ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ-ΑΝΑΠΗΡΙΑ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ-ΑΝΑΠΗΡΙΑ  

ΚΕΙΜΕΝΟ 1

Ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι ένας όρος που απασχόλησε τους επιστήμονες επί πολλά χρόνια προκειμένου να βρεθεί ένας αντιπροσωπευτικός ορισμός.

Για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε σαν όρος στα τέλη της δεκαετίας του ’70 για να αναφερθεί στα άτομα εκείνα που δεν προστατεύονταν από το κράτος πρόνοιας και θεωρούνταν κοινωνικά παρείσακτα. Μολοταύτα, δεν αποτελεί μια σαφή και ξεκάθαρη έννοια εφόσον έχουν υπάρξει πολλές απόψεις, διαστάσεις και συζητήσεις περί των μορφών του φαινομένου με αποτέλεσμα μέχρι και σήμερα να μην έχει επιτευχθεί σύμπνοια μεταξύ των επιστημόνων σ’ ένα συγκεκριμένο ορισμό.

Σύμφωνα με τον Commings (1993): «μέλος μιας κοινωνίας θεωρείται αυτός που συμμετέχει στα εξής τέσσερα συστήματα που προσδιορίζουν την κοινωνική ζωή: η πολιτική ενσωμάτωση, το να είναι δηλαδή κανείς ισότιμος πολίτης μέσα σε ένα δημοκρατικό σύστημα, η οικονομική ενσωμάτωση που σημαίνει να μπορεί κανείς έχοντας μια δουλειά να εξασφαλίζει τα προς το ζην, η κοινωνική ενσωμάτωση, να μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες και τέλος η διαπροσωπική ενσωμάτωση που αφορά στο να έχει κανείς οικογένεια, φίλους και δίκτυα που θα του παρέχουν φροντίδα και ηθική στήριξη όταν χρειάζεται».Κατά καιρούς πολλοί μελετητές έχουν ορίσει τον κοινωνικό αποκλεισμό.Σε σχετική εμπειρική έρευνα οι Burchardt et al.,διέγνωσαν πέντε είδη δραστηριοτήτων στις οποίες οφείλει να συμμετέχει κάθε άτομο:

  • Κατανάλωση
  • Αποταμίευση
  • Παραγωγή
  • Πολιτική Δραστηριοποίηση
  • Κοινωνική Δράση.

Καταλήγουμε λοιπόν ότι ως κοινωνικό αποκλεισμό εννοούμε την «περιθωριοποίηση ατόμων ή ομάδων, τη στέρηση δικαιωμάτων, ευκαιριών και δυνατοτήτων για ουσιαστική και ισότιμη συμμετοχή στο κοινωνικό γίγνεσθαι».

Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να γίνει μια διάκριση μεταξύ φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς αρκετές φορές η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού ταυτίζεται με την έννοια της φτώχειας. Η φτώχεια προσδιορίζεται από τους ανεπαρκείς πόρους για την επιβίωση του ατόμου και της οικογένειας του και έχει να κάνει με τη μη πρόσβαση σε συγκεκριμένες βασικές υπηρεσίες και αγαθά. Ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι ένα πιο πολύπλοκο φαινόμενο το οποίο περιλαμβάνει όχι μόνο έλλειψη πρόσβασης σε συγκεκριμένες υπηρεσίες, αλλά και κοινωνικοδημογραφικούς παράγοντες, την κοινωνικοπολιτιστική κατάσταση των ατόμων και την ποιότητα του επιπέδου ζωής τους. Στη σχετική βιβλιογραφία είναι ευρέως γνωστός ο συλλογισμός του κοινωνιολόγου Room  σύμφωνα με τον οποίο οι διαφορές φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού αφορούν σε τρία επίπεδα:

  • Η έννοια της φτώχειας δίνει έμφαση στο εισόδημα και την κατανάλωση, ενώ ο κοινωνικός αποκλεισμός έχει να κάνει κυρίως με την πολυδιάστατη μειονεξία.
  • Η φτώχεια ως έννοια αφορά κυρίως στο στατικό απολογισμό των ανισοτήτων, ενώ ο κοινωνικός αποκλεισμός τη δυναμική ανάλυση των διαδικασιών και
  • Η φτώχεια ως έννοια δίνει έμφαση στη διάσταση του ατόμου και του νοικοκυριού, ενώ ο κοινωνικός αποκλεισμός αναγνωρίζει τη σημασία του τοπικού πλαισίου.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, ως ευπαθείς κοινωνικές ομάδες μπορούν να θεωρηθούν:

