Θεόφιλος.  Ο ζωγράφος, ο δημιουργός που ζωντάνεψε μέσα από  τα πινέλα του το μεγαλείο της ελληνικής παράδοσης σε κάθε της πτυχή. Την μυθολογία,  την αρχαία της Ιστορία,  τους αγώνες της για ελευθερία,  τους μεγάλους της ήρωες,  τους θρύλους και τις παραδόσεις της,  την θρησκευτική και κοινωνική της ζωή,  την υπέροχη φύση της.

Γεννιέται στη Βαρειά της Μυτιλήνης το 1867.  Ταπεινός και κλεισμένος στον εαυτό του από μικρό παιδί λόγω μιας φυσικής αδυναμίας αφοσιώνεται στην ζωγραφική από τα παιδικά του χρόνια. Γνωρίζει δυστυχώς από μικρός την απαξίωση και τον χλευασμό από όλο τον κοινωνικό του περίγυρο και σε όλες της ηλικίες, ξεκινώντας από τα σχολικά χρόνια. Επειδή ήταν αριστερόχειρας όλοι τον έλεγαν «ζερβοκουτάλα» και  γονείς και δάσκαλοι προσπαθούσαν κάθε μέρα και βίαια να τον κάνουν δεξιόχειρα.  Έτσι  ο  Θεόφιλος κλείστηκε στον εαυτό του.   Δεν  έπαιζε με τα άλλα παιδιά.  Βρήκε παρηγοριά στη ζωγραφική. Κατέβαινε στο υπόγειο του σπιτιού του που το χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη και ζωγράφιζε συνεχώς, ατελείωτες ώρες. Εκεί κλειδωμένος τραγουδούσε τα κλέφτικα τραγούδια.  Τραγουδούσε  μόνο  εκεί  για  να  μην  τον  ακούνε  γιατί όταν ήταν νήπιο πέρασε μιαν αρρώστια που τον έκανε να τραυλίζει. Αυτό αγωνιζόταν συνεχώς να το κατανικήσει  αλλά  η προφορά του δεν ήταν ποτέ καθαρή. Δεν  ήθελε  να  τον  ακούσει  ο  κόσμος.

Στο σχολείο γέμιζε τα τετράδια του με ζωγραφιές: Καΐκια και γοργόνες. Στην τρίτη δημοτικού σταματά το σχολείο. Ο πατέρας του τον στέλνει στο παπουτσάδικο του νησιού για να γίνει τσαγκάρης αλλά ο Θεόφιλος  το έσκαγε συνέχεια και πήγαινε τρεχάτος στον παππού του τον Κωνσταντή που ήταν αγιογράφος. Ο παππούς του έκανε αληθινά θαύματα μπροστά στα μάτια του!! Έπαιρνε απλά ξύλα και σανίδια και  τα μετέτρεπε σε αγίους!! Ο παππούς του τον λάτρευε. Τον κάθιζε στα πόδια του, τον αγκάλιαζε και του έδειχνε τη ζωγραφική του, του έλεγε ιστορίες: για τους βίους των αγίων, τους ήρωες του 1821, τον Μέγα Αλέξανδρο. Αυτοί οι ήρωες θα αποτυπωθούν στο έργο του Θεόφιλου.

Μεγαλώνοντας δεν μπορούσε να μείνει πλέον στην Μυτιλήνη. Ο κόσμος τον κορόιδευε επειδή ήθελε να φοράει φουστανέλα, τον χλεύαζαν και έφθασαν ακόμα και να τον χτυπούν. Ο Θεόφιλος φεύγει. Το σκάει από το σπίτι του με πονεμένη ψυχή από την απάνθρωπη συμπεριφορά των συγχωριανών του. Ήταν 16 χρονών. Πηγαίνει στη Σμύρνη. Μετά τη Σμύρνη, ο Θεόφιλος πηγαίνει στη Μακρινίτσα στο Πήλιο και στο Βόλο. Στη ζώνη της φουστανέλας του, εκεί που έμπαιναν τα ντουφέκια, αυτός ζώνεται με πινέλα και χρώματα που τα έφτιαχνε ο ίδιος από τρίχες αλόγου και  για τα χρώματα κοπανούσε λουλούδια και χορτάρια που έβρισκε άφθονα στην φύση μαζί με κρεμμύδια και φλούδες ροδιού. Μετά τα ανακάτευε με τις μπογιές των μπογιατζήδων. Για να δέσουν όλα, κάποιες φορές πρόσθετε γάλα συκιάς ή αυγό. Σε αυτά τα μέρη ζωγραφίζει τοίχους σε μικρά μαγαζιά, σε βαρέλια, στις ταβέρνες και όπου βρει μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων. Ο Θεόφιλος έτσι κατάφερνε να επιβιώνει. Λίγα χρήματα ίσως, ένα πιάτο φαγητό και κρεμμύδια που ήταν η αδυναμία του. Συχνά έλεγε πως δεν πουλάει τα έργα του αλλά τα χαρίζει…. 

Όταν γύρισε στη Μυτιλήνη πάλι τον υποδέχονται με απαξίωση καθώς…. δεν κατάφερε να δημιουργήσει περιουσία. Εντελώς τυχαία φωτογραφίες κάποιων έργων αποστέλλονται στο Παρίσι από κάποιο ζωγράφο όπου προωθούνται από κάποιον συντοπίτη του που έμενε μόνιμα εκεί. Ο Θεόφιλος όμως πεθαίνει στις 24 Μαρτίου του 1934 και δεν προλαβαίνει να δει την εξέλιξη και την αναγνώρισή των έργων του. Στις 3 Ιουνίου του 1961, το Λούβρο διοργανώνει μεγάλη αναδρομική έκθεση για τον Θεόφιλο.  Και σήμερα, τα έργα του υπάρχουν σε πολλά Μουσεία και ιδιωτικές συλλογές.

Τα παιδιά της ΣΤ’ τάξης ζωγράφισαν τον παρακάτω πίνακα του Θεόφιλου με την βοήθεια της δασκάλας τους των Εικαστικών κυρίας Αλεξίας Κυριαζοπούλου. Κάντε κλικ στην εικόνα για να δείτε μια παρουσίαση με τα έργα των παιδιών…!