Τοπικό Ιδίωμα

Γλωσσικόν Ιδίωμα  είναι “γλωσσική παραλλαγή, που χρησιμοποιείται στην ομιλία μίας πληθυσμιακής ομάδος, η οποία ζεί κατά κανόνα σε μία μικρή και γεωγραφικώς ενοποιημένη περιοχή. Αυτή η γλωσσική παραλλαγή ανήκει σε μία δεδομένη βασική Γλώσσα. Το Γλωσσικό Ιδίωμα διατηρεί τα θεμελιώδη στοιχεία δομής τής Γλώσσας εις την οποίαν ανήκει, αλλά διαφέρει από αυτήν σε αρκετά επί μέρους χαρακτηριστικά διαφόρων επιπέδων τής Γλωσσικής δομής. Μία ομάδα παρομοίων ιδιωμάτων με δευτερεύουσες διαφορές μπορεί να συνενωθούν για τον σχηματισμόν μίας διαλέκτου“. ( Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τ.14, σελ. 210, Εκδόσεις ΑΚΑΔΗΜΟΣ, Αθήνα 1979).

Έτσι, οι διαφορές από την βασική Γλώσσα ή από άλλο Γλωσσικό Ιδίωμα  μπορεί να αναφέρονται στο φωνητικό επίπεδο, στο επίπεδο μορφολογίας τής Γλώσσας, ή στο επίπεδο τού λεξιλογίου.

Χαρακτηριστικά τού Τοπικού Γλωσσικού Ιδιώματος

Πολλές φορές στον προφορικόν λόγον, παρατηρούνται οι εξής γλωσσικές παραλλαγές:

 

1) Η κατάληξη “ων” τής γενικής πληθυντικού τών ουσιαστικών ή επιθέτων (κυρίως όταν

αυτή τονίζεται) πολλές φορές προφέρεται “ωνε”.

   Παραδείγματα:

τών παιδιώνε<τών παιδιών, τών γυναικώνε<τών γυναικών, τών ανδρώνε<τών

ανδρών, τών χωραφιώνε<τών χωραφιών, κλπ.

 

2) Το β΄ πληθυντικό πρόσωπο τών ρημάτων ενεργητικής ή μέσης φωνής,   που

καταλήγει σε “ετε” , προφέρεται “ουτε”, αντί “ετε”.

   Παραδείγματα:

τί κάνουτε;<τί κάνετε;, θα φύγουτε;<θα φύγετε;, θα παίξουτε;<θα παίξετε;, θα

τρυπήσουτε<θα τρυπήσετε, πρέπει να περπατήσουτε<πρέπει να  περπατήσετε, κλπ.

 

3) Οι τύποι τών ρημάτων, που καταλήγουν σε “αν”, παίρνουν ένα επί πλέον “ε” στο

τέλος ή “τε”, πολλές φορές με παράλληλον καταβιβασμό τού τόνου.

   Παραδείγματα:

ήταν>ήτανε, ήσαν>ήσαντε, έπαιζαν>επαίζανε, ετραγούδαγαν>ετραγουδάγανε,

   στριφογύριζαν>στριφογυρίζανε, κλπ.

 

[Εδώ, θέλουμε να σημειώσουμε την περίεργη επιμονή κάποιων  “γλωσσολόγων” από την

   Β. Ελλάδα, που χρησιμοποιούν και επιβάλλουν(!), μέσω τής σχολικής Γραμματικής, τον

τύπο ” ήταν” τόσον για τον Ενικό αριθμό ( “ο Νίκος ήταν καλός παίκτης”) όσον και για

   τον πληθυντικόν αριθμόν (“οι παίκτες ήταν εξαιρετικόί”), για να αποφύγουν και να

εξαφανίσουν το “σ” στον πληθυντικόν αριθμόν( το σωστό, όπως εκφράζεται στην

γλώσσα μας, είναι: “οι παίκτες ήσαν(τε) εξαιρετικοί” και όχι  “οι παίκτες  ήταν

εξαιρετικοί”!)!]

 

4) Το γ΄ πληθυντικό πρόσωπο τών ρημάτων μέσης ή παθητικής φωνής, που

    καταλήγει σε “ντο , αντικαθιστούν το “ντο” με το “σαντε”.