  • Οι γυναίκες,
  • Οι νέοι και μάλιστα οι μακροχρόνια άνεργοι,
  • Τα μέλη μονογονεϊκών ή άπορων οικογενειών,
  • Οι αναλφάβητοι ή ανεπάγγελτοι,
  • Οι ηλικιωμένοι και οι συνταξιούχοι,
  • Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες,
  • Τα μέλη μειονοτικών ή ιδιόρρυθμων κοινωνικών ομάδων (πχ Ρομά),
  • Τα άτομα με αναπηρία (ΑμεΑ),
  • Οι κάτοικοι απομακρυσμένων περιοχών,
  • Οι άστεγοι,
  • Οι απεξαρτημένοι χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών,
  • Οι οροθετικοί,
  • Οι ανήλικοι παραβάτες

Γενικά, τα μέλη αυτών των ομάδων είτε ανήκουν σε πληθυσμιακά στρώματα κοινωνικά αποκλεισμένα είτε οδηγούνται, μετά από αποτυχίες και περιορισμούς στην προσωπική ζωή ή στην επαγγελματική τους δράση σε συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού. Μάλιστα, ορισμένα άτομα συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά πολλών κατηγοριών και κατατάσσονται σε ομάδες υψηλού κινδύνου που απειλούνται με μακρόχρονη στέρηση ή διαρκή οικονομικό και κοινωνικό αποκλεισμό.

Ο Κοινωνικός Αποκλεισμός ως διαδικασία

Ο κοινωνικός αποκλεισμός ως διαδικασία δεν εκλαμβάνεται ως ένα γεγονός απόλυτο αλλά ως ένα γεγονός που συντελείται σε κάποια στάδια. Σύμφωνα με τον Mazel υπάρχουν πέντε στάδια που οδηγούν στον κοινωνικό αποκλεισμό:

  • Το στάδιο του κινδύνου: Αφορά κατηγορίες πληθυσμού που έχουν χαρακτηριστικά που τις καθιστούν ευάλωτες (πχ σχολική αποτυχία, αναλφαβητισμός, κακές συνθήκες στέγασης, δύσκολη οικογενειακή ζωή).
  • Το στάδιο της απειλής: Αφορά μια μεγάλη ποικιλία καταστάσεων (πχ μια γυναίκα που ξαφνικά ύστερα από ένα διαζύγιο ή το θάνατο του συζύγου βρίσκεται αρχηγός μια μονογονεϊκής οικογένειας ή ένας απολυόμενος σε μεγάλη ηλικία).
  • Το στάδιο της αποσταθεροποίησης: Είναι το αποτέλεσμα των τρόπων με τους οποίους τα άτομα αντιμετωπίζουν το στάδιο της απειλής. Οι τρόποι αυτοί εξαρτώνται από τους οικογενειακούς δεσμούς που αυτά διατηρούν. Εάν αυτοί οι δεσμοί είναι ασθενείς ή ανύπαρκτοι η αποσταθεροποίηση μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό.
  • Το στάδιο της έκπτωσης: Είναι το αποτέλεσμα της ρήξης των κοινωνικών δεσμών και της αδυναμίας επαναδημιουργίας τους. Η αδυναμία αυτή οφείλεται στη συσσώρευση πολλών αρνητικών παραγόντων και για μακρό χρονικό διάστημα. Εάν αυτή η έκπτωση διαιωνιστεί, παγιώνεται και οδηγεί στον κοινωνικό αποκλεισμό.
  • Το στάδιο του πραγματικού αποκλεισμού: Αφορά την πλήρη ρήξη των κοινωνικών δεσμών που συνδέονται με την απασχόληση, την οικογένεια και την κατοικία.

Ποια είναι όμως τα αίτια του Κοινωνικού Αποκλεισμού;

Τα αίτια του κοινωνικού αποκλεισμού είναι πολλαπλά: η μόνιμη ανεργία, ο αντίκτυπος της βιομηχανικής αλλαγής σε μη ειδικευμένους εργαζόμενους, η εξέλιξη των οικογενειακών δομών και η παρακμή των παραδοσιακών μορφών αλληλεγγύης, η αύξηση του ατομικισμού και η παρακμή των παραδοσιακών αντιπροσωπευτικών θεσμών, οι νέες μορφές μετανάστευσης και ιδιαίτερα η παράνομη μετανάστευση και οι μετακινήσεις του πληθυσμού,επίσης  ως αιτίες μπορούν να θεωρηθούν η έλλειψη βασικών επαγγελματικών προσόντων και δεξιοτήτων εξαιτίας της ανεπαρκούς ένταξης κάποιων κοινωνικών ομάδων στο εκπαιδευτικό σύστημα,ο κοινωνικός στιγματισμός, τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις.

