ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΛΑΙΚΙΣΜΟΣ

ΚΕΙΜΕΝΟ 1

ΛΑΙΚΙΣΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗΣ

 

Η Ιταλίδα Νάντια Ουρμπινάτι είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Το ακόλουθο κείμενό της είναι απόσπασμα άρθρου της που δημοσιεύτηκε στην περιοδική επιθεώρηση La società degli individui.

 

Σε αυτό το άρθρο θα παρουσιάσω τον λαϊκισμό ως ένα φαινόμενο που βρίσκεται σε παρασιτική σχέση με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία (στον βαθμό που εμφανίζεται στο εσωτερικό της), η οποία είναι ο αληθινός και σταθερός στόχος του. Υποστηρίζω ότι αυτή η συγκρουσιακή σχέση δεν προάγει υποχρεωτικά τη δημοκρατική πολιτική.

Καθώς δεν υπάρχει μια καθολικά αποδεκτή θεωρία του λαϊκισμού, προτείνω τον ακόλουθο γενικό ορισμό, που αντλείται από την ιστορική εμπειρία: ένα λαϊκιστικό κίνημα, που κατακτά την πλειοψηφία μιας δημοκρατικής κοινωνίας, τείνει να δημιουργεί θεσμικές μορφές οι οποίες αλλοιώνουν ή και ρηγματώνουν τη συνταγματική δημοκρατία· επιδιώκει τη συγκεντροποίηση της εξουσίας, τη μείωση του συνταγματικού ελέγχου της κυβέρνησης, την περιφρόνηση των πολιτικών αντιπάλων και τη μετατροπή της εκλογής του ηγέτη σε δημοψηφισματική διαδικασία.

Ο λαϊκισμός έχει μια πολωτική αντίληψη της πολιτικής κοινότητας, όχι με την ταξική έννοια, αλλά με μια έννοια που παραπέμπει στην κλασική ρεπουμπλικανική παράδοση μάλλον παρά στη δημοκρατική. Θεωρώ ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάρουμε υπόψη μας αυτό το ζήτημα, προκειμένου να κατανοήσουμε τόσο το αντι-ατομικιστικό νόημα της «επίκλησης του λαού» όσο και τον λόγο της εχθρότητας του λαϊκισμού προς τον πλουραλισμό, τη διαφωνία, τις μειοψηφικές ιδεολογίες και την αποκέντρωση της εξουσίας· προς όλα δηλαδή τα ουσιώδη γνωρίσματα που οι δημοκρατικές διαδικασίες προϋποθέτουν και προάγουν.

Υποστηρίζω επιπλέον ότι η επιθετική και μερικές φορές δραματική αμφισβήτηση των διαδικασιών και των θεσμών της συνταγματικής δημοκρατίας δύσκολα μεταφράζεται σε εμπλουτισμό αυτής της τελευταίας. Παρόμοια με τη σχέση ανάμεσα σε δημαγωγία και άμεση δημοκρατία στην αρχαία πόλη, μολονότι ο καθεαυτό λαϊκισμός δεν αποτελεί μια παραβίαση της δημοκρατίας, μπορεί, αν επικρατήσει, να προκαλέσει την έξοδο από τη δημοκρατία. Συμφωνώντας με τη Μάργκαρετ Κάνοβαν, θεωρώ τον λαϊκισμό μιαν ιδεολογία του λαού η οποία, όσο και αν εκφράζεται με δημοκρατική γλώσσα, βρίσκεται σε σύγκρουση με τη δημοκρατική πράξη, δηλαδή με τη δραστηριότητα των απλών πολιτών.

