Η ΚΕΡΟΔΟΣΙΑ (ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ)
ΣΤΡΑΤΗ ΜΥΡΙΒΗΛΗ (ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΒΙΒΛΙΟ)
Εισαγωγή
Βρισκόμαστε στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο,στο Ανατολικό Μέτωπο και οι στρατιώτες είναι μήνες μέσα στα χαρακώματα και στα αμπρί,στα πρόχειρα κουβούκλια που έχουν κατασκευάσει και εκεί μένουν.
Ο Τζανής είναι ένας νεαρός στρατιώτης γιος παπά και θρησκευόμενος.Πλησιάζει Πάσχα στα χαρακώματα και ο Τζανής λέει στους άλλους:
-Θα σας πω κάτι που θα γελάσετε.Αγόρασα από την καντίνα του Συντάγματος δέκα μικρά σπαρματσέτα ,ν΄ανάψουμε για την κεροδοσιά του Πάσχα.Τα ε΄χω τυλιγμένα εκεί μέσα στο κουτί της μουτσούνας που βάζουμε το αλατοπίπερο.Κάναμε χαρές γι αυτό.Ο Φύκος που ήταν από την Αγιάσσο θυμήθηκε τη μεγάλη κεροδοσιά της Λαμπρής,που γίνεται στο μεγάλο πρόκλιτο της Παναγιάς της Αγιασσοτούλας.Κατεβαίνουν όλες οι κοπέλες με τα μεταξωτά τους τα σαλβάρια και με τα φλουριά και με τις στολισμένες λαμπάδες τους.Κορδέλλες ασπρες και κόκκινες και γαλάζιες και άσπρα λουλούδια.Και σα γίνει η κεροδοσιά,ανάβουν όλες τους,χιλιάδες κοπέλλες,και φέγγουν μόνο τα όμορφα πρόσωπά τους και τα φλουριά τους μέσα στη νύχτα.Τα παλικάρια αδειάζουν τα ντουφέκια κι οι κοπέλλες ξεφωνίζουν τρομαγμένες.Τα φαρδιά σαλβάρια τους τρίζουν μέσα στην εκκλησία,σαν το σούσουρο που κάνουν οι φυλλωσιές ή τα μικρά κύματα σαν σέρνονται στην άμμο.
Λοιπόν θα μας έλεγε ο Τζανής όλη την Ακολουθία του Πάσχα και θα λέγαμε όλοι μαζί το Χριστός Ανέστη.Θα ανάβαμε και τα σπαρματσέτα,να κάνουμε την κεροδοσιά,να φεγγοβολήσει το αμπρί.
-Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός!!!
Ο Τζανής συγκινήθηκε πολύ με τον ενθουσιασμό μας.
Ζωντάνευε τα παλιά τροπάρια με τη ζεστή φωνή του,που έτρεμε ελαφριά από το μυστικό ρίγος και τη φλογερή πίστη.Και τότες ακούσαμε από πιο κοντά τις μακρινές καμπάνες της Ελλάδας,και η μοσκοβολιά της θρησκείας της αγάπης απλώθηκε ως μέσα στο λασπωμένο μας χαράκωμα.Τα χελιδόνια του νησιού,τα χελιδόνια της θάλασσας,κελαϊδούσανε πιο σιμά,πιο σιμά.
Αχ ήταν έξοχος ο γιος του παπά.Τα μάτια του έλαμπαν από έναν περίεργο ενθουσιασμό,σχεδόν διονυσιακό.Έλαμπαν τόσο που ένιωθα το γαλάζιο φως τους να φέγγει μέσα σε όλο το σκοτεινό αμπρί,που,όσο βράδιαζε,ολοένα και σκοτείνιαζε περισσότερο.
Σα νύχτωσε καλά μας φέρανε το λαμπριάτικο συσσίτιο με μεγάλη προφύλαξη.Είχανε τις μερίδες χωρισμένες για να μπορούνε να τις δίνουνε σωστά μέσα στο σκοτάδι.Σε κάθε αμπρί τα δίνανε όλα μαζί,να φάνε συντροφικά.Είχανε κι από ένα κουτί τσιγάρα πολυτελείας για τον καθένα.
Συμφωνήσαμε όλοι να αφήσουμε τον Τζανή να κανονίσει το πασχαλινό μας τραπέζι.Θα τρώγαμε στη μία μετά τα μεσάνυχτα.Θα ανασταίναμε όλοι μαζί ,θα ανάβαμε όλα τα κεριά και θα τρώγαμε.Ήταν η κανονικιά ώρα που τρώγαμε τη μαγειρίτσα και στα καλά τα χρόνια της ειρήνης.Ήταν κιόλας η ώρα που θα γύριζαν τα παιδιά από την υπηρεσία.Ο Τζανής κι ο Μπούμπας είχαν σειρά για περίπολο και το νούμερό τους τελείωνε ίσα ίσα στη μία.Ζωστήκανε,κουμπώσανε την κάσκα κάτω από το σαγόνι,πήρανε το ντουφέκι και τις χειροβομβίδες τους και βγήκανε σερνάμενοι μέσα στο χαράκωμα.Την τελευταία στιγμή ο Τζανής έκοψε και έχωσε στο στόμα του μια γωνιδίτσα κουραμάνα,έβαλε την υπόλοιπη στο σακίδιό του.
