Παραβολή του ασώτου

Για το μάθημα όπου προτείνεται η χρήση μιας παραβολής, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την παραπάνω αφήγηση για τα παιδιά.

Ειδάλλως γραπτώς:

Κάποιος άνθρωπος είχε 2 γιους. Ο μικρότερος ζήτησε το μερίδιο της περιουσίας του και έφυγε σε χώρα μακρινή. Εκεί σκόρπισε την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή. Έπεσε όμως λιμός και πείνα στη χώρα αυτή και πήγε εργάτης σε ένα πολίτη της χώρας και έβοσκε χοίρους στα χωράφια του. Από την πείνα έτρωγε ξυλοκέρατα. Τότε συνήλθε και είπε: ‘‘Πόσοι εργάτες του πατέρα μου τρώνε ψωμί! Θα σηκωθώ να πάω στον πατέρα μου να του πω ότι αμάρτησα…’’. Ενώ ήταν μακριά, τον είδε ο πατέρας του, έτρεξε, τον αγκάλιασε και τον φιλούσε. Ο γιος είπε:‘‘ Πατέρα, αμάρτησα και δεν αξίζω πια να λέγομαι γιος σου’’. Ο στοργικός πατέρας είπε στους δούλους: ‘‘Ντύστε τον την στολή την πρώτη, φορέστε του δαχτυλίδι, υποδήματα, φέρτε σιτευτό μοσχάρι να ευφρανθούμε· διότι ο γιος μου αυτός ήταν νεκρός και αναστήθηκε, χαμένος και βρέθηκε’’. Ο μεγαλύτερος γιος βρισκόταν στο χωράφι· καθώς ερχόταν άκουσε χορούς. Φώναξε έναν από τους υπηρέτες και τον ρώτησε τι γίνεται στο σπίτι του πατέρα του. Εκείνος του είπε πως γύρισε ο αδελφός του. Αυτός θύμωσε· δεν ήθελε να μπει μέσα. Βγήκε   έξω  ο   πατέρας   του  και   τον  παρακάλεσε. ‘ Εγώ’’, είπε αυτός, ‘‘τόσα χρόνια δουλεύω και δε μου έδωσες ποτέ ούτε ένα ερίφιο για να χαρώ με τους φίλους μου, για το γιο σου όμως αυτόν, που ήταν άσωτος, έσφαξες το μοσχάρι το σιτευτό’’. Ο πατέρας αποκρίθηκε: ‘‘Παιδί μου, όσα έχω είναι και δικά σου. Έπρεπε να χαρούμε, γιατί ο αδελφός σου ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε’’(Κατὰ Λουκν,κεφ.ιε΄,11-32).