ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ο Μητροπολίτης Αλεξανδρούπολης, μιλάει στους νέους της πόλης μέσω ίντερνετ και τους καλεί να συμμετάσχουν στη λειτουργία των Τριών Ιεραρχών, παρά το γεγονός ότι το Υπουργείο Παιδείας την έχει χαρακτηρίσει “Αργία”. Ο κος Άνθιμος καλεί τους μαθητές να κάνουν “την αργία ελευθερία” και να πιούν τον καφέ τους, αφού πρώτα προσευχηθούν στους ναούς της πόλης. Ακούστε τον!
https://www.facebook.com/reportal.gr/videos/941889579300563/
Άνθιμος προς Αμβρόσιο: «Ο “άθεος” πρωθυπουργός μίλησε με περισσότερη ανθρωπιά και ευαγγελική πραότητα για τους πονεμένους της πυρκαϊάς»
Δημοσιεύτηκε: Τετάρτη, 25 Ιούλιος, 2018 – 06:37 | Στην Κατηγορία:
«Φτάνει πια ‘Αγιε Καλαβρύτων!»
Ιδιαιτέρως αιχμηρή είναι η απάντηση του μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως Ανθίμου, στον μητροπολίτη Καλαβρύτων, Αμβρόσιο. Σε άρθρο του με τίτλο «Φτάνει πια ‘Αγιε Καλαβρύτων!» που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Ιεράς Μητρόπολης, ο κ. ‘Ανθιμος αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Σήμερα ο Θεός θρηνεί μαζί με τους ανθρώπους. Θρηνεί για μια μεγάλη καταστροφή, που οδήγησε στην απώλεια δεκάδων αδελφών μας. Δεν βρίσκεται απέναντί μας ο Θεός, δεν τιμωρεί ο Θεός -δεν ξέρει να τιμωρεί, δεν γνωρίζει την τιμωρία- αλλά στέκεται στο πλευρό των δημιουργημάτων του, των καρπών της αγάπης του. Πονάει μαζί τους, δακρύζει μαζί τους, διαλύεται μαζί τους, σταυρώνεται ξανά μαζί τους»…
… «Και τώρα, τη στιγμή του θρήνου και της αλληλεγγύης, τη στιγμή που πρέπει να σταθούμε δίπλα στους ανθρώπους που διαλύονται και να προσευχηθούμε για τα πρόσωπα που χάθηκαν, αλλά και να στηρίξουμε όσους ο πόνος της απώλειας λυγίζει, κάποιοι επιλέγουν κηρύγματα μίσους, άμεση απόδοση ευθυνών και τη σύνδεση πραγμάτων ασύνδετων»….
… «Σήμερα, που ο άνθρωπος είναι “πιο κοντός από τη λύπη του”, σήμερα που ο καλύτερος λόγος είναι η σιωπή και η προσευχή, επινοήσατε να επιδείξετε μια καρικατούρα της Εκκλησίας, που δεν έχει καμιά σχέση με τον Χριστό. Επιλέξατε την επίθεση και την απόδοση προθέσεων. Επιλέξατε το δρόμο της διαίρεσης και της γενίκευσης του φόβου. Μιλήσατε για έναν Θεό οργισμένο, ο οποίος τιμωρεί τους ανθρώπους, τάχα εξαιτίας της “αθεΐας” των κρατούντων της κι όχι εξαιτίας της υποκρισίας των αξιωματούχων της»….
