Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν είναι ένα ποίημα που έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός το 1823, τμήμα του οποίου αποτελεί τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας από το 1865 και της Κύπρου από το 1966.
Πρόκειται για τον μεγαλύτερο Εθνικό Ύμνο στον κόσμο σε μέγεθος, καθώς αποτελείται από 158 στροφές ή διαφορετικά 632 στίχους.
Το ποίημα γράφτηκε τον Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο και έναν χρόνο αργότερα τυπώθηκε στο Μεσολόγγι. Συνδυάζει στοιχεία από τον ρομαντισμό αλλά και τον κλασικισμό, οι στροφές που χρησιμοποιούνται είναι τετράστιχες, ενώ στους στίχους παρατηρείται εναλλαγή τροχαϊκών οκτασύλλαβων και επτασύλλαβων.
Το 1828 μελοποιήθηκε από τον Κερκυραίο Νικόλαο Μάντζαρο πάνω σε λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία και έκτοτε ακουγόταν τακτικά σε εθνικές γιορτές, αλλά και στα σπίτια των Κερκυραίων αστών και αναγνωρίστηκε στη συνείδηση των Ιονίων ως άτυπος ύμνος της Επτανήσου. Ακολούθησαν και άλλες μελοποιήσεις από τον Μάντζαρο (2η το 1837 και 3η το 1839-’40), ο οποίος υπέβαλε το έργο του στον Βασιλιά Όθωνα.
Οι 24 πρώτες τετράστιχες στροφές του ποίηματος «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» καθιερώθηκαν ως εθνικός ύμνος το 1865. Οι δύο πρώτες ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές. Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσής του αποδίδονται ορθίως τιμές στρατιωτικού χαιρετισμού «εν ακινησία».
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821: ΧΑΙΡΕ, Ω ΧΑΙΡΕ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!!!
1
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη,
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.
2
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
3
Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
πικραμένη, ἐντροπαλή,
κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
«ἔλα πάλι», νὰ σοῦ πῇ.
4
Ἄργειε νά ῾λθη ἐκείνη ἡ μέρα
κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,
γιατὶ τά ῾σκιαζε ἡ φοβέρα
καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.
5
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σου ἔμεινε νὰ λὲς
περασμένα μεγαλεῖα
καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς.
6
Καὶ ἀκαρτέρει, καὶ ἀκαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ἕνα ἐκτύπαε τ᾿ ἄλλο χέρι
ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά,
7
κι ἔλεες «πότε, ἅ! πότε βγάνω
τὸ κεφάλι ἀπὸ τς ἐρμιές;»
Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω
κλάψες, ἅλυσες, φωνές.
8
Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα
μὲς στὰ κλάιματα θολό,
καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ᾿ αἷμα
πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.
9
Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα
ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ
νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα
ἄλλα χέρια δυνατά.
10
Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες,
ἐξανάλθες μοναχή,
δὲν εἶν᾿ εὔκολες οἱ θύρες,
ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῆ.
11
Ἄλλος σου ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια
ἀλλ᾿ ἀνάσασιν καμιὰ
ἄλλος σοῦ ἔταξε βοήθεια
καὶ σὲ γέλασε φρικτά.
12
Ἄλλοι, ὀϊμέ! στὴ συμφορά σου,
ὅπου ἐχαίροντο πολύ,
«σύρε νά ῾βρῃς τὰ παιδιά σου,
σύρε», ἐλέγαν οἱ σκληροί.
13
Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι
καὶ ὁλογλήγορο πατεῖ
ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι
ποὺ τὴ δόξα σου ἐνθυμεῖ.
14
Ταπεινότατή σου γέρνει
ἡ τρισάθλια κεφαλή,
σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει
κι εἶναι βάρος του ἡ ζωή.
15
Ναί· ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,
ποὺ ἀκατάπαυστα γυρεύει
ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανή!
16
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
17
Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου
ὁ οὐρανός, ποὺ γιὰ τ᾿ς ἐχθροὺς
εἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σου
ἔτρεφ᾿ ἄνθια καὶ καρπούς,
18
ἐγαλήνευσε καὶ ἐχύθη
καταχθόνια μία βοὴ
καὶ τοῦ Ρήγα σου ἀπεκρίθη
πολεμόκραχτη ἡ φωνή1
19
ὅλοι οἱ τόποι σου σ᾿ ἐκράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν,
ὅσα αἰσθάνετο ἡ καρδιά.
