ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΑΡΣΑΡΗΣ
ΧΙΛΙΑ ΕΥΡΩ ΤΟΝ ΜΗΝΑ
Η ΑΓΓΕΛΙΑ ΣΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ἦταν πολὺ συγκεκριμένη: «Ζητεῖται γυναίκα 30-40 ἐτῶν, ἀποκλειστικὰ γιὰ συντροφιὰ ὕπνου. Ὀκτάωρη νυχτερινὴ ἀπασχόληση, μισθὸς χίλια εὐρώ.» Ἕξι γυναῖκες πῆραν τηλέφωνο καὶ συναντήθηκα μὲ ὅλες γιὰ τὶς ἀπαραίτητες διευκρινίσεις: Ὄχι σέξ, μόνο ἀγκαλιὰ ὕπνου, ὡράριο ἐργασίας δώδεκα τὰ μεσάνυχτα ἕως ὀκτώ τὸ πρωὶ (περιλαμβάνεται καὶ ἡ προετοιμασία πρωϊνοῦ), ὑποχρεωτικὴ μεταξωτὴ νυχτικιὰ καὶ ὄχι πιτζάμα, μπάνιο μὲ συγκεκριμένο ἀφρόλουτρο πρὶν ἀπ’ τὸν ὕπνο.
Εἶμαι τριάντα ὀκτὼ χρονῶν, πετυχημένος ἀσφαλιστής, χωρισμένος, μὲ μιὰ κόρη στὰ ἐννιά. Δουλεύω σχεδὸν ὅλη μέρα, κάθε βράδυ βγαίνω μὲ φίλους, γυναῖκες ἀλλάζω συχνά, ὅμως ἔχω ἀποφασίσει νὰ μὴν παντρευτῶ ποτὲ ξανὰ μετὰ τὸν ἀποτυχημένο γάμο. Μόνο ποὺ τὶς νύχτες δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ μονάχος —στριφογυρνάω γιὰ χρόνια ἄυπνος στὸ κρεβάτι— κι αὐτὲς εἶναι οἱ μοναδικὲς ὀκτὼ ὧρες πού μοῦ χαλοῦν τὴν εὐτυχία. Κι ἀποφάσισα νὰ βρῶ μιὰ λύση γι’ αὐτό. Τὸ νὰ κοιμᾶμαι ἀγκαλιὰ μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ ἀλλάζω συχνά, τὸ δοκίμασα καὶ μοῦ προκαλεῖ χειρότερους ἐφιάλτες.Ἡ Μάριον εἶναι τριάντα ἕξι ἐτῶν. Τὴν ἀπέλυσαν ἀπ’ τὴ δουλειά της ὡς πωλήτρια καλλυντικῶν τρεῖς μῆνες πρὶν καὶ ἔκτοτε εἶναι ἄνεργη. Ἔχει μιὰ μητέρα νὰ φροντίσει στὸ σπίτι, ἕνα στεγαστικὸ δάνειο στ’ ὄνομά της κι ἕναν σύζυγο ἐξαφανισμένο. Ὅταν ἔλεγε κάθε βράδυ στὴ μητέρα της: «Πρέπει νὰ βρῶ μιὰ ὁποιαδήποτε δουλειά», δὲν φανταζόταν ὅτι θὰ γνωρίσει ἐμένα ὡς ὑποψήφιο ἐργοδότη.