… «Σεβασμιώτατε, λυπάμαι, αλλά ο “άθεος” Πρωθυπουργός μίλησε με περισσότερη ανθρωπιά και ευαγγελική πραότητα για τους πονεμένους της πυρκαϊάς από ότι εσείς. Κάλεσε τον πληγωμένο λαό μας σε ενότητα και ομοψυχία, ενώ εσείς εξαπολύσατε κήρυγμα μίσους, κήρυγμα αντιχριστιανικό, απάνθρωπο. Φτάνει πια! Δεν είναι ο Χριστός μας, αυτός που τάχα εκφράζετε. Δεν είναι έτσι η Ορθόδοξη Πίστη μας, τσαλαπατώντας τον άνθρωπο, τότε αυτός μετατρέπει την Πίστη μας σε στεγνή και στυφή ιδεολογία, όπως ήταν ο φασισμός, ο ναζισμός και ο κομμουνισμός. Ορθόδοξη Πίστη ερήμην του ανθρώπου ή σε βάρος του ανθρώπου, δεν υπάρχει, δεν χρειάζεται να υπάρχει. Φτάνει λοιπόν, άγιε Καλαβρύτων!…».
Οι τρεις ιεράρχες συλλειτουργούντες. Φορητή εικόνα, του 1500.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ
ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Η εικόνα των τριών ιεραρχών είναι μία εικονογραφική σύνθεση που μετρά χίλια χρόνια ζωής. Τι μας δείχνει η εικόνα των τριών ιεραρχών; Όπως το λέει ο τίτλος της, μας δείχνει τρεις ιεράρχες, τρεις επισκόπους της Εκκλησίας. Η συνηθισμένη σειρά με την οποία εικονίζονται οι μορφές των αγίων, είναι, από αριστερά προς τα δεξιά, ο Μέγας Βασίλειος, στο κέντρο της εικόνας ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και στη συνέχεια ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος. Και οι τρεις αυτοί άγιοι έζησαν τον 4ο αιώνα. Κι αν ο Μέγας Βασίλειος έγινε επίσκοπος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, οι δύο άλλοι άγιοι, ο Ιωάννης ο χρυσόστομος και ο Γρηγόριος ο θεολόγος έγιναν πατριάρχες Κων/λεως.
Εκείνο που σφράγισε και τους τρεις αυτούς μεγάλους ιεράρχες κι έγιναν ευρύτερα γνωστοί σ’ εμάς, είναι η στέρεη και βαθιά κλασική τους μόρφωση. Ο άγιος Ιωάννης που καταγόταν από την Αντιόχεια έλαβε ως μοναχογιός την ανώτατη κλασική παιδεία της εποχής του σ’ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της Ανατολής την Αντιόχεια, ενώ οι δύο αχώριστοι και πλήρεις θείου έρωτα φίλοι και συσπουδαστές, Βασίλειος και Γρηγόριος, σπούδασαν και αρίστευσαν μαζί στην πόλη της φιλοσοφίας, στην Αθήνα. Η υψηλή, φιλοσοφική τους μόρφωση, η αγάπη τους για τα γράμματα αλλά και ο καθοριστικός τους ρόλος στην διατύπωση της ορθόδοξης θεολογίας έγιναν για τους μεταγενέστερους οι προστάτες των γραμμάτων. Για την Εκκλησία όμως, κοινό χαρακτηριστικό των τριών αυτών ιεραρχών είναι η συμβολή τους στη διδασκαλία της χριστιανικής πίστης και ειδικότερα η συμβολή τους στη διασάφηση του χριστιανικού δόγματος. Ας τους γνωρίσουμε όμως καλύτερα.
Ο νεότερος από τους τρεις, ο μέγας Βασίλειος έζησε 49 χρόνια γι’ αυτό και εικονίζεται πολύ σωστά με σκούρα γενειάδα, μακριά. Ήταν ψηλός στο ανάστημα, αδύνατος, μελαχροινός στα χρώματα. Το ύφος του αυστηρό μας δείχνει, ότι πρόκειται για ένα πρόσωπο με έντονο ασκητικό και μυστικό χαρακτήρα. Κοιμήθηκε το 379.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος έζησε λίγο περισσότερο (53 χρόνια) και κοιμήθηκε το 407. Ήταν σχετικά κοντός στο ανάστημα, με μεγάλο κεφάλι και βαθουλωτούς οφθαλμούς που σε μαγνήτιζαν. Είχε μεγάλο μέτωπο και κοντό γένι με λίγες λευκές τρίχες, όπως πολύ ωραία εικονίζεται στις παλαιές εικόνες και τοιχογραφίες των ναών. Σπούδασε νομική και ξεχωρίζει ως ο κατεξοχήν ρήτορας της Εκκλησίας, ο έχων χρυσό στόμα.