20
Ἐφωνάξανε ὡς τ᾿ ἀστέρια
τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά,
καὶ ἐσηκώσανε τὰ χέρια,
γιὰ νὰ δείξουνε χαρά,
21
μ᾿ ὅλον πού ῾ναι ἁλυσωμένο
τὸ καθένα τεχνικὰ
καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο
ἔχει: ψεύτρα Ἐλευθεριά.
22
Γκαρδιακὰ χαροποιήθη
καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ
καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθη
ποῦ τὴν ἔδεναν κι αὐτή.
23
Ἀπ᾿ τὸν πύργο του φωνάζει,
σὰ νὰ λέῃ «σὲ χαιρετῶ»,
καὶ τὴ χήτη του τινάζει
τὸ Λεοντάρι τὸ Ἰσπανό.
24
Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας
τὸ θηρίο καὶ σέρνει εὐθὺς
κατὰ τ᾿ ἄκρα τῆς Ῥουσίας
τὰ μουγκρίσματα τ᾿ς ὀργῆς.
25
Εἰς τὸ κίνημά του δείχνει
πὼς τὰ μέλη εἶν᾿ δυνατὰ
καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα ρίχνει
μία σπιθόβολη ματιά.
26
Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη
καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ,
ποὺ φτερὰ καὶ νύχια θρέφει
μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ·
27
καὶ σ᾿ ἐσὲ καταγειρμένος,
γιατὶ πάντα σὲ μισεῖ,
ἔκρωζ᾿, ἔκρωζε ὁ σκασμένος,
νὰ σὲ βλάψῃ, ἂν ἠμπορῇ.
28
Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαι
πάρεξ ποὺ θὰ πρωτοπᾷς
δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαι
στὲς βρισίες ὅπου ἀγρικᾷς·
29
σὰν τὸ βράχον ὅπου ἀφήνει
κάθε ἀκάθαρτο νερὸ
εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνῃ
εὐκολόσβηστον ἀφρό,
30
ὅπου ἀφήνει ἀνεμοζάλη
καὶ χαλάζι καὶ βροχὴ
νὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη,
τὴν αἰώνια κορυφή.
31
Δυστυχιά του, ὢ δυστυχιά του,
ὁποιανοῦ θέλει βρεθῆ
στὸ μαχαῖρι σου ἀποκάτου
καὶ σ᾿ ἐκεῖνο ἀντισταθῇ.
32
Τὸ θηρίο, π᾿ ἀνανογιέται
πῶς τοῦ λείπουν τὰ μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αἷμα ἀνθρώπινο διψᾷ.
33
Τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση,
τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά,
καὶ ὅπου φθάση, ὅπου περάσῃ
φρίκη, θάνατος, ἐρμιά·
34
ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη,
ὅπου ἐπέρασες κι ἐσύ·
ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴν θήκη
πλέον ἀνδρείαν σοῦ προξενεῖ.
35
Ἰδοὺ ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει
τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς·
τώρα τρόμου ἀστροπελέκι
νὰ τῆς ρίψῃς πιθυμᾶς.
36
Μεγαλόψυχο τὸ μάτι
δείχνει πάντα ὅπως νικεῖ,
καὶ ἂς εἶναι ἄρματα γεμάτη
καὶ πολέμιαν χλαλοή.
37
Σοὺ προβαίνουνε καὶ τρίζουν,
γιὰ νὰ ἰδῆς πὼς εἶν᾿ πολλὰ
δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν
ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά;2
38
Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θὰ σᾶς μείνουνε ἀνοιχτά,
γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα,
ποὺ θὲ ναὔρῃ ἡ συμφορά.
39
Κατεβαίνουνε, καὶ ἀνάφτει
τοῦ πολέμου ἀναλαμπή·
τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει,
λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.
40
Γιατί ἡ μάχη ἐστάθη ὀλίγη;
λίγα τὰ αἵματα γιατί;
τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγῃ
καὶ στὸ κάστρο ν᾿ ἀνεβῇ.3
41
Μέτρα! εἶν᾿ ἄπειροι οἱ φευγάτοι,
ὁποὺ φεύγοντας δειλιοῦν·
τὰ λαβώματα στὴν πλάτη
δέχοντ᾿, ὥστε ν᾿ ἀνεβοῦν.
42
Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε
τὴν ἀφεύγατη φθορά·
νά, σᾶς φθάνει· ἀποκριθῆτε
στῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά.4
43
Ἀποκρίνονται, καὶ ἡ μάχη
ἔτσι ἀρχίζει, ὅπου μακριὰ
ἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχη
ἀντιβούιζε φοβερά.
