ΚΕΙΜΕΝΟ 1
Τραγωδικός φανατισμός
Οι Έλληνες φανατιζόμαστε εύκολα. Η ρομαντική εξήγηση γι’ αυτό είναι η βεβαιότητα, από τα αρχαία κιόλας χρόνια, ότι τη συναρπαστική ομορφιά του ελληνικού τοπίου, φωτός, κλίματος, την οφείλουμε στην παρουσία θεών – «πάντα πλήρη θεών είναι». Η αδιάκοπη συνύπαρξη με την ομορφιά, δηλαδή με τους θεούς, μας καθιστά ένθεους, θεόληπτους (στα λατινικά fanaticos, από το fanum: τόπος ιερός).
Η απομυθοποιημένη, ψυχολογική ερμηνεία σήμερα βεβαιώνει ότι φανατικούς μάς καθιστά η ανασφάλεια. Η επιβίωσή μας στην ελλαδική κοινωνία είναι αβέβαιη, όλα εκκρεμή, επισφαλή, ευπρόσβλητα, κινδυνώδη. Έχουμε ανάγκη, ασυνείδητη αλλά επιτακτική, κάπου να ασφαλιστούμε, να γαντζωθούμε από κάτι σίγουρο, ισχυρό, δυσμετάβλητο – να «ανήκουμε» σε μια συλλογικότητα, σε ένα άθροισμα πολλών, σε κάποια πίστη ή θαυμασμό ή επιδίωξη που συσπειρώνει ανθρώπους και τους συνεγείρει.
Αν η ανασφάλεια γεννιέται από ατομικά μειονεκτήματα φυσικά ή οικογενειακές καταβολές δύσκολες ή συγκυριακές ατυχίες και αντιξοότητες, τότε ο φανατισμός (η τυφλή προσκόλληση) θα επενδυθεί σε συσπειρώσεις μάλλον απλοϊκές, συχνά αφελείς ή και μικρονοϊκές: Προσκόλληση, μέχρι σημείου μονομανίας, σε ποδοσφαιρική ομάδα ή στη θρησκοληψία ή σε κομματικό ποιμνιοστάσιο ή σε ψυχαναγκαστική εξάρτηση από το Facebook ή στη λατρεία «λαϊκών» τραγουδιστών ή σε νυχθήμερη εξάρτηση από το τηλεοπτικό θέαμα κ.ά.
Αν η ανασφάλεια γεννιέται από ευρύτερα κοινωνικά συμπτώματα «κρίσης» χρεοκοπίας, διαφθοράς του πολιτικού συστήματος, παράλυσης του κρατικού μηχανισμού, εξευτελιστικής επιτρόπευσης της χώρας, τότε ο φανατισμός θα επενδυθεί στις ίδιες μάλλον καταφυγές, αλλά ψυχολογικά θωρακισμένες επιμελέστερα με αξιωματικές αποφάνσεις και εγωιστικό πείσμα. Θα τολμούσε κανείς τον ισχυρισμό (συναγόμενον από την καθημερινή παρατήρηση) ότι όσο πιο «μορφωμένος» είναι ο Ελλαδίτης σήμερα τόσο πιο φανατικά προσκολλημένος σε «βεβαιότητες», «πεποιθήσεις» και «πληροφορίες» γεννήματα της ψυχολογικής του ανάγκης. Είναι απίστευτο πόσο «πρωτόγονα» ο Ελλαδίτης σήμερα ταυτίζει την υπεράσπιση των πολιτικών του επιλογών με την εγωιστική του αυτοάμυνα, τον ναρκισσισμό του.
