O Δήμος Ελ. Βενιζέλου εκτείνεται νότια της πόλης των Χανίων σε μια έκταση που οριοθετείται μεταξύ της περιοχής του Αγροκηπίου (ποταμός Μορώνης) και Πασακακίου.
Νότια εκτείνεται μέχρι τα διοικητικά όρια του Δήμου Κεραμειών και συμπεριλαμβάνει μεγάλος μέρος της έκτασης του βόριου τμήματος της οροσειράς της Μαλάξας.
Ιστορικά η περιοχή αυτή κατοικείται από τα προϊστορικά χρόνια και η ρόλος της είναι συνυφασμένος με την ιστορική εξέλιξη της μινωικής πόλης Κυδωνίας μέχρι τα σημερινά σύγχρονα Χανιά. Λόγω του πεδινού και εφόρου υπεδάφους της περιοχής, του εύκρατου – υποτροπικού κλίματος, με υψηλές μέσες θερμοκρασίες σχεδόν όλο το χρόνο, του πλούσιου υδάτινου ορίζοντα που μαζί με τα επιφανειακά νερά και τις πλούσιες βροχοπτώσεις εξασφαλίζει την επάρκεια νερού τους θερινούς μήνες, στην περιοχή αναπτύχθηκε από πολύ νωρίς η γεωργική δραστηριότητα, εξέλιξη της οποίας αποτελούν τα σημερινά Μετόχια.
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την δομή και διάρθρωση της γεωργίας στην περιοχή τα προϊστορικά αλλά και αργότερα στα ιστορικά χρόνια μέχρι την Ενετοκρατία. Πάντως είναι βέβαιο ότι μαζί με την ευρύτερη ζώνη του κάμπου των Χανίων, είχε ένα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και γεωργική επάρκεια στην πόλη των Χανίων αλλά και στις άλλες πόλεις και στους οικισμούς που αναπτύχθηκαν ιστορικά στην ευρύτερη περιοχή (όπως η Απτέρα κ.α.). Κατά την περίοδο του μεσαίωνα, στα Βυζαντινά χρόνια αλλά και αργότερα, τα αναγεννησιακά χρόνια της Ενετοκρατίας, η γεωργία της περιοχής, κάτω από το Φεουδαρχικό καθεστώς, αναπτύχθηκε σημαντικά με συστηματικές φυτεύσεις. Οι ελαιώνες που σώζονται και κυριαρχούν ακόμα και σήμερα, η ποικιλία της Τσουνάτης ή Μαστοειδούς ανάγονται σε εκείνη την περίοδο καθώς και οι καλλιέργειες που είχαν εμπορικό-εξαγωγικό προσανατολισμό. Είναι γνωστό ότι την περίοδο εκείνη η Κρήτη τροφοδοτούσε την Γαληνότατη αυτοκρατορία κυρίως με ελαιόλαδο, κρασιά, τυροκομικά προϊόντα, αλλά και με φρούτα και κηπευτικά που κατά κύριο λόγο προερχόταν από το δυτικό τμήμα της νήσου, όπου η επάρκεια νερού τους θερινούς μήνες, επέτρεπε την ανάπτυξη τέτοιων καλλιεργειών. Περιοχές που προσφερόταν ιδιαίτερα για τέτοιες καλλιέργειες ήταν αναμφίβολα ο κάμπος των Χανίων, η Περιοχή της κοιλάδας της Αγιάς, τα σημερινά πορτοκαλοχώρια, που εκτείνονται κατά μήκος του ποταμού Κερίτη μέχρι της εκβολές του στο σημερινό Πλατανιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μετοχιού της Ενετοκρατίας αποτελεί το σημερινό μετόχι Ησυχάκη, δείγμα Αναγεννησιακής Αρχιτεκτονικής.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Οθωμανούς, το ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης με όλες του τις δομές πέρασε στην απόλυτη κυριαρχία της Πύλης. Το καθεστώς των γαιών που επικρατούσε και επέβαλε η Οθωμανική αυτοκρατορία χαρακτηριζόταν κυρίως από τις δημόσιες γαίες που αποτελούσαν το 87% και τα βακούφια των ευσεβών και κοινωφελών ιδρυμάτων, Τζαμιά-Μοναστήρια. Οι δημόσιες γαίες κατανέμονταν υπό την μορφή τιμαρίων στους διάφορους τιτλούχους της αυτοκρατορίας για τις υπηρεσίες που προσέφεραν, κυρίως στρατιωτικές, καθώς και για να εισπράττουν τους φόρους. Πάντοτε όμως η υψηλή κυριότητα παρέμενε στην δικαιοδοσία της Πύλης. Αργότερα με την παρακμή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ο σουλτάνος άρχισε να παραχωρεί την υψηλή κυριότητα των τιμαρίων διανέμοντας τίτλους ιδιοκτησίας. Μπορούμε να πούμε επομένως ότι τα Μετόχια που εντοπίζονται στην περιοχή μας, στο τέλους του προπερασμένου αιώνα και στις αρχές του περασμένου, αποτελούν ιδιοκτησιακή εξέλιξη των αρχικών τιμαρίων.