Ο Ερνέστο Λακλάου, ο μελετητής που επεξεργάστηκε την πιο περιεκτική θεωρία του λαϊκισμού, τον ταυτίζει όχι απλώς με «μια πολιτική δράση» ή με ρητορικές εκφράσεις (δηλαδή με μιαν ιδεολογική μορφή του πολιτικού λόγου), αλλά με την ίδια τη δημοκρατία, επειδή πρόκειται για μια πολιτική πράξη που αναθέτει κεντρικό ρόλο στην εργαζόμενη τάξη ή στους απλούς ανθρώπους. Αυτό οδήγησε τον Λακλάου στο να ορίζει τον λαϊκισμό ως μια ενεργητική έκφραση του δημοκρατικού φαντασιακού και μάλιστα ως μια στρατηγική για να ενοποιηθούν τα διάφορα αιτήματα, οι δυσαρέσκειες και οι διεκδικήσεις που τα πολιτικά κόμματα κατακερματίζουν και αποδυναμώνουν καθώς ασχολούνται με τον ανταγωνισμό για την κυβέρνηση ή τα θεσμικά αξιώματα.

Κατά τη γνώμη μου, αυτή η ερμηνεία δεν είναι πειστική, καθώς η πόλωση καθιστά την ιδεολογία του λαού λιγότερο περιεκτική από τη συμπερίληψη που εγγυώνται τα δημοκρατικά δικαιώματα του πολίτη και το δικαίωμα της ψήφου. Στη λαϊκιστική ιδεολογία η έννοια του λαού είναι κοινωνιολογική και όχι πολιτική και ταυτίζεται με ένα μέρος του λαού, σύμφωνα με το κλασικό ρωμαϊκό ρεπουμπλικανικό μοντέλο: οι πολλοί ή οι λιγότερο πλούσιοι ή το κατώτερο στρώμα. Ο λαϊκισμός επομένως αντιπροσωπεύει μια πολιτική αποκλεισμού και όχι συμπερίληψης· αυτός είναι ο στόχος της πόλωσης.

Πράγματι, αν αυτό που χαρακτηρίζει τη δημοκρατία είναι η ίση ελευθερία για όλους, τότε ο λαϊκισμός είναι ένας περιορισμός της δημοκρατίας (στους πολλούς, στην πλειοψηφία) και όχι μια διεύρυνσή της. Αυτή η αυστηρή διάγνωση επιβεβαιώνεται από την ευρωπαϊκή πολιτική ιστορία μετά τον δέκατο όγδοο αιώνα. Ο λαϊκισμός δεν είναι ένα επαναστατικό κίνημα, επειδή δεν δημιουργεί τη λαϊκή κυριαρχία αλλά αναπτύσσεται όταν αυτή είναι ήδη πραγματωμένη με τη συνταγματική τάξη. Ο λαϊκισμός είναι μια επίκληση του λαού μέσα σε μια πολιτική διάταξη στην οποία ο λαός τυπικά είναι ήδη κυρίαρχος. Θα ήταν επομένως άστοχο να ταυτίζουμε τον λαϊκισμό με τη δημοκρατική επανάσταση.

Η Γαλλική Επανάσταση και η Αμερικανική δεν ήταν λαϊκιστικές, μολονότι γεννήθηκαν από μια λαϊκή κινητοποίηση. Ο λαϊκισμός δεν βρίσκεται στις απαρχές της δημοκρατίας και δεν γεννάει ένα δημοκρατικό σύστημα. Ο λαϊκισμός μπορεί να γίνει αντιληπτός ως ένα κίνημα που εκφράζει τη φιλοδοξία ενός νέου ηγέτη που ανυπομονεί να κατακτήσει την εξουσία και δεν μπορεί να συμμορφωθεί με τις χρονικές συνθήκες που οι δημοκρατικοί κανόνες απαιτούν. Αναπτύσσεται στο εσωτερικό μιας υπάρχουσας δημοκρατίας και αμφισβητεί τον τρόπο με τον οποίο αυτή λειτουργεί, αλλά δεν εγγυάται ότι θα τον καταστήσει πιο δημοκρατικό.