Μοιάζει πρωτόγονος ο φανατισμός αυτής της αυτοάμυνας, γιατί είναι τυφλός και καταργεί τη μνήμη. Αν ήταν όμως να αποδώσουμε ευθύνες, θα λέγαμε ότι για τον πολιτικό πρωτογονισμό και την πολιτική αμνησία ένοχος δεν είναι τόσο ο πολίτης όσο οι θεσμοί, η μεθοδική αχρήστευση της λειτουργίας τους. Το γεγονός λ.χ. ότι βρίσκονται «νομίμως» στο Κοινοβούλιο κόμματα που στο καταστατικό τους δηλώνουν απερίφραστα την αντίθεσή τους στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, το γεγονός ότι οι ελλαδικές κυβερνήσεις υπογράφουν «μνημόνια» που η τήρησή τους διέπεται και ερμηνεύεται σύμφωνα με το Αγγλικό μόνο Δίκαιο, το γεγονός ότι είναι αυτονόητη στην Ελλάδα η ατιμωρησία των επαγγελματιών της πολιτικής ακόμα και για φρικώδη οικονομικά και διαχειριστικά εγκλήματα (υπερδανεισμός, ασύδοτες προσλήψεις στο Δημόσιο, κατάργηση ελέγχου και αξιολόγησης των δημόσιων λειτουργών), ένας τέτοιος κρατικοποιημένος αμοραλισμός εμπεδώνει αυτονόητα τον πολιτικό πρωτογονισμό και τον φανατισμό ως αυτοάμυνα.
Πρωτογονισμός και αμνησία συντηρούν και τρέφουν τον φανατισμό των Ελλαδιτών. Σχεδόν κάθε φορά στις εκλογές, η φράση που κυριαρχεί στα χείλη είναι: «Να φύγει ο τωρινός, κι ας έρθει ο οποιοσδήποτε». Ξεχνάμε ότι ο σημερινός «οποιοσδήποτε» είναι ο χθεσινός «τωρινός», που τον αποπέμψαμε «μετά βδελυγμίας» για να καταστήσουμε «τωρινό» τον τότε «οποιονδήποτε». Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο πιο αδίστακτος (γι’ αυτό και πιο καταστροφικός) φανατισμός είναι αυτός του απογοητευμένου πολίτη, ο φανατισμός της αηδίας.
Αηδία, σιχασιά για τον πρωτογονισμό της πολιτικής μας πραγματικότητας, αλλά και πικρία, οδύνη ανυπόφορη. Σχεδόν κάθε μέρα και κάποιο γεγονός επιτείνει τη ρήξη του πολίτη με την πολιτική, τον φανατισμό της προσκόλλησης σε μια πολωτική αντίθεση, που μπορεί ίσως να παρηγορεί εφήμερα τον θυμό, αλλά καταστρέφει όλο και πιο ανεπανόρθωτα την κοινωνική συνοχή. Δεν υπάρχει ομαδικός βασανισμός που να συνθλίβει πιο εξουθενωτικά τον ψυχισμό των ανθρώπων, από το να παγιδεύονται, εκατοντάδες χιλιάδες κάτοικοι μιας πρωτεύουσας πολεοδομικής τερατουργίας, για ώρες ολόκληρες, μέσα σε λεωφορεία, υπόγειους σιδηρόδρομους ή στα ιδιωτικά τους αυτοκίνητα, επειδή η κυβέρνηση ξεναγεί στα αξιοθέατα τον πρόεδρο ή πρωθυπουργό ή αξιωματούχο της τάδε ή δείνα χώρας. Και να επαναλαμβάνεται αυτή η κόλαση, κάθε τρεις και λίγο, προκειμένου να ψηφοθηρήσει και επιδειχθεί η θλιβερή μετριότητα του δημάρχου με εικονικούς «μαραθώνιους», ποδηλατικούς «γύρους» της πόλης ή άλλη δημαρχιακή, σαδιστική έμπνευση.