Το σύνολο της γεωργικής έκτασης της περιοχής του Δήμου μας την αποτελούσαν αυτές οι αυτοτελείς γεωργικές μονάδες μαζί με τα Μοναστηριακά συγκροτήματα. Η έκταση που καταλάμβανε το κάθε μετόχι προσδιορίζεται περίπου στα 70 έως και πάνω από 1000 στρέμματα με τα μικρότερα να προέρχονται συνήθως από τεμαχισμό των μεγαλύτερων που οφειλόταν σε προικώα, κληρονομιές ή αγοροπωλησίες.
Η ονομασία Μετόχι προέρχεται από το ότι στα περισσότερα από αυτά δεν ήταν αναγκαία η φυσική παρουσία και διαχείριση του ιδιοκτήτη, που παραχωρούσε την νομή και καλλιεργητική τους φροντίδα σε τρίτους με σαφείς όρους καταγραμμένους επίσημα υπό μορφή συμφωνητικού ή συμβολαίου. Σε πολλές περιπτώσεις ο ιδιοκτήτης διέθετε πολλές τέτοιες ιδιοκτησίες σε διαφορετικά μέρη στη ίδια επαρχία ή σε διαφορετικούς νομούς ή ακόμη και σε διαφορετικές χώρες, όπως στην περίπτωση των κατονομαζόμενων Λεβαντίνων ιδιοκτητών. Πολλοί μάλιστα από αυτούς είχαν πέραν της Οθωμανικής και άλλες ξένες ιθαγένειες, γεγονός που τους επέτρεψε οι ιδιοκτησίες τους αυτές να μην συμπεριληφθούν στα ανταλλάξιμα την περίοδο της ανταλλαγής των πληθυσμών, που έγινε μετά την Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Όσο το Οθωμανικό καθεστώς ήταν κυρίαρχο, δηλαδή μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, οι μετοχάρηδες ήταν σχεδόν αποκλειστικά Μουσουλμάνοι. Μετά την ανεξαρτησία της Κρήτης και την ίδρυση της Κρητικής κοινοπολιτείας, βρίσκουμε και χριστιανούς μετοχάρηδες, αν και την περίοδο εκείνη γίνονται πολλές ιδιοκτησιακές παραχωρήσεις σε Κρήτες χριστιανούς. Είναι η περίοδος που τα Μετόχια αλλάζουν ονόματα και έτσι καθιερώνονται οι περισσότερες σημερινές τους ονομασίες.
