Μήνας: Οκτώβριος 2018
ΜΟΝΑΧΟΣ / ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ
Παπουλάκος
Ετάφη στο κοιμητήριο της Ιεράς Μονής Παναχράντου ’Aνδρου και γράψαν σε ένα ξύλινο σταυρό
,
«ΜΟΝΑΧΟΣ / ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ / ΚΗΡΥΚΑΣ / ΕΚΟΙΜΗΘΗ ΕΝ ΚΥΡΙΩ / 18 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1861».
Από τους πρώτους χρόνους της κοίμησής του έγιναν προσπάθειες για την επίσημη αγιοκατάταξή του, την ανακομιδή των λειψάνων του και την φιλοτέχνηση της εικόνας του, χωρίς όμως αποτέλεσμα για πολλές δεκαετίες.
Η « αντιεξουσιαστική » του δράση δημιουργούσε πρόβλημα στην ευρύτερη επίσημη αναγνώρισή του. Αργά αλλά σταθερά άρχισε να αποκαθίσταται η μνήμη του στην συνείδηση όχι μόνο των απλών πιστών, που ούτως ή άλλως πάντα πίστευαν στην αγιότητά του, αλλά και στην συνείδηση των ανώτατων εκκλησιαστικών Ιεραρχών και σημαντικών προσωπικοτήτων.
Υπάρχουν πλήθος επίσημων αναφορών αρχιερέων που αναγνωρίζουν το έργο του, ακόμα και την αγιότητά του.
Η ανακομιδή των λειψάνων του, τα οποία παρέμειναν στο οστεοφυλάκιο της Μονής Παναχράντου, δεν έγινε με επισημότητα.
Ύστερα από επιμονή των κατοίκων του χωριού του Παπουλάκου Αρμπουνα, ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων Γεώργιος, στις 12 Σεπτεμβρίου 1973 φρόντισε να μεταφερθεί η κάρα του στο ναό της Ιεράς Σκήτης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στα Αρμπουνα Κλειτορίας, που είχε κτίσει ο ίδιος.
Έκτοτε πλήθος κόσμου προσέρχεται στο ορεινό χωριό και ασπάζεται την Τιμία Κάρα του, η οποία έχει τεθεί σε επίχρυση λειψανοθήκη και λέγεται ότι ευωδιάζει και θαυματουργεί και κοσμείται με πλούσια αναθήματα και άλλα τάματα.
Όπου αλλού φυλάσσονται ιερά λείψανα τιμώνται με τις δέουσες ορθόδοξες παραδόσεις. Έχουν συνταχθεί ιερές ακολουθίες και παρακλητικός κανών προς τιμήν του.
Μοναχοί κατά την κουρά τους και λαϊκοί το ιερό Μυστήριο του Βαπτίσματος φέρουν το όνομά του.
Η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Παπουλάκου από την εποχή που ζούσε, όπου διακρίνονται η επιγραφή «ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ» και η χρονολογία «ΑΩΝ» (=1850), είναι μια σημαντική απεικόνιση του οσίου που τα χαρακτηριστικά του προσώπου ταιριάζουν καταπληκτικά στις περιγραφές του Παπουλάκου και φιλοξενείται σε πολλά εικονοστάσια.
Επίσης, έχουν ιστορηθεί σύγχρονες εικόνες του οσίου Χριστοφόρου και χτίσθηκαν ναοί αφιερωμένοι στην μνήμη του, όπως μικρό ιδιωτικό εκκλησάκι στα ’ρμπουνα της οικογένειας Νασιόπουλου, παρεκκλήσιο στην Ιερά Μονή Αγίων Αυγουστίνου και Σεραφειμ του Σάρωφ στο Τρίκορφο Φωκίδος.
Επίσης ο ευλαβέστατος πατέρας Δημήτριος Λεκαράκης στην ενορία του Αγίας Τριάδας Φλομοχωρίου, της Ι.Μητρ. Γυθείου και Οιτύλου έχουν παρεκκλήσιο προς τιμή του Παπουλάκου και ιερό τεμάχιο απο το ράσο του. Στην Ι. Μονή Προφήτη Ηλία Σαντορίνης το κελί όπου έζησε έχει γίνει ναός.
Ακόμα στον Μαρκόπουλο Αττικής υπάρχει μεγαλοπρεπή πνευματικό κέντρο με την ονομασία «Ο Παπουλάκος», που το ίδρυσε ο γνωστός για το φιλανθρωπικό του έργο π. Διονύσιος Καλάργυρος, όπου σε αυτά τιμάται ταπεινά το όνομα του Οσίου.
Πλήθος είναι και οι σύγχρονες μαρτυρίες, που έχουν παραμείνει από προφορική και γραφτή παράδοση, αναφορικά με τα κηρύγματά του, τις προφητείες και τις προρρήσεις του, τα θαύματά του εν ζωή, ακόμα και μετά θάνατον.
Στα μέρη που σχετίζονται με τον Όσιο όπως η Σκήτη του, το σπίτι του στον Αρμπουνα και στην Μονή Παναχράντου, θεωρούνται θαυματουργά και συχνά έβλεπαν φως ή ακούγονταν ουράνιες ψαλμωδίες.
Ενδεικτικά αναφέρεται η σημαντική μαρτυρία της ηγουμένης Παρθενίας, της Μονής Έλωνος Λεωνιδίου, ότι ο Όσιος όταν είχε επισκεφθεί την συγκεκριμένη Μονή ήταν ανδρική. Ωστόσο είχε πει ότι το Μοναστήρι κάποια στιγμή θα γίνει γυναικείο και θα κλαπεί η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας.
Όμως μετά από λίγο θα ξαναβρεθεί και όντως όλοι θυμόμαστε την πρόρρηση αυτού του γεγονότος πριν από λίγα χρόνια την ζήσαμε όλοι.
Επίσης πολλά από τα δεινά που συμβαίνουν στην εποχή μας τα είχε προφητέψει ο Παπουλάκος, και γι αυτό είναι γνωστή η φράση στον Μοριά «ζούμε τις μέρες του Παπουλάκου».
Όπως αναφέρει ο ηγούμενος της μονής Παναχράντου ’Ανδρου π.Ευδόκιμος πολλές είναι οι εμφανίσεις του αγίου τα τελευταία χρόνια.
Πολλά είναι αυτά άλλωστε που είχε προφητέψει στους κατοίκους της ’Ανδρου στους οποίους απευθυνόμενος έλεγε, όταν τον ρωτούσαν που τα γνωρίζει, ό,τι: «μου τα λέει αυτός που δεν πιστεύετε εσείς».
Εντοπίστηκε ακόμη το κελάκι του μέσα στο οποίο βρέθηκε,μετά από τόσα χρόνια και τόση υγρασία, ανέπαφη η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας την οποία ο Παπουλάκος τοποθετούσε έμπροσθέν του πριν από κάθε του κήρυγμα.
Τέλος, το όνομά του παραμένει ακόμα προς επίσημη αγιοκατάταξη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο πολύ σοφά περιμένει να αφουγκραστεί την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, ξεκαθαρισμένη με το πέρασμα του χρόνου από βραχυπρόθεσμες σκοπιμότητες, ώστε να προβεί ανεπηρέαστα στις δέουσες ενέργειες.
Σύμφωνα με την εφημερίδα: «Η Φωνή των Καλαβρύτων» (Αύγουστος 2004), αναφέρεται ότι ο μακαριστός Μακαριώτατος αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος σε επίσκεψή του στην περιοχή τους υποσχέθηκε ότι θα έρθει στην Κλειτορία: «… και, αφού διαβάσει κατάλληλη ευχή για να αρθεί η κατάρα, θα αγιοποιήσει τον Παπουλάκο».
Επίσης πολλή σημαντική είναι η πληροφορία του πανοσιολογιοτάτου αρχιμανδρίτου και ηγουμένου της Ιεράς Μονής Παναχράντου Ανδρου κ.Ευδοκίμου Φραγκουλάκη, κατά την μετάβασή του με την Τιμία Κάρα του Αγίου Παντελεήμονος στην Ρωσία που φυλάσσεται στο μοναστήρι του, σε αναφορά προς τον Πατριάρχη Μόσχας Αλέξιο, ότι στην Μονή του στην Ανδρο είχε ζήσει ένας μοναχός που αγαπούσε την Ρωσία, ο Πατριάρχης και επίσκοποί του απάντησαν ότι γνωρίζουν τον Χριστόφορο τον Παπουλάκο και η ορθόδοξη εκκλησία της Ρωσίας τον έχει κατατάξει μεταξύ των οσίων και μνημονεύεται συχνά σε ακολουθίες.
Αυτή η πράξη είναι μια δικαίωση για την σημαντική αυτή μορφή του Ελληνισμού που πέρασε τα όρια των βαλκανίων,
Η αδελφότητα της Μονής το καλοκαίρι του 2011, με την βοήθεια ανώνυμων δωρητών επισκεύασε τον χώρο που κρατείτο ο Παπουλάκος.
Γνώση της ιστορίας: Μοναδικό ανάχωμα αντίστασης στις ξένες επιβουλές
* Από τον Ντίνο Αυγουστή
Είναι ή δεν είναι χρήσιμο τελικά να εκθέτεις δημοσίως και μάλιστα γραπτώς τις απόψεις σου προκειμένου να σχολιάσεις την επικαιρότητα και να παρουσιάσεις άγνωστα στους πολλούς γεγονότα μέσα από την ιστορία;
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να δώσουμε μια απάντηση στο καίριο αυτό ερώτημα μέσα από τα σχόλια των ιδίων των αναγνωστών. Σταχυολογώ μερικές από τις απόψεις-παρατηρήσεις τους με αφορμή το τελευταίο σημείωμά μου με τίτλο: «Μια από τις πιο μαύρες σελίδες της ελληνικής Ιστορίας επαναλαμβάνεται και σήμερα…». (“Σημερινή”, “Ελευθερία” Λάρισας, Ιστοσελίδα Μιχάλη Ιγνατίου και αλλού).
Παρατίθεται ένα μικρό απόσπασμα από το εν λόγω κείμενο: «Όταν τον Απρίλιο του 1828 η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία, η Αγγλία και η Γαλλία βρήκαν την ευκαιρία και έστειλαν στρατεύματα στην Ελλάδα. Οι Φράγκοι όσο καιρό έμειναν στην πατρίδα μας δεν άφησαν σε χλωρό κλαρί τους Έλληνες. Μέχρι και το κεφάλι του Κολοκοτρώνη διατίμησαν πέντε χιλιάδες φράγκα! Μια από τις μελανότερες σελίδες της παρουσίας των άλλων στην πατρίδα μας, γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1833. Ήταν τρεις μήνες μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια (9 Οκτωβρίου 1831). Όταν ο Ιωάννης Κωλλέτης έμαθε ότι έρχεται ο Όθωνας, ζήτησε από τους Γάλλους φίλους του να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση ώστε να υπάρξει απόλυτη υποταγή στο νέο καθεστώς που ετοίμαζαν για την Ελλάδα! Στις 2 Ιανουαρίου 1833 οι Γάλλοι στέλνουν από το Ναύπλιο στο Άργος τον ταγματάρχη Νοντ μαζί με 750 άνδρες, κάτω από τις προσταγές του συνταγματάρχη Στοφέλ. Άμα έφτασαν στο Άργος οι φραγκέσκοι έσπαζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους κι ύστερα άρχισαν να σφάζουν άοπλους και αθώους! «Κατάντησαν» γράφει ο Δ. Φωτιάδης στο βιβλίο του “Η δίκη του Κολοκοτρώνη”, «να σφάζωσιν οι γενναίοι Γάλλοι και γέροντες και παιδιά και να εκκοιλιάσωσι και γυναίκας …
Έπειτα απ’ όλα αυτά τα δεινά οι Έλληνες καρτέραγαν ελευθερωτές του Βαυαρέζους και μεσσία τον Όθωνα …. δια να παύσουν τα βάσανά των»!