Συζήτησα ἐξαντλητικὰ μαζί της, τῆς ἐξήγησα τὸ πρόβλημά μου καὶ τὶς ἀπαιτήσεις μου κι ἀποφασίσαμε νὰ δοκιμάσουμε γιὰ μερικὲς μέρες. Στὶς δώδεκα ἀκριβῶς κάθε βράδυ μοῦ χτυποῦσε τὸ κουδούνι, περνάγαμε κάνα μισάωρο στὸν καναπὲ λέγοντας τὰ νέα τῆς ἡμέρας, μετὰ ἔκανε ἕνα μπάνιο μὲ τὸ ἀφρόλουτρο ποὺ εἶχα διαλέξει, φοροῦσε τὴ μεταξωτὴ νυχτικιὰ ποὺ τῆς εἶχα ἀγοράσει καὶ ξάπλωνε γιὰ νὰ μοῦ διαθέσει τὸν ὦμο της. Σὲ λιγότερο ἀπὸ δέκα λεπτὰ εἶχα ἠρεμήσει καὶ κοιμόμουν ἥσυχα ὕστερα ἀπὸ μιὰ κουραστικὴ μέρα.
Οὔτε μία νύχτα δὲν πέρασε ἴχνος πονηρῆς σκέψης ἀπ’ τὸ μυαλό μου, ἡ Μάριον δὲν ἦταν ὁ τύπος μου ἄλλωστε καὶ οἱ γυναῖκες ποὺ διαρκῶς ἄλλαζα ἦταν σαφῶς ὀμορφότερες. Τὴ συντροφικότητα ἤθελα, τὴ ζεστασιὰ στὸ κρεβάτι μου ἀποζητοῦσα, αὐτό μοῦ ἔλειπε μόνο ἀπ’ τὴ ζωή μου καὶ αὐτὸ ἀγόραζα μὲ χίλια εὐρὼ τὸν μήνα, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ κοιμηθῶ. Ἀκριβὸ ἢ φθηνὸ δὲν ξέρω, ἐμένα αὐτὸ μοῦ ’λειπε, ὄχι τὰ χρήματα. Πολὺ γρήγορα κατάλαβε κι ἐκείνη πὼς ἦταν ἡ πιὸ εὔκολη δουλειὰ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ: χίλια εὐρὼ τὸν μήνα γιὰ νὰ κοιμᾶται ἁπλῶς δίπλα σ’ ἕναν ἀνασφαλῆ, χωρισμένο, κουρασμένο ἐργένη. Κι ὁ ὕπνος μου ἔγινε ἤρεμος κι ἐγὼ ἀμέσως ἄρχισα νὰ νιώθω καλύτερα. Καὶ στὴ δουλειά μου ἔγινα ἀποδοτικότερος καὶ μὲ τοὺς φίλους μου πιὸ εὐδιάθετος καὶ στὶς γυναῖκες πιὸ περιζήτητος. Καὶ σὰν πατέρας ἔγινα καλύτερος, τὶς ὧρες ποὺ περνοῦσα μὲ τὴ μικρή μου. Ἡ ἰδέα νὰ προσλάβω γυναίκα γιὰ συντροφιὰ ὕπνου ἀπέδιδε ἐξαιρετικά. Ἤμουν πάντα καλὸς στὴ διαχείριση τῶν προβλημάτων.
Ὥσπου ἕνα βράδυ, περίπου δύο μῆνες μετά, δὲν χτύπησε τὸ κουδούνι τῆς ἐξώπορτας στὶς δώδεκα καὶ ἡ Μάριον δὲν φάνηκε. Τὴν πῆρα στὸ κινητό της, ὅμως τό ’χε κλειστό. Ἀνησύχησα καὶ δὲν κοιμήθηκα καθόλου ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Ἀλλὰ δὲν ἦρθε οὔτε τὸ ἑπόμενο, οὔτε κανένα ἄλλο βράδυ καὶ τὸ τηλέφωνό της ἦταν μονίμως κλειστὸ κι ἐγὼ ἔπαψα νὰ κοιμᾶμαι τὰ βράδια χωρὶς τὴν ἀγκαλιά της.
