουλήσουν τις εκτάσεις που κατείχαν , η Σαϊδέ Χανούμ , προέβαλε ακυρότητα της πιο πάνω άτυπης πώλησης και αξίωσε από τους Ν. Στουρνάρη και Α, Φαρδή να ξαναγοράσουν το κτήμα. Το 1837 οι παραπάνω κάτοχοι του κτήματος αναγνωρίστηκαν από την Επιτροπή των Οθωμανικών Κτημάτων κύριοι του παραπάνω τσιφλικίου της Μ. Βρύσης.

Το 1866 ο Ν. Στουρνάρης παραχώρησε ατύπως το μερίδιό του στην κόρη του Ειρήνη Στουρνάρη. Η Ειρήνη Στουρνάρη το 1971 έδωσε ως προίκα στο σύζυγό της Κάρολο Μέρλιν Πριόρ τα 2/3 της έκτασης που της ανήκαν. Επίσης ο Ανδρέας Φαρδής , που πέθανε το Δεκέμβριο του 1875, άφηνε το 1/3 της έκτασης με διαθήκη στην Ειρήνη Στουρνάρη.

Το 1885 η Ειρήνη Στουρνάρη πεθαίνει και ιδιοκτήτες όλης της έκτασης γίνονται ο Κάρολος Μέρλιν και τα παιδιά τους Αλφρέδος, Σίδνεϋ, Έδγκαρ, Χάρολντ, Τζέρολντ και Ρούμπη. Το 1904 ο Αλφρέδος και ο Χάρολντ, το 1905 ο Τζέρολντ , η Ρούμπη και ο Έδγκαρ πωλούν τα μερίδιά τους στον αδερφό τους Σίδνεϋ.

Ο Σίδνεϋ το 1910 αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στο κτήμα της Μεγάλης Βρύσης , όμως η γυναίκα του αρνήθηκε να τον ακολουθήσει. Έτσι τον Αύγουστο του 1916 η Ζαϊρα χωρίζει τον Σίδνεϋ Μέρλιν και τον Φεβρουάριο του 1918 παντρεύεται τον Ιωάννη Ράλλη , με τον οποίο το Δεκέμβριο του 1918 αποκτούν το μετέπειτα πρωθυπουργό Γεώργιο Ράλλη.

Ο Σίδνεϋ Μέρλιν , ο οποίος είχε σπουδάσει γεωπόνος στη Γερμανία, ήρθε στη Λαμία με σκοπό να αξιοποιήσει το κτήμα της Μ. Βρύσης. Ύστερα από την αποξήρανση της τεράστιας αυτής έκτασης , έφερε είδος πορτοκαλιών από την Αμερική, αφαίρεσε το σπόρο και δημιούργησε τα ομφαλοφόρα πορτοκάλια, τα γνωστά σε όλο τον κόσμο με το όνομα Μέρλιν.

Το 1918 ο Μέρλιν θα παντρευτεί την Αικατερίνη Ιγγλέση από την Κεφαλονιά , θα αγοράσει ένα κτήμα στην Κέρκυρα και εκεί θα συνεχίσει τις δοκιμές του με τα πορτοκάλια, το κουμ κουάτ και το γνωστό βούτυρο Κερκύρας.

Το κτήμα θα πωληθεί στον Χρήστο Στεργιόπουλο – Κόγκα το 1918.

Ο Χρήστος Στεργιόπουλος- Κόγκας  καταγόταν από το Αργυροχώρι Υπάτης Φθιώτιδας. Εκείνη την εποχή η Υπάτη ήταν εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο και ήταν ήδη γνωστές οι μεγάλες καπναποθήκες των αδελφών Στεργιόπουλου – Κόγκα.

Μετά την αγορά της έκτασης της Μεγάλης Βρύσης , το 1918, κατάφερε να αποξηράνει το μεγαλύτερο τμήμα της βαλτώδους έκτασης και να τη μετατρέψει  σε γόνιμο έδαφος.  Επίσης περιορίστηκαν τα κρούσματα ελονοσίας που ταλάνιζαν την περιοχή.

Τμήμα του κτήματος (18.000 στρέμματα) απαλλοτριώθηκε από την κυβέρνηση Βενιζέλου (1929) για να αποκατασταθούν οι πρόσφυγες που είχαν καταφτάσει στην περιοχή. Στο κτήμα ανήκε και ο νερόμυλος και οι πηγές και γίνονταν ,κυρίως  καλλιέργειες βαμβακιού, καλαμποκιού, ρυζιού και καπνού.

Το αρχικό αγρόκτημα έφτανε ως τη θάλασσα και είχε πορτοκαλεώνα από την εποχή του Μέρλιν. Οι ιδιοκτήτες φύτεψαν αμπέλια.