Ο γηραιότερος των τριών άγιος Γρηγόριος που έζησε περίπου 60 χρόνια και κοιμήθηκε το 389 ή 390, είχε μέτριο ανάστημα, φαλακρός και λευκός στην κεφαλή, με βλέμμα ήμερο και καταδεκτικό. Είχε γένια αρκετά πυκνά, όχι όμως μακριά, χαρακτηριστικό που τον κάνει να ξεχωρίζει πάντα μέσα στις εικόνες. Λόγιος, ποιητής αλλά και ασκητικότατος ο άγιος αυτός ανέβηκε σε ακρότατη θεωρία ώστε να του δοθεί το επώνυμο «θεολόγος». Αυτό είναι το σύντομο πορτραίτο τους.
*
Οι τρεις ιεράρχες μέσα από τα γραπτά τους αλλά και το κήρυγμά τους είχαν ένα σκοπό: να στερεώσουν την ευσέβεια, να κηρύξουν την πίστη, να ομολογήσουν την αλήθεια θεμελιώνοντας γερά στην καρδιά των πιστών την αλήθεια της Εκκλησίας που είναι ο Χριστός. Η πάνσοφος Αγία Τριάς, η αδιαίρετος και υπερούσιος οικονόμησε έτσι ώστε να βρεθεί η τριάδα αυτή των λογίων ιεραρχών σε μία εποχή αιρέσεων ώστε οι ουράνιοι εκείνοι άνθρωποι, οι επίγειοι άγγελοι, οι σάλπιγγες της αληθείας του Χριστού και σοφότατοι ρήτορες, οι πραγματικές βροντές της άκτιστης θεότητας να κατατρωπώσουν και να σκορπίσουν τις αιρετικές φωνές με τον θείο τους κήρυγμα. Η θεολογία τους έμεινε κτήμα ες αεί για τις επερχόμενες γενεές. Τόσο καθοριστική υπήρξε, που ακόμα και μετά από 500 και πλέον χρόνια οι άνθρωποι να μένουν φανατικά προσκολημμένοι στα λόγια τους. Στα μετέπειτα χρόνια οι πιστοί της Εκκλησίας έφτασαν να διχαστούν μεταξύ των τριών και να διαιρεθούν, ώστε να ονομάζονται οι μεν Βασιλείτες, οι δε Ιωαννίτες και Γρηγορίτες.
Ο διχασμός και η διαίρεση όμως είναι αντίθετο της Εκκλησίας που είναι αγάπη δηλαδή ενότητα και σύμπνοια, εκείνο το ίνα ώσι εν της αρχιερατικής προσευχής του Κυρίου και Θεού μας. Έτσι 700 χρόνια αργότερα εμφανίστηκαν και οι τρεις άγιοι σ’ έναν επίσης λόγιο ιεράρχη, τον επίσκοπο Ιωάννη, της πόλεως των Ευχαϊτών (τα Ευχάϊτα βρίσκονταν στην Μικρά Ασία κοντά στην Αμάσεια) και του αποκάλυψαν τα εξής: «εμείς, του είπαν, είμαστε ένα μπροστά στον Θεό, και καμιά αντιπαλότητα δεν έχουμε μεταξύ μας. Ο καθ’ ένας από την μεριά του έγραψε και δίδαξε για την σωτηρία των ανθρώπων. Πρώτος και δεύτερος μεταξύ μας δεν υπάρχει, αλλά αν τον ένα ονομάσεις ευθύς και οι δύο άλλοι ακολουθούν. Πρόσταξε λοιπόν σε όσους φιλονεικούν να μη χωρίζονται εξ αιτίας μας, γιατί όσο ζούσαμε επιθυμία μας ήταν να ενώνουμε τον κόσμο και να τον φέρνουμε σε ομόνοια κι όχι να τον χωρίζουμε. Γι’ αυτό κι εσύ, ένωσε σε μία ημέρα και τους τρεις μας και σύνθεσε τροπάρια της εορτής όπως εσύ γνωρίζεις, για να φανεί στους χριστιανούς ότι είμαστε ένα μπροστά στον Θεό.»