Ξεκινώντας την περιήγησή μας συναντάμε στο ανατολικό τμήμα του δήμου μας και στα όρια με τον Δήμο Σούδας το μετόχι Ησυχάκη, ένα από τα μεγαλύτερα του κάμπου των Χανίων και ιδιαίτερης σημασίας αφού είναι Αναγεννησιακό. Προχωρώντας βόρεια συναντάμε τα μετόχια της Παναγιάς (Φεσά), του Αλιδάκη, του Μεμίση, του Φούμη και βορειότερα του Μπιστολάκη που μόνο ένα τμήμα ανήκει στα όρια του δήμου μας ενώ τα κτιριακά συγκροτήματα του βρισκόταν στο δημοτικό διαμέρισμα των Χανίων. Δυτικά του μετοχιού Ησυχάκη συναντάμε το μετόχι του Αγ. Γεωργίου στα Νεροκούρου και βορειότερα το μετόχι Χάτζαλη, το Μουλά Χανούμ ή Αγ. Σαράντα και στο δρόμο προς τα Χανιά το μετόχι Νινολάκη και Ματσαμά (Κεμάλ Αγαζαδέ). Δυτικά του οικισμού Νεροκούρου βρίσκεται το μετόχι Τσεκούρα παλαιότερα Τσεπέτη και βόρεια το μετόχι Βοσκάκη (σήμερα Καλλιτεράκη), το μετόχι Τσίγκρη, το Κόκκινο Μετόχι και τη Μονή Χρυσοπηγής. Προσεγγίζοντας τις Μουρνιές συναντάμε τα μετόχια του Αγαδάκη, του Αγ. Ελευθερίου και βορειότερα αυτού του Πετρί Μπέη, της Μονής Μεγίστης Λαύρας, του Τσούγκαρη, της Κουκουναριάς και του Βροντάκη. Στο ύψος των Μουρνιών συναντάμε το μετόχι του Χαϊδέρ Αγά, και νοτιότερα αυτού το μεγάλο Μετόχι του Τσακίρ Μπέη. Στο δυτικό τμήμα του δήμου και κοντά στο δήμου Θερίσου ευρίσκεται το μετόχι της μονής Αγ. Τριάδας.
Τα Μετόχια αυτά αποτελούσαν αυτοτελή γεωργικά συγκροτήματα. Συνήθως αναπτυσσόταν γύρο από ένα ενιαίο κτιριακό συγκρότημα όπου βρισκόταν η κατοικία του ιδιοκτήτη ή του μετοχάρη. Περιμετρικά υπήρχαν αυτοδύναμα καταλύματα για το μόνιμο προσωπικό και τους εποχιακούς εργάτες γης. Διάθεταν επίσης βοηθητικούς χώρους για τις λειτουργικές τους ανάγκες, στάβλους και αποθήκες για την φύλαξη προϊόντων, εφοδίων και ζωοτροφών, τον εληδοντά ή εληδώνα με το ελαιουργείο της εποχής. Αεριζόμενους οντάδες για την πρακτική της σηροτροφίας, της αυλές με πηγάδια και καλλωπιστικούς κήπους. Σε ορισμένα μετόχια οι κήποι ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένοι με κρήνες, ανοικτές δεξαμενές νερού που χρησιμοποιούνται για άρδευση αλλά και για λουτρά και χώρους περιπάτου. Πατητήρια για την οινοποίηση των σταφυλιών. Τα περισσότερα από αυτά είναι μεταγενέστερης εποχής στο βαθμό που η οινοποίηση της αμπέλου απαγορευόταν από την Μουσουλμανική θρησκεία, με τραγικές συνέπειες στην αμπελουργία της Κρήτης μετά την κατάκτηση της από τους Οθωμανούς. Το όλο συγκρότημα του μετοχιού, με διάφορους αρχιτεκτονικούς σχεδιασμούς, ήταν προστατευμένο με ψηλούς τείχους ή μάντρες από τους έξω χώρους με τους οποίους η επικοινωνία γινόταν συνήθως διαμέσου μίας μεγάλης θολωτής εισόδου. Σε ορισμένα μετόχια συναντάμε και δεύτερη κύρια είσοδο έτσι ώστε η μία να εξυπηρετεί κατευθείαν την κατοικία του ιδιοκτήτη και η άλλη το συγκρότημα των χώρων του βοηθητικού προσωπικού και των αποθηκευτικών χώρων. Το όλο σύνολο εξασφάλιζε προστασία και ασφάλεια από τον έξω κόσμο καθώς και λειτουργικότητα για τις πάμπολλες αναγκαίες εργασίες του αγροκτήματος.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, με την εφαρμογή και διάδοση της εσπεριδοκαλλιέργειας, σχεδόν σε όλα τα μετόχια, το αρχικό κτιριακό συγκρότημα επεκτάθηκε προς τους έξω χώρους του αγροκτήματος όπου εγκαταστάθηκε η καλλιέργεια των εσπεριδοειδών και κυρίως για το Μανταρίνι. Τειχοποιία περιμετρικά της καλλιέργειας ή μαντρότοιχος όπως ονομαζόταν, δημιουργούσε ένα ενιαίο διπλό σύστημα προστασίας και σε πολλές περιπτώσεις κάλυπτε δεκάδες στρέμματα. Η παρέμβαση αυτή οφείλεται σε δύο παράγοντες:
