Ήταν Ιανουάριος του 1990 σε ένα χωριό της Άρτας. Λίγες μέρες μετά την αλλαγή του χρόνου, παιδιά όλων των ηλικιών διασκέδαζαν έξω στο χιόνι. Ο οχτάχρονος Κωστάκης, όμως, βρισκόταν στο δωμάτιο του και έκλαιγε, γιατί η μητέρα του τού είχε καταστρέψει τον χιονάνθρωπο, που με μεράκι είχε φτιάξει, υποστηρίζοντας ότι, αντί να παίζει στο χιόνι, θα έπρεπε να μελετάει, για να έχει ένα καλύτερο επαγγελματικό μέλλον.
Μετά από πολύ κλάμα, τυλιγμένος με την κουβέρτα του, ο Κωστάκης αποκοιμήθηκε. Στον ύπνο του είδε ένα όνειρο όπου ο χιονάνθρωπος που είχε φτιάξει είχε ζωντανέψει, μπορούσε να μιλήσει και να περπατήσει, όπως ένας κανονικός άνθρωπος. Έτσι, λοιπόν, τον έπιασε από το χέρι και έκαναν όλα όσα του απαγόρευαν οι γονείς του.
Αφού διασκέδασαν αρκετή ώρα, ο χιονάνθρωπος σταμάτησε τον Κωστάκη, θέλοντας να του μιλήσει για κάτι σοβαρό. Του εξήγησε ότι, αν και μικρό παιδί, θα έπρεπε να καταλάβει ότι όσα έπραξαν πριν, ήταν ανεκπλήρωτες επιθυμίες του. Επιπλέον, του ζήτησε δύο πράγματα: Πρώτον, να μην κατηγορεί τους γονείς του για τις πράξεις τους, γιατί αυτοί επιδιώκουν το καλύτερο γι’ αυτόν και δεύτερον να τους μιλήσει για τις επιθυμίες και τις ανάγκες του. Τέλος, τον συμβούλεψε να τους είναι ευγνώμων, διότι αν και δούλευαν και οι δύο για λίγα χρήματα, κατάφεραν να μην του λείψει ποτέ τίποτα.
Έπειτα από αυτό το έντονο όνειρο, ο Κωστάκης αγκάλιασε τους γονείς του και τους μίλησε για τις επιθυμίες του. Σήμερα, είναι ένας αξιοπρεπέστατος αστυφύλακας με δική του οικογένεια και δεν ξεχνά ποτέ τους γονείς του και τις αξίες που του δίδαξαν.