Ο Ιωάννης Ευχαϊτών λοιπόν, που ονομαζόταν και Μαυρόπους, είχε υπάρξει ένας από τους επιφανέστερους, λόγιους κληρικούς της βασιλεύουσας, αλλά και καθηγητής του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, κάθεται και συνθέτει ακολουθία στους τρεις ιεράρχες και καθιερώνεται σε λίγο χρόνο η εορτή των τριών ιεραρχών με αυτοκρατορικό βούλευμα στις 30 Ιανουαρίου. Ο μήνας αυτός διαλέχτηκε διότι περιείχε τον εορτασμό και των τριών ιεραρχών. Την 1η εορταζόταν η κοίμηση του μεγάλου Βασιλείου, την 25η του Γρηγορίου και την 17η η ανακομιδή του αγίου Ιωάννου του χρυσοστόμου. Έτσι, από το 1100 μέχρι σήμερα εορτάζουμε κοινά την μνήμη των τριών αυτών μεγάλων ιεραρχών της Εκκλησίας χάρη στην αποκαλυπτική έμπνευση του Ιωάννη Ευχαϊτών.
*
Η εικόνα των τριών Ιεραρχών μας αποκαλύπτει τον βαθύτερο χαρακτήρα και ήθος της ορθόδοξης Εκκλησίας. Πώς γίνεται αυτό;
Και οι τρεις ιεράρχες συνέδεσαν το όνομά τους με την βαθύτερη ουσία της Εκκλησίας, με αυτή την ίδια την ταυτότητά της γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι τόσο ο μέγας Βασίλειος όσο και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνέθεσαν θείες Λειτουργίες, που φανερώνουν αυτή την ίδια την φύση και την ουσία της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία για τον μέγα Βασίλειο, είναι παγκόσμιος οργανισμός που επεκτείνεται τοπικά σ’ ολόκληρη την υφήλιο και περιλαμβάνει ολόκληρη την ανθρωπότητα ανεξάρτητα από φυλή και κοινωνική τάξη και μάλιστα σε τρεις συζυγίες: «έθνη και τους κατοικούντας την οικουμένην, γηγενείς και τους υιούς ανθρώπων, πλουσίους και πένητας», αλλά επίσης αγαθούς και αμαρτωλούς. Δεν περιλαμβάνει όμως τους απίστους, εκείνους δηλαδή που θέτουν τον εαυτό τους έξω από την Εκκλησία. Σύμφωνα με την ορολογία του Αποστόλου Παύλου, η Εκκλησία είναι ταυτοχρόνως σώμα Χριστού και έδρα του Πνεύματος. Η Εκκλησία είναι σώμα Χριστού αλλά και ο Χριστός κεφαλή της Εκκλησίας. Σώμα λέγονται και οι πιστοί στο σύνολό τους, «πάντες εν σώμα εσμέν, κεφαλήν έχοντες τον Χριστόν». Οπότε έχουμε δύο συστατικά ενωμένα, τον Χριστό ως κεφαλή και τους πιστούς ως σώμα. Εκκλησία επομένως, για τον μέγα Βασίλειο, είναι η συνισταμένη των δύο αυτών στοιχείων. Με αυτή την έννοια η Εκκλησία είναι όχι μόνο καρπός αλλά και έκφραση της ενανθρωπήσεως του Θεού, διότι περικλείει ενωμένα το θεϊκό και το ανθρώπινο στοιχείο και συνδέει τους ανθρώπους με τον Χριστό. Έτσι, η θεαθρώπινη φύση του Χριστού γίνεται και φύση της Εκκλησίας, Μέσα δε από την Εκκλησία η θεανθρώπινη φύση του Χριστού γίνεται και φύση του πιστού.