Όταν λοιπόν έφτασε στο Ναύπλιο η είδηση πως έρχεται ο βασιλιάς, άναβαν φωτιές από βουνό σε βουνό από τη μια στην άλλη άκρη του Μοριά! Ο Όθωνας και οι τρεις αντιβασιλείς αρνήθηκαν να δεχθούν κοτζάμ Κολοκοτρώνη, είδαν, όμως, ένα ολότελα άγνωστο τότε πρόσωπο, τον Κωνσταντίνο Σχοινά που είχε σπουδάσει στο Βερολίνο! Σε λίγο θα καμαρώσουμε τον Σχοινά, υπουργό Δικαιοσύνης, να λυσσομανάει να πάρει το δοξασμένο κεφάλι του Γέρου για να ευχαριστήσει τους ξένους αφεντάδες του…
Και για τούτο το στρατό, που συντάχθηκε από το συρφετό του γερμανικού λαού και για τη συντήρηση έξι κανονιοφόρων, αναγκαστήκαμε εμείς οι Έλληνες, στα πρώτα δύσκολα χρόνια της ελευθερίας μας, να ξοδέψουμε όπως βεβαιώνει ο πρεσβευτής της Αυστρίας Πρόκες Όστεν σε έκθεση του στην κυβέρνησή του, όλα τα έσοδα που είχε τότε το κράτος και 30% πάνω από αυτά! Για να διώξει ο λαός μας τούτους τους πραιτοριανούς, θα κάνει κινήματα και επαναστάσεις, θα χύσει δάκρυα και αίμα. Για την ώρα όμως τους ζητωκραύγαζε γιατί τους θεωρούσε σωτήρες του από τον ζυγό των φραγκέσκων …».
Σχολιάζουν οι αναγνώστες: Μιλτιάδης Δεληχάς: «Αυτά έπρεπε να διδάσκονται στα σχολείο για να καλλιεργούνται συνειδήσεις …». Κώστας Ζαρκαδούκας: «Αν διάβαζαν μερικοί αδαείς όλα αυτά, δεν θα έκαναν κουμάντο από το 1930 μέχρι σήμερα οι υπάλληλοι της Ζήμενς στη χώρα μας …» Ελένη Χατζηγεωργίου: « … εξαιρετικό κείμενο και δεν νομίζω ότι διδάσκονται αυτά τα ιστορικά γεγονότα στα σχολεία μας …». Ανδρέας Παπάς: «… είναι αρρώστια της φυλής μας από αρχαιοτάτων χρόνων οι ηγέτες που μας κυβερνούν να είναι ή αγγλόφιλοι ή γερμανόφιλοι ή αμερικανόφιλοι ή ρωσόφιλοι ή ό,τι άλλο φανταστείς και ο λαός να εναποθέτει τις ελπίδες του και τους πόθους του στους επόμενους δυνάστες νομίζοντας ότι θα είναι καλύτεροι από τους προηγούμενους … (βλέπε Κύπρος μετά την πώλησή της στους Άγγλους από τον σουλτάνο). Χρήστος Θεοδωρίδης: «Αυγουστίνο, νομίζεις ότι οι Έλληνες τα γνωρίζουν αυτά, έχεις την εντύπωση ότι οι δάσκαλοι τα ξέρουν; ποιος έχει το κουράγιο να ξεστραβωθεί; Αλλα πράγματα μας ενδιαφέρουν! Το προσωπικό συμφέρον και μόνο αυτό …». Νικόλας στην προσωπική ιστοσελίδα του Μιχάλη Ιγνατίου: «Καλά τα λέει και μας πονάει την καρδιά, αλλά γιατί μας τα λέει; Αν δεν μπορεί να μας πει και τον τρόπο, πως να αποφύγουμε τις επαναλήψεις τέτοιων οδυνηρών γεγονότων;»
Καίριο και κρίσιμο σίγουρα το ερώτημα του Νικόλα το οποίο ωστόσο δεν είναι καθόλου δύσκολο να απαντηθεί. Δυό λοιπόν από τους πάρα πολλούς αναγνώστες (στην ιστοσελίδα του Μιχάλη Ιγνατίου είναι περισσότεροι από χίλιοι) δίνουν με τα γραφόμενά τους την απάντηση. Γράφει ο Θεόδωρος Μίνεχος: « … Αυτά που λέτε αξιότιμε κύριε καθηγητά πρέπει να μένουν κρυφά γιατί αλλοίμονο αν τα μάθει ο λαός. Όταν τα διάβασα για πρώτη φορά δεν μπορούσα να τα πιστέψω! Απορούσα πώς και γιατί δεν μας τα διδάξαν στο σχολειό. Τελικά τώρα που είμαι σχεδόν 50 κατάλαβα. Γιατί αν τα ξέραμε δεν θα φτάναμε στο σχέδιο Ανάν ούτε καν στην εισβολή. Δεν θα είχαμε μνημόνια και Τσίπρες με τις κολοτούμπες τους. Δεν θα λέγαμε ότι “η Κύπρος είναι μακριά”, ούτε θα αφήναμε τον Μαξ Μέρτεν ελεύθερο, ούτε θα είχαμε 3500 εκτελέσεις αριστερών όταν στο ίδιο διάστημα είχαμε 25 εκτελέσεις δωσίλογων. Θα γνωρίζαμε ότι ο δρόμος λέγεται “Καραολή και Δημητρίου” και όχι “Καραολής Δημητρίου”, ότι ο “Άγιος” Νικηταράς πέθανε ζητιάνος και τυφλός (αυτός που φωνάζοντας “περσιάνοι, τ΄ όνομα μου είναι Νικήτας” έκοψε τον πρώτο Τούρκο στα Δερβενάκια), ότι ο λοχίας Ίντζος έστειλε δώρο στους ναζί 33.000 σφαίρες, ότι ο αχυρώνας του Λιοπετρίου έπεσε μετά από ηρωική μάχη με τους Αγγλους αποικιοκράτες και ότι Γρηγόρης Αυξεντίου δεν παραδόθηκε». Και ο Νίκος Γκαραρίζος γράφει επίσης: «Σε διάβασα πρωί πρωί … ξυπνάς συνειδήσεις …».
Συμπέρασμα πρώτο: Το να αναφέρεσαι στην αληθινή ιστορία μας είναι προσφορά προς την πατρίδα και βοηθά να γινόμαστε καλύτεροι Έλληνες. Διότι, η γνώση της ιστορίας είναι το αντίδοτο στη λήθη και το ανάχωμα αντίστασης στους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς της πατρίδας. Η γνώση της ιστορίας μας είναι ένα σπουδαίο εφαλτήριο αγώνα και φαρέτρα ενίσχυσης του οπλοστασίου για την εξασφάλιση της ειρήνης και της ανθρώπινης ελευθερίας και ευημερίας. Η γνώση των μαύρων σελίδων της ιστορίας μας (που δυστυχώς δεν διδάσκονται στα σχολεία μας) είναι ο μοναδικός τρόπος να μην επαναλάβουμε ως φυλή τα ίδια τραγικά λάθη-εγκλήματα του παρελθόντος…
Συμπέρασμα δεύτερο: Όλοι πρέπει να τολμούμε να καταθέτουμε ευθαρσώς την άποψή μας, αρκεί να μιλούμε και να γράφουμε χωρίς φόβο και χωρίς καμιά σκοπιμότητα.
Όσο για την απήχηση και τη χρησιμότητα των γραπτών σημειωμάτων στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, παραπέμπω σε μια πολύ γνωστή χριστιανική παραβολή. Στην παραβολή του σπορέως. Καθώς λοιπόν ο γεωργός έσπερνε σπόρους στο χωράφι του, άλλοι σπόροι έπεσαν κοντά στο δρόμο του χωραφιού, καταπατήθηκαν από τους διαβάτες και τους κατέφαγαν τα πουλιά του ουρανού. Άλλοι έπεσαν σε πετρώδες έδαφος, και αφού φύτρωσαν, ξεράθηκαν, επειδή δεν είχαν υγρασία. Άλλοι πάλι σπόροι έπεσαν σε έδαφος γεμάτο από σπόρους αγκαθιών, και όταν βλάστησαν, τους έπνιξαν τα αγκάθια τελείως. Και άλλοι σπόροι έπεσαν στην εύφορη γη και έκαναν καρπό εκατό φορές περισσότερο…
* Ο Δρ. Αυγουστίνος (Ντίνος) Αυγουστή είναι επίκουρος καθηγητής στο Τ.Ε.Ι. Λάρισας a.avgoustis@hotmail.com
Μήπως εκείνοι που σώπασαν στους δύσκολους καιρούς… Η πράξη της πίστης είναι ένας ασταμάτητος διάλογος με την αμφιβολία».
Μήπως εκείνοι που σώπασαν
στους δύσκολους καιρούς
έκαναν καλά;
Κάποιοι έπρεπε να περισωθούν
για να μιλάνε σήμερα
μνημονεύοντας ενίοτε κι εμάς
έστω παραποιημένους. Τίτος Πατρίκιος
Το πρόβλημα με τις αντωνυμίες
Λέμε εμείς και εννοούμε εγώ
λέμε εσύ και εννοούμε εγώ
λέμε αυτός και εννοούμε πάλι εγώ.
Στην ουσία μόνο με το εγώ
μπορούμε να εννοήσουμε
κάποιον άλλο. Τίτος Πατρίκιος
Η πίστη στον Θεό ως Πρόσωπο
Στο «Σύμβολο της Πίστεως» δεν λέμε, «Πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος Θεός»· λέμε, «Πιστεύω εις ένα Θεόν». Ανάμεσα στην πίστη ότι και στην πίστη εις υπάρχει μια κρίσιμη διάκριση. Μου είναι δυνατό να πιστεύω ότι κάποιος ή κάτι υπάρχει κι όμως αυτή η πεποίθηση να μην έχει πρακτικό αποτέλεσμα στη
ζωή μου. Μπορώ ν’ ανοίξω τον τηλεφωνικό κατάλογο του Wigan και να διαβάσω εξονυχιστικά τα ονόματα που είναι καταχωρημένα στις σελίδες του· και καθώς διαβάζω, είμαι προετοιμασμένος να πιστέψω ότι μερικοί (ή ακόμη κι οι περισσότεροι) απ’ αυτούς τους ανθρώπους πράγματι υπάρχουν.
Αλλά δεν γνωρίζω κανέναν απ’ αυτούς προσωπικά, ποτέ δεν έχω επισκεφθεί το Wigan, κι έτσι η πεποίθησή μου ότι υπάρχουν δεν έχει για μένα καμιά σημασία. Αντίθετα, όταν λέω σ’ ένα πολυαγαπημένο φίλο, «σε πιστεύω», κάνω κάτι πολύ περισσότερο από το να εκφράσω την πεποίθηση ότι αυτό το πρόσωπο υπάρχει. «Σε πιστεύω» σημαίνει: στρέφομαι σε σένα, ακουμπώ πάνω σου, σ’ εμπιστεύομαι απόλυτα και ελπίζω σε σένα. Και αυτό είναι που λέμε στο Θεό μέσα στο «Πιστεύω».
Η πίστη στο Θεό, λοιπόν, δεν μοιάζει καθόλου με το είδος της λογικής βεβαιότητας που πετυχαίνουμε στην Ευκλείδεια γεωμετρία. Ο Θεός δεν είναι το συμπέρασμα σε μια σειρά συλλογισμών, η λύση σ’ ένα μαθηματικό πρόβλημα. Το να πιστεύεις στο Θεό δεν είναι το να δέχεσαι τη δυνατότητα της ύπαρξής του
επειδή μας έχει «αποδειχθεί» με κάποιο θεωρητικό επιχείρημα, αλλά είναι το να εμπιστευτούμε τον Ένα που ξέρουμε και αγαπάμε. Η πίστη δεν είναι η υπόθεση πως κάτι ίσως είναι αλήθεια, αλλά η βεβαιότητα ότι κάποιος είναι εκεί.