Παραδείγματα:

ελούζοντο>ελουζόσαντε (και όχι ελούζονταν, που εκφέρεται στην Β. Ελλάδα)

εγράφοντο>εγραφόσαντε (και όχι εγράφονταν, που εκφέρεται στην Β. Ελλάδα),

επαίζοντο>επαιζόσαντε(και όχι επαίζονταν, που εκφέρεται στην Β. Ελλάδα),

εσφάζοντο>εσφαζόσαντε(και όχι εσφάζονταν, που εκφέρεται στην Β. Ελλάδα), κλπ.

 

[Εδώ, θέλουμενα σημειώσουμε, ότι η κατάληξη “ονταν”(εσφάζονταν, επαίζονταν,κλπ),

είναι  έκφραση περιοχών τής Β. Ελλάδος και δεν έχει να κάνει με την γενική προφορική

έκφραση τού Ελληνικού λαού. Απλώς, την επέβαλε στην διδασκόμενη Γραμματική τών

σχολείων και την εγενίκευσε η γνωστή ομάδα “γλωσσολόγων” από την Β. Ελλάδα,

αντί να διατηρήσουν, όπως έπρεπε,  στην διδασκόμενη Γραμματική την κατάληξη “ντο”.]

 

5) Το φωνήεν ωμέγα,”ω”, πολλές φορές δεν ταυτίζεται με το “ο” αλλά προφέρεται

“ου”, προσεγγίζεται δηλαδή η αρχαία προφορά τού φωνήεντος “ω”!

 

  [ Βέβαια, οι διάφοροι ” γλωσσολόγοι” τής ίδιας βορειοελλαδικής ομάδος,  επιχειρούν να αφανίσουν από τις

ελληνικές λέξεις το γράμμα ωμέγα (“ω”), και να το αντικαταστήσουν παντού με το  όμικρον(“ο”) !].

 

Αυτό το φωνητικό ιδίωμα παρατηρείται στις εξής περιπτώσεις:

 

–  στην κατάληξη “ω”  μερικών τοπικών επιρρημάτων, η οποία προφέρεται: “ου”, αντί “ω”.

Παραδείγματα:  πάνου<πάνω, κάτου<κάτω, χάμου<χάμω.

 

–  στην γενικήν πληθυντικού τής αντωνυμίας “άλλος”, “αυτός”:

α)  “τών αλλουνών” ή  “τών αλλουνώνε”,( αλλά και  “τών αλλωνών“), αντί “τών άλλων“.

β) “αυτουνών(ε)“, αντί “αυτών

Όμως, στην αντωνυμία εκείνων” έχουμε την έκφραση εκεινών(ε)”

 

6) οι αντωνυμίες: “αυτός”, “άλλος”, “τούτος”, εκείνος

–  στην Γενική τού ενικού αριθμού παίρνουν ένα επί πλέον  “νου” ή “νης” στο τέλος τής κατάληξης,

ώστε ο τύπος να ομοιάζει με τον τύπον “εκείνου”, “εκείνης” με παράλληλον καταβιβασμό τού τόνου!

    Παραδείγματα:

αυτουνού<αυτού, εκεινού<εκείνου, αλλουνού<άλλου, (ε)τουτουνού<(ε)τούτου,

αυτηνής<αυτής,  εκεινής<εκείνης, (ε)τουτηνής<(ε)τούτης

 

– ενώ, στην αιτιατική τού ενικού αριθμού διατηρεί το “ν” [ προς μεγάλην στενοχωρίαν τών ως άνω

      “γλωσσολόγων”, που  προσπαθούν να μεταδώσουν στον Ελληνικόν Λαόν μίαν αδιανόητη “νι-φοβία”!]

     με προσθήκη ενός επιτατικού “ε“!

     Παραδείγματα:

     εκείνονε<εκείνον, αυτόνε<αυτόν, (ε)τούτονε<(ε)τούτον

εκείνηνε<εκείνην, αυτήνε<αυτήν, (ε)τούτηνε<(ε)τούτην

 

7) Η αντωνυμία “αυτός”  εκφέρεται και με την εξής γλωσσικήν παραλλαγή:

– εδαύτος (αυτός εδώ), εδαύτη, εδαύτο. Αυτή η παραλλαγή χρησιμοποιείται, όταν το πρόσωπο,

το οποίον αντικαθιστά, έχει ήδη αναφερθεί προηγουμένως.