*
Στα ίδια πλαίσια κινείται και η αντίληψη περί Εκκλησίας για τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο τον δεύτερο συγγραφέα θείας Λειτουργίας. Γι’ αυτό τον άγιο η Εκκλησία άρχισε από τη δημιουργία των πρωτοπλάστων. Ιδρύθηκε και πάλι, οριστικά αυτή τη φορά, δια του Χριστού ως ένας νέος παράδεισος. Η Εκκλησία αποτελεί ένα σώμα του οποίου το μεν θεϊκό στοιχείο είναι η κεφαλή, το δε ανθρώπινο τα μέλη, είτε αυτά είναι έντιμα είτε μη. Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε εδώ, ότι, η ενότητα της Εκκλησίας εξασφαλίζεται με την παρουσία του Χριστού η οποία βρίσκεται αγαπητικά εν μέσω αυτής κι όχι εξουσιαστικά ως παρουσία μονάρχη. Ο άγιος Ιωάννης επιμένει ότι η ιερωσύνη είναι θείο χάρισμα και διακονία που ταιριάζει σε αγγέλους, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται να επιδιώκουν την ιερωσύνη οι άνθρωποι που στερούνται τα απαραίτητα προσόντα. Τα προσόντα αυτά για τον άγιο είναι η αγάπη του ιερέα προς το ποίμνιο, ο ζήλος, η ταπεινοφροσύνη, η ικανότητα της διδασκαλίας και της διοίκησης. Μεγάλη δε προσοχή δίνει στο αμάρτημα της φιλαρχίας δηλαδή στην εξουσιαστική τάση του ανθρώπου, διότι το αμάρτημα του δεσποτισμού διχάζει και φθείρει την Εκκλησία.
Θ’ αναρωτηθεί ενδεχομένως κάποιος. Και ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος, που δεν έγραψε θεία Λειτουργία. Τι προσέφερε στην ταυτότητα της Εκκλησίας; Ο μεγάλος αυτός άγιος προσέφερε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες πατρολόγους, ο Παναγιώτης Χρήστου, «την πληρεστέραν και ακριβεστέραν μέχρι των χρόνων του τριαδολογίαν, την οποίαν ακολουθούν έκτοτε όλοι οι ορθόδοξοι». Καταπληκτικό πράγμα αυτό. Θεωρείται μ’ άλλα λόγια πατήρ και θεμελιωτής της ορθόδοξης Δογματικής. Πραγματικά, στον άγιο Γρηγόριο οφείλουμε την ορθόδοξη διδασκαλία περί της Αγίας Τριάδος. Για πρώτη φορά στην ορθόδοξη θεολογία διατυπώθηκε η ορολογία του αγίου Γρηγορίου σχετικά με τις διακρίσεις των προσώπων της Αγίας Τριάδος που έμειναν για πάντα. Οι διακρίσεις αυτές είναι το «αγέννητον» το «γεννητόν» και το «εκπορευτόν». Το αγέννητον ανήκει στον Πατέρα, το γεννητόν στον Υιό και το εκπορευτόν στο Άγιον Πνεύμα. Τα τρία επομένως πρόσωπα της Αγίας τριάδος έχουν μαζί και ιδιαιτέρως το πλήρωμα της θεότητας, διακρίνονται μόνο κατά τον τρόπο προέλευσής τους. Τόσο ο άγιος Γρηγόριος όσο και οι άλλοι άγιοι της Εκκλησίας βιώνουν προσωπικά την θεολογία, δηλαδή ζουν τον Θεό, αποκτούν εμπειρία του Θεού και στη συνέχεια, διατυπώνουν την εμπειρία αυτή με τον λόγο ως θεολογία. Η φιλοσοφική παιδεία των τριών ιεραρχών υπηρέτησε θαυμάσια στην διατύπωση της εμπειρίας αυτής του Θεού είτε μέσα στα κείμενα των θείων Λειτουργιών είτε μέσα από τα ερμηνευτικά υπομνήματα περί της αγίας Τριάδος.