Είμαστε φανατικοί οι Ελληνες: ή υπερασπιστές της μικρόνοιας και του πρωτογονισμού των κομμάτων ή καταγγέλτες, αλλά με τον φανατισμό του ανήμπορου, που μόνο πάσχει και οδυνάται μέχρι τρέλας, χωρίς να τελεσφορεί. Ωστόσο, ακόμα και με κόστος μη μετρήσιμης οδύνης, ο τραγωδικός αυτός φανατισμός θα μπορούσε να συνεχίσει να επιβιώνει σαν έμμεση παραπομπή στην ταυτότητα του Ελληνισμού: την «γιγαντομαχίαν περί της ουσίας». Θα μπορούσε, αν παράπλευρα σωζόταν η ελληνικότητα ως γλώσσα, η ελληνικότητα ως ιστορική συνείδηση, η ελληνικότητα ως λαϊκό σώμα ενορίας: συλλογικότητα με άξονα «νοήματος» της ύπαρξης. Αυτές οι τρεις προϋποθέσεις χάνονται ή έχουν πια χαθεί, νομοτελειακά θα έχουν αποσβεσθεί σε ελάχιστα χρόνια.
Χρήστος Γιανναράς, Εφημ.”Καθημερινή”
ΚΕΙΜΕΝΟ 2
Η γάτα, το ποντίκι, ο οργισμένος όχλος
Υπάρχει τέλειο έγκλημα; Οποιαδήποτε απάντηση ακυρώνει την ίδια τη φύση του ερωτήματος. Υπάρχουν δύσκολα στην εξιχνίασή τους εγκλήματα. Υπάρχουν ειδεχθή εγκλήματα. Υπάρχουν εγκλήματα που προκαλούν αποτροπιασμό. Εγκλήματα που μας αφήνουν άφωνους. Μοναδικά στα χρονικά. Απερίγραπτα. Εγκλήματα που δεν θέλουμε να πιστέψουμε τη φρίκη τους, ακόμα κι όταν ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια μας όλες οι αποδείξεις διάπραξής τους.
Πίσω από κάθε μεθοδικά οργανωμένη δολοφονία κρύβεται η πεποίθηση του δολοφόνου ότι μπορεί να διαπράξει το τέλειο έγκλημα. Η προσοχή στις λεπτομέρειες που θα στρέψουν τις έρευνες μακριά από τον ίδιο, η προσπάθεια εξασφάλισης άλλοθι, η οργανωμένη παραπλάνηση. Το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι.
Απέναντι βρίσκονται οι διωκτικές αρχές που αφετηριακά διατυπώνουν ως αξίωμα ότι «δεν υπάρχει τέλειο έγκλημα». Οτιδήποτε διαφορετικό θα ακύρωνε την αποστολή τους ενώ, από μόνη της η φράση, στοχεύει στο να δημιουργεί διαρκώς αμφιβολίες στον δράστη για το πόσο επαρκώς έχει καλύψει τα ίχνη του.
Σε εγκλήματα ιδιαίτερης αγριότητας, όπως η δολοφονία της Καρολάιν στα Γλυκά Νερά, και σε υποθέσεις που τις διαστάσεις τους δυσκολεύεται ή αρνείται να αποδεχθεί ο νους, όπως ο θάνατος των τριών παιδιών της οικογένειας Δασκαλάκη στην Πάτρα, ανάμεσα στη «γάτα» και στο «ποντίκι» εισβάλλει πιεστικά η αντίδραση της κοινής γνώμης. Πίεση και προς τον δράστη, που καλείται να απαντήσει σε όλο και περισσότερα ερωτήματα με αυξημένη πιθανότητα να υποπέσει σε αντιφάσεις. Πίεση και προς τις διωκτικές αρχές, που πρέπει να κλείσουν τα αυτιά στις επικρίσεις για αδράνεια, για καθυστέρηση που ευνοεί τον δράστη, ακόμα και για αδιαφορία, και να δουλέψουν μεθοδικά και οργανωμένα με μοναδικό στόχο τη συγκέντρωση αποδείξεων που θα «δέσουν» την υπόθεση. Γιατί αυτό που μετράει στην εξιχνίαση κάθε εγκλήματος δεν είναι η αίσθηση, το ένστικτο, η βεβαιότητα ότι πρόκειται για έγκλημα, αλλά οι αποδείξεις που θα διασφαλίσουν ότι ο δράστης θα συλληφθεί, θα οδηγηθεί ενώπιον της Δικαιοσύνης και θα πληρώσει το τίμημα.