Απ’ έξω ακούστηκαν για λίγο οι νευρικές διαταγές που έδινε με πνιχτή φωνή ο λοχίας περιπολάρχης για να συμμαζέψει τους άντρες,ο θόρυβος που έκαναν τα φηκάρια πάνω στα κουτιά της μάσκας,κάτι κινητά ουραία που ξεκουμπώνανε με ξερόν κρότο και βλαστημούσε ο υπαξιωματικός.
Κατόπιν όλοι αυτοί οι μπερδεμένοι θόρυβοι ξεμακραίνανε μαζί με τις πατημασιές που έκαναν τα άρβυλα τσαλαβουτώντας μέσα στη λάσπη.Ξεμακραίνανε,ώσπου έσβησαν μέσα στο πηχτό σκοτάδι.
Σαν δεν ακουγότανε πια τίποτα,η πηχτή νύχτα πλάκωσε πάλι το χαράκωμα με τη φοβερή σιωπή που έβγαινε από τον ύπουλο κάμπο.Αυτή η σιωπή σκέπαζε μέρες και νύχτες τώρα τελευταία τον κάμπο των χαρακωμάτων.Ήτανε μια σιωπή παχιά και βαριά,σαν ένα ακόμα στρώμα λάσπης πάνω στη λάσπη.Και τούτη η σιωπή μεγάλωνε και γινόταν πιο φοβερή το βράδυ,ύστερα από κάθε περαστικό θόρυβο.Κάθε φορά που έβλεπα να καταπίνει η βουβή νύχτα τους συντρόφους μου που βγαίνανε για υπηρεσία,ένας κόμπος έδενε στην καρδιά μου.
-Θα μας τους ξαναδώσεις τάχα πίσω;
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Ξάφνου ένας θόρυβος απέξω.Φωνές ψιθυριστές,σιδερικά,πατημασιές μαζεμένες.Πλησιάζουν γρήγορα.Για μια στιγμή μέσα κοιταζόμαστε αποσβολωμένοι.Η καρδιά….κατόπι πεταγόμαστε μεμιάς,τινάζουμε τις κουβέρτες και τρέχουμε.Η φασαρία σταμάτησε έξω,σε μας.
Τραβούμε το αντίσκηνο που κλείνει την έμπαση.Κατεβαίνει μέσα ο Μπούμπας.Αργά και προσεκτικά.Κατεβαίνουν πρώτα τα μεγάλα λασπωμένα του πόδια.Τα βλέπω που πασπατεύουν να πατήσουν στέρεα,ένα ένα τα τρία σανιδένια σκαλοπάτια.Στέκεται εκεί μπροστά,ολόρθος και πελώριος.Είναι λασπωμένος παντού,είναι ματωμένος παντού και βαστά σφιχτά στην αγκαλιά του σαν κοιμισμένο παιδί,τον Τζανή.Τα χέρια του κρέμονται πανιασμένα,τα πόδια του…
Ο Μπούμπας το αποθέτει με προσοχή,λαφριά λαφριά πάντα,σαν να βάζει στο κρεβάτι ένα παιδί που αποκοιμήθηκε.Ο Τζανής είναι αυτό το παιδί.Κείτεται χάμω με το αμούστακο πρόσωπο προς το ταβάνι,το στόμα μισάνοιχτο,τα μάτια μισάνοιχτα,το δεξί του μάγουλο είναι λασπωμένο ως το φρύδι.Ο Φύκος βρέχει στο παγούρι ένα λερό μαντήλι και καθαρίζει τις λάσπες.Από τη γωνιά του στόματος τρέχει μια λεπτή γραμμή αίμα.Του πιάνω τα χέρια,το κούτελο,είναι κρύα.Είναι κρύα όσο η κάνη του ντουφεκιού,όσο η κάσκα.Του βγάζω την κάσκα,του ξεκουμπώνω τις μπαλάσκες,ξεζώνω τα ρούχα του.Το στήθος του είναι άσπρο σαν κοριτσιού.Είναι ένα χρυσό σταυρουδάκι κρεμασμένο εκεί απάνω,κατάσαρκά του.Η παλάμη μου απλώνεται με λαχτάρα πάνω στην παιδιάτικη σάρκα ,πάνω στην καρδιά,να πιάσω την ελπίδα.Μια μικρή ελπίδα.Τίποτα.Παντού είναι η παγωνιά του θανάτου.
Γυρίζω,βλέπω τον Μπούμπα.Τραντάζεται ολόκληρος.Σε λίγο πηγαίνει στη σκοτεινή γωνιά που είναι κρεμασμένη η γαλάζια θήκη της μουτσούνας.Την ανοίγει και βγάζει από μέσα ένα δέμα σε κόκκινο χαρτί.Είναι εκεί ένα μάτσο χρωματιστά σπαρματσέτα,είναι τα δέκα σπαρματσέτα που πήρε ο Τζανής για την κεροδοσιά.Ο Φύκος τα παίρνει ένα ένα,τα στεριώνει πάνω σε μποτίλιες,όλα ένα γύρω από τον πεθαμένο,τα ανάβει.
Όλα φεγγοβολούν.
ΘΕΜΑΤΑ
1.Να σχολιάσετε τη λειτουργία της περιγραφής στο κείμενο.
2.Ποιος είναι ο ρόλος της εκτενούς αντίθεσης ανάμεσα στο σκηνικό του πολέμου και της ειρηνικής γιορτής της Ανάστασης στο νησί;
3.Τι νόημα έχει η κεροδοσιά στο τέλος του κειμένου;