Τέλος, μια άλλη αιτία κοινωνικού αποκλεισμού είναι και η χρήση ουσιών, όμως εδώ υπάρχει μια σύγχυση καθώς η χρήση μπορεί να θεωρηθεί και αιτία αλλά και συνέπεια του κοινωνικού αποκλεισμού. Η χρήση ναρκωτικών ουσιών μπορεί να προκαλέσει επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης, όμως από την άλλη μεριά οι διαδικασίες κοινωνικής περιθωριοποίησης μπορούν να αποτελέσουν αιτία για την έναρξη της χρήσης ουσιών. Ωστόσο, η σχέση μεταξύ της χρήσης ουσιών και του κοινωνικού αποκλεισμού δεν είναι μία σχέση αιτιώδους συνάφειας «διότι ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν ισχύει για όλους τους χρήστες ναρκωτικών».

Συνέπειες Κοινωνικού Αποκλεισμού

Τα άτομα που βιώνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωπα με εμπόδια πάσης φύσεων που εμποδίζουν την άσκηση των φυσικών δικαιωμάτων τους. Η παραβίαση των ατομικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί μία διαρκή τραυματική εμπειρία που έχει ως συνέπεια την απόλυτη ψυχολογική τους φθορά και τη διαβίωση κάτω από συνθήκες εξαθλίωσης. Αυτή η κατάσταση μοιάζει με αυτό που Έγκελ ονόμασε « Φαινόμενο του Πωπερισμού» δηλαδή της απόλυτης φτώχειας, της εκμετάλλευσης και του ολοκληρωτικού κοινωνικού εκπεσμού.

Οι συνέπειες του κοινωνικού αποκλεισμού είναι οι εξής:

Α. Φτώχεια/ Ένδεια

Λόγω της ελλιπούς εκπαίδευσης και της συνακόλουθης ανεργίας οι ευπαθείς κοινωνικές ομάδες δεν έχουν τη δυνατότητα εξασφάλισης των απαραίτητων διαθέσιμων πόρων με αποτέλεσμα το επίπεδο διαβίωσης να είναι χαμηλό και να οδηγούνται σε κατάσταση φτώχειας. Η φτώχεια και οι ευπαθείς κοινωνικές ομάδες βρίσκονται συχνά σε ένα φαύλο κύκλο.

Β. Φαύλος κύκλος των διακρίσεων

Η υποτιμητική ψυχολογική διαδικασία στην οποία υπόκεινται οι ευπαθείς κοινωνικές ομάδες δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο διακρίσεων. Τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις εμποδίζουν και συχνά απαγορεύουν στις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες να διατηρήσουν μια αξιοπρεπή θέση στην κοινωνική ζωή, καθώς βρισκόμενα τα άτομα κάτω από απαξιωτικές συνθήκες διαβίωσης συμπεριφέρονται και λειτουργούν με τρόπο που ενισχύει αρνητικές συμπεριφορές, όπως παραβατικότητα και επιθετικότητα. Με αυτόν τον τρόπο αυξάνεται ακόμη περισσότερο η προκατάληψη και η περιθωριοποίηση και η κατάσταση διαιωνίζεται.

Γ. Παραβατικότητα

Οι προκαταλήψεις και ο συνεχής στιγματισμός, όπως για παράδειγμα ότι οι μετανάστες είναι επιρρεπείς στην εγκληματική συμπεριφορά λειτουργεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία και οδηγεί ακριβώς εκεί που η κοινωνία φοβάται: στην αύξηση της παραβατικής συμπεριφοράς και της εγκληματικότητας.