Ο ένας αφορά την μόνιμη ανασφάλεια των κατακτητών ιδιοκτητών, λόγω των συνεχών τοπικών αυτονομιστικών εξεγέρσεων των Κρητικών σε μια περίοδο παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Δεύτερος και σημαντικότερος παράγοντας, στο βαθμό που ο πρώτος παράγοντας ήταν συνηθισμένο γεγονός, ήταν η εντατικοποίηση της γεωργίας που απαιτούσε μεγάλες επενδύσεις. Οι πυκνές και συστηματικές φυτεύσεις είχαν σαφή εμπορικό προσανατολισμό. Από γεωργική άποψη αποτελούσαν παγκόσμια πρωτοπορία και εισήγαγαν κανόνες εντατικής καπιταλιστικής οργάνωσης και εκμετάλλευσης της γεωργίας. Η πρωτοπορία αυτή των Τούρκων μεγαλοϊδιοκτητών οφειλόταν στο γεγονός ότι πολλοί από αυτούς ήταν άνθρωποι ιδιαίτερης πνευματικής καλλιέργειας, ζούσαν σχεδόν μόνιμα στο εξωτερικό, ταξίδευαν σε πολλά μέρη του κόσμου και αναζητούσαν τον εκσυγχρονισμό και τις νέες τάσεις. Την ίδια περίοδο άρχισε να επεκτείνεται, σε μεγάλη έκταση, μια άλλη συστηματική καλλιέργεια, αυτή της σταφίδας. Τα μετόχια δεν έμειναν έξω από τις εξελίξεις, μόνο που η καλλιέργεια αυτή δεν είχε την έκταση και σημασία που είχε σε άλλες περιοχές του νομού μας αλλά και της Κρήτης γενικότερα. Η σταφίδα παρουσιαζόταν ανταγωνιστικά στην καλλιέργεια των εσπεριδοειδών σε μια ζώνη αρδεύσιμη την στιγμή που η καλλιέργεια της σταφίδας ήταν ξηρική.
Σε κάθε περίπτωση ο αυτοδύναμος και δυναμικός γεωργικός χαρακτήρας των Μετοχιών αποδεικνύεται στο βαθμό που σε αυτά εξασφαλιζόταν ταυτόχρονα πλήρης επάρκεια τροφίμων, ενώ την ίδια στιγμή είχαν εμπορικό προσανατολισμό. Σε όλα τα Μετόχια καλλιεργούταν σιτηρά, κυρίως για τις ανάγκες του αγροκτήματος, καθώς επίσης ελαιόλαδο για εμπόριο. Το ίδιο ίσχυε και για τα εσπεριδοειδή, τα αμπέλια για την παραγωγή κρασιού σε έκταση που να ικανοποιεί τουλάχιστον τις ανάγκες του αγροκτήματος και σταφίδα για εμπόριο. Ακόμα ήταν ανεπτυγμένη η κτηνοτροφεία κυρίως η οικόσιτη αλλά και η σηροτροφία. Σε όλα τα μετόχια κατά μήκος των δρόμων και γύρο από της κτιριακές εγκαταστάσεις ήταν φυτεμένες Μουρνίες – εξ ου και το όνομα της περιοχής – που εξυπηρετούσαν τις δύο αυτές δραστηριότητες. Κηπευτικά και φρούτα όλων των ειδών και τύπων που μπορούσαν να καλλιεργηθούν στην περιοχή υπήρχαν σε μεγάλη αφθονία.
Ποιες ήταν όμως οι σχέσεις μεταξύ ιδιοκτητών και ντόπιων, μεταξύ των αφεντάδων και ραγιάδων. Πως και από ποιους κτίστηκαν όλα αυτά τα μετόχια, ποιοι και πως δούλευαν σε αυτά. Όλα αυτά τα ερωτήματα οι παππούδες μας είχαν την μνήμη για να μας απαντήσουν και την ίδια απάντηση μας δίνουν οι αγώνες και το αίμα που χύθηκε από τους αγωνιστές Κρητικούς για ανεξαρτησία και ελευθερία από τον Τουρκικό ζυγό.
