Από μικρή μου άρεσαν τα βιβλία. Είχα νωρίς πειστεί για την αξία τους και τη συμβολή τους στη μόρφωση, στη διάδοση της γνώσης και των ιδεών, στην όξυνση της κρίσης και την ενδυνάμωση της αντίληψης. Σ’ αυτό βέβαια βοήθησε σημαντικά κι ο πατέρας μου, ο οποίος, πριν ακόμα πάμε σχολείο, κουβαλούσε σπίτι βιβλία κι εγκυκλοπαίδειες.
Μεγαλώνοντας και διαβάζοντας περισσότερο λογοτεχνία συνειδητοποίησα ότι το καλό λογοτεχνικό βιβλίο είναι απόλαυση. Ένα υπέροχο ταξίδι του νου και της φαντασίας. Εκτός από τη συντροφιά που σου κρατάει σε ευχάριστες ή και δύσκολες στιγμές, η καλή λογοτεχνία καλλιεργεί τη θέληση, την αισιοδοξία, την ελπίδα και την αγάπη, ψυχικές αρετές που μεταλαμπαδεύονται και προάγουν το πολιτιστικό επίπεδο μιας κοινωνίας και την ποιότητα ζωής των μελών της. Το καλό λογοτεχνικό βιβλίο διδάσκει και καθοδηγεί, προτρέπει κι αποτρέπει. Μου έρχονται στο μυαλό τα λόγια του Κικέρωνα: αν έχεις έναν κήπο και μια βιβλιοθήκη, έχεις όλα όσα σου χρειάζονται. Δεν ξέρω όμως αν συμφωνώ απόλυτα…
Έλεγα λοιπόν ότι ανελλιπώς διάβαζα στις διακοπές βιβλία εξωσχολικά, κυρίως λογοτεχνικά, μα η χαρά μου ήταν ακόμα μεγαλύτερη όταν έβρισκα ένα ωραίο βιβλίο, που με ενθουσίαζε, το πρότεινα στους φίλους μου και άρεσε και σ’ αυτούς. Και κάπου εδώ κολλάει η ιδέα της Λέσχης Ανάγνωσης. Προσπαθώντας να την προσδιορίσει το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου στο εγχειρίδιο που είχε κυκλοφορήσει αναφέρει ότι τα βασικά υλικά που την αποτελούν είναι η αγάπη για τα βιβλία και η δημιουργική συζήτηση γύρω απ’ αυτά.
Και το ερώτημα είναι: γιατί να συμμετέχω σε μια λέσχη ανάγνωσης και να μη διαβάζω μόνος μου;
Έχω τόσα επιχειρήματα να αναφέρω που δεν ξέρω από που να πρωτοξεκινήσω. Πρώτα απ’ όλα όταν εκφράζεις τη γνώμη σου για ένα βιβλίο απελευθερώνεσαι, γιατί εξηγείς στην ομάδα πώς εσύ βλέπεις τον κόσμο ή πώς θα τον ήθελες, και προβάλλεις το δικό σου αξιακό σύστημα. Το βιβλίο είναι απλά η αφορμή, η εκκίνηση, το όχημα να προσεγγίσουμε τους άλλους χωρίς άμυνες, αφού η λέσχη ανάγνωσης είναι ένα μη απειλητικό περιβάλλον. Κι επειδή εκφραζόμαστε ελεύθερα, ερχόμαστε πιο κοντά σ’ αυτό που πραγματικά είμαστε, έχοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα να γίνουμε καλύτεροι, αφού στο πλαίσιο της ομάδας ενεργοποιείται η διάθεσή μας για αλληλοκατανόηση. Προσπαθώντας λοιπόν να καταλάβουμε τους άλλους, βελτιώνονται οι επικοινωνιακές μας ικανότητες αλλά και – το σημαντικότερο – έχουμε την ευκαιρία να αξιολογήσουμε τις απόψεις μας ή και να αλλάξουμε κάτι, αν δε μας αρέσει ή κρίνουμε ορθό. Αναπτύσσονται έτσι ειλικρινείς σχέσεις και κάποτε βαθιές φιλίες που εξελίσσουν τη λέσχη, την εμπλουτίζουν, διοργανώνουν δραστηριότητες που τους ευχαριστούν και γενικότερα αποκτούν ζωή πέρα από το βιβλίο. Αλλά επεκτάθηκα πολύ…
Έπειτα είναι ο στοχασμός, η διαδικασία του διαμελισμού και της ανασύνθεσης ενός βιβλίου, που με την πολυφωνία της Λέσχης κάνει την ανάγνωση βαθύτερη και χαράσσει το βιβλίο στου μυαλού τ’ αυλάκια, που λέει κι ο ποιητής. Το να διαβάζεις χωρίς να στοχάζεσαι είναι σαν να τρως χωρίς να χωνεύεις, είχε πει ο Έντμουντ Μπερκ . Κι εδώ το αριθμητικό κριτήριο έχει τη βαρύτητά του. Κάθε γνώμη μετράει και μπορεί να ανοίξει νέες προοπτικές. Ακόμα και η ακραία. Μπορεί να είναι το έναυσμα για ενδιαφέρουσες συζητήσεις.
Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά ακόμα επιχειρήματα αλλά δε θέλω να κουράσω. Άλλωστε ποτέ δε μου άρεσαν ούτε τα μεγάλα άρθρα, ούτε τα πολυσέλιδα βιβλία. Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ (υπήρξαν αλήθεια και εξαιρέσεις). Θα περιοριστώ μόνο σε μία επισήμανση από την εμπειρία μου. Σε Λέσχη που τα μέλη της γνωρίζονται χρόνια, μειώνεται με τον καιρό η γονιμότητα των συζητήσεων και αυξάνει η γλυκύτητα και η συντροφιά. Γι’ αυτό και συχνά μετά το τέλος των συναντήσεων καταλήγουμε σε κάνα κρασάκι…
Λοιπόν τι λέτε; Να μπούμε σε αυτή την ξεχωριστή και πρωτόγνωρη περιπέτεια;