Επειδή η πίστη δεν είναι λογική βεβαιότητα αλλά προσωπική σχέση, και επειδή αυτή η προσωπική σχέση είναι ακόμη πολύ ατελής στον καθένα μας κι έχει ανάγκη να εξελίσσεται συνέχεια είναι δυνατό να συνυπάρχει η πίστη με την αμφιβολία. Αυτά τα δύο δεν αποκλείονται αμοιβαία. Ίσως υπάρχουν μερικοί που με τη χάρη του Θεού κρατούν σ’ όλη τους τη ζωή την πίστη ενός μικρού παιδιού, που τους δίνει την ικανότητα να δέχονται ανερώτητα όλ’ αυτά που έχουν διδαχτεί. Για τους περισσότερους όμως, από εκείνους που ζουν σήμερα στη Δύση, μια τέτοια διάθεση απλώς δεν είναι δυνατή. Πρέπει να οικειοποιηθούμε την κραυγή, «Κύριε, πιστεύω· βοήθει μου τη απιστία» (Μαρκ. 9,24).
Για πάρα πολλούς από μας αυτή θα παραμείνει η διαρκής μας προσευχή ως αυτές τις πύλες του θανάτου. Κι όμως η αμφιβολία καθαυτή δεν δείχνει έλλειψη πίστης. Ίσως σημαίνει το αντίθετο -ότι η πίστη μας είναι ζωντανή και αυξανόμενη. Γιατί η πίστη δεν συνεπάγεται μακαριότητα αλλά ριψοκινδύνευμα, όχι απομόνωση από το άγνωστο αλλά πορεία άφοβη για να το συναντήσουμε. Εδώ ένας Ορθόδοξος Χριστιανός θα μπορούσε πρόθυμα να οικειοποιηθεί τα λόγια του Επισκόπου J.Α.Τ. Robinson: « Η πράξη της πίστης είναι ένας ασταμάτητος διάλογος με την αμφιβολία». Όπως σωστά λέει ο Thomas Merton· Η πίστη είναι μια πηγή αμφιβολίας και πάλης πριν γίνει μια πηγή σιγουριάς και γαλήνης.»
Επισκόπου Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ, Ο Ορθόδοξος δρόμος
Η αμφιβολία ως πυξίδα του λόγου
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα ομιλίας που εκφώνησε τον περασμένο Ιούνιο ο γνωστός Ιταλός συγγραφέας Κλάουντιο Μάγκρις, στο πλαίσιο των πολιτιστικών εκδηλώσεων Milanesiana, που οργανώνει κάθε χρόνο ο δήμος του Μιλάνου.
Αν αρχίσεις να αμφιβάλλεις για τη σύζυγό σου, λέει σε ένα διήγημά του ο Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, καταλήγεις να αμφιβάλλεις για τις Ιερές Γραφές. Δεν πρόκειται μόνο για ένα ευφυολόγημα. Το έργο του μεγάλου συγγραφέα, που γνώρισα καλά -μία από τις μεγάλες συναντήσεις της ζωής μου-, είναι μια αναζήτηση της αλήθειας που διαπερνιέται από τη βαθιά αίσθηση της ίσως ανέφικτης γνώσης της, αλλά και του μυστηριώδους χαρακτήρα της. Πολλά από τα πρόσωπα των αφηγημάτων του Σίνγκερ είναι ερευνητές της αλήθειας – συχνά αποτυχημένοι, αλλά στην έσχατη στιγμή αυτής της αποτυχίας είναι, χωρίς να το γνωρίζουν, μπροστά στην αλήθεια.Αυτήν την ειρωνική προτροπή να μην αμφιβάλλουμε, που διαψεύδεται από τόσους πρωταγωνιστές των διηγημάτων και των μυθιστορημάτων του, πρέπει να την πάρουμε στα σοβαρά.
Πρώτα απ’ όλα, υπάρχει αμφιβολία και αμφιβολία. Προφανώς ο Σίνγκερ δεν έχει καμία σχέση με την αλαζονική αξίωση να γνωρίζουμε και να κατέχουμε την αλήθεια, αξίωση που είναι η μητέρα τόσων δογματισμών, αλλά και μισαλλοδοξιών και διώξεων εκείνων που δεν συμμερίζονται ή αμφισβητούν αυτήν την αλήθεια. Ο Σίνγκερ όμως δεν έχει τίποτα κοινό και με τη ρητορική της αμφιβολίας, που στους καιρούς μας περισσότερο από κάθε άλλη φορά κυριαρχεί με τις πιο κοινότοπες, πομπώδεις και στερεότυπες μορφές της.
Η δημιουργική αμφιβολία δεν είναι στενόμυαλη και υπεροπτική αδιαφορία για την αλήθεια, αδιαφορία που στις μέρες μας φαίνεται υποχρεωτική για να θεωρούμαστε πολιτισμένοι, ανοιχτόμυαλοι, εναρμονισμένοι με το πνεύμα των καιρών.
Υπάρχει μια κοινότοπη εξύμνηση της αμφιβολίας ως σχετικισμού, που γίνεται αντιληπτός όχι ως αναγκαίο συστατικό στην αναζήτηση της αλήθειας και ως διόρθωση της αλαζονείας ότι την έχουμε βρει και την κατέχουμε, αλλά ως αδιαφορία: Εγώ είμαι αντισημίτης, εσύ δεν είσαι, καθένας από τους δυο μας έχει τη δική του γνώμη, που πρέπει να είναι εξίσου σεβαστή. Τρομερή και ανόητη διαστρέβλωση της ανεκτικότητας.
Στην παραβολή των τριών δαχτυλιδιών, που επαναλαμβάνει ο Λέσινγκ στο έργο του «Νάθαν ο σοφός» -ένα αριστούργημα του Διαφωτισμού, της ελευθερίας της συνείδησης και της αυθεντικής ανεκτικότητας-, γίνεται λόγος για τρία δαχτυλίδια που συμβολίζουν τις τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, τον εβραϊσμό, τον χριστιανισμό και τον ισλαμισμό.
Ενα από τα δαχτυλίδια είναι το αυθεντικό, το πρωτότυπο. Τα άλλα δύο -λέει η παραβολή- είναι τέλειες απομιμήσεις, που δεν μπορούν να διακριθούν από το αληθινό. Δεν είναι επομένως δυνατό να γνωρίζουμε ποια είναι η αλήθεια, την οποία μπορούμε να διαβλέψουμε μόνον έμμεσα, στην ανθρωπιά εκείνου που έχει στο δάχτυλό του το δαχτυλίδι. Εκείνος από τους τρεις που φαίνεται πιο ανθρώπινος, περισσότερο ικανός για αγάπη και κατανόηση προς τους άλλους, πιο ανοιχτός, αυτός είναι που έχει στο δάχτυλό του το αληθινό δαχτυλίδι. Η αδυναμία όμως να γνωρίσουμε την αλήθεια δεν σημαίνει ότι αυτή δεν υπάρχει.
Αυτή, λέει ο Λέσινγκ, ανήκει μόνο στον Θεό, ενώ το καθήκον του ανθρώπου είναι να την αναζητάει, να την προσεγγίζει όσο το δυνατόν περισσότερο. Την αλήθεια δεν μπορούμε να την κοιτάξουμε απευθείας, επειδή είναι αβάσταχτη, εκτυφλωτική, όπως στο ευαγγελικό επεισόδιο της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Ο Κάφκα, που τον βασάνιζε η ιδέα της αλήθειας και της αδυναμίας να τη συλλάβουμε, έλεγε ότι μόνον ο μορφασμός στο κατάπληκτο πρόσωπο που αποτραβιέται από τη θέα του είναι αληθινός.
Μόνο στην πολύχρωμη αντανάκλασή της, λέει ο Γκέτε στον «Φάουστ», κατέχουμε τη ζωή. Σε αυτή τη διαδρομή του νου και της καρδιάς, η αμφιβολία έχει έναν αναγκαίο και θεμελιώδη ρόλο. Οχι η στείρα και αλαζονική αυτοϊκανοποιημένη αμφιβολία ή εκείνη που χάνεται μέσα σε μια ψυχολογική αβεβαιότητα, αλλά η αμφιβολία ως αυτοκριτική συνειδητοποίηση των ορίων μας και των αβεβαιοτήτων μας. Με αυτήν την έννοια, η αμφιβολία είναι το άλας, η ουσία, η κινητήρια δύναμη κάθε έρευνας της σκέψης. Αν αμφιβάλλω, υποστηρίζει ο Καρτέσιος, σκέφτομαι, και αν σκέφτομαι υπάρχω.
Μέσα από τη συστηματική χρήση της αμφιβολίας φτάνουμε σε μια βέβαιη και αναμφισβήτητη πρόδηλη αλήθεια: Η αμφιβολία ως δρόμος προς την αλήθεια.
Η ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ…….
Η μεθοδική αμφιβολία -σύμφωνα με τον Καρτέσιο, αλλά ήδη και σύμφωνα με τον Αυγουστίνο- είναι μια πυξίδα του λόγου στο ταξίδι του προς την αλήθεια. Είναι επομένως το αντίθετο της απόλυτης αμφιβολίας, του ακραίου σκεπτικισμού που πρέσβευαν αρχαίοι και νεότεροι, ήδη από τον Πύρρωνα, που ήταν σύγχρονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και από τους μαθητές του, για τους οποίους τα πράγματα είναι ανεξιχνίαστα και δεν μπορεί να διατυπωθεί κανένας ισχυρισμός γι’ αυτά, αλλά μόνον η αφασία, η σιωπή. Οδηγούνται έτσι στην αναστολή κάθε κρίσης και στην αταραξία, στην απαθή αδιαφορία που είναι η μοναδική ευτυχία· στο να είναι «χωρίς γνώμες», χωρίς κλίσεις, χωρίς ανησυχίες.
Η απόλυτη αμφιβολία των ακραίων σκεπτικιστών, ο πυρρωνισμός και άλλες ανάλογες σχολές αποκρούστηκαν ακριβώς από τους φιλοσόφους που υποστήριξαν και ακολούθησαν τη «μεθοδική αμφιβολία», θεωρώντας την αναγκαία για την αναζήτηση της αλήθειας, που με τη σειρά της είναι σταθμός περαιτέρω έρευνας μιας πληρέστερης αλήθειας. Κατά τον Καρτέσιο, η σκέψη κατέχει μια αφετηριακή βεβαιότητα απέναντι στον εαυτό της.
Η μεγάλη μπαρόκ λογοτεχνία μάς βοήθησε να κατανοήσουμε για πάντα ότι η ζωή είναι όνειρο και ότι πρέπει να αμφιβάλλουμε για τα πάντα, αλλά το εγώ που αμφιβάλλει, που ονειρεύεται, που σκέφτεται, γνωρίζει με αυτόν τον τρόπο ότι υπάρχει. Η αναζήτηση της αλήθειας προϋποθέτει ίσως την εγκατάλειψη κάθε αυθόρμητης βεβαιότητας και κάθε γνώσης που μας έχει μεταβιβαστεί, ιδίως κάθε προκατάληψης, αλλά στο τέλος της αυστηρής γνωστικής διαδικασίας η αλήθεια επιβάλλεται στη νόηση του ανθρώπου.
Η ανακάλυψη που κάνει ο άνθρωπος της ίδιας της ύπαρξής του, του εαυτού του ως όντος που αμφιβάλλει και σκέφτεται, κατορθώνει να φτάσει -σύμφωνα με τον Καρτέσιο- στην ιδέα του Θεού και στην απόδειξη της ύπαρξής του. Με αυτήν συνδέονται οι αποδείξεις των θεμελιωδών αληθειών των μαθηματικών γνώσεων. Οπως γνωρίζουμε, ο απόλυτος δυϊσμός του Καρτέσιου ανάμεσα σε res cogitans και res extensa και οι συνακόλουθες θεωρίες του για την ψυχή και το σώμα, τη βιολογία και τη φυσική, την ύλη και τη σκέψη, υποβλήθηκαν σε κριτική, για παράδειγμα από τον Νεύτωνα και τον Λάιμπνιτς.
Ο Καρτέσιος όμως επιβεβαιώνει με έμφαση ότι καμία ανθρώπινη έννοια δεν μπορεί να ξεφύγει από την αμφιβολία, που είναι το αφετηριακό σημείο για να φτάσουμε σε κάθε περαιτέρω αλήθεια. Αιώνες αργότερα, ο Χούσερλ υπογραμμίζει την αναγκαιότητα να αναστείλουμε την εγκυρότητα κάθε θεωρίας και κάθε κρίσης και προκατάληψης.