Ιστορικά οι σχέσεις των κατακτητών με τους ντόπιους δεν επέφεραν ριζικές αλλαγές για τον Κρητικό, δουλοπάροικο της Ενετοκρατίας από τον Τούρκο νέο αφέντη, στο βαθμό που οι σχέσεις αυτές κληρονομήθηκαν από τον ένα κατακτητή στον άλλο. Έτσι παρέμενε το καθεστώς της αγγαρείας σαν μία υποχρέωση του ντόπιου χωρικού που και αν ακόμα ήταν ανεξάρτητος δηλαδή όχι δούλος, ήταν υποχρεωμένος να δουλεύει με την μορφή αγγαρείας στα κτήματα του αφέντη συγκεκριμένες μέρες το χρόνο. Ο χωρικός μπορούσε να καλλιεργεί την γη η οποία του είχε παραχωρηθεί, αφού πρώτα εξοφλούσε τις φορολογικές του υποχρεώσεις ή ακόμα να την μεταβιβάσει στους κληρονόμους του, διατηρώντας τις ίδιες αρχικές υποχρεώσεις. Δεν μπορούσε όμως να πουλήσει τη γη εφ’ όσον ανήκε στο κράτος ή ήταν μέρος του τιμαρίου. Τις περισσότερες φορές δεν είχε δικαίωμα ούτε να την εγκαταλείψει, αφού και ο ίδιος αποτελούσε μέρος της ιδιοκτησίας. Αν καμιά φορά κατάφερνε να διαφύγει είχε την υποχρέωση να πληρώνει το φόρο του παραβάτη στον ιδιοκτήτη για όλη του τη ζωή.
Οι φόροι που επέβαλαν οι Τούρκοι κατακτητές σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας ήταν κεφαλικοί φόροι, που για τους αγροτικούς πληθυσμούς προσδιοριζόταν κυρίως στην δεκάτη (10% της παραγωγής) και ήταν κρατικός φόρος. Από κει και πέρα υπήρχαν και οι έκτακτοι φόροι καθώς και οι συμφωνίες που γινόντουσαν μεταξύ του ακτήμονα και του ιδιοκτήτη γης ή του τιτλούχου τιμαριάτη. Οι συμφωνίες αυτές διέφεραν από περιοχή σε περιοχή, είχαν σχέση με την καλλιέργεια και την γονιμότητα του εδάφους και ξεχώριζαν ανάλογα με τον τρόπο αμοιβής σε τριτάρικο (1/3 της παραγωγής), μισακάρικο ή συμισιακό (1/2 παραγωγής), αποκοπή (αρχική συμφωνία) και το παρασπόρι (δηλαδή ότι περίσσευε από την σπορά). Έτσι κτίστηκαν και συντηρήθηκαν τα Μετόχια στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Δεν ήταν λοιπόν άσχετος ο ισχυρισμός ότι το όνομα του γνωστού μετοχιού του Μάνου που βρίσκεται κοντά στα Περβόλια, στην περιοχή που έχει το όνομα Πελεκαπίνα, πήρε το όνομα αυτό γιατί όταν κτιζόταν κυριαρχούσε το ρητό για τους εργάτες που το έκτιζαν ¨Πελέκα και Πείνα¨.
Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης και αργότερα την Ένωση της με την Ελλάδα, το μεγαλύτερο μέρος των Μετοχιών περνά στην ιδιοκτησία των ντόπιων. Αυτή η διαδικασία γίνεται σταδιακά και είναι προαιρετική. Υποχρεωτικό χαρακτήρα αποκτά το 1924 μετά την μικρασιάτικη τραγωδία όπου γίνεται η συμφωνία της ανταλλαγής των πληθυσμών. Συνέπεια είναι μεγάλος αριθμός προσφύγων να εγκατασταθεί σε πολλά Τούρκικα μετόχια. Εξαίρεση αποτελούν μόνο εκείνα τα μετόχια που οι ιδιοκτήτες τους είχαν διάφορες Ευρωπαϊκές ιθαγένειες. Σε κάθε Μετόχι κυριολεκτικά στοιβάζονται δεκάδες οικογένειες προσφύγων, τους παραχωρείται ένα μικρό τεμάχιο κλήρου για να το καλλιεργήσουν και να ζήσουν.