Ο χαρακτήρας και η πραγμάτωση του λαϊκισμού εκφράζουν μιαν αντίληψη της δημοκρατίας που μπορεί να εμποδίσει πολύ την πολιτική ελευθερία, στον βαθμό που παραγνωρίζει την πολιτική διαλεκτική μεταξύ των πολιτών και των ομάδων, καταργεί τη μεσολάβηση των πολιτικών θεσμών και προωθεί μια οργανική ιδέα της πολιτικής η οποία ταπεινώνει τις μειοψηφίες και παραβιάζει τα δικαιώματά τους.

Η λαϊκιστική ιδεολογία συγχέει την ισότητα με την ενότητα και γι’ αυτό αντιτίθεται στον κοινωνικό και πολιτικό πλουραλισμό. Η ακραία συνέπειά της είναι ο μετασχηματισμός μιας πολιτικής κοινότητας σε ένα είδος συντεχνίας, στην οποία οι ταξικές και ιδεολογικές διαφορές ξεπερνιούνται με την απόπειρα να υλοποιηθεί ο μύθος μιας ολικής οντότητας που περιλαμβάνει και το κράτος και την κοινωνία.

Παρά τον διακηρυγμένο ανταγωνισμό εναντίον της υπάρχουσας πολιτικής διάταξης και εναντίον της κατεστημένης ελίτ, ο λαϊκισμός, όταν εγκαθίσταται στην εξουσία, καταλήγει να εκδηλώνει μια βαθιά κρατιστική τάση. Απορρίπτει κάθε διαλεκτική αναμέτρηση με τις αντιπολιτεύσεις, επειδή αποβλέπει σε μια απεριόριστη εξουσία απόφασης που βρίσκει τη νομιμοποίησή της στην ιδεολογία του λαού.

Μπορούμε επομένως να πούμε ότι ο όρος «λαϊκισμός» υποδεικνύει μια πολιτική μορφή εκφραζόμενη από ένα κίνημα ή ένα κόμμα που χαρακτηρίζονται από έναν πυρήνα ιδεών εύκολα αναγνωρίσιμων: α) τον εγκωμιασμό της λαϊκής κυριαρχίας ως θεμέλιου μιας πολιτικής που αποβλέπει στην ειλικρίνεια, στη διαφάνεια, στην καθαρότητα και αντιστέκεται στους συμβιβασμούς που χρησιμοποιεί η πολιτική· β) την απαίτηση η πλειοψηφία να κατισχύει πάνω σε οποιαδήποτε μειοψηφία, πολιτική ή άλλου είδους (στην Ευρώπη ο λαϊκισμός τροφοδοτεί ιδεολογίες που κάνουν διακρίσεις και αρνούνται τα δικαιώματα των πολιτισμικών, θρησκευτικών, γλωσσικών μειοψηφιών)· γ) την πεποίθηση ότι η πολιτική συνεπάγεται ανταγωνιστικά στρατόπεδα ή την αντιπαράθεση ανάμεσα σε ένα «εμείς» και «εκείνοι»· δ) τον καθαγιασμό της ενότητας και της ομοιογένειας του κοινωνικού λαού σε αντίθεση με οποιοδήποτε μέρος του ή με τον κανονιστικό λαό.

Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τον λαϊκισμό χωρίς την αναφορά σε μια πολιτική που εξαίρει την προσωπικότητα. Δύο είναι επομένως οι διαδικασίες που χαρακτηρίζουν τον λαϊκισμό. Η μία τείνει στην πόλωση των πολιτών σε δύο οργανικές κατηγορίες (οι πολλοί και οι λίγοι) και η άλλη προκαλεί μια καθετοποίηση του πολιτικού συστήματος. Πόλωση και καισαρισμός αλληλοενισχύονται και συναποτελούν μια ριζική πρόκληση για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. […]

 

ΚΕΙΜΕΝΟ 2

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΛΑΙΚΙΣΜΩΝ

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗΣ

 

Ο Πιερ Ροζανβαλόν είναι ιστορικός των ιδεών και καθηγητής στο College de France. Η ακόλουθη συνέντευξή του δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό L’ Obs.

 

  • Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την άνοδο των λαϊκισμών;

Αν ο λαϊκισμός είναι στην ημερήσια διάταξη, είναι γιατί η δημοκρατία δεν τηρεί τις υποσχέσεις της.