Παράδειγμα:

Πέρασε ο Γιώργης από εδώ; Εδαύτος έκανε την ζημιά, σού λέω!

 

– ευτούνος, ευτούνη, ευτούνο, που σημαίνουν ό,τι και τα: αυτός, αυτή, αυτό.

π.χ. : Ο Γιώργης θα μιλήσει; Ευτούνος δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη!

 

– εδευτούνος, εδευτούνη, εδευτούνο, που σημαίνουν ό,τι και τα: ευτούνος,

ευτούνη, ευτούνο ( μετ’ επιτάσεως). π.χ.: Το είπες στον Γιώργη; Να μού το θυμηθείς!

Εδευτούνος θα σε εκθέσει!

 

8) Τα τοπικά επιρρήματα “εδώ”, “εκεί”, εκφέρονται και με τις εξής γλωσσικές

     παραλλαγές:

     – Το επίρρημα “εδώ”:

        εδά= εδώ ακριβώς

       εδωπά = εδώ ακριβώς ( μετ’ επιτάσεως),

       εδωπάλια =εδώ ακριβώς ( μετ’ επιτάσεως)

      Παραδείγματα:

        * εδά σού λέω έπαιζα μόνος μου!

        * εδωπά ακριβώς καθόμουνα, όταν πέρασε η Μαρία

εδωπάλια σού λέω επαίζαμε!

 

     – Το επίρρημα “εκεί”:

        εδεκεί= εκεί ακριβώς  ( μετ’ επιτάσεως),

εδεκείλια= εκεί ακριβώς ( μετ’ επιτάσεως),

       εκειπά = εκεί ακριβώς ( μετ’ επιτάσεως),

       εκειπάλια =εκεί ακριβώς ( μετ’ επιτάσεως)

        Παραδείγματα:

        * ανέβηκα την σκάλλα  και εδεκεί έπεσα!

        * στο παντοπωλείο τού κυρ-Κώστα, συζήταγα με τον Νίκο. Εδεκείλια ζαλίσθηκα!

εκειπά ακριβώς στην στροφή έσκασε το λάστιχο!

* στο κουρείο ήσουν  τόση ώρα;  – ναι , εκειπάλια περίμενα τον Γιώργο!

 

9) Ως τοπικά επιρρήματα χρησιμοποιούνται και οι λέξεις:

     ευτού (=εκεί σ’ αυτό το μέρος). π.χ.: Στο Κουρείον είσαι; Κάτσε ευτού και έρχομαι

     εδευτού(=εκεί σ’ αυτό το μέρος). π.χ.: Εδευτού που κάθεσαι με τσίμπησε μία σφίγγα

     εδευτούλια (=εκεί σ’ αυτό το μέρος). π.χ.: Έψαξες στο τραπέζι και δεν το βρήκες;

Μα, εδεφτούλια σού λέω το άφησα!

 

10) Τα χρονικά επιρρήματα:  τώρα, χθές, προχθές, φέτος, πέρυσι, πρόπερσι,

       εκφέρονται με ένα “ε” στην αρχή:

       ετώρα, εχθές, επροχθές, εφέτος, επέρυσι, επρόπερσι.

 

11) τα συνηρημένα ρήματα εις: αω-ω, και μόνον στο α΄ενικό πρόσωπο, εκφέρονται στην ασυναίρετη μορφή τους και όχι στην συνηρημένη. Ενώ στα άλλα πρόσωπα εκφέρονται στην συνηρημένη μορφή:

  Παραδείγματα:

     περπατάω (περπατώ), αλλά περπατάμε, περπατάτε, περπατάνε(και περπατούν), κλπ

 τιμάω(τιμώ), αλλά τιμάμε, τιμάτε, τιμάνε (και τιμούν), κλπ

φιλονικάω (φιλονικώ), αλλά φιλονικάμε, φιλονικάτε, φιλονικάνε( και φιλονικούν), κλπ

κρατάω (κρατώ), αλλά κρατάμε, κρατάτε, κρατάνε (και κρατούν), κλπ

 Άγγελος  Λιβαθινός