Ο Χούσερλ υποστηρίζει την αναστολή κάθε συμβατικότητας μέχρι το αισθητά προφανές, που μπορεί να συλληφθεί και να επιβεβαιωθεί μόνο με την καθαρή φαινομενολογική περιγραφή. Σύμφωνα με τον Χούσερλ, η νεότερη επιστήμη είχε καταπνίξει αυτή την αισθητή διαύγεια των πραγμάτων και της ζωής, που ήταν τόσο προσφιλής στον Γκέτε. […]
Η αμφιβολία γενεσιουργός αιτία για νέες πνευματικές αναζητήσεις
«Νᾶφε καί μέμνασ’ ἀπιστεῖν˙
ἄρθρα ταῦτα φρενῶν» [1]
(ΕΠΙΧΑΡΜΟΣ)
Ο Νίτσε έλεγε ότι ο άνθρωπος, που δεν ανανεώνεται πνευματικά, πεθαίνει, όπως το φίδι, που δεν αλλάζει δέρμα. Η πνευματική ζωή συνεχίζεται, όταν ο άνθρωπος συνεχώς προβληματίζεται πάνω στα όσα γνωρίζει ή η κοινωνία του ως πνευματική τροφή του προσφέρει.
Η ανανέωση του πνευματικού εξοπλισμού συντελείται χάρη σε μία έμφυτη, και συχνά επίκτητη, τάση του πνεύματος ν’ αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο δοσμένες προτάσεις, χωρίς να μπορεί ν’ αποφανθεί για την αλήθεια της μιας ή της άλλης, μεχρισότου αποκτήσει επαρκή στοιχεία. Τούτο συνιστά την αμφιβολία. Λέγοντας όμως ότι η αμφιβολία είναι γενεσιουργός αιτία για νέες πνευματικές αναζητήσεις, δεν την παίρνουμε σαν συνεχή αμφισβήτηση, αναθεώρηση ή άκριτη απόρριψη των όσων με μόχθους αιώνων κατόρθωσε να οικοδομήσει το ανθρώπινο πνεύμα. Η αμφιβολία δεν πρέπει να γίνει σκοπός, όπως ήταν για τους Σκεπτικούς[2], αλλά να είναι μέσο, μέθοδος έρευνας, γόνιμη αναζήτηση και όχι άγονος σκεπτικισμός. Γιατί τότε γκρεμίζουμε χωρίς να οικοδομούμε, οπισθοχωρούμε και δεν προχωρούμε.
Την αμφιβολία, σαν γονιμοποιό δύναμη του πνεύματος, πρώτος κατανόησε ο Σωκράτης, που, προκειμένου να καταρρίψει το σοφιστικό δογματισμό, δεν έκανε τίποτε άλλο, κατά τη φράση ενός μαθητή του, παρά να απορεί συνεχώς και να κάνει και τους άλλους ν’ απορούν, διεγείροντας και στρέφοντας το πνεύμα τους σε νέες πνευματικές αναζητήσεις. Στα νεώτερα χρόνια ο Καρτέσιος, βάζοντας τις αρχές μιας νέας συλλογιστικής μεθόδου, γράφει : «Πρώτη μου αρχή ήταν να μην δέχομαι τίποτε σαν αληθινό, αν δεν το ήξερα καλά, και να περιλαμβάνω στις κρίσεις μόνον ό,τι φαινόταν σαφές κ’ ευδιάκριτο στο πνεύμα μου, ώστε να μην το θεωρήσω σε καμιά περίπτωση σαν αμφίβολο».
Σύμφωνα μ’ αυτά, η αμφιβολία είναι για το ανθρώπινο πνεύμα ό,τι οι πνεύμονες για το αίμα. Είναι το φίλτρο μέσ’ από το οποίο περνούν οι γνώσεις μας και καθαίρονται. Χάρη σ’ αυτή απορρίπτεται η σκουριά των παλαιωμένων γνώσεων, καταπολεμείται η πνευματική αυτάρκεια και κυρίως ο δογματισμός, που δίνει στους ημιμαθείς τη βεβαιότητα ότι τα ξέρουν όλα, στους ανόητους την εντύπωση ότι σκέπτονται και στη μεγάλη μάζα μία ευκολοχώνευτη πνευματική τροφή, κάτι σα θρησκευτική πίστη. Η αμφιβολία δεν αφήνει το πνεύμα να ναρκωθεί μέσα σε μια αποπνιχτική περιρρέουσα πνευματική ατμόσφαιρα[3], όπως συνέβη στο Μεσαίωνα με το Σχολαστικισμό[4], όπου το πνεύμα ήταν υπόδουλο δεσμευτικών αυθεντιών.
Η αμφιβολία λυτρώνει τη σκέψη από πνευματικά ταμπού. Είναι έκφραση ελεύθερου και αδέσμευτου συλλογισμού. Και «όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά», λέει ο μεγάλος Βελεστινλής. Δεν αφήνει το πνεύμα ν’ αρκεστεί στα στενά γνωστικά του πλαίσια, να λιμνάσει και ν’ αποχαυνωθεί. Εφόσον η ζωή προχωρεί, πρέπει να προχωρεί και η γνώση σε πιο αληθινές κατευθύνσεις. Όπου, λοιπόν, υπάρχει αμφιβολία, εκεί θα υπάρχει έρευνα και όπου θα υπάρχει έρευνα, εκεί θα υπάρχει και συνεχής εξέλιξη.
Κάποιος σοφός, παραλλάσσοντας τη γνωστή φράση του Καρτέσιου, έγραψε : «Αμφιβάλλω, άρα υπάρχω» (Dubito, ergo sum) [5]. Πράγματι η αμφιβολία είναι υπαρξιακή ανάγκη για τους ανθρώπους του πνεύματος. Εφόσον αμφιβάλλουν, σκέφτονται κι’ εφόσον σκέφτονται υπάρχουν σαν πραγματικές πνευματικές οντότητες. Σκέφτομαι, όμως, σημαίνει κρίνω και καλύτερη μορφή κρίσης είναι η σύγκριση. Η σύγκριση
είναι ο διάλογος του πνεύματος με τον εαυτό του, δηλαδή το στοιχείο εκείνο που αναπαράγει την πνευματική ζωή με τη γονιμοποίηση του στοχασμού.
Σε καμιά περίπτωση όμως η αμφιβολία δεν πρέπει να γίνει σκοπός ζωής. Είναι κακό η ευπιστία, αλλά πιο κακό η δυσπιστία. Δεν πρέπει να μοιάσουμε του Άπιστου Θωμά. Ούτε πάλι η αμφιταλάντευση ανάμεσα σε δυο απόψεις να παρατείνεται επ’ αόριστο και να νεκρώνει την κρίση μας. Γιατί τότε θα φθάσουμε σε κατάσταση όμοια μ’ εκείνη που υπαινίσσεται το περίφημο θεώρημα του «Όνου του Μπουριντάν».
Αυτός που δεν αμφέβαλε ποτέ του, δεν πίστεψε ποτέ.
ΦΙΛΙΠ ΜΠΑΙΛΕΫ
Όποιος ξεκινάει από αμφιβολίες καταλήγει σε βεβαιότητες.
Φραγκίσκος Βάκων, 1561-1626, Άγγλος φιλόσοφος
Πίστη που δεν αμφιβάλλει, είναι νεκρή πίστη.
Miguel de Unamuno, 1864-1936, Ισπανός συγγραφέας & φιλόσοφος
Όσο πιο απολίτιστος είναι ένας άνθρωπος, τόσο πιο σίγουρο είναι ότι ξέρει ακριβώς τι είναι σωστό και τι είναι λάθος. Ο πολιτισμένος άνθρωπος έχει πάντα αμφιβολίες, είναι ανεκτικός και όχι και τόσο σίγουρος.
H.L. Mencken, 1880-1956, Αμερικανός Αρθρογράφος
Μην αμφιβάλλεις γι’ αυτόν που σου λέει ότι φοβάται, αλλά να φοβάσαι αυτόν που σου λέει πως δεν έχει αμφιβολίες, | |
Η αγάπη και η αμφιβολία δεν μιλιούνται ποτέ μεταξύ τους.
Χαλίλ Γκιμπράν, 1883-1931, Λιβανοαμερικανός ποιητής & φιλόσοφος |
|
Όταν κανείς αγαπιέται δεν αμφιβάλλει για τίποτα. Όταν αγαπάει, αμφιβάλλει για όλα. |
Στα μαθηματικά τίποτα δεν είναι στατικό, όπως και στη νοημοσύνη. Όλα είναι μια αφαιρετική κίνηση.
Δεν υπάρχει αρχή ούτε τέλος. Ο σκοπός είναι η διαδικασία, όπως και η ζωή.
Η ουσία των μαθηματικών είναι η απόδειξη, αλλά δεν μπορούμε να τα αποδείξουμε όλα. Η επίγνωση αυτών των ορίων δεν είναι μόνο σοφία, όπως νομίζουν μερικοί, είναι και ελευθερία. Διότι δίχως όρια, είμαστε απόλυτοι.
Ενώ στα μαθηματικά το απόλυτο είναι σχετικό με τα αξιώματα. Οι υποδομές, οι δομές και υπερδομές των μαθηματικών δεν καταπιάνονται με το απόλυτο αλλά με το σχετικό. Τα μαθηματικά είναι πάντα σχετικά με το θέμα τους,
γι’ αυτό δίνουν την εντύπωση ότι είναι απόλυτα.
Μόνο η κοινωνία είναι απόλυτη,
διότι είναι άσχετη με το θέμα των μαθηματικών.
Πέρασε ποτέ από το µυαλό σας η σκέψη πως µπορεί και να µην υπάρχει; Βεβαίως και περνάει από τον νου µου. Και ο προφήτης στην Παλαιά Διαθήκη κάνει αυτή την ερώτηση. Ξέρετε, οτιδήποτε κάνει ο άνθρωπος που δεν έχει την ποιότητα της αµφιβολίας είναι επικίνδυνο. Είναι εκτροπή. Το αληθινό πρέπει να έχει την ποιότητα της αµφιβολίας. Και σ’ όσους µιλάνε για πίστη χωρίς την ποιότητα της αµφιβολίας δεν έχω καµιά εµπιστοσύνη. π. Φιλόθεος Φάρος
«Η αμφιβολία είναι η αρχή της σοφίας». Αριστοτέλης
Βλάσιος Πασκάλ: «Μια πίστη που δεν αμφιβάλλει είναι πεθαμένη πίστη». Πίστη στον Θεό σημαίνει να εμπιστεύομαι την στιγμή που αμφιβάλλω… »
«Αν δεν αμφισβητήσεις η πίστη σου δεν είναι αληθινή» απάντησε σε σχετικό ερώτημα που τέθηκε από το κοινό. «Η σχέση με τον Θεό είναι ζωντανή. Πάντα στεριώνουμε εκεί που αμφισβητούμε». π.Λίβυος
Οφείλω να σημειώσω πως ανάμεσα στη βεβαιότητα και την αβεβαιότητα προτιμώ τη δεύτερη. Χρυσόστομος Σταμούλης
Η ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΕΜΠΕΡΙΕΧΕΙ ΤΗΝ ΑΜΒΙΒΟΛΙΑ!!!!
ΑΛΛΟ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ – ΑΛΛΟ ΑΠΟΛΥΤΟ – ΑΛΛΟ ΔΟΓΜΑΤΙΚΟΣ
δεν προσδιορίζεται ως προς την ουσία του από κάποιο ορισμό: αν προσπαθήσουμε να βρούμε αυτήν την ουσία εντοπίζοντας το κοινό στοιχείο όλων των παραπάνω μορφών και αν αυτό το κοινό στοιχείο είναι το «θείο» ή η «θεότητα», είναι αδύνατο να προσδιορίσουμε τι είναι «θεότητα». Συχνά η «θεότητα» αποδίδεται από τους θρησκειολόγους με τις λέξεις «απολυτότητα» ή «ιερότητα». Τότε το αντικείμενο της θρησκείας γενικά ονομάζεται το «απόλυτο» ή το «ιερό».