Παρακολουθούμε την παρακμή της δημοκρατικής εκλογικής επίδοσης, που είναι λιγότερο από πριν ικανή να νομιμοποιεί τις εξουσίες που βγαίνουν από τις κάλπες.

Η πολιτική τάξη έχει αποκοπεί από την κοινωνία. Εχει πάρει τη μορφή μιας κομματοκρατίας ή μιας κυβερνώσας ολιγαρχίας και οι πολίτες νιώθουν ότι δεν εισακούονται πλέον και δεν εκπροσωπούνται, ότι παραγνωρίζονται οι γνώμες τους για τα οικονομικά και κοινωνικά θέματα.

Η επικαιρότητα του λαϊκισμού είναι η επικαιρότητα της κόπωσης της δημοκρατίας, είναι η μαύρη σκιά των δυσλειτουργιών της δημοκρατίας.

Στον 20ό αιώνα αυτές οι δυσλειτουργίες γέννησαν τον ολοκληρωτισμό.

Στον 21ο γεννούν τον λαϊκισμό. Χρειάζεται βέβαια να του ασκούμε κριτική, αλλά ταυτόχρονα χρειάζεται να στοχαζόμαστε για την ανάπτυξη της δημοκρατίας, για την υπέρβαση των ατελειών της και των ελαττωμάτων της.

Αυτός είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να καταπολεμήσουμε τον λαϊκισμό.

  • Στο βιβλίο σας «Le Bon Gouvernement» περιγράφετε ορθά ένα παράδοξο: «Μπορεί τα καθεστώτα μας να λέγονται δημοκρατικά, αλλά δεν κυβερνιόμαστε δημοκρατικά». Αυτό το «μεγάλο χάσμα» είναι η πηγή όλων των δεινών μας;

Οχι όλων, ίσως. Αλλά έχει μεγάλες επιπτώσεις.

Τη στιγμή της ψήφου, οι πολίτες εκλογείς έχουν το συναίσθημα ότι είναι οι κυρίαρχοι του παιχνιδιού. Αλλά δεν είναι παρά οι κυρίαρχοι μιας μέρας.

Αμέσως μόλις τελειώσει η ψηφοφορία, με τις κολακείες και τις υποσχέσεις που τη συνοδεύουν, διαπιστώνουν ότι οι εξουσίες απομακρύνονται από αυτούς και ότι το γενικό συμφέρον επισκιάζεται στη συνέχεια από συντεχνιακές διαμαρτυρίες κάθε είδους.

Αυτό το δραματικό διαζύγιο ανάμεσα στην «εκλογική στιγμή» και την «κυβερνητική στιγμή» δεν έπαψε να εντείνεται.

Ξεκινάει πρώτα απ’ όλα με μιαν απόκλιση, την οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε δομική.

Η γλώσσα των προεκλογικών εκστρατειών βασίζεται στην ιδέα μιας ανατροπής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, σε μια πλειοδοσία υποσχέσεων, ενώ η κυβερνητική γλώσσα είναι εκείνη της επιστροφής στην πραγματικότητα, της επίκλησης των καταναγκασμών.

Αυτή η απόκλιση παράγει καταστροφικά αποτελέσματα, απαξιώνει την πολιτική και ενισχύει την αποχή.

Το πρόβλημα είναι ότι συνδέεται με τον ίδιο τον χαρακτήρα του εκλογικού ανταγωνισμού.

  • Ορισμένοι αντλούν το συμπέρασμα ότι θα έπρεπε να αμφισβητήσουμε τον κεντρικό ρόλο των εκλογών…

Οχι, η ψήφος παραμένει πάντοτε, σε τελική ανάλυση, ο κριτής της ειρήνης.

Γιατί μπορούμε να συζητάμε ατέλειωτα για το τι είναι καλό για την κοινωνία, για τον ορισμό της δικαιοσύνης, αλλά κανείς δεν θα αμφισβητήσει ότι το 51 είναι μεγαλύτερο από το 49.