Οι Πουαρό και οι δικαστές του πληκτρολογίου αφθονούν. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης περισσεύουν οι βεβαιότητες για τους δράστες εγκλημάτων και οι αφορισμοί για την αδράνεια των διωκτικών αρχών να τους συλλάβουν. «Ολοι ξέρουμε τι έγινε. Γιατί δεν τον/την πιάνουν», είναι η συνήθης διαπίστωση, που ξεσηκώνει οργισμένες αντιδράσεις, τιτιβίσματα και στόρις. Αν δεν βρεθεί, όμως, η άκρη του νήματος που θα ξετυλίξει το κουβάρι των αποδείξεων, οι όποιες βεβαιότητες των τρίτων παραμένουν υποθέσεις για τις διωκτικές αρχές. Και αυτό είναι ασπίδα για όλους μας. Οτι δεν «τσουβαλιάζονται» υποθέσεις όπως όπως για να ικανοποιηθεί το αδηφάγο κοινό, αλλά μεθοδικά συγκεντρώνονται στοιχεία και αποδείξεις που θα διασφαλίσουν ότι ο πραγματικός ένοχος θα βρεθεί.
Και θα οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη, που έχει την ευθύνη απόδοσης ποινής και τιμωρίας. Γιατί έχουν παρέλθει οι εποχές της αυτοδικίας και του φανατισμένου όχλου.
Δώρα αντωνίου,Εφημ.”Καθημερινή”
ΚΕΙΜΕΝΟ 3
Πρώτη φορά
Πρώτη φορά στη ζωή μου ,
άκουσα άνθρωπο να λέει :
»εδώ είμαι εγώ ,μη φοβάσαι »
Δεν ήξερα αν ήτανε αλήθεια
η ψέματα .
Μα φτάνει που τ’ άκουσα μια φορά .
φτάνει που ακούμπησα μια στιγμή
την ψυχή μου πάνω του και ξεκουράστηκα
Αλκυόνη Παπαδάκη
ΘΕΜΑΤΑ
Α. Να συνοψίσετε σε ένα κείμενο 80 λέξεων τις διαφορετικές εκδοχές του φανατισμού ανάμεσα στα δύο πρώτα κείμενα.Μ.15
Β1.Να εντοπίσετε τρεις διαφορετικές υφολογικές επιλογές ανάμεσα στα δύο πρώτα κείμενα και να σχολιάσετε πώς εξυπηρετούν αυτές την πρόθεση των συγγραφέων τους.Μ.15
Β2.Οι Πουαρό και οι δικαστές του πληκτρολογίου αφθονούν. Πώς αντιλαμβάνεσθε τη φράση αυτή του δευτέρου κειμένου ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης διαχειρίζονται την κοινωνική πραγματικότητα; Αναπτύξτε τις σκέψεις σας σε μία παράγραφο 120 λέξεων.Μ.15
Β3ά.Να επισημάνετε το κειμενικό είδος του πρώτου κειμένου(Μ.4) και να γράψετε τρία μέσα με τα οποία στηρίζεται από άποψη περιεχομένου το είδος αυτό(Μ.6).Μ.10
Γ. Να εντοπίσετε το θέμα-ερώτημα του ποιήματος, να το στηρίξετε με τρεις διαφορετικούς κειμενικούς δείκτες και να γράψετε τη δική σας προσωπική θέση απέναντι στο θέμα του ποιήματος.Μ.15
Δ. Σε ανάρτηση σε ελεύθερο μαθητικό ιστολόγιο και έχοντας διαβάσει στον τύπο τα κείμενα αναφοράς, γνωστοποιείτε τις θέσεις σας για το φαινόμενο του φανατισμού των μαζών-παλαιότερα και στην εποχή μας-,τις διαφορετικές -ενδεχομένως-εκδοχές του και συνάμα τον ρόλο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στη γιγάντωση- ή στην άμβλυνση-του κοινωνικού και ψυχολογικού αυτού φαινομένου. Λέξεις 400.Μ.30