Δ. Ψυχολογικές Συνέπειες

Σύμφωνα με την Παπά, το άγχος και ο φόβος είναι τα συναισθήματα από τα οποία διακατέχονται οι κοινωνικά ευπαθείς ομάδες και που αποτελούν λογική συνέπεια της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας που βιώνουν. Συχνά τα μέλη αυτών των ομάδων αισθάνονται ματαίωση, καθώς λόγω της κατάστασης που βιώνουν συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να κάνουν όνειρα και να έχουν τις ίδιες προσδοκίες με τα υπόλοιπα άτομα. Αυτή η ματαίωση οδηγεί σταδιακά τόσο στην απελπισία και στην απόγνωση, όσο και σε συναισθήματα ενοχής και ντροπής, καθώς τα μέλη των ομάδων συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να προσφέρουν στην οικογένεια τους μία αξιοπρεπή και ποιοτική ζωή. Είναι ακόμη συχνό φαινόμενο να παρατηρούνται συναισθήματα απώλειας και πένθους κυρίως όταν πρόκειται για άτομα τα οποία απομακρύνονται από τη χώρα καταγωγής τους και ιδίως όταν η χώρα υποδοχής τους αποδεικνύεται «κακιά μητριά». Εξαιτίας όλων των προαναφερθέντων συναισθημάτων δε λείπουν οι συχνές ενδοοικογενειακές συγκρούσεις και τα ξεσπάσματα μέσα στην οικογένεια. Επίσης, η έντονη προκατάληψη και τα στερεότυπα οδηγούν σε καταστάσεις κοινωνικής απόσυρσης και απομόνωσης. Τα συναισθήματα αυτά φαίνεται να αποτελούν συνειδητή επιλογή των ατόμων προκειμένου να αμυνθούν από το στιγματισμό και την απόρριψη που δέχονται.

Επιπροσθέτως, λόγω της περιθωριοποίησης δημιουργείται ένα πεδίο σύγκρουσης μεταξύ των ομάδων λόγω του ότι κανένας άνθρωπος δεν επιθυμεί και δεν επιδιώκει να μένει στο περιθώριο. Η σύγκρουση όμως που δημιουργείται είναι υγιής μόνο εφόσον τα άτομα διαπραγματεύονται τη διαφωνία με ειρηνικούς τρόπους όπως είναι ο διάλογος και η επιχειρηματολογία.

Τέλος, το κυνήγι του κέρδους, η απόκτηση όλο και περισσότερων υλικών αγαθών, το εύκολο και γρήγορο χρήμα και η έλλειψη ανθρωπιάς χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Σ’ αυτό το γενικότερο πλαίσιο αναπτύχθηκε με ραγδαίους τρόπους τα τελευταία χρόνια το trafficking και οι traffickers. Ως trafficking νοείται το δουλεμπόριο και συμπεριλαμβάνει τη στρατολόγηση και τη μεταφορά με τη χρήση απειλής και την άσκηση κάθε μορφής πίεσης ή βίας ανθρώπων από τους traffickers σε διάφορα μέρη του πλανήτη. Στόχος είναι η καταναγκαστική εργασία, η εκπόρνευση γυναικών και παιδιών και η υποχρέωση των ατόμων να δέχονται την αφαίρεση οργάνων του σώματός τους. Για τους παραπάνω λόγους, τα μέλη ευπαθών κοινωνικών ομάδων έχουν περισσότερες πιθανότητες να πέσουν θύματα του trafficking απ’ ό,τι άλλοι πολίτες.

Όπως γίνεται αντιληπτό, ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι ένα πολυδιάστατο φαινόμενο το οποίο για να αντιμετωπιστεί χρειάζεται πληθώρα παρεμβάσεων. Πέρα όμως από το τι θα κάνει η Πολιτεία ως σύνολο, θα πρέπει να δούμε ο καθένας μας σε ατομικό επίπεδο να μην ενισχύει συμπεριφορές και να μην αναπαράγει στερεότυπα που οδηγούν στον κοινωνικό αποκλεισμό συνανθρώπων μας.

Νίκη Δαλιανά (διασκευασμένο άρθρο για τις ανάγκες της διδασκαλίας) 

ΚΕΙΜΕΝΟ 2

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

 Το ζήτημα της ταυτότητας αποτελεί ένα πολυσύνθετο πεδίο στο οποίο συναντιούνται κοινωνικοί ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες και φιλόσοφοι χρησιμοποιώντας τον όρο σε διάφορα πλαίσια, προκειμένου να προσδιορίσουν τη δική τους οπτική. Σύμφωνα με τη Δραγώνα, η έννοια της ταυτότητας αναφέρεται στο σύνολο των αντιλήψεων, πεποιθήσεων και συναισθημάτων που αφορούν στον εαυτό μας. Η συνοχή μεταξύ εμπειρίας, ιδεών, αξιών και πεποιθήσεων διασφαλίζεται μέσω της ταυτότητας.

 Η ταυτότητα επιτρέπει να τοποθετηθεί κανείς απέναντι στους άλλους, να αναγνωρίσει όσους του μοιάζουν και να διαφοροποιηθεί από τους υπόλοιπους. Το ερώτημα δεν είναι απλώς «ποιος είμαι;» αλλά «ποιος είμαι σε σχέση με τον άλλο; Πώς με βλέπει ο άλλος και πώς βλέπω εγώ τους άλλους;».