Οι εκλογές διαμορφώνουν μιαν εξουσία της «τελευταίας λέξης».

Ακόμη και οι συντηρητικοί του 19ου αιώνα, οι οποίοι επί μακρόν είχαν καταγγείλει την καθολική ψηφοφορία ως έκφραση της ανορθολογικής και επικίνδυνης μάζας, κατέληξαν να κατανοήσουν ότι η πλειοψηφική ψήφος επέτρεπε να τεθεί ειρηνικά ένα τέρμα στις διαμάχες.

Χρειάζεται να είμαστε σαφείς: Η δημοκρατία δεν λειτουργεί παρά μόνον όταν αρνείται να ιεραρχεί τους λόγους των ενεργειών του καθένα.

Ακόμη και αν η επιλογή ενός ατόμου είναι ανορθολογική, πρέπει να την αποδεχόμαστε ως θεμιτή.

Ο Διαφωτισμός ονειρευόταν έναν ορθολογικό πολίτη και πίστευε ότι η πολιτική εκπαίδευση θα υλοποιούσε αυτό το όνειρο.

Ονειρευόταν όχι μόνον ότι ο καθένας θα είχε το δικαίωμα της ψήφου, αλλά και ότι ο καθένας θα γινόταν ίσος με τους άλλους στην ικανότητά του να επιλέγει ορθολογικά.

Ε, λοιπόν, όχι! Στις πολύ εκπαιδευμένες κοινωνίες μας, η ανορθολογικότητα συνεχίζει να παίζει θεμελιώδη ρόλο.

Και χρειάζεται να αποδεχόμαστε αυτήν την πραγματικότητα, έστω και αν μπορούμε να λυπόμαστε γι’ αυτήν και να κάνουμε τα πάντα για να τη διορθώσουμε.

Δεν πρέπει κυρίως να έχουμε την αξίωση να ανάγουμε τα δικαιώματα κάθε πολίτη σε μιαν ίδια κλίμακα ορθολογικής κρίσης.

Γιατί, ποιος θα έκρινε αυτά τα κριτήρια; Ορισμένοι πολίτες ψηφίζουν αφού πρώτα έχουν διαβάσει προσεκτικά τα προγράμματα των υποψηφίων, άλλοι επειδή τους αρέσει ή δεν τους αρέσει το ένα ή το άλλο πρόσωπο.

Η δημοκρατία δεν ανακατεύεται σ’ αυτά. Η δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρχει παρά αδιαφορώντας γι’ αυτά τα κίνητρα και με τη σταθερή θέληση να μην προσπαθεί να διαχωρίζει τον καλό πολίτη από τον ανάξιο πολίτη.

Αυτή είναι η πρώτη προϋπόθεση της νομιμότητάς της. Είναι όμως ταυτόχρονα και αυτή που προκαλεί την ευθραυστότητά της, καθιστώντας την ευάλωτη στη δύναμη της δημαγωγίας.

  • Ο λαϊκισμός ξέρει να βρίσκει αυτιά για να τον ακούνε…

Βέβαια, αλλά γιατί; Εξαιτίας του διάχυτου συναισθήματος μιας δημοκρατίας που την έχουν σφετεριστεί και η οποία δεν λειτουργεί.

Είναι θεμιτό και αναγκαίο να ασκούμε κριτική στις ελίτ και στα ολιγαρχικά φαινόμενα.

Χρειάζεται όμως ταυτόχρονα να εισφέρουμε στοιχεία ανανέωσης της δημοκρατικής οργάνωσης, πράγμα που ο λαϊκισμός δεν κάνει ποτέ.

Ο Μαρξ έλεγε για τη θρησκεία ότι είναι το όπιο του λαού, επειδή έβλεπε σε αυτήν την «έκφραση της υπαρκτής αθλιότητας και τη διαμαρτυρία εναντίον αυτής της ίδιας της αθλιότητας».