Αλλά και στη διδασκαλία περί της Εκκλησίας, ο άγιος Γρηγόριος μας διδάσκει πολλά. Εκκλησία είναι η κοινωνία που δημιουργήθηκε με το κήρυγμα και το έργο του Χριστού. Η Εκκλησία, θα πει, χτίστηκε από τον Κύριο με αρχιτέκτονα το Άγιο Πνεύμα. Παρά τις ανθρώπινες αδυναμίες βαδίζει τον δρόμο της η Εκκλησία έχοντας μέσα της εμπολιτευόμενο το άγιο Πνεύμα. Τι ωραία λέξη αυτό το εμπολιτευόμενο. Έχει δηλαδή η Εκκλησία συμπολίτη της, έχει συγκάτοικό της το Άγιο Πνεύμα. «Παρά τις ανθρώπινες αδυναμίες βαδίζει τον δρόμο της η Εκκλησία». Ο άγιος Γρηγόριος υπερτονίζει στη διδασκαλία του τις αδυναμίες αυτές των ανθρώπων. Πίστευε, ότι η Εκκλησία της εποχής του έμενε αποίμαντος και ότι οι πολλές σύνοδοι που καλούσε η ιεραρχία αντί να λύσουν τα προβλήματα τα έκαναν πιο περίπλοκα. Γι’ αυτό και σε κάθε περίσταση κήρυττε την ειρήνη.
Στους Λόγους του, ο άγιος Γρηγόριος θεωρεί την ιερωσύνη ως επιστήμη επιστημών, δηλαδή ως την ανώτερη επιστήμη και ως αξίωμα ουράνιο. Λυπόταν δε και ντρεπόταν για λογαριασμό εκείνων που χωρίς να είναι καλύτεροι από τους κοινούς ανθρώπους, αν δεν είναι και χειρότεροι, εισέρχονται στα άγια των αγίων με άνιπτα χέρια και αμύητες ψυχές, σα να ήταν το λειτούργημα αυτό του ιερέα ένα βιοποριστικό επάγγελμα. Πίστευε ότι πρέπει να προσέρχονται στην ιερωσύνη όσοι είναι ανώτεροι από τους άλλους στην αρετή και στην προς Θεόν οικείωσιν. Άλλη σημαντική λέξη. Η οικείωσις προς τον Θεόν. Οικείωσις προς τον Θεόν σημαίνει την κλίση, σημαίνει την συμπάθεια και την προσαρμογή προς τον Θεό. Σημαίνει αυτό που λέμε σήμερα την στενή γνωριμία. Επομένως, ο μέλλων ιερεύς πρέπει να έχει στενή γνωριμία με τον Θεό.
Να λοιπόν, πώς, με δύο λόγια οι τρεις ιεράρχες, αποτελούν τα πρόσωπα εκείνα που μας αποκάλυψαν την ουσία της Εκκλησίας. Είναι τα πρόσωπα εκείνα που με τα έργα τους, με τα κηρύγματά τους, με την διδασκαλία τους, εδραίωσαν και στηρίζουν πάντοτε, όποτε έχουμε τ’ αυτιά και την καρδιά ανοικτή, την Εκκλησία. Η εικόνα των τριών ιεραρχών μας δείχνει τα πρόσωπα εκείνα από τα οποία αντλούμε τα καθαρά νάματα της ανεξάντλητης πηγής που είναι αυτός ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, η Εκκλησία.