 Στην έννοια της ταυτότητας ενυπάρχει κάτι το παράδοξο: υπονοείται το ίδιο, το ταυτόσημο και παράλληλα το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή το ξεχωριστό, το μοναδικό. Το θέμα της ταυτότητας είναι κατεξοχήν θέμα ορίων, τόσο εσωτερικών όσο και εξωτερικών, ανάμεσα στο όμοιο και το διαφορετικό, ανάμεσα στον εαυτό και τους άλλους, ανάμεσα στο οικείο και το ξένο, το γνωστό και το άγνωστο, και κατ’ επέκταση απειλητικό. Με αυτή την έννοια, της διαλεκτικής του ίδιου και του άλλου, είναι αδύνατο να διαχωρίσουμε την ταυτότητα από την ετερότητα. Στις συνθήκες της ύστερης νεωτερικότητας, ωστόσο, η ταυτότητα έχει χάσει τα σταθερά και αμετάβλητα χαρακτηριστικά της και διακρίνεται από μια ρευστότητα. Η Μακρυνιώτη αναφέρει πως τα ζητήματα σχετικά με την ταυτότητα έχουν αποκτήσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον επειδή, σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κοινωνικό περίγυρο, τα περιβάλλοντα την ταυτότητα σχήματα αποσταθεροποιούνται δημιουργώντας συνθήκες ανασφάλειας και αμηχανίας αλλά και πρόκλησης λόγω της διαρκούς αναπροσαρμογής και αναδιαμόρφωσης. Η ταυτότητα του υποκειμένου χάνει τον ενιαίο και σταθερό χαρακτήρα του παρελθόντος και οι αλλαγές της δεν είναι πλέον ούτε αναμενόμενες ούτε προβλέψιμες και δεν ακολουθούν την προδιαγεγραμμένη πορεία της ζωής του υποκειμένου. Η ταχύτητα και το εύρος των αλλαγών αυτών ακυρώνουν την αντίληψη του ενοποιημένου υποκειμένου και η αίσθηση της ταυτότητας και του εαυτού γίνεται ρευστή, ασταθής, αποσπασματική και ατελής.{…} Κινούμενος στα πλαίσια της αμερικανικής κοινωνιολογικής παράδοσης που αντλεί την επιχειρηματολογία της από την ατομική ψυχολογία, ο Goffman εξετάζει την ανάπτυξη της ταυτότητας μέσω της προσωπικής παρουσίασης του εαυτού. Συζητά για τις φθαρμένες ταυτότητες, αυτές που βρίσκονται έξω από τα πλαίσια του «κανονικού» ως αντανάκλαση αρνητικών ιδιοτήτων. Σε αυτούς που δε θεωρούνται αρκετά «ανθρώπινοι» αποδίδεται ένα στίγμα, με αποτέλεσμα να αισθάνονται ντροπή, ξεπεσμό, αυτο-οικτιρμό, έλλειψη σεβασμού και αυτοσυνείδησης.συναντήσει κανείς στα πλαίσιά του{…..}

Ο Paulo Freire λέει σχετικά ότι: Η αυτοϋποτίμηση είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό του καταπιεζόμενου. Κι αυτή προέρχεται από την εσωτερίκευση εκ μέρους του καταπιεζόμενου της γνώμης που οι δυνάστες έχουν γι αυτόν. Τόσο συχνά ακούν ότι δεν είναι ικανοί για τίποτε, δε γνωρίζουν τίποτε, ότι είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως, ότι είναι άρρωστοι, τεμπέληδες και μη παραγωγικοί, που στο τέλος πείθονται για την ανικανότητά τους. 

Βεργιώτη Ελεονώρα (άρθρο διασκευασμένο για τις ανάγκες της διδασκαλίας)

ΚΕΙΜΕΝΟ 3

Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ 

Ο υποτιμητικός και περιφρονητικός τρόπος αντιμετώπισης της διαφορετικότητας των ανθρώπων είναι γνωστός από παλιά, σχεδόν ανήκει στην αιωνιότητα της ανθρώπινης ιστορίας.

 

Οι κοινωνίες πάντα συμπεριφέρονταν μειωτικά στους φτωχούς, τους ανάπηρους, τους ψυχικά άρρωστους ακόμα και τους ξένους. Ας μη ξεχνάμε τον Καιάδα των Σπαρτιατών και ότι ακόμα και στην αρχαία Ελλάδα της Δημοκρατίας ήταν ισχυρή η ιδεολογία του « πάς μη Έλλην βάρβαρος» και φυσικά οι ξένοι, όχι μόνο δεν αμφισβητούσαν την άνιση μεταχείριση που τους είχε επιβληθεί,  αλλά δέχονταν καρτερικά κάθε συνέπειά της, όπως ήταν η φτώχεια, η υποτίμηση και η στέρηση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων τους.