Η ανάγκη επιβίωσης επέβαλαν στους νέους κατοίκους να στραφούν σε καλλιέργειες περισσότερο προσοδοφόρες σε σχέση με τον κλήρο που διέθεταν. Έτσι άρχισαν να καλλιεργούν κυρίως κηπευτικά και καπνά, ενώ παράλληλα πολλοί από αυτούς στράφηκαν σε αστικές δουλειές, εκμεταλλευόμενοι τη μικρή απόσταση της περιοχής των μετοχιών από την πόλη των Χανίων. Με τον χρόνο άρχισαν να αναπτύσσονται μεγάλοι οικισμοί γύρω από τα μετόχια των ανταλλαξίμων μετατρέποντας το περιβάλλον του κάμπου σε ημιαστικό. Οι μεγάλοι σημερινοί οικισμοί των Αγ. Σαράντα, του Αγροκηπίου, του Κόκκινου Μετοχιού, του Στύλου – Πασακάκι είναι συνέπεια αυτής της εξέλιξης, με αποτέλεσμα ο γεωργικός χαρακτήρας της περιοχής να έχει σχεδόν εκλείψει.
Μέχρι πρόσφατα η περιοχή του κάμπου των Χανίων μαζί με την περιοχή που ανήκει στο Δήμο Ελ. Βενιζέλου ήταν χαρακτηρισμένη σαν ιδιαίτερου φυσικού κάλους, ένα μεγάλο τμήμα της θεωρείται αρχαιολογικός χώρος και η γη με τα Μετόχια που περιγράψαμε, σαν γη υψηλής παραγωγικότητας. Όλοι οι παραπάνω χαρακτηρισμοί έχουν την έννοια της προστασίας, του σεβασμού, της διατήρησης και ανάδειξης τους. Παρόλα αυτά όμως, τα τελευταία χρόνια, η περιοχή υφίσταται μια άνευ προηγουμένου βανδαλιστική κακοποίηση που φαίνεται ότι δεν έχει όρια. Η διέλευση της Εθνικής οδού από το κέντρο του κάμπου, η εγκατάσταση του εργοστασίου της ΔΕΗ, η επέκταση του σχεδίου πόλεως των Χανίων, η ανεξέλεγκτη δόμηση, η μετεγκατάσταση όλων των ρυπογόνων και οχλούντων δραστηριοτήτων από την πόλη των Χανίων στην περιοχή μας αποδεικνύουν τον κίνδυνο που έχει περιέλθει.
Όλα τα παραπάνω είναι συνέπειες της έλλειψης ενός σαφούς χωροταξικού σχεδιασμού με καθορισμό των χρήσεων γης, της ευαισθησίας και αισθητικής που χαρακτηρίζει την πολιτεία, τους θεσμικούς φορείς, αλλά και τους ίδιους τους πολίτες, που είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τα πάντα στο βωμό της πολιτικής σκοπιμότητας ή του εφήμερου και εύκολου κέρδους. Η ιστορία και ο πολιτισμός μας παραμένουν ξεχασμένα. Σε λίγα χρόνια τα μόνα που μπορεί να διασωθούν είναι ίσως λίγα μοναστήρια της περιοχής. Τα περισσότερα μετόχια ή έχουν κατάρρευση ολοσχερώς ή κινδυνεύουν να καταρρεύσουν. Ορισμένα μάλιστα από αυτά γκρεμίστηκαν πρόσφατα χωρίς οίκτο (π.χ. μετόχι Μπιστολάκη).
Μόνη ελπίδα είναι οι νέες γενιές των κατοίκων της περιοχής, όλοι δηλαδή, που είμαστε μπροστά στην πρόκληση να αναδείξουμε τις αξίες που έλειψαν τα τελευταία χρόνια και να υπερασπιστούμε την πολιτιστική σας κληρονομιά, την αισθητική και την ιστορία του τόπου σας. Για να κτίσουμε μια σύγχρονη Ελλάδα σε πλήρη αρμονία με το παρελθόν της που θα μπορεί να ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.