Παραφράζοντας αυτή τη γνωστή διατύπωση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο λαϊκισμός είναι το όπιο του λαού επειδή είναι ταυτόχρονα η έκφραση της δημοκρατικής δυσθυμίας και αυτό που εμποδίζει τη θεραπεία της.

Οι περισσότεροι άνθρωποι που ασκούν κριτική στον λαϊκισμό δεν φροντίζουν να αναπτύξουν μιαν εξασκούμενη δημοκρατία, η οποία θα επέτρεπε στους πολίτες να ασκούν πιο άμεσα δημοκρατικές λειτουργίες που επί μακρόν έχουν μονοπωληθεί από την κοινοβουλευτική εξουσία.

  • Αυτός είναι ο δεύτερος λόγος του διαζυγίου ανάμεσα στην «εκλογική στιγμή» και την «κυβερνητική στιγμή» που αναφέρατε;

Ναι. Η δημοκρατία γινόταν πάντοτε αντιληπτή ως μια διαδικασία επιλογής και νομιμοποίησης των κατόχων της εξουσίας, αλλά όχι ως μια ιδιαίτερη αντίληψη του τρόπου άσκησης αυτής της εξουσίας.

Το βιβλίο μου «Le Bon Gouvernement» βασίζεται σε αυτήν τη διάκριση. Και έχει τη φιλοδοξία να ανοίξει στη δημοκρατική θεωρία αυτήν την ήπειρο της τέχνης της διακυβέρνησης.

Πρόκειται για μια κοπερνίκεια αλλαγή προοπτικής. Αποβλέπει πράγματι στο να ορίσει τα χαρακτηριστικά μιας δημοκρατικής σχέσης κυβερνώντων και κυβερνώμενων, ενώ η πολιτική σκέψη ασχολείται ουσιαστικά εδώ και δύο αιώνες με την ανεύρεση ενός δεσμού συνέχειας μεταξύ αντιπροσώπων και αντιπροσωπευόμενων.

Το ζήτημα της κακής αντιπροσώπευσης είναι προφανώς πάντοτε πολύ σοβαρό.

Δεν πρέπει όμως να συγκαλύπτει εκείνο της κακής διακυβέρνησης, που έχει γίνει κεντρικό στον καιρό μιας εκτελεστικής εξουσίας η οποία έχει βαθμιαία επιβληθεί σε όλες τις άλλες και πρώτα στη νομοθετική.

Είναι αυτή η μετατόπιση προς την εκτελεστική εξουσία που εξηγεί το γεγονός ότι οι πολιτικοί ιθύνοντες αποκόπτονται όλο και περισσότερο από την κοινωνία και γίνονται επαγγελματίες, μετατρεπόμενοι σε ανθρώπους του μηχανισμού. […]

ΘΕΜΑΤΑ

Α.Να συνοψίσετε τις απαντήσεις της συνέντευξης σε 70 λέξεις.

Β1.Αν υποθέσουμε ότι στο κείμενο 1 ο συντάκτης επιδιώκει να προσδώσει στον λόγο του αντικειμενικότητα,να αναφέρετε τους τρόπους και τις γλωσσικές επιλογές που υπηρετούν τον σκοπό αυτό.Μ.10

Β2.Αν υποθέσουμε ότι στο κείμενο 2 ο συνεντευξιαζόμενος επιδιώκει να ευαισθητοποιήσει τους αποδέκτες του,να δείξετε με ποιους τρόπους και με ποιες γλωσσικές επιλογές επιτυγχάνει τον σκοπό του.Μ.10

Β3. “Τη στιγμή της ψήφου, οι πολίτες εκλογείς έχουν το συναίσθημα ότι είναι οι κυρίαρχοι του παιχνιδιού. Αλλά δεν είναι παρά οι κυρίαρχοι μιας μέρας”.