Καὶ ἀφοῦ ἀπογοητεύτηκα, ἔβαλα ξανὰ τὴν ἴδια ἀγγελία καὶ συναντήθηκα μὲ καινούργιες κοπέλες γιὰ διερευνητικὲς συζητήσεις. Δοκίμασα νὰ κοιμηθῶ μὲ δύο ἀπὸ αὐτές, ἀλλὰ δὲν προσέλαβα καμία, γιατὶ δὲν μοῦ ἄρεσε καθόλου ἡ ἀγκαλιά τους καὶ τὸ ἀφρόλουτρο δὲν κατάφερε νὰ κρύψει τὴ μυρωδιά τους – ἡ μία μάλιστα ἀνάσαινε ἐκνευριστικὰ βαριά. Καὶ τώρα ἔχω πάλι μέρες νὰ κοιμηθῶ σὰν ἄνθρωπος κι εἶναι νὰ σπάσει τὸ κεφάλι μου καὶ καπνίζω ὅλες τὶς νύχτες νευρικὰ βλέποντας τηλεόραση.
Σήμερα τὸ πρωὶ στὶς ὀκτὼ ἀκριβῶς χτύπησε τὸ κουδούνι κι ἕνας πιτσιρικὰς ἀπὸ κούριερ μοῦ παρέδωσε ἕναν φάκελο. Τὸν ἄνοιξα καὶ βρῆκα μέσα ἕνα σημείωμα: «Δὲν κάνουν χίλια εὐρὼ τὸν μήνα οἱ ἀληθινὲς ἀγκαλιές. Δωρεὰν εἶναι.» Μαζὶ εἶχε σὲ μιὰ δεσμίδα ὅλα τὰ λεφτὰ ποὺ τῆς εἶχα δώσει. Ἔχει κλειστὸ πάλι τὸ κινητό, καὶ τώρα ἦρθα ἐδῶ στὴν ἐφημερίδα, ἀλλὰ ζορίζομαι, γιατί δὲν ξέρω πῶς νὰ γράψω στὴν ἀγγελία αὐτὸ ποὺ θέλω νὰ τῆς πῶ.
Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ Φόβος Κανένας. 29 Μικροδιηγήματα (Openbook, 2015).
Γιάννης Φαρσάρης (Ἱεράπετρα, 1973). Σπούδασε Ἐπιστήμη Ὑπολογιστῶν στὸ Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ἐκπαίδευση Ἐνηλίκων στὸ Ἑλληνικὸ Ἀνοικτὸ Πανεπιστήμιο καὶ ἐργάζεται ὡς καθηγητὴς Πληροφορικῆς. Ἔχει δημιουργήσει τὴν ἀνοικτὴ βιβλιοθήκη OPENBOOK καὶ συμμετέχει στὴν ὁμάδα ἔκδοσης τοῦ περιοδικοῦ Fractal. Τελευταῖο βιβλίο του Φόβος Κανένας (Openbook, 2015). Ζεῖ στὸ Ἡράκλειο Κρήτης καὶ διαδικτυακὰ στὸ www.open-sesame.me
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ
Α. Να εντοπίσετε το ερώτημα και το θέμα του κειμένου.Μ.3
Β. Να αναφερθείτε στην ανάγκη για συντροφικότητα σε έναν κόσμο που οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι πια δεδομένες και όπου οι επιλογές των ανθρώπων δεν κρίνονται ούτε παρεξηγούνται αλλά μπορεί και να εξαγοράζονται, έτσι όπως αυτό διαφαίνεται στη συμπεριφορά των προσώπων του κειμένου.
Να χρησιμοποιήσετε τέσσερις διαφορετικούς κειμενικούς δείκτες για την απάντησή σας, οι οποίοι στηρίζουν την ανθρώπινη κατάσταση έτσι όπως την περιγράψαμε πριν.
Δύο δείκτες μορφής και δύο περιεχομένου.Μ.8
Γ. Ποια είναι η προσωπική σας τοποθέτηση για τις ανθρώπινες σχέσεις σε αυτόν τον συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο μας;
Υπάρχουν αναλλοίωτοι ψυχικοί δεσμοί,όπως η αγάπη και η φιλία;Μ.4