δόγμα το [δóγma] Ο48 : 1. θεμελιώδης αρχή που δεν υπόκειται σε έλεγχο ή σε κριτική και που γίνεται υποχρεωτικά δεκτή. α. (θεολ.) οι εξ αποκαλύψεως αλήθειες στις οποίες στηρίζεται η πίστη. || (ειδικότ.) καθένα από τα άρθρα της χριστιανικής διδασκαλίας, όπως διατυπώθηκαν στις οικουμενικές συνόδους: Tο ~ της Aγίας Tριάδος. || Aνατολικό / δυτικό ~, το σύνολο των δογμάτων της ανατολικής ορθόδοξης ή της δυτικής εκκλησίας και η πίστη σ΄ αυτά: Aνήκει στο ~ των Διαμαρτυρομένων. β. (φιλοσ.) αξίωμα που δεν υπόκειται σε επιστημονικό έλεγχο: Tα δόγματα των Στωικών. γ. (μειωτ.) άποψη, ισχυρισμός του οποίου η ορθότητα και η αλήθεια δεν μπορεί να αποδειχθεί και στον οποίο μένει κάποιος πεισματικά προσηλωμένος. 2α. βασική κατευθυντήρια γραμμή που διατυπώνεται και εξαγγέλλεται από μια πολιτική ή στρατιωτική προσωπικότητα και που εφαρμόζεται από ένα κράτος, κόμμα κτλ.: Tο ~ Tρούμαν, για την οικονομική υποστήριξη ξένων κρατών. Tο ~ Mονρόε. Aμυντικό ~. β. βασική αρχή που ακολουθεί κάποιος στην ατομική του ζωή και την οποία δεν παραβαίνει σε καμιά περίπτωση: Tο έχει ως ~ στη ζωή του, να μη φανατίζεται.
δογματίζω [δoγmatízo] Ρ2.1α : διατυπώνω τις απόψεις μου με τρόπο απόλυτο, που δεν επιδέχεται αντίρρηση.
δογματισμός ο [δoγmatizmós] Ο17 : 1. έλλειψη κριτικής σκέψης και προσκόλληση σε κάποια θεωρία, αρχή ή δοξασία που δε στηρίζεται σε αποδείξεις ή που θεωρείται επιστημονικά ξεπερασμένη: Ο τυφλός ~ και η διαλεκτική είναι δύο διαμετρικά αντίθετες έννοιες. 2. (φιλοσ.) θεωρία που δέχεται ότι με τη χωρίς όρια λογική δύναμη του νου είναι δυνατή η απόλυτη γνώση.
Εμένα η αλήθεια δεν μου αποκαλύφθηκε στα βαφτίσια μου, δεν τη βρήκα ούτε από τον πατέρα μου ούτε από την κοινωνική τάξη της οικογένειάς μου. Ό,τι έχω μάθει μου κόστισε ακριβά, ό,τι ξέρω το έχω με δικές μου δαπάνες. ΔΕΝ ΕΧΩ ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΣΤΩ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ που να μην τη σχημάτισα μέσω της αμφιβολίας, του άγχους, του ιδρώτα, της οδυνηρής εμπειρίας.
Έτσι νιώθω σεβασμό γι’ αυτούς που δεν ξέρουν, γι’ αυτούς που ψάχνουν, που ψηλαφούν, που σκοντάφτουν.
ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΗ, αυθόρμητη, αισθάνομαι βέβαια έναν κάποιο θαυμασμό, αλλά, ομολογώ, πολύ λίγο ενδιαφέρον.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Λουί Αραγκόν, Μ’ ανοιχτά χαρτιά, εκδ. Θεμέλιο, μετάφραση του Τίτου Πατρίκιου.
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΒΛΙ
Συγγραφέας: ΔΗΜΟΥ ΝΙΚΟΣ
Εκδότης: ΠΑΤΑΚΗΣ
Περίληψη – Δογματισμός και αμφισβήτηση; Ποιοι προσφέρουν περισσότερο ? αυτοί που ξέρουν ή αυτοί που ρωτούν; Ποιος δρόμος οδηγεί στη γνώση ? η βεβαιότητα ή η αμφιβολία; Δογματισμός και αμφισβήτηση ? απολυταρχία και δημοκρατία. Πόσο παράλληλες είναι οι έννοιες;
13.11.2015 | 18:39
Γράφει η Φανή Λούγκλου
ΜΑ Κλινική Ψυχολόγος-Παιδοψυχολόγος
Η ανασφάλεια σκοτώνει περισσότερα όνειρα από’ ότι η έλλειψη ταλέντου. Απόψεις όπως «δεν θα πάρω ποτέ προαγωγή» ή «δεν μπορώ να συναγωνιστώ με τους άλλους συναδέλφους» μετατρέπουν την αυτό-αμφισβήτηση σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Όλοι κάποια στιγμή έχουμε νιώσει ανασφάλεια. Το κλειδί είναι να μην την αφήσουμε να μας αποτρέψει από το να πετύχουμε τους στόχους μας. Να πως μπορούμε να περιορίσουμε την αμφισβήτηση προς τον εαυτό μας:
- Αποδεχόμαστε την ύπαρξη μικρής ανασφάλειας: Δεν θα πρέπει να ανησυχούμε αν νιώθουμε λίγο ανασφαλείς, γιατί αυτό μπορεί να βοηθήσει την επίδοσή μας. Έρευνες έχουν δείξει ότι άτομα που ένιωθα λίγη αυτο0αμισβήτηση είχαν καλύτερες επιδόσεις από άλλους που ήταν απόλυτα σίγουροι για τις ικανότητές τους. Άρα, αντί να ξοδεύουμε ενέργεια ανησυχώντας μήπως η αυτό-αμφισβήτησή μας είναι σημάδι από το σύμπαν ότι θα αποτύχουμε, ας αναγνωρίσουμε ότι μπορεί να μας βοηθήσει. Ίσως προσπαθήσουμε περισσότερο, όταν ξέρουμε ότι υπάρχει μια πιθανότητα τα πράγματα να μην πάνε και τόσο καλά. Λίγη ανασφάλεια, εντείνει τις προσπάθειές μας.
- Διερευνούμε τις αποδείξεις που στηρίζουν τις σκέψεις μας: Όταν αισθανόμαστε έντονη αυτό-αμφισβήτηση, ας κοιτάξουμε να βρούμε πόσο δίκιο έχουμε. Ρωτάμε «τι αποδείξεις έχω ότι δεν μπορώ να πετύχω το στόχο μου;» και «τι αποδείξεις έχω ότι μπορώ να τον πετύχω;». Βοηθά πολύ να τα γράψουμε σε ένα χαρτί και να το διαβάζουμε κάθε φορά που εμφανίζεται η ανασφάλεια.
- Σκεφτόμαστε το χειρότερο σενάριο: Η αυτό-αμφισβήτηση πηγάζει από προβλέψεις όπως «θα τα κάνω θάλασσα». Όταν πιάνουμε τον εαυτό μας να προβλέπει ότι τα πράγματα δεν θα πάνε καλά, ας ρωτήσουμε ποιο είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί. Αν κάνουμε λάθος, θα είναι τόσο τρομακτικό;
- Ελέγχουμε τα συναισθήματά μας: Τα συναισθήματά μας παίζουν σημαντικό ρόλο στο πώς σκεφτόμαστε και πώς συμπεριφερόμαστε. Το άγχος δημιουργεί αμφιβολία και αμφισβήτηση και μειώνει την επίδοσή μας, εκτός αν μάθουμε να ελέγχουμε το πώς νιώθουμε. Είναι καλό να προσέξουμε με ποιο τρόπο τα συναισθήματά μας επηρεάζουν τις επιλογές μας. Είναι άδικο να αφήσουμε μια σύντομη στιγμή αρνητικής διάθεσης να μας αποτρέψει από το στόχο και να μας κάνει να παραιτηθούμε.
- Επικεντρωνόμαστε στην τωρινή μας επίδοση: Ό,τι είναι αυτό που χρειάζεται να κάνουμε, η σκέψη ότι θα ντροπιαστούμε μας αποσπά από αυτό που κάνουμε. Έτσι, αντί να σκεφτόμαστε τι θα γίνει πιο κάτω, ας μείνουμε συγκεντρωμένοι σε αυτό που συμβαίνει και σε αυτό που χρειάζεται να κάνουμε τώρα.
Πριν ξεκινήσουμε κάτι για το οποίο δεν είμαστε απόλυτα σίγουροι, ας σκεφτούμε ότι θα κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε και ότι δεν είναι ανάγκη να κυνηγήσουμε την τελειότητα.
Η επίδραση των παρευρισκομένων (bystander effect) είναι ένα φαινόμενο κοινωνικής ψυχολογίας, σύμφωνα με το οποίο οι άνθρωποι αποφεύγουν να βοηθήσουν κάποιον που κινδυνεύει όταν άλλα άτομα είναι παρόντα (Κοκκινάκη, 2006). Το φαινόμενο αυτό απασχόλησε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για πρώτη φορά στις ΗΠΑ το 1964, όταν μια νεαρή γυναίκα, η Kitty Genovese, δολοφονήθηκε έξω από το διαμέρισμα της σε κεντρική περιοχή της Νέας Υόρκης.
Περίπου 38 γείτονες της βρίσκονταν εκεί κατά τη διάρκεια του συμβάντος, όμως κανείς δεν έκανε τίποτα για να βοηθήσει. Δυστυχώς από τότε έχουν αναφερθεί διάφορα παρόμοια περιστατικά, όπως η δολοφονία του Dominic Brunner σε πολυσύχναστο σιδηροδρομικό σταθμό της Γερμανίας το 2011 και ο θάνατος ενός μικρού κοριτσιού από την Κίνα που χτυπήθηκε σε τροχαίο δυστύχημα και πέθανε αβοήθητο μπροστά στα μάτια 18 περαστικών την ίδια χρονιά. `Ομως για ποιο λόγο οι άνθρωποι αποφεύγουν να βοηθήσουν κάποιον που κινδυνεύει; Τι θα κάναμε αν ήμασταν εμείς στη θέση τους; Είναι πολύ πιθανό ότι θα αντιδρούσαμε με τον ίδιο τρόπο, λένε οι έρευνες.
Τα γεγονότα αυτά στάθηκαν αφορμή για να ξεκινήσει μια σειρά από εμπνευσμένα πειράματαστο χώρο της κοινωνικής ψυχολογίας με στόχο να γίνουν κατανοητές οι συμπεριφορές που σχετίζονται με την παροχή βοήθειας σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πείραμα των Darley και Latane (1968), οι οποίοι προσπάθησαν να διερευνήσουν πως θα αντιδρούσε ένα τυχαίο δείγμα ατόμων σε μια παρόμοια συνθήκη. Προπτυχιακοί φοιτητές ψυχολογίας από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης κλήθηκαν να συμμετάσχουν σε μια έρευνα, όπου θα συζητούσαν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν κατά τη διάρκεια της φοιτητικής τους ζωής.
Οι φοιτητές ενημερώθηκαν ότι η συζήτηση θα γινόταν μέσω ενός συστήματος ενδοεπικοινωνίας και δε θα μπορούσαν να δουν τους υπόλοιπους ομιλητές, με το πρόσχημα ότι κατ’αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να τηρηθεί η ανωνυμία των συμμετεχόντων. Καθώς οι ερευνητές υποψιάζονταν ότι ο αριθμός των παρευρισκομένων έπαιζε κάποιο ρόλο στις παρεμβάσεις σε επείγοντα περιστατικά, χώρισαν τους συμμετέχοντες σε 3 πειραματικές ομάδες και τους ανακοίνωσαν ότι θα συνομιλούσαν με 1 άτομο, με 2 ή με 5 άλλα άτομα αντίστοιχα. Κάθε φοιτητής που έπαιρνε μέρος στο πείραμα καθόταν μόνος του σε ένα δωμάτιο και άκουγε τις ομιλίες των υπολοίπων μέσω ακουστικών. Στη συνέχεια είχε τη δυνατότητα να πάρει το λόγο χρησιμοποιώντας το μικρόφωνο που είχε στη διάθεση του.
Στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν άλλοι συνομιλητές στα διπλανά δωμάτια και οι φωνές που άκουγε ο καθένας ήταν μαγνητοφωνημένες. Κάποια στιγμή ξεκινούσε να μιλάει ένας “φοιτητής” για τις δυσκολίες προσαρμογής που αντιμετώπιζε από τότε που ξεκίνησε το πανεπιστήμιο, αναφέροντας επίσης ότι πάθαινε συχνά επιληπτικές κρίσεις. Ξαφνικά, κατά τη διάρκεια της συζήτησης ο “επιληπτικός φοιτητής” άρχιζε να παθαίνει κρίση και καλούσε απεγνωσμένα σε βοήθεια. Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά! Στις περιπτώσεις όπου οι συμμετέχοντες πίστευαν ότι συνομιλούσαν μόνοι τους με τον “επιληπτικό φοιτητή” έσπευσαν αμέσως να φέρουν βοήθεια. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των φοιτητών που αντέδρασε έτσι ανέρχεται στο 85%. Από την άλλη, στις πειραματικές συνθήκες όπου οι συμμετέχοντες πίστευαν ότι μιλούσαν με άλλους 4 φοιτητές μόλις το 31% των παρευρισκομένων προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει.
Οι παραπάνω ερευνητές πρότειναν το Γνωστικό Μοντέλο ως εξήγηση για τις εν λόγω συμπεριφορές, με βάση το οποίο οι εξής διαδικασίες εμπλέκονται στην κινητοποίηση των παρευρισκομένων όταν έρχονται αντιμέτωποι με καταστάσεις άμεσης ανάγκης: Αρχικά, θα πρέπει να αξιολογήσουν το περιστατικό ως επείγον, να αντιληφθούν ότι ενέχει κάποιο στοιχείο κινδύνου που απαιτεί άμεση δράση για την αποφυγή του, κι έπειτα να αποφασίσουν πως θα δράσουν. Ωστόσο, για να υπάρξει το κίνητρο για βοήθεια πρέπει ο εκάστοτε παρευρισκόμενος να αισθανθεί υπεύθυνος.
Γι αυτό το λόγο η πιθανότητα παρέμβασης είναι μεγαλύτερη όσο μικρότερος είναι ο αριθμός των παρευρισκομένων. `Ενας μεμονωμένος παρατηρητής αντιλαμβάνεται ότι η ευθύνη της παρέμβασης επικεντρώνεται κατά κύριο λόγο σε αυτόν (Hewstone & Stroebe, 2007). Αντιθέτως, όσο μεγαλώνει ο αριθμός των παρισταμένων η πιθανότητα να επέμβει ο καθένας από αυτούς μειώνεται, καθώς θεωρούν ότι η παροχή βοήθειας δεν είναι αποκλειστικά δική τους ευθύνη. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται διάχυση της ευθύνης και είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που ευθύνονται για τη συλλογική αδράνεια των ατόμων σε τέτοιες καταστάσεις (Κοκκινάκη, 2006).
Ενας άλλος παράγοντας που σχετίζεται με την αναστολή της αντίδρασης των παρευρισκομένων έχει να κάνει με διαδικασίες κοινωνικής επιρροής. Οι άνθρωποι, ιδιαίτερα όταν έρχονται αντιμέτωποι με καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από υψηλή ασάφεια, αναζητούν ενδείξεις για το πως πρέπει να αντιδράσουν στις συμπεριφορές των άλλων. Αν οι υπόλοιποι παριστάμενοι παραμένουν απαθείς για τον ίδιο λόγο, ο καθένας μπορεί να καταλήξει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι όλοι ερμηνεύουν το συμβάν ως ακίνδυνο (πλουραλιστική άγνοια) (Hewstone & Stroebe, 2007). Μάλιστα, η παρουσία των άλλων μπορεί κατ’αυτόν τον τρόπο να λειτουργήσει ως ανασταλτικός παράγοντας, εφόσον το άτομο φοβάται μήπως γελιοποιηθεί αντιδρώντας υπερβολικά σε σχέση με τη σοβαρότητα της κατάστασης (αναστολή λόγω ακροατηρίου). Το φαινόμενο αυτό είναι πιο έντονο όταν οι παριστάμενοι δε γνωρίζονται μεταξύ τους καθώς ο φόβος της αξιολόγησης είναι μεγαλύτερος. Αντιθέτως, παρατηρήθηκε μεγαλύτερη κινητοποίηση με στόχο την προσφορά βοήθειας σε πειραματικές συνθήκες όπου οι παρευρισκόμενοι ήταν γνωστοί ή φίλοι (Latane & Rodin, 1969).
Φαίνεται λοιπόν ότι η αποφυγή εμπλοκής σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης δεν οφείλεται σε εγωιστικά κίνητρα ή έλλειψη ενδιαφέροντος για το συνάνθρωπο, αλλά μάλλον είναι μια κοινωνική συμπεριφορά που μπορεί να ενεργοποιηθεί κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και βασίζεται περισσότερο στην αντίδραση των υπόλοιπων παρευρισκομένων, ενώ σύγχρονα ευρήματα επιβεβαιώνουν την εμφάνιση παρόμοιων αντιδράσεων ακόμα και σε μορφές ηλεκτρονικής επικοινωνίας, όπως διαδικτυακά φόρουμ υποστήριξης (van Bommel, van Prooijen, Elffers & van Lange, 2012).
Παρ’όλα αυτά, υπάρχουν και περιπτώσεις που διαψεύδουν την εμφάνιση του φαινομένου. Ο ψυχολόγος John Wilson (1976) απέδειξε ότι οι αντιδράσεις των παρισταμένων μπορεί να επηρεάζονται σε κάποιο βαθμό από χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τους. Για παράδειγμα, άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση ήταν πιο πιθανό να παρέμβουν ανεξάρτητα από το πλήθος των παρευρισκομένων, ενώ όσοι αισθάνονταν μεγαλύτερη ανασφάλεια έτειναν να μιμούνται τις συμπεριφορές των άλλων. Επίσης, όταν το θύμα και οι παριστάμενοι αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως μέλη που ανήκουν στην ίδια κοινωνική ομάδα, η απροθυμία των παρατηρητών να βοηθήσουν σε περίπτωση ανάγκης μειώνεται σημαντικά (Levine & Crowther, 2008).
Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι η παρουσία άλλων ατόμων μπορεί να ενισχύσει την επιθυμία ενός παρατηρητή να προσφέρει βοήθεια όταν η συμπεριφορά των παρευρισκομένων αποτελεί αντικείμενο παρατήρησης και δε μπορούν να χαθούν μέσα στο πλήθος, με αποτέλεσμα να είναι έντονο το αίσθημα της προσωπικής ευθύνης. Μια ομάδα ερευνητών στο `Αμστερνταμ (van Bommel et al., 2014) πραγματοποίησε ένα παρόμοιο κοινωνικό πείραμα σε χώρο όπου ήταν τοποθετημένες σε εμφανή σημεία κάμερες ασφαλείας, με στόχο να διερευνήσει αν οι συμμετέχοντες θα βοηθούσαν κάποιον που έπεσε θύμα κλοπής. Σε αυτή την περίπτωση οι περισσότεροι συμμετέχοντες έσπευσαν να βοηθήσουν και στη συνθήκη με τους πολλούς παρευρισκόμενους.
Τέλος, η ενημέρωση έχει συνεισφέρει σημαντικά στον περιορισμό του φαινομένου. Φοιτητές που είχαν παρακολουθήσει εκπαιδευτικά σεμινάρια σχετικά με τα αίτια που προκαλούν το συγκεκριμένο κοινωνικό φαινόμενο ήταν πιο πιθανό να βοηθήσουν σε σύγκριση με άλλους που δε γνώριζαν τίποτα γι αυτό (Beaman, Barnes, Klentz & McQuirk, 1978).
Άρθρα και Κείμενα του Πλάτωνα Ριβέλλη
Βεβαιότητες και αμφιβολίες τής διδασκαλίας μου (Περιοδικό “Είδωλο”, 2005)
Όταν, εδώ και πολλά χρόνια, ξεκίνησα να διδάσκω φωτογραφία, κατάλαβα αμέσως ότι δεν μπορεί κανείς να διδάξει παρά αυτό που αγαπάει, και μάλιστα μέσα από τους δρόμους που το γνώρισε και το αγάπησε ο ίδιος. Αυτή ήταν και η πρώτη μου βεβαιότητα που δεν παύει να ισχύει μετά από τόσα χρόνια. Η διδασκαλία αυτή θα ήταν όμως κενή στόχων, αν δεν απευθυνόταν σε ανθρώπους ικανούς να αντλήσουν βοήθεια από αυτήν. Πράγματι μέχρι και σήμερα πιστεύω ακράδαντα ότι σε κάθε ακροατήριο υπάρχουν άνθρωποι, τους οποίους τα λόγια μου μπορούν να επηρεάσουν και, ίσως, να βοηθήσουν. Δεν θεώρησα δηλαδή ποτέ, όπως πολλοί ισχυρίζονται, ότι οι άνθρωποι είναι μόνον ό,τι είναι και ότι ούτε γίνονται ούτε επηρεάζονται, κάτι που εν τέλει θα ισοδυναμούσε με ανατροπή κάθε διδασκαλίας περιορίζοντάς την στη διαμετακόμιση πληροφοριών. Αυτή ήταν και είναι η δεύτερη βεβαιότητά μου.
Η μοναδική βεβαιότητα ως προς τον τρόπο διδασκαλίας υπήρξε πάντοτε η πεποίθηση ότι αφετηρία και κίνητρο τής τέχνης είναι ο ίδιος ο δημιουργός, και εν προκειμένω ο φωτογράφος. Η τέχνη, κατά τη γνώμη μου, έχει πρωτίστως σχέση με τον δημιουργό της. Μόνον δευτερευόντως με την κοινωνία και τους αποδέκτες της. Η σχέση με τον δημιουργό της την καθορίζει και, το κυριότερο, τής αποδίδει τη σημασία που εμείς αναγνωρίζουμε. Μπροστά σε μια φωτογραφία, σε μια ταινία, σε έναν πίνακα, βλέπουμε ένα κομματάκι ενός σύμπαντος που είναι ο κόσμος τού συγκεκριμένου δημιουργού, κόσμος που αναγγέλλει και δικαιώνει την παρουσία τού μεγαλύτερου σύμπαντος. Πρόκειται για τους διαφορετικούς γαλαξίες, όπως αναφέρει τόσο ωραία ο Marcel Proust, τους οποίους θα αγνοούσαμε χωρίς την παρουσία τού κάθε καλλιτέχνη. Αυτή ήταν και παραμένει η τρίτη βεβαιότητά μου.