44
Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια,
ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,
ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,
ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.
45
Ἄ! τί νύκτα ἦταν ἐκείνη
ποὺ τὴν τρέμει ὁ λογισμός;
Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.
46
Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος,
οἱ κραυγές, ἡ ταραχή,
ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος
τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,
47
καὶ οἱ βροντές, καὶ τὸ σκοτάδι,
ὅπου ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά,
ἐπαράσταιναν τὸν ᾅδη
ποῦ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά·
48
τ᾿ ἀκαρτέρειε. ἐφαίνοντ᾿ ἴσκιοι
ἀναρίθμητοι γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.
49
Ὅλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,
σὰν τὸ ροῦχο ὁποὺσκεπάζει
τὰ κρεββάτια τὰ στερνά.
50
Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι
ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ,
ὅσοι εἶν᾿ ἄδικα σφαγμένοι
ἀπὸ τούρκικην ὀργή.
51
Τόσα πέφτουνε τὰ θέρι-
σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς·
σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη
ἐσκεπάζοντο ἀπ᾿ αὐτούς.
52
Θαμποφέγγει κανέν᾿ ἄστρο,
καὶ ἀναδεύοντο μαζί,
ἀναβαίνοντας τὸ κάστρο
μὲ νεκρώσιμη σιωπή.
53
Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα,
μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό,
ὅταν στέλνῃ μίαν ἀχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,
54
ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ᾿ ἄδεια
τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,
σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια,
ὅπου οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν.
55
Μὲ τὰ μάτια τους γυρεύουν
ὅπου εἶν᾿ αἵματα πηχτά,
καὶ μὲς στ᾿ αἵματα χορεύουν
μὲ βρυχίσματα βραχνά,
56
καὶ χορεύοντας μανίζουν
εἰς τοὺς Ἕλληνας κοντά,
καὶ τὰ στήθια τους ἐγγίζουν
μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά.
57
Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει
βαθιὰ μὲς στὰ σωθικά,
ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει,
καὶ ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.
58
Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμου
ὁ χορὸς τρομακτικά,
σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου
στοῦ πελάου τὴ μοναξιά.
59
Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου·
κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγῇ
εἶναι κτύπημα θανάτου,
χωρὶς νὰ δευτερωθῇ.
60
Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει
λὲς καὶ ἐκεῖθεν ἡ ψυχὴ
ἀπ᾿ τὸ μῖσος ποὺ τὴν καίει
πολεμάει νὰ πεταχθῇ.
61
Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνε
μὲς στὰ στήθια τους ἀργά,
καὶ τὰ χέρια ὁποὺ χουμᾶνε
περισσότερο εἶν᾿ γοργά.
62
Οὐρανὸς γι᾿ αὐτοὺς δὲν εἶναι,
οὐδὲ πέλαο, οὐδὲ γῆ·
γι᾿ αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναι
μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.
63
Τόση ἡ μάνητα καὶ ἡ ζάλη,
ποὺ στοχάζεσαι, μὴ πὼς
ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ᾿ ἄλλη
δὲν μείνῃ ἕνας ζωντανός.
64
Κοίτα χέρια ἀπελπισμένα
πῶς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,
65
καὶ παλάσκες καὶ σπαθία
μὲ ὁλοσκόρπιστα μυαλά,
καὶ μὲ ὁλόσχιστα κρανία
σωθικὰ λαχταριστά.
66
Προσοχὴ καμία δὲν κάνει
κανείς, ὄχι, εἰς τὴ σφαγὴ
πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὤ! φθάνει,
φθάνει ἕως πότε οἱ σκοτωμοί;
67
Ποῖος ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο,
πάρεξ ὅταν ξαπλωθῇ;
Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο
καὶ λὲς κι εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.
68
Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι,
καὶ «Ἀλλά» ἐφώναζαν, «Ἀλλά»
καὶ τῶν χριστιανῶν τὰ χείλη
«φωτιά» ἐφώναζαν, «φωτιά».
69
Λεονταρόψυχα ἐκτυπιοῦντο,
πάντα ἐφώναζαν «φωτιά»,
καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο,
πάντα σκούζοντας «Ἀλλά».
70
Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα
καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί·
παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,
καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.
71
Ἦταν τόσοι! πλέον τὸ βόλι
εἰς τ᾿ αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ.
