Αρχική » ΛΙΟΝΤΑΡΙ

Πρόσφατα άρθρα

Ιστορικό

Kατηγορίες

ΛΙΟΝΤΑΡΙ

Λιοντάρι

Το λιοντάρι (Panthera leoΠάνθηρ ο λέων) ανήκει στο γένος Panthera της οικογένειας των Αιλουροειδών. Καθώς κάποια αρσενικά υπερβαίνουν τα 250 κιλά σε βάρος είναι το μεγαλύτερο αιλουροειδές μαζί με την τίγρη που υπάρχει σήμερα (Το λιοντάρι διαθέτει το υψηλότερο, ενώ αντίστοιχα η τίγρης το μακρύτερο μήκος σώματος). Λιοντάρια σε άγρια κατάσταση υπάρχουν πλέον στην Υποσαχάρια Αφρική και στην Ασία που έχει μείνει ένας πληθυσμός στη βορειοδυτική Ινδία που κινδυνεύει άμεσα από αφανισμό ενώ έχει εξαφανιστεί από τη Βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή και τη Δυτική Ασία, τα Βαλκάνια και τον Καύκασο στα ιστορικά χρόνια. Μέχρι το ύστερο Πλειστόκαινο, περίπου 10.000 χρόνια πριν, το λιοντάρι ήταν το πλέον διασκορπισμένο μεγάλο επίγειο θηλαστικό μετά τον άνθρωπο. Βρίσκονταν στο μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής, μεγάλο μέρος της Ευρασίας από τη δυτική Ευρώπη έως την Ινδία, και στην Αμερική από το Γιούκον έως το Περού.

Τα λιοντάρια στη φύση ζουν περίπου 10-14 χρόνια, ενώ σε αιχμαλωσία μπορούν να ζήσουν πάνω από 20 χρόνια. Σε άγρια κατάσταση τα αρσενικά σπανίως ζουν πάνω από 10 χρόνια, καθώς οι τραυματισμοί από τις συνεχόμενες μάχες με αντίπαλα αρσενικά μειώνουν δραστικά τη μακροζωία τους. Ο συνηθισμένος τόπος διαμονής των λιονταριών είναι η σαβάνα και οι γρασιδότοποι, αν και μπορεί να βρεθούν και σε θαμνώδεις περιοχές και δάση. Είναι ασυνήθιστα κοινωνικά ζώα σε σχέση με τα υπόλοιπα αιλουροειδή. Μια αγέλη λιονταριών συνήθως αποτελείται από συγγενικά θηλυκά, τα νεογνά τους και ένα μικρό αριθμό ενήλικων αρσενικών. Τα θηλυκά συνήθως κυνηγούν μαζί σε ομάδες, κυρίως μεγάλα οπληφόρα. Τα λιοντάρια είναι κυρίαρχα αρπακτικά, παρόλο που τρώνε και θνησιμαία αν δοθεί η ευκαιρία. Ενώ συνήθως δεν κυνηγούν ανθρώπους επιλεκτικά, έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις λιονταριών που αναζητούσαν ανθρώπινα θηράματα.

Το λιοντάρι είναι εκτεθειμένο είδος, έχοντας υποστεί, πιθανώς μη αναστρέψιμη, μείωση του πληθυσμού του στην Αφρική 30 με 50 τοις εκατό τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Οι πληθυσμοί λιονταριών έξω από τα καθορισμένα καταφύγια και τα εθνικά πάρκα δεν μπορούν να διατηρηθούν. Παρόλο που η αιτία της παρακμής του πληθυσμού δεν είναι πλήρως κατανοητή. η απώλεια της φυσικής κατοικίας και οι επιπλοκές με τον άνθρωπο θεωρούνται σήμερα οι κυριότεροι παράγοντες ανησυχίας. Λιοντάρια αιχμαλωτίζονταν και κρατιόνταν σε θηριοτροφεία από τη ρωμαϊκή εποχή, ενώ είναι ένα από τα κύρια είδη που εκτίθενται σε ζωολογικούς κήπους από τα τέλη του 18ου αιώνα. Διάφοροι ζωολογικοί κήποι ανά τον κόσμο συνεργάζονται σε προγράμματα εκτροφής του απειλούμενου ασιατικού υποείδους.