Οι τρεις παραπάνω θεμελιώδεις, για μένα, βεβαιότητες, συνιστούν τη βάση τού μαθήματός μου. Αν μία ή περισσότερες από αυτές ανατραπούν, θα πρέπει σαν λογική συνέπεια να αποσυρθώ από τη διδασκαλία. Αν το έργο τέχνης αποσυνδεόταν με κάποιο τρόπο από τον δημιουργό του, θα έμοιαζε στα μάτια μου σαν διακοσμητικό αντικείμενο, με αποτέλεσμα να χάνει τη μεταφυσική και διαχρονική του διάσταση. Όπως και αν δεν διατηρούσα την ακλόνητη (ακόμα) πεποίθηση στις απεριόριστες (έστω κρυφές) δυνατότητες των ακροατών μου (εν δυνάμει όλων και όχι ολίγων επιλεγμένων), δεν θα είχε νόημα να διδάσκω. Και, τέλος, αν έχανα την πίστη μου και τη χαρά μου στην τέχνη και στη φωτογραφία, πώς θα μπορούσα να διδάσκω πλέον κάτι που δεν αγαπώ;
Όταν ήμουν νεότερος (άνθρωπος και δάσκαλος), είχα ασφαλώς πολύ περισσότερες βεβαιότητες που με τα χρόνια μετατράπηκαν σε μόνιμες και άλυτες αμφιβολίες ή ανατράπηκαν ολωσδιόλου. Αυτή είναι και η γοητευτική μοίρα των βεβαιοτήτων τής νεότητας, και ανάμεσά τους και τής διδακτικής νεότητας. Μια από τις αφελέστερες (αλλά βέβαια τόσο εύλογες) βεβαιότητές μου ήταν, ότι ένας δάσκαλος πρέπει να αναπτύσσει προσωπικές σχέσεις με τους μαθητές του και σαν πατέρας να ενισχύει τις αρετές τους και να αξιοποιεί τις ικανότητές τους. Με τον καιρό κατάλαβα ότι η άποψη αυτή όχι μόνο δεν υπηρετεί τη διδασκαλία, αλλά υποθάλπει και τη ματαιοδοξία. Από την αρχικά ουτοπική μου στάση να θέλω να βοηθήσω και να επηρεάσω τους πάντες, πέρασα στην πιο εγωιστική και βολική αντιμετώπιση, να θέλω να επικοινωνήσω μόνον με εκείνους που μπορούσαν και το επιθυμούσαν. Με τον καιρό όμως κατέληξα στην σημερινή μου στάση, να διδάσκω, δηλαδή, (όσο τουλάχιστον τα καταφέρνω) χωρίς την εξάρτησή μου από το ακροατήριο. Η τοποθέτηση αυτή μπορεί να παρεξηγηθεί σαν στάση αδιαφορίας και εγωισμού. Εν τούτοις πιστεύω ότι είναι η πιο ευθεία, τίμια και ωφέλιμη (για τη διδασκαλία) συμπεριφορά. Θυμάμαι μάλιστα την αντίδραση τού Garry Winogrand, πάνε είκοσι δύο χρόνια τώρα, όταν μετά το τέλος ενός σεμιναρίου, στο οποίο συμμετείχα, μία φωτογράφος τον ρώτησε τι νόμιζε ότι πήραμε από αυτόν. Κι εκείνος, πολύ ήρεμα, τής απάντησε ότι δεν ήξερε τι πήραμε, ήξερε μόνον τι μας έδωσε. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως αδιαφορούσε για το τι πήραμε, αλλά πως το μόνο που θα έπρεπε να τον αφορά ήταν η ευθύνη του για το τι μας δίνει. Ακριβώς όπως κάθε άνθρωπος που κάνει σωστά αυτό που τού έχει ανατεθεί ή που έχει αναλάβει (είτε δάσκαλος είναι, είτε γονιός, γιατρός, ιερέας, καλλιτέχνης κλπ.) πρέπει να ελπίζει ότι θα υπάρξει αποτέλεσμα, αλλά να μην αφήνει το έργο του να επηρεάζεται από αυτό και από την αντίληψη που οι άλλοι μπορεί να έχουν γι’ αυτό. Ο δάσκαλος άλλωστε δεν μπορεί να γνωρίζει πότε θα ανθίσει (αν ανθίσει) ο καρπός τής διδασκαλίας του και κατά συνέπεια δεν πρέπει να αφήνει τον εαυτό του να επηρεάζεται από την άμεση (φαινομενική ή πραγματική) αποτελεσματικότητα τού έργου του, που σίγουρα θα ενισχύσει τον εγωισμό του, τη ματαιοδοξία του, τη φήμη του, αλλά όχι αναγκαστικά και την ποιότητα τής προσφοράς του.
Μια παραφυάδα τής ανωτέρω αποστασιοποιημένης αντιμετώπισης είναι αυτή που έχει σχέση με τον τρόπο προσέγγισης διαφορετικών ακροατηρίων. Στο σημείο αυτό δεν χρειάστηκε να αμφιταλαντευτώ ανάμεσα στη βεβαιότητα και στην αμφιβολία, γιατί ακολούθησα το ένστικτό μου (ή την αδυναμία μου) ήδη από το ξεκίνημα τής διδασκαλίας μου. Δεν υποδύθηκα δηλαδή κανέναν άλλο ρόλο από αυτόν τού ίδιου τού εαυτού μου. Έχω διδάξει πολύ ετερόκλητα ακροατήρια και πιθανόν να έπρεπε να μεταλλάσσομαι κάθε φορά σε κάτι πιο προσιτό στη σύνθεσή τους. Έχω διδάξει μαθητές (γυμνασίου ή λυκείου) και φοιτητές (ελληνικών και ξένων πανεπιστημίων), αμερικανούς πεζοναύτες, μέλη λεσβιακών σωματείων, άτομα με ειδικές ανάγκες, ναρκομανείς σε διαδικασία απεξάρτησης, αγγλόφωνους ή γαλλόφωνους, σπουδαστές φωτογραφικών σχολών, επαγγελματίες και ερασιτέχνες φωτογράφους, αγρότες, δασκάλους φωτογραφίας, καθηγητές γυμνασίων, ανθρώπους εύπορους ή πένητες, άτομα ηλικίας 12 αλλά και 70 ετών. Ουδέποτε όμως παρουσίασα ένα πρόσωπο, έναν τρόπο ομιλίας, μια επιχειρηματολογία ειδικά επιλεγμένη για να κολακεύσει το εκάστοτε ακροατήριο. Θεώρησα ότι είναι θέμα σεβασμού να παρουσιάζομαι πάντοτε μπροστά τους με τη δική μου εικόνα. Και έχω την εντύπωση ότι μου ανταπέδωσαν πάντοτε τον σεβασμό.
Από την αρχή τής διδασκαλίας μου βρέθηκα αντιμέτωπος με την αδυναμία να ορίσω το μάθημά μου και να τού δώσω έναν τίτλο. Όπως δεν μπορώ άλλωστε να δώσω έναν τίτλο στην πορεία τής ζωής μου, των στόχων μου και των απολαύσεών μου, των οποίων το μάθημα είναι το αντικαθρέφτισμα. Δίδασκα και διδάσκω τον τρόπο (ή καλύτερα έναν από τους τρόπους), με τον οποίο μπορεί κανείς αφενός να προσεγγίσει και να χαρεί την καλλιτεχνική φωτογραφία και αφετέρου ενδεχομένως και να τη δημιουργήσει. Άραγε αυτό λέγεται διδασκαλία αισθητικής; Ειλικρινά δεν το ξέρω. Είναι φορές που ο όρος αυτός μου φαίνεται πολύ ασαφής και ευρύς και άλλες πάλι πολύ περιοριστικός για να είναι εργαλείο καλλιτεχνικής προσέγγισης. Και έτσι κι αλλιώς πολύ επιστημονικός για να χωρέσει όλες τις δικές μου αυθαιρεσίες. Διατηρώ όμως έναν μεγάλο σεβασμό, ίσως και έναν φόβο, και οπωσδήποτε μια τεράστια απορία απέναντι στην αισθητική είτε σαν θεωρία είτε σαν εφαρμογή.
Συχνά αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στην τάση να αναλύω τις φωτογραφίες των μεγάλων φωτογράφων και σε εκείνη, την πιο ζεν, που μου λέει να σιωπώ. Είναι γεγονός ότι δεν γίνεται να αρνηθεί κανείς τη δύναμη τής ανάλυσης, ούτε τη χαρά που δίνει στον δάσκαλο η ψευδαίσθηση ότι ο μαθητής καταλαβαίνει. Μόνο που συνήθως τότε καιροφυλακτεί η απειλή τής υπερβολής, η οποία θα εξοντώσει την τόσο απαραίτητη σύνθεση. Κάθε ανάλυση πρέπει να εμπεριέχει αδιάκοπα τη σύνθεση που θα ακολουθήσει, χωρίς την οποία η ανάλυση είναι παντελώς άχρηστη. Η σύνθεση, βέβαια, είναι πολύ πιο δύσκολη γιατί επιβάλλει επιλογές και μας εκθέτει μέσα από την τελική δική μας κρίση. Γι’ αυτό και πολλοί σιωπηρώς την αποφεύγουν.
Πάντοτε πίστευα στην ανάγκη για μια πλατιά καλλιτεχνική και γενικότερα πνευματική καλλιέργεια. Την καλλιέργεια που μας οδηγεί στον αναγεννησιακό άνθρωπο των ερωτηματικών. Πιστεύω σε μια διδασκαλία που μπορεί να δημιουργήσει υπόγειες βεβαιότητες και ενστικτώδεις αλήθειες. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει ο δάσκαλος να απαλλαγεί από το άγχος τής πληροφόρησης, τής εξειδίκευσης και τής απόδειξης. Και κάθε φορά που μια απόλυτη πεποίθηση αρχίζει να εδραιώνεται στη συνείδησή του, πρέπει να την πολεμάει, όχι για να την ανατρέψει, αλλά για να βρει τις αδυναμίες της. Έχω συχνά αναρωτηθεί και αμφιβάλει για τα αποτελέσματα τής ίδιας μου τής διδασκαλίας ακούγοντας παλιούς μαθητές μου να εκθέτουν, και ενίοτε να διδάσκουν, με τυφλή και ακλόνητη πίστη απόψεις που εγώ τους είχα διδάξει στο παρελθόν. Καμία όμως άποψη δεν είναι ισχυρή αν δεν φέρει μέσα της την αμφιβολία της. Η αμφιβολία ενδυναμώνει τις απόψεις. Είναι όμως απίστευτα δύσκολο να διδάσκει κανείς μια άποψη, μια θέση, και παράλληλα να ενσταλάζει την πιθανή άρνησή της. Κάθε όμως βεβαιότητα αποτελείται από σειρά αμφιταλαντεύσεων. Η βεβαιότητα είναι μια συγκολλημένη επιφάνεια γεμάτη γοητευτικές ρωγμές. Έτσι όμως μπορεί και πάλλεται και αντιστέκεται. Μια συμπαγής επιφάνεια θα κατέρρεε με την πρώτη αφορμή.
Ένας δάσκαλος εξελίσσεται και αλλάζει στη διάρκεια των χρόνων, παρακολουθώντας τις αλλαγές στον κόσμο και τις εμπειρίες τής ζωής του. Η εξέλιξη αυτή σημαδεύεται ενδεχομένως από σημαντικές παρεκκλίσεις και αποχρώσεις, αλλά τελικά συνεχώς επανέρχεται μέσα από ποικίλους δρόμους σε έναν κορμό σκέψης, σε ένα κέντρο βάρους, το οποίο περιέργως ήταν πάντα, από την αρχή, εκεί. Ανακαλύπτω δηλαδή ότι ο κορμός των πεποιθήσεών μου υπήρχε στις βασικές του γραμμές από τότε που είχα αρχίσει να τις εκφράζω, μόνο που η επεξεργασία τους μέσα στα χρόνια με επαναφέρει συνεχώς στο κέντρο μου με διαφορετικό τρόπο. Ίσως λοιπόν η λέξη εξέλιξη να μην είναι η σωστή, αλλά να πρόκειται μάλλον για διαδοχικές σπείρες μιας πορείας που μας επαναφέρει στο δικό μας κέντρο, αλλά με όλο και μεγαλύτερη διαύγεια. Αν στην αρχή όμως ο κορμός αυτός διαμορφωνόταν με διαδοχικές μικρές ανακαλύψεις και βεβαιότητες, σιγά-σιγά συμπληρώνεται και αλλάζει μέσα από άλλες τόσες μικρές αμφιβολίες που η ζωή φροντίζει να σωρεύει. Η δυσκολία είναι ότι όταν το σημείο αυτό ήταν αρχικά λιγότερο διαυγές, αλλά φαινομενικά πιο βέβαιο, ήταν ευκολότερο να μεταδοθεί με τη διδασκαλία. Όταν όμως γίνεται βαθύτερα κατανοητό, αυτομάτως δυσχεραίνεται και η διαδικασία τής διδασκαλίας του. Η ασάφεια τής ανωτέρω επιχειρηματολογίας αντανακλά το ίδιο το πρόβλημα. Ας προσπαθήσω όμως να την κάνω πιο συγκεκριμένη με ένα υπεραπλουστευτικό παράδειγμα, με όλους βέβαια τους κινδύνους που κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Όταν δίδασκα και επαινούσα στις αρχές των μαθημάτων μου το έργο τού Henri Cartier-Bresson το έκανα με πάθος και με ειλικρίνεια. Πίστευα σε αυτό και ήθελα να πείσω και τους μαθητές μου. Με τα χρόνια μπόρεσα να καταλάβω τα όρια αυτού τού μεγάλου φωτογράφου, νομίζω ότι ανακάλυψα τις αδυναμίες του και είμαι σε θέση πλέον να εντοπίσω ορισμένες αβέβαιες επιλογές του. Έτσι όμως μπόρεσα να εκτιμήσω πολύ καλύτερα από παλιά εκείνο το κομμάτι τού έργου του, για το οποίο ίσως και τότε δικαίως τον εκτιμούσα. Μόνο που τώρα έγινε πολύ πιο δύσκολο να το εξηγήσω στους μαθητές μου. Η βεβαιότητα διδάσκεται ευκολότερα από την αμφιβολία, έστω και αν αυτή η τελευταία φωτίζει καλύτερα τα ερωτηματικά.
