2009- Έτος Γιάννη Ρίτσου από το υπουργείο Πολιτισμού
100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή της Ρωμιοσύνης «Ένας άνθρωπος μόνος χαμογελάει στο σκοτάδι- Αυτός που διέκρινε το σκοτάδι πρωτοείδε τον ήλιο Πρωτομαγιά του 1909. Στη Μονεμβασιά της Λακωνίας. Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν ο Βενιαμίν μιας τετραμελούς οικογένειας: Δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Δύσκολα παιδικά χρόνια. Ο μεγαλοκτηματίας πατέρας του Ελευθέριος Ρίτσος, με έντονο το πάθος της χαρτοπαιξίας, κατέρρευσε οικονομικά. Ο μεγαλύτερος αδελφός του πέθανε το 1921 από φυματίωση στην Αθήνα και μετά τρεις μήνες η μητέρα του από την ίδια αρρώστια. «Στο κατώφλι πρόβαινε σα χάρος, σα λοιμός, Στη Μονεμβασιά πήγε δημοτικό σχολείο και Σχολαρχείο. Το 1925 αποφοίτησε από το εξατάξιο Γυμνάσιο Γυθείου. ΄Εφθασε στην Αθήνα. Βρήκε δουλειά ως δακτυλογράφος στην Εθνική Τράπεζα και ύστερα αντιγραφέας σε συμβολαιογραφείο. Μέσα στο νοσοκομείο, ζώντας στο περίπτερο των φτωχών, γνωρίστηκε με νοσηλευόμενους μαρξιστές που τον μύησαν στην κομμουνιστική θεωρία. Στο λογοτεχνικό περιοδικό της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» άρχισε να δημοσιεύει ομοιοκατάληκτα ποιήματα νοσταλγίας με το ψευδώνυμο «ΡΙΤ?ΣΟΣ»? «Η μέρα αργά βασίλεψε!.. Ψηλά βαθύ ένα φως Η αρρώστια δεν έλεγε να τον εγκαταλείψει. Πήγε στο άσυλο φυματικών Καψαλώνας Κρήτης, όπου οι νοσηλευόμενοι ζούσαν σε απαράδεκτες συνθήκες. Διαμαρτυρήθηκε με επιστολή του σε εφημερίδα των Χανίων και οι ασθενείς μεταφέρθηκαν σε άλλο σανατόριο του νομού. «Γιε μου σπλάχνο των σπλάχνων μου Το έργο κυκλοφόρησε σε 10.00 αντίτυπα. Η δικτατορία του Μεταξά βρήκε 250 αντίτυπα στο «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» και τα έκαψε στις στήλες του Ολυμπίου Διός μαζί με απαγορευμένα βιβλία του Μαρξ. Δεν έφθανε ο πολιτικός διωγμός ήρθε και ο καημός από τον νευρικό κλονισμό που υπέστη η αγαπημένη του αδελφή Λούλα, η οποία κλείστηκε στο Δημόσιο Ψυχιατρείο. Το 1937 κυκλοφόρησε σε ελεύθερο στίχο «Το τραγούδι της αδελφής μου»? «Το λιγνό σου σώμα περιτυλίγεται Τον ξαναχτύπησε η αρρώστια. ΄Έξι μήνες στο σανατόριο της Πάρνηθας. Απάλυνε τον πόνο του με την ποίηση. Στο κρεβάτι του νοσοκομείου έγραψε την «Εαρινή συμφωνία». Ένα ερωτικό υμνολόγιο? «Θ? αφήσω τη λευκή χιονισμένη κορυφή Βελτιώθηκε η υγεία του. Και το 1938 συνέχισε τη δουλειά του ηθοποιού στο Εθνικό Θέατρο και στη Λυρική Σκηνή. Στην Κατοχή φιλοξενήθηκε στο σπίτι ενός ζευγαριού χορευτών που γνώρισε στη Λυρική. Πέρασε δύσκολα. Εκτός από την πείνα, αντιμετώπιζε και τον υποτροπιασμό της φυματίωσης. Είχε γραφτεί στη Νομική αλλά δεν τον γοήτευαν τα νομικά. Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «Ακρόπολις» Αλέκος Λιδωρίκης δημοσιοποίησε το πρόβλημα του Ρίτσου και συγκέντρωσε ένα χρηματικό ποσό για τη σωτηρία του. Αρνήθηκε ευγενικά. Ζήτησε να μοιρασθεί σε όλους τους καλλιτέχνες που είχαν ανάγκη. Στη δεκαετία του 40 έγραφε συνεχώς: Η εμφύλια σύγκρουση το Δεκέμβρη του 1944 τον οδήγησε στην Κοζάνη όπου με άλλους διωκόμενους κομμουνιστές καλλιτέχνες εντάθηκε στο «Λαϊκό Θέατρο Μακεδονίας» και ανέβασε το έργο που έγραψε με τίτλο «Η Αθήνα στ? άρματα». Μετά την συμφωνία της Βάρκιζας, τον Φεβρουάριο του 1945, επέστρεψε στην Αθήνα. Η ταλαιπωρία του συνεχίσθηκε γιατί διώχθηκε από το Εθνικό Θέατρο. Άρχισε να γράφει τη «Ρωμιοσύνη» και τη «Κυρά των αμπελιών», ενώ συνεργάσθηκε με το περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» δημοσιεύοντας ποιήματα, μεταφράσεις, πεζά, χρονογραφήματα και κριτική χορού. Τον Ιούλιο του 1948 συνελήφθη και εξορίστηκε στο στρατόπεδο της Λήμνου, όπου έγραψε τα δύο «Ημερολόγια εξορίας» και το «Καπνισμένο τσουκάλι».Πίκρα για τα βάσανα, αλλά και χαρά για το όραμα ενός δίκαιου κόσμου? «Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ Τον Μάιο του 1949, ενώ ο εμφύλιος πόλεμος έβαινε προς το τέλος με νίκη του κυβερνητικού στρατού, μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο της Μακρονήσου. Μέσα σε κακουχίες έγραψε τον «Πέτρινο χρόνο» και το «Τρίτο ημερολόγιο». Τον Ιούλιο του 1950 επιδεινώθηκε η υγεία και απολύθηκε. Όταν σε ένα μήνα έγινε καλά συνελήφθη και? ξανά στη Μακρόνησο και από κει στον Άη Στράτη. Εκεί έγραψε το «Οι γειτονιές του κόσμου», «Το γράμμα στο Ζολιό Κιουρί», «Το ποτάμι κι εμείς», «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο». Το όνομα του Ρίτσου είχε αρχίσει να γίνεται γνωστό στο διεθνές αριστερό κίνημα. Διανοούμενοι της αριστεράς, όπως ο Αραγκόν, ο Νερούντα, ο Πικάσο, ύψωσαν τη φωνή τους για να απελευθερωθεί ο ποιητής. Τον Αύγουστο του 1952 αφέθηκε ελεύθερος και έγινε μέλος της διοικούσας επιτροπής της ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) αφού, εν τω μεταξύ, το ΚΚΕ είχε τεθεί στην παρανομία. Το 1954 παντρεύτηκε τη γιατρό Φαλίτσα (Γαρυφαλιά) Γεωργιάδη, από το Καρλόβασι της Σάμου, που την είχε γνωρίσει από την Κατοχή. Απέκτησαν μια κόρη, την Έρη,(από το Ελευθερία) που τόσο υπεραγάπησε? «Κοριτσάκι μου, Ατέλειωτο το χρονολόγιο της ζωής και του έργου του. Μερικές βασικές πινελιές: Βέβαια για την υπερβολική έκταση του έργου του είχε επικριθεί από τους κριτικούς, ακόμη και από τα πρώτα χρόνια της ποιητικής του παρουσίας. Γι αυτόν τον ποιητικό κυκεώνα στο «Τερατώδες αριστούργημα», το 1977, απάντησε ποιητικά? «?και μ? ακονίζανε οι νωθροί τις κατηγορίες του κομπογιαννίτη και του πολυγράφου κι από κοντά τους σεγκοντάριζαν γαβγίζοντας τα σκαλιά της Ασφάλειας όμως εγώ χαμογελούσα κι έκρυβα κάτω απ? το κρεββάτι μου τις εννιά μου χιλιάδες περιστέρια (?) γονάτιζα στο χώμα κ? έπλενα στοργικά τα πόδια των εκτελεσμένων και τους έβγαζα βόλτα με το φεγγαράκι για να ακούσουν τα τριζόνια και τις σημαίες?» Από την άλλη πλευρά πάντως, μέσα στο ωκεανό των στίχων του, δεν παρέλειψε να σχολιάσει, στο παραπάνω πεζόμορφο ποίημα, κάποιους ψιθύρους κομματικών για έργα του που? λοξοδρόμησαν από την γραμμή? «?