Επίσης γινόταν εκτροφή αγελάδων και αιγοπροβάτων. Είχαν πολλά υποστατικά, αποθήκες για τα εργαλεία και τα προϊόντα. Η οικογένεια Κόγκα έμενε στο διώροφο κτίριο “την Έπαυλη των Πελαργών”.

Η ζωή στον οικισμό

Οι πρόσφυγες έχτισαν  μόνοι τους τα σπίτια, φτιάχνοντας πλίθες ( ανακάτευαν χώμα, νερό και άχυρο) και τις χρησιμοποιούσαν ως δομικό υλικό αφού τις στέγνωναν πρώτα στον ήλιο. Τα σπίτια ήταν μικρά συνήθως είχαν δυο δωμάτια και κουζίνα. Δίπλα από το σπίτι και με τα ίδια δομικά υλικά έφτιαχναν και το υποστατικό, ένα στάβλο για το άλογο και μια μικρή αποθήκη για τα εργαλεία και τη σοδειά. Οι αυλές ήταν στρωμένες με τα απορρίμματα αγελάδων που ήταν πατημένα και τριμμένα στο χέρι για να είναι λεία ή χωμάτινες . Οι γυναίκες ασβέστωναν τις αυλές και φρόντιζαν να φυτεύουν πολλά λουλούδια.

Σήμερα σώζονται δυο σπίτια με πλίθες . Το ένα είναι του κ. Συνοδινού Δρόσου κοντά στο σχολείο μας.

Οι γυναίκες φρόντιζαν το σπίτι και τα παιδιά. Τα σπίτια τους άστραφταν από την καθαριότητα και ήταν πανέμορφα με στρωσίδια φραγμένα από τα χέρια τους. Ήταν φιλόξενες και είχαν πάντα ένα γλυκό κουταλιού για κέρασμα. Ακολουθούσαν τις νηστείες και ήταν βαθιά θρησκευόμενες. Εκκλησιάζονταν συχνά , αρχικά στον Άγιο Αθανάσιο( δίπλα στον κόμβο της εθνικής οδού ) και στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας στα ανατολικά του οικισμού και αργότερα στον Άγιο Γεώργιο που χτίστηκε στο χωριό.. Στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής ήταν το κοιμητήριο. Μερικές ήξεραν γιατροσόφια. Οι άντρες ήταν ευγενείς και ήρεμοι και δεν τους άρεσαν καθόλου οι τσακωμοί. Γενικά ήταν προοδευτικοί άνθρωποι μας επισημαίνει ο κύριος Νεοχωρίτης.

Γύρω στο 1930 ο Αριστείδης Πινέλης ίδρυσε ένα καφεμπακάλικο στη γωνία των οδών Σεφέρη και Ν. Μονοπάτη. Εκεί οι άντρες έπαιζαν χαρτιά και έπιναν καφέ επίσης ψώνιζαν τα βασικά είδη παντοπωλείου για το σπίτι. Επίσης η Ελένη Μονοπάτη διατηρούσε μπακάλικο και καφενείο μαζί.

Τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων στον οικισμό το πρόβλημα της υδροδότησης ήταν μεγάλο. Η πηγή που ανάβλυζε πόσιμο νερό βρισκόταν απέναντι από το νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής και το μετέφεραν με βαρέλες μέχρι τον οικισμό. Ο δήμαρχος Λαμίας τη δεκαετία του ΄30 έβαλε μια κρήνη στον οικισμό, στη νότια πλευρά της οδού Σεφέρη και μ’ αυτό τον τρόπο οι κάτοικοι προμηθεύονταν το νερό. Πολλές φορές υπήρχαν προβλήματα με το δίκτυο και οι κάτοικοι διέκοπταν την ύδρευση του χαμηλού μέρους του οικισμού για να έχουν νερό οι υπόλοιποι. Τότε εκείνοι που κατοικούσαν στο πιο ψηλό μέρος γέμιζαν βαρέλια με νερό  και τα κυλούσαν προς τους κατοίκους που έμεναν στα χαμηλότερα μέρη.

Έπλεναν τα ρούχα σε νεροτριβές κοντά στο μύλο τα οποία μετέφεραν με τα γαϊδουράκια και εκεί  έκαναν και το μαντάνι ,τη διαδικασία που έδινε πιο πυκνή ύφανση στα στρωσίδια. Στην περιοχή όμως αυτή  υπήρχαν ρουφήχτρες στο βάλτο που ήταν επικίνδυνες και συχνά γίνονταν ατυχήματα.