Η διδασκαλία τής ιστορίας τής φωτογραφίας και τής ιστορίας των τεχνών γενικότερα ήταν πάντα μέσα στα βασικά προαπαιτούμενα που έθετα για την καλλιτεχνική απόλαυση και δημιουργία. Η βεβαιότητά μου αυτή όμως συμπληρώθηκε με μια άλλη βεβαιότητα και κατέληξε έτσι σε μια νέα (συνολική) αμφιβολία. Χρειαζόμαστε το παρελθόν για τα κριτήρια που μπορεί να μας προσφέρει, αφού σε αυτό θα στηριχτούμε για να κρίνουμε το παρόν. Χρειαζόμαστε το παρελθόν για την ηθική και πνευματική βάση που είναι σε θέση να μας χαρίσει. Χρειαζόμαστε το παρελθόν σαν γνώση ότι το παρόν δεν στέκει μόνο του, ότι δεν γεννήθηκε σήμερα και ότι αύριο θα είναι και αυτό παρελθόν. Χρειαζόμαστε το παρελθόν για να απομυθοποιήσουμε το παρόν. Δεν το χρειαζόμαστε όμως σαν βάση δεδομένων ή σαν σωρεία πληροφοριών, γιατί τότε καταλήγει να μας κρύβει το παρόν. Για να καταφύγω και πάλι σε ένα εύκολο όσο και απλουστευτικό παράδειγμα, θα έλεγα ότι θα αρκούσε να γνωρίζει κάποιος καλά και βαθιά έναν και μόνον μεγάλο φωτογράφο τού παρελθόντος, για να αντλήσει όσα τού χρειάζονται για τη δική του φωτογραφία σήμερα. Θα αρκούσε να ακούει με αγάπη τον Bach ή να έχει διαβάσει μόνο τον Όμηρο, ή μόνο τον Δάντη, ή μόνο τον Proust, για να έχει αντλήσει την αγάπη, τον σεβασμό και την ηδονή που μπορεί να τού προσφέρει η τέχνη. Άρα η καλλιέργεια είναι περισσότερο ένας δρόμος, μία μέθοδος, παρά μια σειρά γνώσεων. Και σκοπός τής καλλιέργειας δεν μπορεί παρά να είναι η πνευματική απόλαυση και συγκίνηση και όχι η ίδια η γνώση.
Η άντληση απόλαυσης από περισσότερες τέχνες και η γνώση τής ιστορίας και τής ιδιομορφίας τους (δεν θα ξεχάσω εύκολα τις ειρωνείες που τόσες φορές δέχτηκα όταν επέμενα πως η εξοικείωση με τον Bach θα βοηθήσει τη φωτογραφική ποιότητα των μαθητών μου) δεν συνιστάται για να καταστήσει ανύπαρκτα τα μεταξύ τους όρια, ούτε για να οδηγήσει σε άχρηστες μεταξύ τους συγκρίσεις. Η συνάφεια αυτή των τεχνών βοηθάει πρώτον γιατί ο φωτογράφος αντιλαμβάνεται καλύτερα τα καλλιτεχνικά ερωτήματα όταν τα δει διατυπωμένα μέσα σε ένα διαφορετικό πλαίσιο από αυτό στο οποίο εργάζεται και δεύτερον διότι οι διάφορες ενδιαφέρουσες ή γοητευτικές εισπηδήσεις σε άλλους καλλιτεχνικούς χώρους ενδυναμώνουν αντί να εξαφανίζουν τις ιδιομορφίες τής κάθε τέχνης. Έχουμε ανάγκη τις άλλες τέχνες για να εμπλουτίσουμε τη φωτογραφία μας και όχι για την εξαφανίσουμε.
Ο κατάλογος των διαλεκτικά αντιτιθέμενων βεβαιοτήτων και αμφιβολιών θα μπορούσε να συνεχίσει στο διηνεκές. Αυτό όμως που μετράει και αυτό που θα έπρεπε οι δάσκαλοι (και οι μαθητές τους αν μπορούν) να συνειδητοποιήσουν είναι ότι η ουσιαστική διδασκαλία δεν είναι τίποτα άλλο από μια καθοδήγηση σε έναν κόσμο αμφιβολιών και σε μεθόδους διαχείρισης των σκιών και τού σκότους. Όσο περνούν τα χρόνια, δηλαδή, δεν θα κατακτώνται, ούτε φυσικά θα διδάσκονται, απαντήσεις, αλλά σιγά-σιγά το σκοτάδι θα μετατρέπεται σε ημίφως και το κέντρο βάρους τού καθενός θα γίνεται ολοένα πιο διαυγές.
Πλάτων Ριβέλλης
* Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Είδωλο» το 2005
«Oταν ένας πλούσιος δεν θέλει να εργαστεί είναι μπον βιβέρ, όταν όμως ένας φτωχός δεν θέλει, τότε είναι λουφαδόρος, τεμπέλης, άχρηστος», έλεγε το 1968 ένα λιμπρέτο στο μιούζικαλ του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Κάτω από το Ουράνιο Τόξο».
Μισό αιώνα μετά, οι στίχοι αυτοί παραμένουν επίκαιροι, αντικατοπτρίζοντας το τεράστιο πέπλο υποκρισίας που σκεπάζει τις ανθρώπινες αντιλήψεις και σχέσεις σε ένα περιβάλλον ολοένα αυξανόμενης ανισότητας στον πλανήτη.
Την περασμένη Πέμπτη η Credit Suisse επιβεβαίωσε ότι για ακόμη μία χρονιά το πλουσιότερο 10% του παγκόσμιου πληθυσμού κατείχε φέτος το 85% του παγκόσμιου πλούτου και το ακόμη πλουσιότερο 1% –δηλαδή 42 εκατομμύρια εκατομμυριούχοι– το 47%. Στην άλλη όχθη το φτωχότερο κομμάτι της ανθρωπότητας, περίπου 3,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι είχαν στην κατοχή τους –όλοι μαζί– λιγότερο από το 1%.
Οι φαύλες συμπεριφορές και συνήθειες αυτού του πλουσιότερου 1%, υπογραμμίζει σε πρόσφατο άρθρο του ο καθηγητής οικονομικής κοινωνιολογίας Μπρουκ Χάρινγκτον, παρότι προκλητικές εκλαμβάνονται σήμερα ως εκκεντρικότητα. Αν όμως τα ίδια πράγματα έκαναν οι φτωχοί, τότε το λιγότερο που θα μπορούσαν να κερδίσουν θα ήταν το… άσυλο.
Ο Χάρινγκτον μίλησε τα τελευταία 10 χρόνια με δεκάδες διαχειριστές των περιουσιακών στοιχείων του πλουσιότερου 1% της ανθρωπότητας. Οι διαχειριστές, παρότι άνθρωποι του χρήματος και του κέρδους, δεν είχαν την καλύτερη γνώμη για τους πελάτες τους.
«Αν ποτέ γίνω σαν κάποιους από τους πελάτες μας, τότε πυροβολήστε με!», φέρεται να διεμήνυσε σε συναδέλφους του ένας εξ αυτών. Αιτία, τα βίτσια και η ανηθικότητα αυτής της οικονομικής τάξης, προϊόν της έλλειψης ορίων και απόρροια του τεράστιου πλούτου που αυτή κατέχει.
«Αυτοί οι τύποι πιστεύουν πως κατάγονται από τους φαραώ και ότι προορισμός τους είναι να κληρονομήσουν τη Γη».
Οταν έρχεται στο φως της δημοσιότητας η είδηση ότι κάποιοι πολύ γνωστοί πλούσιοι είναι εθισμένοι στα ναρκωτικά, καταχραστές, φοροφυγάδες, η απάντηση είναι συνήθως ένα γενικό σήκωμα των ώμων από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
Ανάλογη συμπεριφορά, όμως, όχι μόνο δεν δικαιολογείται στους φτωχούς αλλά αντίθετα χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για την περικοπή ζωτικών γι’ αυτούς πόρους, όπως η δημόσια ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ή τα προγράμματα επισιτισμού των αδυνάμων.
Η αντίληψη ότι οι φτωχοί είναι τεμπέληδες που κλέβουν επιδόματα και ταμεία του κράτους δεν είναι μόνο ένα ζήτημα κοινωνικής υποκρισίας, αλλά ζωής και θανάτου.
Ο περιορισμός των προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας, ο αποκλεισμός από την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη εκατομμυρίων αυξάνει τους θανάτους στις τάξεις όσων ξερνά η οικονομία της αγοράς.
Υεμένη: «Έσβησε» από την πείνα η 7χρονη, σύμβολο του λιμού
Ένα επτάχρονο κορίτσι, μια φωτογραφία του οποίου δημοσίευσαν οι «New York Times» την προηγούμενη εβδομάδα, αναγάγοντάς το σε σύμβολο του λιμού στην Υεμένη, πέθανε σε ηλικία 7 ετών, ανέφερε χθες Πέμπτη η αμερικανική εφημερίδα.
Δεν πέρασαν λίγες ώρες από τη στιγμή της δημοσίευσης ενός άρθρου των New York Times σχετικά με τις πολεμικές συγκρούσεις και την πείνα στην Υεμένη, και το Facebook δε, είχε διαγράψει τις αναρτήσεις αναγνωστών που είχαν προσπαθήσει να μοιραστούν στα προφίλ τους το άρθρο.
Η Άμαλ Χουσάιν, που έγινε σύμβολο της ανθρωπιστικής κρίσης στην εμπόλεμη Υεμένη αφού φωτογραφήθηκε από τον Τάιλερ Χικς, πέθανε σε καταυλισμό προσφύγων στη χώρα χθες, ανέφερε η εφημερίδα στους Times.
«Η καρδιά μου έχει ραγίσει», δήλωσε η Μάριαμ Άλι, η μητέρα του κοριτσιού. «Η Άμαλ πάντα χαμογελούσε. Τώρα ανησυχώ και για τα άλλα μου παιδιά».
Μιλώντας στη ραδιοφωνική εκπομπή «The Takeaway» νωρίτερα αυτή την εβδομάδα ο Χικς, που έχει βραβευθεί με Πούλιτζερ, δήλωσε ότι η φωτογράφηση της Άμαλ ήταν «δύσκολη» και «σπαραξικάρδια», όμως επίσης και «σημαντική».
«Πραγματικά συνοψίζει το πόσο τραγικός και πόσο σοβαρός έχει γίνει ο υποσιτισμός και ο λιμός στην Υεμένη», εξήγησε ο φωτογράφος.
Η Υεμένη, η φτωχότερη χώρα της αραβικής χερσονήσου, σπαράσσεται εδώ και σχεδόν τέσσερα χρόνια από τον πόλεμο στον οποίο αντιπαρατίθενται η κυβέρνηση που στηρίζεται από τη Σαουδική Αραβία και οι σιίτες αντάρτες Χούτι, με καταστροφικά αποτελέσματα για τους αμάχους.
Την προηγούμενη εβδομάδα ο επικεφαλής ανθρωπιστικών επιχειρήσεων του ΟΗΕ, ο Μαρκ Λόουκοκ, προειδοποίησε το Συμβούλιο Ασφαλείας ότι η Υεμένη κινδυνεύει «από έναν άμεσο και μεγάλο λιμό», ο οποίος μπορεί να επηρεάσει 14 εκατομμύρια ανθρώπους, δηλαδή περίπου τον μισό πληθυσμό της χώρας.
Ο Λόουκοκ τόνισε ότι ο επικείμενος λιμός ενδέχεται να είναι «μεγαλύτερος από οποιονδήποτε έχουν αντιμετωπίσει ποτέ» οι εργαζόμενοι σε ανθρωπιστικές οργανώσεις.
Πηγή:ΑΠΕ-ΜΠΕ