Οπτικά το αρσενικό λιοντάρι είναι πολύ χαρακτηριστικό και αναγνωρίζεται εύκολα από τη χαίτη του. Το λιοντάρι, και συγκεκριμένα το πρόσωπο του αρσενικού, είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα ζωικά σύμβολα στην ανθρώπινη κουλτούρα. Απεικονίσεις του υπήρχαν από την Άνω Παλαιολιθική περίοδο, από το Λασκό (Lascaux) και το Σοβέ (Chauvet) μέχρι πρακτικά όλους τους αρχαίους και μεσαιωνικούς πολιτισμούς όπου ιστορικά εμφανίστηκαν. Έχει απεικονιστεί ευρύτατα στη λογοτεχνία, τη γλυπτική, τη ζωγραφική τις εθνικές σημαίες και στον κινηματογράφο.

Ετυμολογία

Το όνομα του λιονταριού προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό λέων από το ρήμα λύω-λέω που σημαίνει διαλύω σε πολλά μέρη, παρ. και το λατινικό leo από όπου προέρχεται και η ονομασία του στις ρωμανικές γλώσσες. Το εβραϊκό לָבִיא ενδέχεται να είναι συγγενές, όπως και το αρχαίο αιγυπτιακό rw. Ήταν ένα από τα πολλά είδη που αρχικά περιγράφηκαν, ως Felis leo, από τον Λινναίο στο έργο του Systema Naturae, τον 18ο αιώνα. Το επιστημονικό όνομα του γένους και τμήμα της επιστημονικής τους ονομασίας, Panthera leo, θεωρείται συχνά ότι προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό παν- και θηρ’ που σημαίνει ο κυνηγός όλων, αλλά αυτό ενδέχεται να είναι απλώς λαϊκή ετυμολογία. Πιθανότατα έχει προέλευση από την ανατολική Ασία, και σημαίνει το «κιτρινωπό ζώο» ή «κίτρινο προς λευκό»..

Ταξινομία και εξέλιξη

Οι κοντινότεροι συγγενείς του λιονταριού είναι τα άλλα είδη του γένους Panthera, η τίγρη, ο ιαγουάρος και η λεοπάρδαλη. Μορφολογικές και γενετικές μελέτες αποκαλύπτουν ότι η τίγρης ήταν το πρώτο από αυτά τα είδη που παρέκκλινε. Περίπου 1,9 εκατομμύρια χρόνια πριν διαφοροποιήθηκε ο ιαγουάρος από τον πληθυσμό που περιείχε τους πρόγονους της λεοπάρδαλης και του λιονταριού. Το λιοντάρι και η λεοπάρδαλη διαχωρίστηκαν πριν από 1 με 1,25 εκατομμύρια χρόνια.

 

 

Παραδοσιακά αναγνωρίζονται 12 υποείδη λιονταριών, το μεγαλύτερο από τα οποία είναι το Βερβερικό λιοντάρι. Οι κύριες διαφορές που διαχωρίζουν αυτά τα υποείδη είναι η τοποθεσία, η εμφάνιση της χαίτης, το μέγεθος και η κατανομή. Επειδή αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι σημαντικά, και παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία σε επίπεδο ατόμου, οι περισσότεροι από αυτούς τους τύπους είναι συζητήσιμοι και πιθανώς άκυροι. Επιπροσθέτως, συχνά βασίζονταν σε υλικό ζωολογικών κήπων, άγνωστης προέλευσης το οποίο είχε «εντυπωσιακά και μη κανονικά» μορφολογικά χαρακτηριστικά. Σήμερα γίνονται αποδεκτά συνήθως μόνο οκτώ υποείδη, αλλά ένα από αυτά (το λιοντάρι του Ακρωτηρίου που παλαιότερα περιγράφονταν ως Panthera leo melanochaita) πιθανώς είναι άκυρο. Ακόμα και τα υπόλοιπα επτά υποείδη μπορεί να είναι πολλά, η μιτοχονδριακή ποικιλία στα πρόσφατα λιοντάρια είναι μέτρια, πράγμα που υποδηλώνει ότι όλα τα υποσαχάρια λιοντάρια θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ένα υποείδος, πιθανώς με δύο κύριους κλάδους: έναν στα δυτικά της Μεγάλης τεκτονικής τάφρου και έναν στα ανατολικά της. Τα λιοντάρια από το Τσάβο της ανατολικής Κένυας είναι πολύ πιο κοντά γενετικά με τα λιοντάρια του Τράνσβααλ της Νότιας Αφρικής, από ότι με αυτά της Οροσειράς Αμπερντέαρ στη δυτική Κένυα