 

Η προκατάληψη λοιπόν για τον διαφορετικό άνθρωπο έχει τις ρίζες της στο πολύ μακρινό παρελθόν. Από τότε υπήρχαν οι κοινωνικά αδύναμες ομάδες, με κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους την διαφορετική « ράτσα» Η λέξη προέρχεται από την αραβική ras και σημαίνει κεφάλι. Οι Άραβες, επειδή αποτελούνταν από πολλές φυλές και ζούσαν τον νομαδικό τρόπο ζωής είχαν καθιερώσει ένα όνομα για κάθε μια από αυτές. Κάθε μέλος έπρεπε να θυμάται την ονομασία της φυλής που ανήκε, «να την κρατά δηλαδή μέσα στο κεφάλι του» . Μόνο έτσι ένιωθε ξεχωριστός αυτός και η φυλή του, σε σχέση με τις υπόλοιπες.

 

Από αυτή τη λέξη προήλθε ο ρατσισμός, δηλαδή ο αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση, με βάση τη φυλή, μικρών ομάδων από τα δικαιώματα και τα προνόμια, που απολαμβάνει η ευρύτερη κοινωνία.

 

Η ετερότητα, δηλαδή το να είναι κάποιος διαφορετικός από τους άλλους και να ανήκει σε αριθμητικά μικρότερες πληθυσμιακές ομάδες, δείχνει να είναι ένα από τα κυριότερα στοιχεία του κοινωνικού αποκλεισμού και του ρατσισμού. Η ετερότητα επιφυλάσσει σχεδόν αυτόματα μια θέση αδυναμίας, μία κατάσταση «ευπάθειας» του ατόμου στο κοινωνικό πεδίο. Ένα άτομο, γίνεται θύμα του κοινωνικού αποκλεισμού, επειδή μπορεί να ανήκει σε μια ομάδα με συγκεκριμένα και διαφορετικά χαρακτηριστικά, φυλετικά, κοινωνικά, οικονομικά, επαγγελματικά, ή επειδή πάσχει από οργανική, πνευματική ή ψυχική αρρώστια.

 

Σήμερα ο κοινωνικός αποκλεισμός, αν και είναι μια σχετικά πρόσφατη εννοιολογική κατασκευή, δεν περιγράφει τίποτε το καινούριο. Επινοήθηκε γύρω στο 1960, όταν το φαινόμενο της περιθωριοποίησης άρχισε να απασχολεί τους κοινωνικούς επιστήμονες και τους ευαίσθητους ανθρώπους απέναντι στην αδικία. Χρησιμοποιείται λανθασμένα με διπλή σημασία και σημαίνει: 1) Τον στιγματισμό, την περιθωριοποίηση και τη φτώχεια και 2) Τα κοινωνικά και νομοθετικά μέτρα, που στοχεύουν στην καταπολέμησή του. Γι’ αυτή τη δεύτερη σημασία του κοινωνικού αποκλεισμού θα ήταν καλύτερα να βρεθεί μια άλλη έννοια.

 

Την τελευταία 10ετία οι κοινωνικές και ψυχολογικές μελέτες, όπως και οι νομοθετικές παρεμβάσεις αποσκοπούν στο να εξαλείψουν τις αιτίες και τα αποτελέσματα του κοινωνικού αποκλεισμού και να αποκαταστήσουν χιλιάδες ανθρώπους, που αδικούνται κοινωνικά χωρίς κανένα λόγο. Χιλιάδες άνθρωποι υποφέρουν, εξαιτίας του αδικαιολόγητου στιγματισμού και καταλήγουν να επιβιώνουν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής.

 

 Πραγματικά, τα άτομα που βιώνουν τον αποκλεισμό δοκιμάζονται σκληρά, συναντούν συνεχώς εμπόδια στην άσκηση των φυσικών δικαιωμάτων τους, όπως είναι η ελευθερία και η αυτοπραγμάτωση, μέσα στην κοινωνία που ζουν. Η παραβίαση των ατομικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων τους είναι γι’ αυτούς μια διαρκής τραυματική εμπειρία, που τους αναγκάζει να επιβιώνουν σε συνθήκες κυριολεκτικά ανεπίτρεπτης εξαθλίωσης.