Ο υδρόμυλος στον οποίο άλεθαν το σιτάρι κατασκευάστηκε επί τουρκοκρατίας και μέχρι την εποχή που ήταν μυλωνάς ο Γιάννης Βερβέρης δεν είχε γίνει καμιά μετατροπή όπως αναφέρει στη μελέτη του ο κύριος Μπαλωμένος. Παλαιότερος μυλωνάς στο νερόμυλο ήταν ο Γεώργιος Σκορδοκόπανος από τη Σαμψούντα και ο τελευταίος μυλωνάς ήταν ο Γιάννης Βερβέρης (1921- 2002)

Τη ζωή των κατοίκων δυσκόλευαν τα κουνούπια, που ήταν η αιτία της ελονοσίας. Πολλά παιδιά πέθαναν από την αιτία αυτή.

Τα παιδιά πήγαιναν σχολείο αρχικά στην Νέα Μαγνησία ,έπειτα στο δημοτικό της Ροδίτσας και αργότερα σε ένα κτίσμα κοντά στο σημερινό σχολείο. Κάποιο διάστημα έκαναν μάθημα στην εκκλησία. Όμως οι δυσκολίες της ζωής πολλές φορές τα υποχρέωναν να εγκαταλείψουν τα γράμματα για να  εργαστούν. Οι περισσότεροι πρόσφυγες εργαζόταν στα κτήματα του Κόγκα , το ίδιο έκαναν και τα παιδιά. Το μεροκάματο τους πολλές φορές ήταν ένα κομμάτι ψωμί. Μερικοί δούλευαν σε κτήματα στη Ροδίτσα. Λίγοι ήταν αυτοί που εργαζόταν μόνο στα δικά τους κτήματα. Οι άντρες λοιπόν έσκαβαν , βοτάνιζαν , καλλιεργούσαν βαμβάκι καλαμπόκι, σιτάρι  και οπωροκηπευτικά. Οι περισσότεροι στην πατρίδα τους ήταν σοβατζήδες, καλουπατζήδες και γνώριζαν να φτιάχνουν σκεπές.

Η διατροφή τους ήταν πολύ λιτή και μερικές φορές κοιμόταν νηστικοί. Ο κύριος Νεοχωρίτης μας αναφέρει στη συνέντευξή του ότι οι κάτοικοι έτρωγαν ό,τι έβρισκαν ακόμα και σκέτα λεμόνια ή πορτοκαλόφλουδες.

Για τη μεταφορά των προϊόντων τους χρησιμοποιούσαν 3 κάρα. Οι ίδιοι πήγαιναν με τα πόδια στη Λαμία.

Διασκέδαζαν στους γάμους και άκουγαν μουσική της ιδιαίτερης πατρίδας του            όπως τα  ζεϊμπέκικα.

Τα παιδιά στις ελεύθερες ώρες τους έπαιζαν μπάλες με πανιά , σκλαβάκια, εφτάπετρο και κουετζίλα (έστηναν ένα τενεκέ και προσπαθούσαν να τον πετύχουν με πέτρες).

Ο κύριος Μπαλωμένος στην εργασία του αναφέρει πως στα χρόνια πριν την κατοίκηση της περιοχής από τους πρόσφυγες υπήρχαν αρκετά σπίτια στην ανατολική άκρη του σημερινού οικισμού. Εκεί υπήρχε και η παλιά εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Ειρήνη ή την Αγία Αικατερίνη.

Στη Μεγάλη Βρύση υπήρχε φυλασσόμενη διάβαση με σταθμάρχη στο σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί κοντά υπήρχε και ένα πηγάδι.

Στη δεκαετία του ΄30 λειτουργούσε στη Μεγάλη Βρύση Σταθμός επιβητόρων αλόγων όπου έφερναν φοράδες για γονιμοποίηση.

Στα χρόνια που πρόεδρος ήταν ο Παν. Μονοπάτης οι κάτοικοι της Μεγάλης Βρύσης ζήτησαν άδεια από τον Γεώργιο Στεργιόπουλο να πάρουν τα υλικά του παλιού ναού για να φτιάξουν το νέο. Εκείνος δέχτηκε με την προϋπόθεση να είναι αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο. Οι κάτοικοι συμφώνησαν και έτσι ξεκίνησαν το χτίσιμο του ναού.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο συνδέθηκε η Μεγάλη Βρύση με το δίκτυο νερού της Λαμίας. Τότε έβαλαν τρεις δημοτικές βρύσες μπροστά στα σπίτια των Μάρκου Έλληνα και του Παν. Μονοπάτη και μια μπροστά στο σημερινό φούρνο.

Αξιοσημείωτο είναι ότι οι περισσότερες γυναίκες των προσφύγων έμειναν χήρες γιατί έχασαν τους άντρες τους είτε από την ελονοσία είτε από τις σκληρές συνθήκες εργασίας στα κτήματα του Κόγκα και να ζήσουν οι ίδιες και τα παιδιά τους αναγκάστηκαν να δουλεύουν πολύ σκληρά.