Υβρίδια

Τα λιοντάρια είναι γνωστό ότι αναπαράγονται με τίγρεις (πιο συχνά με τα υποείδη της Σιβηρίας και της Βεγγάλης) και δημιουργούν υβρίδια που αποκαλούνται liger και tigon.. Έχουν διασταυρωθεί και με λεοπαρδάλεις παράγοντας leopon, καθώς και με τζάγκουαρ των οποίων οι απόγονοι καλούνται jaglion. Το μαζρόζι εκτιμάται ότι είναι είτε υποείδος πιτσιλωτού λιονταριού είτε φυσικό υβρίδιο leopon, ενώ το Στικτό λιοντάρι του Κονγκό είναι υβρίδιο λιονταριού, τζάγκουαρ και λεοπάρδαλης που αποκαλείται lijagulep. Τέτοια υβρίδια παράγονταν συχνά παλιότερα σε ζωολογικούς κήπους, αλλά τώρα η πρακτική αυτή αποθαρρύνεται λόγω της έμφασης που δίνεται στη διατήρηση των ειδών και των υποειδών. Υβρίδια εκτρέφονται ακόμα σε ιδιωτικά θηριοτροφεία και σε ζωολογικούς κήπους της Κίνας.

ο liger είναι διασταύρωση αρσενικού λιονταριού με θηλυκή τίγρη. Επειδή η θηλυκή τίγρη δεν έχει γονίδιο που να εμποδίζει την ανάπτυξη, και κληροδοτείται γονίδιο προώθησης της ανάπτυξης από το αρσενικό λιοντάρι, οι απόγονοι γίνονται πολύ μεγαλύτεροι και από τους δύο γονείς. Μοιράζονται τις φυσικές και συμπεριφορικές ιδιότητες και των δύο γονικών ειδών. Τα αρσενικά liger είναι στείρα, τα θηλυκά όμως είναι συχνά γόνιμα. Τα αρσενικά έχουν 50% πιθανότητα να έχουν χαίτη, αλλά αν έχουν αυτή είναι μέτρια, περίπου 50% της χαίτης ενός καθαρού λιονταριού. Τα liger έχουν συνήθως μήκος 3,0 με 3,7 μέτρα και βάρος από 360 έως 450 κιλά ή και παραπάνω. Το λιγότερο συχνό tigon είναι διασταύρωση λέαινας με αρσενική τίγρη.

Χαίτη

Η χαίτη του ενήλικου αρσενικού λιονταριού, μοναδική ανάμεσα στα αιλουροειδή, είναι το πιο διακριτό χαρακτηριστικό του είδους. Κάνει το αρσενικό να φαίνεται μεγαλύτερο, παρέχοντας του εξαιρετικά εκφοβιστική εμφάνιση. Αυτό το βοηθά στις αναμετρήσεις του με άλλα λιοντάρια αλλά και με τους κύριους ανταγωνιστές του στην Αφρική, την στικτή ύαινα.. Η παρουσία, η απουσία, το χρώμα και το μέγεθος της χαίτης σχετίζεται με τις γενετικές προϋποθέσεις, τη σεξουαλική ωριμότητα και την παραγωγή τεστοστερόνης. Όσο πιο μεγάλη και σκούρα είναι χαίτη τόσο πιο υγιές είναι εν γένει το λιοντάρι. Η σεξουαλική επιλογή συντρόφων από τη λέαινα ευνοεί τα αρσενικά με την πυκνότερη και σκουρότερη χαίτη.Έρευνες στην Τανζανία υποδεικνύουν ότι το μήκος της χαίτης αποτελεί ένδειξη επιτυχίας σε ενδεχόμενη μάχη στις σχέσεις ανάμεσα στα αρσενικά. Τα άτομα με σκούρες χαίτες ενδέχεται να έχουν μεγαλύτερη διάρκεια αναπαραγωγικής ζωής και υψηλότερο ποσοστό επιβίωσης στους απογόνους τους, παρόλο που υποφέρουν τους πιο ζεστούς μήνες του χρόνου.Σε αγέλες που έχουν δύο ή τρία αρσενικά, είναι πιθανό οι λέαινες να επιδιώξουν να ζευγαρώσουν με το αρσενικό που έχει τη μεγαλύτερη χαίτη.