και εκείνη η δαχτυλογραφημένη απόφαση της παράνομης κομματικής συνεδρίασης όπου με αδελφική φροντίδα διατύπωναν το παράπονο οι σύντροφοι ότι τα νέα ποιήματά μου διανθιζόταν από κάποιες τάσεις μεταφυσικής κι εγώ απαντούσα με πολύ μεταφυσικότερα ποιήματα ενός βαθύτερου ρεαλισμού σαν εκείνα του Ζντάνωφ αλλά μαζί και με τις καταδικασμένες γάτες της Αχμάτοβα?» Στο «Εικονοστάσιο ανωνύμων Αγίων», σε μια ενότητα από εννέα πεζογραφήματα και ιδιαίτερα στο «Ίσως να είναι κι έτσι», που κυκλοφόρησε το 1985, ο ποιητής, διαισθανόμενος ότι διανύει τα τελευταία χρόνια του, αφήνεται σε μια σειρά εξομολογητικές αποκαλύψεις των εφηβικών χρόνων μιλώντας παράλληλα για την αθανασία? «?κι αυτό το άγνωστο που σε περιβάλλει και που περιέχεις, σπίθες, σιωπηλές εκρήξεις, αστραπιαίες λάμψεις, πλαταίνει τα όριά σου ως την έσχατη κι άτρωτη απάθεια κι ευαισθησία, ως την ευδαιμονία του όλα και του τίποτα, κάτι σαν πρόγευση η και κατάκτηση αθανασίας, μια ταυτόχρονη σμίκρυνση και μεγέθυνση, ο τροχός του παλιού ποδηλάτου, οι καμένοι γλόμποι, οι ατμοί του τσαγιού, το σαμιαμίδι στον τοίχο της θείας Ουρανίας, το πουκάμισο που κλαίει?» Ο Γιάννης Ρίτσος, αυτός ο υμνητής της κομμουνιστικής ορθοδοξίας έγινε, μέσω του λυρισμού του, καθολικός ποιητής της Ελλάδας. Αξέχαστη θα μας μείνει η «ιερατική» του μορφή: Εκείνο το ευθυτενές παρουσιαστικό του, εκείνο το ενορατικό βλέμμα με το κεφάλι υψωμένο, η γενειάδα, τα καστανά του μαλλιά που θύμιζαν Χριστό, το αψεγάδιαστο κοστούμι του, οι μεγαλόπρεπες και μαζί σεμνές κινήσεις του, η αδρή άρθρωση στην απαγγελία της «Ρωμιοσύνης» ? «Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, Ο θάνατος τον βρήκε στις 11 Νοεμβρίου του 1990. Ζούσε χρόνια σε ένα μικρό διαμέρισμα στα Κάτω Πατήσια (οδός Κόρακα). Ένα σαλονάκι ζωσμένο με ζωγραφισμένες απ? τον ίδιο πέτρες, κόκαλα και ξύλα- έργα από τις εξορίες- και βιβλία τακτοποιημένα. Και στα συρτάρια του χιλιάδες κείμενα σε πείσμα των επικριτών? Τάφηκε στη Μονεμβασιά, σύμφωνα με την επιθυμία του. Στη Μονεμβασιά των παιδικών του χρόνων. Εκεί όπου στέκεται ακόμη το πατρικό σπίτι. Με την προτομή του να αγναντεύει το πέλαγος. Μνημείο της αθάνατης ποίησής του. Μιας ποίησης στολισμένης όχι μόνο με «πρωτοζωγράφιστες εικόνες», αλλά και διαποτισμένη με την αύρα μιας οραματικής ενατένισης. Μιας ποίησης με στοχασμό, στωικότητα, πόνο, σύμβολα, πέτρες, αίμα, σημαίες, αγώνες, εργάτες, σώματα, καθρέφτες, άλογα, τρακτέρ?θάνατο και ζωή. Mε λόγο άλλοτε κουβεντιαστό και άλλοτε επικό. Με δόξα και ματαιότητα. Με επαναστατικό ρεαλισμό και μεταφυσική αγωνία. Με αρχοντιά και λαϊκότητα. Με μύθο και ιστορία. Με πίστη και πλάνη? Μπορεί να του προσάπτουν την κατηγορία της υπερογκώδους έργογραφίας, μπορεί να θυσίασε την ποιητική γραφή προσχάριν της κομματικής επικαιρικότητας (υμνολογία για τον Στάλιν), μπορεί?, μπορεί? Όμως ο Γιάννης Ρίτσος, και μόνο με τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» και τη «Ρωμιοσύνη», ποιητής της χαρμολύπης και του ονείρου μιας αταξικής κοινωνίας, τραγικός και τρυφερός συνάμα, στέκεται ως ένας από τους μεγάλους Έλληνες ποιητές . Και-ίσως- ο μεγαλύτερος, από τους σύγχρονούς του στον κόσμο, κατά δήλωση του Γάλλου ομοτέχνου του Λουίς Αραγκόν. «Είσαι- του έγραψε σε επιστολή- ο μεγαλύτερος ποιητής απ? όλους μας τους εν ζωή ποιητές!». |
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.