 

Ο κοινωνικός αποκλεισμός οδηγεί μοιραία στην φτώχεια κι αυτό δεν μπορεί παρά να αποτελεί σκάνδαλο. Η φτώχεια δεν είναι η φυσική συνέπεια της διαφορετικότητας όπως π.χ μια σωματική αναπηρία μπορεί να οδηγεί σε κάποιες κινητικές ή άλλες οργανικές δυσλειτουργίες. Η φτώχεια είναι μια επιλογή, μια επικίνδυνη και συνειδητή συμπεριφορά της ομάδας πλειοψηφίας, μια πανούργα και πολυσύνθετη διαδικασία, που στοχεύει αποκλειστικά στην ενδυνάμωση των ισχυρών και πλειοψηφικών ομάδων, σε βάρος των ασθενέστερων και μικρότερων. Η σχέση αυτών των ισχυρών ομάδων με το θεσμοθετημένο σύστημα στηρίζεται στην πίεση που αυτές ασκούν για την απόκτηση όλο και περισσότερων προνομίων, σε βάρος των ευπαθών και αδύναμων ομάδων. Στις μέρες μας, η κοινωνική πραγματικότητα είναι πολύπλοκη, δυναμική και πολυδιάστατη. Όλα αλλάζουν με γρήγορους ρυθμούς, η σταθερότητα που κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη, δεν υπάρχει.

 

 Η κοινωνική θέση των ατόμων και των ευρύτερων ομάδων δείχνει να είναι επισφαλής. Οι σημερινοί καλά(;) αμειβόμενοι εργαζόμενοι αύριο μπορεί να είναι άνεργοι και μια τοπική πολεμική σύρραξη, μια κατάρρευση κάποιου καθεστώτος, μπορεί να οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη ομαδική μετακίνηση του πληθυσμού,δηλαδή σε εξωτερική μετανάστευση. Όπως δείχνουν τα πράγματα, ζούμε σε μια εποχή μειονοτήτων. Η παρουσία τους είναι αισθητή και έντονη όπως και η σύγκρουση με την ευρύτερη ομάδα του πληθυσμού. Η αναγνώριση και η αποδοχή της διαφοράς τους, σε συνθήκες ισότητας και ισονομίας, η άρνησή τους να απορροφηθούν και η πρόθεσή τους να διατηρήσουν αυτή τη διαφορά είναι από τα πιο τα κυρίαρχα αιτήματά τους. Οι μειονότητες διεκδικούν από κοινού την θέση που τους ανήκει στο κοινωνικό πεδίο,δηλαδή μια καλύτερη μοίρα, το ευ ζην και την ποιότητα ζωής.

 

Πλέον, η αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού γίνεται πολύ πιο οργανωμένα και πιο αποτελεσματικά. Αυτό σημαίνει ότι η διαχείριση των συγκρούσεων, που προβάλλουν στα διάφορα στάδια, είναι πιο επιτυχημένη και αυτό οφείλεται, σ ένα μεγάλο βαθμό, στην κινητοποίηση και τη στήριξη που προσφέρουν οι κρατικοί και κοινωνικοί φορείς, τα νομοθετικά πλαίσια και κάθε είδους πρωτοβουλία άλλων ομάδων.

 

Η στήριξη των κοινωνικών μειονοτήτων απέναντι στις κοινωνικές διακρίσεις , τον αυταρχισμό και τη βία είναι δείγμα ανθρωπισμού και πολιτισμού, που σήμερα φθίνει και τείνει να χαθεί παντελώς…Ας μην το ξεχνάμε αυτό.

Από το Διαδίκτυο

 

ΚΕΙΜΕΝΟ 4

«Τι θα ‘θελα; Θα ‘θελα να µπορώ να βγαίνω από το σπίτι µου εύκολα. Να µπαίνω µε το αµαξίδιο στο λεωφορείο και να πηγαίνω στο σχολείο, στη δουλειά µου ή για διασκέδαση. Τι ωραία θα ήταν, να µπορώ να διασχίσω µια λεωφόρο, ν’ ανεβοκατεβώ στις διαβάσεις και να περπατήσω στο πεζοδρόµιο. Θα µ’ άρεσε, µε τη βοήθεια του σκύλου οδηγού και το λευκό µου µπαστούνι, να πάω κάπου για φαγητό. Να µπορώ να καταλάβω µια συζήτηση ή µια ταινία γιατί έχει διερµηνεία κωφών. Θα µ’ άρεσε να µε δεχόταν η γειτονιά, εµένα που µένω σε ξενώνα της Ε.Ψ.Υ.Π.Ε. και προσπαθώ να σπουδάσω ή να δουλέψω. Εγώ, που έχω κάποιο σωµατικό, ψυχικό ή πνευµατικό έλλειµµα, δυσκολεύοµαι να επιβιώσω στην Ελλάδα. Εγώ, όµως θέλω να ζήσω, και µάλιστα εδώ. Σ’ αυτόν τον τόπο.» 