Την περίοδο της κατοχής άνδρες και γυναίκες πήραν μέρος στην αντίσταση .  Η ζωή δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο όπως ήταν φυσικό.

Μέτα την κατοχή ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στη Μεγάλη Βρύση αρκετοί άνθρωποι που κατάγονταν από τα χωριά της Ευρυτανίας και από την περιοχή του Δομοκού.  Κάποια οικόπεδά τους πουλήθηκαν σε νομάδες κτηνοτρόφους, που έφτιαξαν μόνιμες καλύβες μέσα στο οικόπεδο τους το χειμαδιό, ενώ το καλοκαίρι πήγαιναν με τα πρόβατά τους σε ορεινούς βοσκότοπους της Δυτικής Φθιώτιδας ή της Ευρυτανίας. Αργότερα έχτισαν σπίτια και έγιναν μόνιμοι κάτοικοι. Από τη δεκαετία του 50 και μετά χτίστηκαν καινούρια σπίτια που έφτασαν τα 50. Η κυρία Μαρία Γαλάνη  μας κατέθεσε  πως το οικόπεδό τους το αγόρασαν από πρόσφυγες που έφυγαν για τη Θεσσαλονίκη όταν βρήκαν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους τα οποία τα αναζητούσαν αρκετά χρόνια.

Είχαν τα κοπάδια τους στην περιοχή της Μαυρομαντήλας, η οποία πήρε την ονομασία της από τις γυναίκες που φορούσαν μαύρα μαντήλια λόγω χηρείας. Το καλοκαίρι έβοσκαν τα πρόβατα στα κτήματα του Κόγκα. Στην περιοχή υπήρχε το τυροκομείο του κυρίου Γαλάνη ο οποίος μάζευε το γάλα από τους κτηνοτρόφους και έφτιαχνε τυριά, γιαούρτι και βούτυρο.

Κάποιοι απ’ αυτούς εγκατέλειψαν την κτηνοτροφία και εργάστηκαν στα κτήματα του Στεργιόπουλου. Στα κτήματα αυτά δούλευαν περίπου 300 εργάτες.

Τα αποστραγγιστικά έργα ξεκίνησαν στην περιοχή το 1952 , μετά από έντονες διαμαρτυρίες των κατοίκων ,  και συνεχίστηκαν  μέχρι το 1974.

Τις τελευταίες δεκαετίες ο οικισμός έχει επεκταθεί. Σήμερα  αποτελεί δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Λαμίας.

Βιβλιογραφία

έντυπο υλικό από ΙΔ΄ ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΩΝ & ΚΛΑΣΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ( κυρία Μαρία – Φωτεινή  Παπακωνσταντίνου)

“ Ο ΥΓΡΟΤΟΠΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ” Ευάγγελος Μαρκατσέλης, Κωνσταντίνος Βουβαλίδης, Μαρία- Φωτεινή Παπακωνσταντίνου, Μαρίνα Παπαγεωργίου, Κωνσταντίνος Αγγελής, Γεώργιος Σταυρόπουλος, Νικολέττα Κουτσοκέρα

« Ο Ελληνοπυγόστεος και η περιοχή του» εργασία των μαθητών του γυμνασίου Μοσχοχωρίου Φθιώτιδας στο πλαίσιο του προγράμματος «ΥΙΟΘΕΤΩ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΩ»» της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς του ΥΠΕΠΘ

Φθιωτικά χρονικά

« Δράσεις προστασίας και αποκατάστασης του απειλούμενου ενδημικού ψαριού Ελληνοπυγόστεος» έκθεση του Εθνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών – Ινστιτούτο Εσωτερικών Υδάτων- υπεύθυνος προγράμματος Δρ. Χαράλαμπος Νταουλάς

εφημερίδα η επαρχία 1931

Νικόλαος Δαβανέλος – Μέρλιν σελ. 138- 143

«Φθιωτικά χρονικά» τεύχη:  1999, 2009

«Με τη γραφίδα των περιηγητών» ,Νικόλαος Δαβανέλος

Ταράτσα- Αγία Παρασκευή σελ. 263 141

Η περιφέρεια του μυκηναϊκού κόσμου ,Λαμία 1999

«Λαμία- πρόσωπα» σελ.104- 106 Στεργιόπουλος ,Νικόλαος Δαβανέλος

«Η ιστορία των τσιφλικάδων και οι αγώνες των αγροτών ακτημόνων από τα χωριά της Ευρυτανίας»

Συνεντεύξεις από Τον κύριο Δημήτρη Μονοπάτη και τη σύζυγό του κυρία Μαρία, τον κύριο Νίκο Κυριαζή και τη σύζυγό του κυρία Ειρήνη , τον κύριο Κωνσταντίνο  Νεοχωρίτη, και την κυρία Μαρία Γαλάνη

Αφήστε μια απάντηση