Να σχολιάσετε το περιεχόμενο της φράσης αυτής σε μία παράγραφο περίπου 100 λέξεων.Μ.10

Β4. “Μπορούμε επομένως να πούμε ότι ο όρος «λαϊκισμός» υποδεικνύει μια πολιτική μορφή εκφραζόμενη από ένα κίνημα ή ένα κόμμα που χαρακτηρίζονται από έναν πυρήνα ιδεών εύκολα αναγνωρίσιμων: α) τον εγκωμιασμό της λαϊκής κυριαρχίας ως θεμέλιου μιας πολιτικής που αποβλέπει στην ειλικρίνεια, στη διαφάνεια, στην καθαρότητα και αντιστέκεται στους συμβιβασμούς που χρησιμοποιεί η πολιτική· β) την απαίτηση η πλειοψηφία να κατισχύει πάνω σε οποιαδήποτε μειοψηφία, πολιτική ή άλλου είδους (στην Ευρώπη ο λαϊκισμός τροφοδοτεί ιδεολογίες που κάνουν διακρίσεις και αρνούνται τα δικαιώματα των πολιτισμικών, θρησκευτικών, γλωσσικών μειοψηφιών)· γ) την πεποίθηση ότι η πολιτική συνεπάγεται ανταγωνιστικά στρατόπεδα ή την αντιπαράθεση ανάμεσα σε ένα «εμείς» και «εκείνοι»· δ) τον καθαγιασμό της ενότητας και της ομοιογένειας του κοινωνικού λαού σε αντίθεση με οποιοδήποτε μέρος του ή με τον κανονιστικό λαό”.

Στην πιο πάνω παράγραφο να εντοπίσετε και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους:α)Οι τρόποι με τους οποίους αυτή αναπτύσσεται,β)Οι τροπικότητες των εγκλίσεων,γ)Η χρήση της παρένθεσης και των εισαγωγικών και δ)το είδος του ύφους με βάση τη σύνταξη των προτάσεων και την επιλογή του λεξιλογίου από την πλευρά του συντάκτη του κειμένου.Μ.10

Γ.Κώστας Κουλουφάκος, «Επίκαιρες εικόνες»

 Τραγούδι των άνεργων

 Πιάσαν τα χέρια μας σκουριά

 Οι μέρες θρίβονται κομμάτια

 Χάνονται αργά σφυρίζοντας

Οι ελπίδες μας σβηστά κεριά

 Στης πολιτείας τα σκαλοπάτια

 Γέρνει άψυχος ο ορίζοντας.

 Μόνο το ντέρτι ακάματο.

Λοξό το φως στις γειτονιές

Σκοντάφτει απάνω στους φεγγίτες

 Και στα όνειρα τ’ αδιέξοδα

Ίσκιοι χυμούν απ’ τις γωνιές

Μ’ εφιαλτικούς ημεροδείχτες

Έξοδα, έξοδα, έξοδα…

Νά’ χα ένα μεροκάματο!

Πόλη μητριά, σ’ εφτά τροχούς

Μ’ εφτά κλειδιά και κατσαβίδια

Μας έλυσες τις κλείδωσες

Ξύρισες χρώματα κι αχούς

-Πρωινά και βράδια πάντοτε ίδια-

 Κι όλες τις πόρτες κλείδωσες.

(Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 82, Οκτώβριος 1961, σελ. 275)

Να γράψετε το ερώτημα και το θέμα που θέτει το ποίημα.Να το υποστηρίξετε με αντίστοιχους κειμενικούς δείκτες και να καταθέσετε τη δική σας στάση καισυμπεριφορά,αν βρισκόσασταν στη θέση των ποιητικών υποκειμένων.Μ.15

Δ.Προσπαθήστε να βρείτε κι εσείς μερικά παραδείγματα λαϊκισμού στο χώρο της πολιτικής, της εκπαίδευσης, του αθλητισμού, της τέχνης κτλ. (σύγχρονα ή παλιά) και γράψτε ένα κείμενο,ανάρτηση στο ιστολόγιο του σχολείου σας, στο οποίο να δικαιολογείτε τη θέση σας υπέρ ή κατά του λαϊκισμού.Μ.30