(μαρτυρία ατόμου ΑΜΕΑ)

https://youtu.be/KzCUcO_d1qI?t=54

 

ΚΕΙΜΕΝΟ 5

Από ιστολόγιο

 

ΘΕΜΑΤΑ

Α.Να αναφέρετε περιληπτικά τα στοιχεία της “ταυτότητας”έτσι όπως τα καταγράφει το κείμενο 2.Μ.15

Β1.Ποιος είναι ο σκοπός του κειμένου 1;Με ποιες γλωσσικές επιλογές επιτυγχάνει τον στόχο του η συντάκτρια του κειμένου;Σε τι εξυπηρετούν οι ενδιάμεσοι τίτλοι;  Μ.15

Β2.Ο Paulo Freire λέει σχετικά ότι: Η αυτοϋποτίμηση είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό του καταπιεζόμενου. Κι αυτή προέρχεται από την εσωτερίκευση εκ μέρους του καταπιεζόμενου της γνώμης που οι δυνάστες έχουν γι αυτόν. Τόσο συχνά ακούν ότι δεν είναι ικανοί για τίποτε, δε γνωρίζουν τίποτε, ότι είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως, ότι είναι άρρωστοι, τεμπέληδες και μη παραγωγικοί, που στο τέλος πείθονται για την ανικανότητά τους”. 

Εστιάζοντας στην τονισμένη φράση αλλά και λαμβάνοντας υπόψη το γενικότερο νόημα της παραγράφου, να διατυπώσετε το σχόλιό σας για τη βαρύτητα της γνώμης των άλλων στην προσωπικότητά μας.Μ.10

Β3. “Σήμερα ο κοινωνικός αποκλεισμός, αν και είναι μια σχετικά πρόσφατη εννοιολογική κατασκευή, δεν περιγράφει τίποτε το καινούριο. Επινοήθηκε γύρω στο 1960, όταν το φαινόμενο της περιθωριοποίησης άρχισε να απασχολεί τους κοινωνικούς επιστήμονες και τους ευαίσθητους ανθρώπους απέναντι στην αδικία. Χρησιμοποιείται λανθασμένα με διπλή σημασία και σημαίνει: 1) Τον στιγματισμό, την περιθωριοποίηση και τη φτώχεια και 2) Τα κοινωνικά και νομοθετικά μέτρα, που στοχεύουν στην καταπολέμησή του. Γι’ αυτή τη δεύτερη σημασία του κοινωνικού αποκλεισμού θα ήταν καλύτερα να βρεθεί μια άλλη έννοια”.

Στην παραπάνω παράγραφο:1) Να εντοπίσετε την υποτακτική σύνδεση και να τη μετατρέψετε σε παρατακτική.  Μ.5 

2)Να εντοπίσετε την παθητική σύνταξη και να τη μετατρέψετε σε ενεργητική σχολιάζοντας τις υφολογικές αλλαγές που επέρχονται στην παράγραφο.Μ.5

3)Να δηλώσετε τη σημασία της άνω και κάτω τελείας ως σημείου στίξεως.Μ.3

4)Να βρείτε την τροπικότητα στη φράση:Θα ήταν καλύτερα να βρεθεί..Μ.2

Γ.Να γράψετε το κειμενικό σας σχόλιο, αφου δείτε το βίντεο και διαβάσετε τα κείμενα 4 και 5.Χρησιμοποιείστε τους κειμενικούς δείκτες των χαρακτηριστικών της σύγχρονης ποίησης και της χρήσης των ρηματικών προσώπων που αφορούν την υποκειμενικότητα.Αν έχετε ή αν είχατε στο περιβάλλον σας ένα άτομο με αναπηρία,πώς θα φερόσασταν και τι θα σκεφτόσασταν γι αυτό και για σας; 

Δ.Σε ιστοσελίδα για τα ΑμεΑ αναρτάτε ένα άρθρο στο οποίο θα αναφέρετε τις ενέργειες που χρειάζεται να γίνονται από την πλευρά των νέων ανθρώπων σε σχολεία,συλλόγους και αλλού,για τα άτομα που πρέπει να αισθάνονται ότι είναι ένας από εμάς και όχι “άλλος”.Λέξεις 350.Μ.30