Ὅλοι χάμου ἐκείτοντ᾿ ὅλοι
εἰς τὴν τέταρτην αὐγή.
72
Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη
καὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά,
καὶ τὸ ἀθῷο χόρτο πίνει
αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά.
73
Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι,
δὲν φυσᾷς τώρα ἐσὺ πλιὸ
στῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι5
φύσα, φύσα εἰς τὸ Σταυρό.
74
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
75
Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι
δὲν λάμπ᾿ ἥλιος μοναχὰ
εἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπει
εἰς τ᾿ ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά·
76
εἰς τὸν ἥσυχον αἰθέρα
τώρα ἀθῴα δὲν ἀντηχεῖ
τὰ λαλήματα ἡ φλογέρα,
τὰ βελάσματα τὸ ἀρνί·
77
τρέχουν ἅρματα χιλιάδες
σὰν τὸ κῦμα εἰς τὸ γιαλὸ
ἀλλ᾿ οἱ ἀνδρεῖοι παλικαράδες
δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.
78
Ὢ τρακόσιοι! σηκωθῆτε
καὶ ξανάλθετε σ᾿ ἐμᾶς·
τὰ παιδιά σας θέλ᾿ ἰδῆτε
πόσο μοιάζουνε μ᾿ ἐσᾶς.
79
Ὅλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνται,
καὶ μὲ πάτημα τυφλὸ
εἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται
κι ὅλοι χάνουνται ἀπ᾿ ἐδῶ.
80
Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου
πεῖναν καὶ θανατικὸ
ποῦ σὲ σχῆμα ἑνὸς σκελέθρου
περπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό·
81
καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάρια
ἀπεθαίνανε παντοῦ
τὰ θλιμμένα ἀπομεινάρια
τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ.
82
Καὶ ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία,
ποῦ ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς,
εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,
ματωμένη περπατεῖς.
83
Στὴ σκιὰ χεροπιασμένες,6
στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼ
κρινοδάκτυλες παρθένες,
ὅπου κάνουνε χορό·
84
στὸ χορὸ γλυκογυρίζουν
ὡραία μάτια ἐρωτικά,
καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουν
μαῦρα, ὁλόχρυσα μαλλιά.
85
Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει
πὼς ὁ κόρφος καθεμιᾶς
γλυκοβύζαστο ἑτοιμάζει
γάλα ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριᾶς.
86
Μὲς στὰ χόρτα, τὰ λουλούδια,
τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ·
φιλελεύθερα τραγούδια
σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.
87
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
88
Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι
τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,
μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι7
γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ.
89
Σοὖλθε ἐμπρὸς λαμποκοπώντας
ἡ Θρησκεία μ᾿ ἕνα σταυρὸ
καὶ τὸ δάκτυλο κινώντας
ὅπου ἀνεῖ τὸν οὐρανό,
90
«σ᾿ αὐτό», ἐφώναξε, «τὸ χῶμα
στάσου ὁλόρθη, Ἐλευθεριά»·
καὶ φιλώντας σου τὸ στόμα
μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά.8
91
Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει,
καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ
γύρω γύρω της πυκνώνει
ποὺ σκορπάει τὸ θυμιατό.
92
Ἀγρικάει τὴν ψαλμῳδία
ὁποὺ ἐδίδαξεν αὐτή·
βλέπει τὴ φωταγωγία
στοὺς ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.
93
Ποιοὶ εἶν᾿ αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουν
μὲ πολλὴ ποδοβολή,
κι ἅρματ᾿, ἅρματα ταράζουν;
Ἐπετάχτηκες Ἐσύ.
94
Ἄ! τὸ φῶς, ποὺ σὲ στολίζει
σὰν ἡλίου φεγγοβολὴ
καὶ μακρόθεν σπινθηρίζει,
δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ·
95
λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη
χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός·
φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι,
κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.
96
Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατᾷς,
σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις,
καὶ εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾷς·
97
μὲ φωνὴ ποὺ καταπείθει
προχωρώντας ὁμιλεῖς·
«Σήμερ᾿, ἄπιστοι, ἐγεννήθη,
ναί, τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής».
98
Αὐτὸς λέγει… «Ἀφοκρασθῆτε
Ἐγὼ εἶμ᾿ Ἄλφα, Ὠμέγα ἐγώ·9
πέστε, ποῦ θ᾿ ἀποκρυφθῆτε
ἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ;
…