Η οργάνωση της ομάδας

Τα λιοντάρια είναι αρπακτικά σαρκοφάγα τα οποία εκδηλώνουν δύο τύπους κοινωνικής οργάνωσης. Κάποια είναι μόνιμα εγκατεστημένα, και ζουν σε ομάδες που λέγονται αγέλες. Οι αγέλες συνήθως αποτελούνται από πέντε ή έξι συγγενικά θηλυκά, τα νεογνά τους ανεξαρτήτως φύλου, και ένα ή δύο αρσενικά (γνωστά και ως συνασπισμός αν είναι πάνω από ένα) τα οποία ζευγαρώνουν με τα ενήλικα θηλυκά. Έχουν παρατηρηθεί και μεγάλες αγέλες που αποτελούνται από 30 άτομα. Ο συνασπισμός των αρσενικός που σχετίζονται με την αγέλη αποτελείται συνήθως από δύο άτομα, αλλά μπορεί να αυξηθεί σε τέσσερα και να μειωθεί ξανά με τον καιρό. Τα μικρά αρσενικά αποκλείονται από τη μητρική αγέλη όταν ενηλικιωθούν.

Η δεύτερη συμπεριφορά οργάνωσης είναι οι νομάδες, οι οποίοι περιφέρονται σε μεγάλες εκτάσεις σποραδικά, είτε μοναχικά είτε σε ζευγάρια.[61] Τα ζευγάρια πιο συχνά αποτελούνται από συγγενικά αρσενικά που έχουν αποκλειστεί από τη μητρική τους αγέλη. Ένα λιοντάρι μπορεί να αλλάξει τρόπο ζωής, οι νομάδες μπορούν να εγκατασταθούν και το αντίθετο. Τα αρσενικά περνάν από αυτό το στάδιο και κάποια δεν καταφέρνουν να προσχωρήσουν σε άλλη αγέλη. Μία θηλυκή που γίνεται νομάδας έχει πολύ μεγαλύτερη δυσκολία να ενταχθεί σε νέα αγέλη, καθώς τα θηλυκά της αγέλης είναι συγγενικά και απορρίπτουν τις περισσότερες απόπειρες από μη συγγενικά θηλυκά να ενταχθούν στην ομάδα τους.

Τα αρσενικά που σχετίζονται με μια αγέλη τείνουν να παραμένουν στις παρυφές της περιοχής της, περιπολώντας την επικράτειά τους. Το γιατί η κοινωνικότητα έχει αναπτυχθεί στις λέαινες – η εντονότερη μεταξύ των αιλουροειδών – είναι αντικείμενο αντιπαράθεσης. Η αυξημένη επιτυχία στο κυνήγι είναι ένας προφανής λόγος, αλλά γίνεται λιγότερο βέβαιο αν εξεταστεί: το συντονισμένο κυνήγι φέρνει καλύτερα αποτελέσματα, αλλά επιπλέον εξασφαλίζει ότι τα μέλη που δεν κυνηγάνε παίρνουν μειωμένες κατά κεφαλή θερμίδες, εντούτοις, μερικά παίζουν τον ρόλο της ανατροφής των μικρών, τα οποία μπορούν να μείνουν μόνα τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα.Τα μέλη της αγέλης συνήθως τείνουν να παίζουν τον ίδιο ρόλο στα κυνήγια. Η υγεία των κυνηγών είναι πρωταρχικής σημασίας για την επιβίωση της αγέλης και είναι οι πρώτοι που καταναλώνουν τη λεία επί τόπου. Άλλα πλεονεκτήματα περιλαμβάνουν την πιθανή επιλογή συγγενών (είναι καλύτερο να μοιράζεται το φαγητό με ένα συγγενικό λιοντάρι παρά με ένα ξένο), προστασία των νεογνών, διατήρηση της περιοχής, και ατομική ασφάλεια απέναντι σε τραυματισμό και πείνα

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση