“Ο Μέγας Ιεροεξεταστής”, του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821-1881)
Μεγαλοφυής Ρώσος μυθιστοριογράφος. Γεννήθηκε στη Μόσχα. Το 1837 μπήκε στη Στρατιωτική Σχολή Μηχανικού, αλλά δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον· αντίθετα αφοσιώθηκε στη μελέτη της λογοτεχνίας. Τελειώνοντας τις σπουδές υπηρέτησε για ένα χρόνο στην Πετρούπολη και παραιτήθηκε για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη συγγραφή. Έζησε ζωή γεμάτη στερήσεις και περιπέτειες. Για τις φιλελεύθερες ιδέες του καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά τη στιγμή της εκτέλεσής του η ποινή του μετατράπηκε σε τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. Μετά την απελευθέρωσή του συνέχισε τον ιδεολογικό του αγώνα από τα περιοδικά Χρόνος (1861-1863) και Εποχή (1864-1865) μαζί με τον αδελφό του και άλλους διανοούμενους. Και οι δυο όμως αυτές επιχειρήσεις του έληξαν με δεινές οικονομικές συνέπειες, που τον συνόδευαν ως το τέλος περίπου της ζωής του. Για να γλιτώσει από τα χρέη του κατέφυγε στο εξωτερικό και περιπλανήθηκε πάμφτωχος μαζί με την οικογένειά του στη Γερμανία, Ιταλία, Ελβετία και Γαλλία από το 1867 ως το 1871, όποτε και του δόθηκε άδεια να γυρίσει στην Πετρούπολη. Τα έργα του μπορούμε να τα χωρίσουμε σε δυο περιόδους: εκείνα που γράφτηκαν πριν, και κατά τη διάρκεια της εξορίας, και τα μετά την εξορία. Στα πρώτα (Οι φτωχοί, 1846· Οι λευκές νύχτες 1848· Οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι 1861· Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων, 1860-1862· Το υπόγειο 1864 κ.ά.) μπαίνει ορμητικά στο διάλογο με τους δημοκρατικούς και τους σοσιαλιστές όλων των αποχρώσεων. Τα έργα αυτά έδωσαν τα πρότυπα —ιδέες και μορφές— για όλες τις μεγάλες δημιουργίες του Ντοστογιέφσκι: Έγκλημα και τιμωρία (1866), Ο ηλίθιος (1868), Οι δαιμονισμένοι (1871-1872), Ο έφηβος (1875), Οι αδελφοί Καραμάζοφ (1879-1880). Γιατί σε τελευταία ανάλυση το μοναδικό αντικείμενο του έργου του είναι η ανθρώπινη ψυχή με τις αντιφάσεις και τα τραγικά της πεπρωμένα.
Ο “Μέγας Ιεροεξεταστής” είναι μία ιστορία μέσα στο μυθιστόρημα «Αδελφοί Καραμάζοφ», το κύκνειο άσμα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.
H “εὐθεῖα τῶν ἑνικών”

Ως “εὐθεῖα τῶν ἑνικών” (και “εὐθεῖα τῶν πληθυντικῶν”) σε παλαιότερες Γραμματικές αναφέρεται η “Ονομαστική Πτώση” (σε αντιδιαστολή με τις υπόλοιπες πτώσεις που θεωρήθηκαν “πλάγιες”). Αφετηρία της ονομασίας είναι η Γραμματική του Διονυσίου Θρακός (2ος αι. π.Χ.).
Τα ονόματα των πτώσεων, όπως και των περισσότερων ίσως όρων της γραμματικής, τα οφείλουμε στον σπουδαίο Aλεξανδρινό γραμματικό του 2ου αι π.Χ, τον Διονύσιο τον Θράκα, συντάκτη της πρώτης ελληνικής γραμματικής («Tέχνη γραμματική»), ο οποίος ως αρχικό όνομα για την Ονομαστική πτώση έχει το “ὀρθή” (όνομα που περιγράφει άριστα τον κλιτικά αμετάβλητο γραμματικό τύπο).
Στο έργο αυτό («Tέχνη γραμματική») αναφέρει για τις πτώσεις τα εξής:
Πτώσεις ὀνομάτων εἰσὶ πέντε·
ὀρθή, γενική, δοτική, αἰτιατική, κλητική.
λέγεται δὲ ἡ μὲν ὀρθὴ ❝ὀνομαστικὴ❞ καὶ ❝εὐθεῖα❞,
ἡ δὲ γενικὴ κτητική τε καὶ πατρική,
ἡ δὲ δοτικὴ ἐπισταλτική,
ἡ δὲ αἰτιατικὴ κατ᾽ αἰτιατικήν,
ἡ δὲ κλητικὴ προσαγορευτική.
Το γεγονός ότι δίνει για κάθε πτώση και ένα δεύτερο όνομα (μάλιστα για την “ορθή” δίνει δύο ονόματα: ❝ονομαστική❞ και ❝ευθεία❞) οδήγησε σε μια αμφιταλάντευση στη χρήση τους στους επόμενους αιώνες.
Ἐτσι, ο σπουδαίος Αλεξανδρινός γραμματικός του 3ου αι. Αίλιος Ηρωδιανός αναφέρει και τα δύο αυτά ονόματα στα έργα του:
«[…] ἐπὶ τῶν ἰσοσυλλάβως κλινομένων ἡ αἰτιατικὴ ἰσοσύλλαβός ἐστι τῇ ❝εὐθείᾳ❞, οἷον:
ὁ καλός τοῦ καλοῦ τῷ καλῷ τὸν καλόν
ὁ κοχλίας τοῦ κοχλίου τῷ κοχλίᾳ τὸν κοχλίαν […]»
Αλλά σε άλλο σημείο γράφει:
«Τὰ εἰς αι λήγοντα ἐπὶ τῆς ❝ὀνομαστικῆς πληθυντικῆς❞͵ ταῦτα ἐπὶ τῆς γενικῆς περισπᾶται· οἷον Πέρσαι Περςῶν καὶ τὰ παραπλήσια […]»
Όταν ο Κερκυραίος λόγιος Νικόλαος Σοφιανός έγραψε την πρώτη Γραμματική της Νέας Ελληνικής (το 1550), ακολουθώντας τον Διονύσιο, υιοθέτησε τον όρο ❝ευθεία❞ και όχι ❝ονομαστική❞. Και για αρκετό διάστημα μεταγενέστεροι γραμματικοί τον μιμήθηκαν, μέχρι που ο όρος “Ονομαστική” επικράτησε (ίσως και λόγω του αντίστοιχου λατινικού “casus nominativus” [ = ονομαστική πτώση] ).
Πηγή: Κέντρο Λεξικολογίας (31/10/2025)
Ένα μικρό απόσπασμα του Πάμπλο Νερούδα, για την ομορφιά και τη δύναμη των λέξεων!
… αλλά οι λέξεις είναι αυτές που τραγουδάνε,
αυτές που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν…
Πέφτω μπροστά τους και τις προσκυνώ…
Τις αγαπώ, τις υποστηρίζω, τις κυνηγάω,
τις δαγκώνω, τις ξεσκίζω…
Τις αγαπώ τόσο μα τόσο τις λέξεις…
Τις αναπάντεχες…
Αυτές που με λαιμαργία καρτεράμε,
που μας παραμονεύουν και ξαφνικά, να τες…
Λήμματα αγαπημένα…
Λαμποκοπούν σε πολύχρωμες πέτρες, πηδούν σαν ασημόψαρα…
είναι αφρός, νήμα, μέταλλο, είναι δροσιά…
Κυνηγάω κάτι λέξεις…
Είναι τόσο όμορφες, που θέλω να χωρέσουν όλες, στα ποιήματα μου…
“Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα” ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕYΜΑΤΑ, ΠAΜΠΛΟ ΝΕΡΟYΔΑ σ.98
Ήξερες ότι η Βενετία…
Η Βενετία, η πόλη των καναλιών και των γεφυρών, δεν χτίστηκε ποτέ πάνω σε στέρεο έδαφος. Αντίθετα, θεμελιώθηκε κυριολεκτικά μέσα στη θάλασσα — πάνω σε εκατομμύρια ξύλινους πασσάλους που καρφώθηκαν βαθιά στον βυθό της λιμνοθάλασσας. Από το 421 μ.Χ., αυτό το θαύμα μηχανικής στέκει αγέρωχο, αψηφώντας τόσο τον χρόνο όσο και τη λογική της ανθρώπινης αρχιτεκτονικής.
Κάθε πάσσαλος είναι κατασκευασμένος κυρίως από ξύλο σκλήθρας (alder), ενός δέντρου που, σε αντίθεση με τα περισσότερα, δεν σαπίζει κάτω από το νερό. Όταν παραμένει βυθισμένο σε πηλώδες, αλμυρό περιβάλλον, το ξύλο αυτό σταδιακά απολιθώνεται, μετατρέπεται σχεδόν σε πέτρα. Έτσι, κάτω από τα κανάλια της Βενετίας κρύβεται ένα αληθινό δάσος από ξύλα, που στηρίζει εδώ και δεκαπέντε αιώνες τα παλάτια, τις εκκλησίες και τα σοκάκια της.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Καμπαναριό του Αγίου Μάρκου, που στηρίζεται σε περισσότερους από 100.000 ξύλινους πασσάλους, καθένας καρφωμένος χειροκίνητα έως και τρία μέτρα μέσα στον βυθό. Αυτή η τεχνική, αν και φαινομενικά παράδοξη, αποδείχθηκε ιδιοφυής: αντί να πολεμήσουν το νερό, οι Βενετσιάνοι το έκαναν σύμμαχό τους.
Αλλά γιατί να χτίσει κανείς μια πόλη πάνω στο νερό;
Στις αρχές του 5ου αιώνα, η Ιταλία βρέθηκε αντιμέτωπη με εισβολές βαρβαρικών φυλών. Οι κάτοικοι των παραλίων αναζήτησαν ασφάλεια στα ρηχά, λασπώδη νερά της Βενετσιάνικης Λιμνοθάλασσας. Εκεί, όπου το έδαφος ήταν ασταθές και το νερό δύσβατο, βρήκαν το φυσικό τους οχυρό. Σταδιακά, από καταφύγιο προσφύγων γεννήθηκε μια πόλη που έμελλε να γίνει σύμβολο της αρμονίας ανάμεσα στον άνθρωπο και το νερό.
Σήμερα, η Βενετία αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις — την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, τη διάβρωση των θεμελίων και την πίεση του μαζικού τουρισμού. Ωστόσο, εξακολουθεί να στέκει σαν ένα διαχρονικό θαύμα μηχανικής και πολιτισμού, απόδειξη ότι η ευφυΐα, η ανάγκη και η επιμονή μπορούν να γεννήσουν κάτι που αψηφά το αδύνατο.
Η Βενετία δεν επιπλέει από τύχη· επιπλέει χάρη στον ανθρώπινο νου που έμαθε να συνυπάρχει με τη φύση και όχι να την πολεμά.
Πηγές: UNESCO World Heritage Centre, Smithsonian Magazine, National Geographic, Venice City Archives
Το φως της ελευθερίας στα βουνά της Πίνδου…, του π. Θωμά Ανδρέου
Μια ακόμη ημέρα μνήμης πέρασε. Η 28η Οκτωβρίου — η μέρα που η Ελλάδα είπε το «Όχι» και το είπε όχι μόνο με λόγια, αλλά με αίμα, με ψυχή, με πίστη. Η μέρα που η ελευθερία, αυτό το ανεκτίμητο αγαθό του ανθρώπου, ντύθηκε τη στολή του στρατιώτη και ανηφόρισε στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου.
Εκεί, μέσα στην ομίχλη και τη βροχή, η γη έτρεμε από το πάτημα των παιδιών της. Ήταν νέοι απλοί, αγρότες και μαθητές, άνθρωποι της βιοπάλης, που άφησαν πίσω σπίτια, μάνες, αγαπημένα πρόσωπα , για να φυλάξουν κάτι ιερότερο απ’ όλα: την ελευθερία. Δεν κρατούσαν μόνο όπλα — κρατούσαν την ψυχή της Ελλάδας, τη φλόγα που δεν σβήνει. Η πίστη τους στο Θεό και η αγάπη τους στην πατρίδα, θέριεψε μέσα τους τον πόθο να πεθάνουν ελεύθεροι για να μην ζήσουν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους σκλαβωμένοι…
Τα βουνά της Πίνδου έγιναν τότε θυσιαστήρια. Εκεί αντήχησε το τραγούδι του αγώνα, το πείσμα του λαού που δεν ήξερε να σκύβει. Κάθε κορφή και μια ιστορία, κάθε χιόνι και μια προσευχή. Οι σφαίρες σκέπαζαν τη σιωπή, μα μέσα στη βουή του πολέμου ακουγόταν καθαρά ο ψίθυρος της ελευθερίας — αυτής που δεν καταδέχεται δεσμά, αυτής που δίνει στον άνθρωπο το δικαίωμα να λέει «είμαι».
Γιατί η ελευθερία δεν είναι μόνο η σημαία που κυματίζει, ούτε μια λέξη σε παρελάσεις και λόγους. Είναι η ανάσα του ανθρώπου, το δικαίωμα να πιστεύει, να ελπίζει, να ζει χωρίς φόβο. Κι όσοι πάλεψαν στα βουνά της Πίνδου, το ήξεραν βαθιά μέσα τους: ότι η ελευθερία δεν χαρίζεται· κερδίζεται με θυσία.
Και τώρα, χρόνια μετά, το χιόνι της Πίνδου σκεπάζει τα ίχνη τους, μα όχι τη μνήμη τους. Κάθε ριζωμένο δέντρο, κάθε πέτρα, κρατά κάτι από το φως εκείνων που στάθηκαν όρθιοι. Είναι το ίδιο φως που μας ζητά σήμερα να θυμόμαστε· να τιμούμε όχι μόνο τους ήρωες, αλλά και το νόημα του αγώνα τους.
Γιατί το «Όχι» δεν ειπώθηκε μία φορά. Επαναλαμβάνεται κάθε φορά που κάποιος αντιστέκεται στο ψέμα, στην αδικία, στη λήθη. Κάθε φορά που μια ψυχή επιλέγει να μένει ελεύθερη.
Κι όσο θα υπάρχει αυτή η φλόγα, όσο οι νέες γενιές θα θυμούνται πως η ελευθερία δεν χαρίζεται αλλά κερδίζεται, η Ελλάδα θα στέκει — μικρή ίσως, μα πάντοτε ανυπότακτη, πάντοτε φωτεινή.
Η ελευθερία δεν είναι παρελθόν — είναι υπόσχεση. Είναι το φως που περνά από γενιά σε γενιά, για να θυμίζει ότι ο άνθρωπος γεννιέται για να στέκεται όρθιος, να αγαπά, να δημιουργεί, να αντιστέκεται στο σκοτάδι. Και όσο οι ψυχές μας θα κρατούν ζωντανό αυτό το φως, η Ελλάδα δεν θα πάψει ποτέ να είναι λεύτερη — ούτε στα βουνά της Πίνδου, ούτε στις καρδιές των παιδιών της.
π. Θωμάς Ανδρέου
28η Οκτωβρίου
Ἡ ἑορτὴ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου
ἔχει ἕνα ζωτικὸ νόημα
ποὺ λειτουργεῖ καὶ εἶναι ἕνα νῆμα
ποὺ ἐκτείνεται στὸν ἱστορικὸ χρόνο
καὶ διαπερνᾶ τὴν καθημερινότητα,
τὴ μνήμη, τὶς σχέσεις τῶν ανθρώπων,
τὶς ἐλπίδες καὶ τὰ σχέδια γιὰ τὸ μέλλον
ποὺ καθορίζουν καὶ καθορίζονται
ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τῶν βαθύτερων
ἀναζητήσεων τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας
γύρω ἀπὸ τὴν ταυτότητα καὶ
τὴν ἰδιοσυστασία της.
Ἡ 28η Ὀκτωβρίου δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς
μιὰ τελετουργικὴ ἀναπαράσταση
ἑνὸς ἱστορικοῦ γεγονότος,
ἀντιθέτως τέτοιες στιγμὲς μνήμης
μᾶς καλοῦν νὰ ἀναρωτηθοῦμε
τί ἔγινε καὶ τί ἔρχεται ἀπὸ τὸ παρελθὸν
ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο
ἐπενεργοῦν τὰ γεγονότα
στὸ παρὸν καὶ στὸ μέλλον.
Ἡ ἱστορία διασώζει τὴ μνήμη
γιὰ νὰ μὴ χαθοῦν
τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων,
ὅπως λέει ὁ Ἡρόδοτος
(«ἵνα μήτε τὰ γενόμενα ἐξίτηλα γένηται», Ι.1),
κι αὐτὸ προϋποθέτει μιὰ ἐκζήτηση
καὶ μιὰ ἐνεργὴ πρόσληψη τοῦ παρελθόντος
χωρὶς στερεότυπα ἢ ἁπλουστεύσεις.
Καὶ σίγουρα χρειάζεται νὰ φανερωθεῖ
καὶ νὰ κατανοηθεῖ τὸ νόημα καὶ
ἡ ἀλήθεια καὶ τῶν γεγονότων καὶ
τῶν πράξεων τῶν ἀνθρώπων.
Γιώργος Ἀνανιάδης
Είσαγωγικὸ μηνιαίου ἀφιερώματος (ἀπόσπασμα)
Ἀφιέρωμα “28η Ὀκτωβρίου – ἡ διαχρονία ἑνὸς μηνύματος” Περιοδικό Πειραϊκής Εκκλησίας, τεῦχος 382, Ὀκτώβριος 2025
Ήξερες ότι το έμβλημα της VIII ΜΠ…
Η θρυλική 8η Μεραρχία, που έγινε γνωστή για τους ηρωικούς αγώνες της στα ηπειρώτικα βουνά κατά τον πόλεμο του 1940-41, συνδέεται ιστορικά με την Ήπειρο μέσω του εμβλήματός της.
Το έμβλημα της είναι ένας ταύρος μέσα σε στεφάνι βελανιδιάς. Η εικόνα αυτή είναι η μία πλευρά αρχαίου νομίσματος των Φυλών που κατοικούσαν στην Ήπειρο τον 3ο π.Χ. αιώνα. Στην άλλη όψη του νομίσματος γράφεται η λέξη “ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ” που σημαίνει “ΗΠΕΙΡΩΤΩΝ” γιατί η πρώτη ονομασία της Ηπείρου ήταν “ΑΠΕΙΡΟΣ”. Ως λογότυπος του εμβλήματος αναγράφεται η λέξη “ΟΧΙ” που θυμίζει το μεγαλείο και τους ηρωικούς αγώνες της VIII ΜΠ στα ηπειρώτικα βουνά κατά τον πόλεμο του 1940-41. Με τα παραπάνω, δίνεται συμβολικά η ιστορική συνέχεια του Ηπειρωτικού χώρου, με τον οποίο συνδέεται άμεσα και η ιστορία της Μεραρχίας.

Τὸ Ἔπος τοῦ 1940 (ἀπόσπασμα), του Ιωάννη Ελ. Σιδηρά
Τὸ Ἔπος τοῦ 1940 δὲν πέθανε,
συνεχίζει νὰ ἐμπνέει
καὶ τὶς νεώτερες γενιὲς
παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι
στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν
τῆς μεταπολίτευσης
πολλὰ μεταλλάχθηκαν στὸν κοινωνικὸ
καὶ ἐθνικό μας συλλογικὸ βίο
μὲ τὴν πρόταξη ἄλλων προτεραιοτήτων […].
Ἐντούτοις, παρὰ τὰ ἀτομικὰ
καὶ συλλογικὰ ἀτοπήματά μας,
τὸ ἱστορικὸ DNA τοῦ νεοέλληνα
δὲν μεταλλάχθηκε σὲ τέτοιο σημεῖο
ὥστε νὰ καταστεῖ λωτοφάγος
καὶ τοῦτο φαίνεται
ὅταν οἱ συγκυρίες καὶ περιστάσεις
ἐρεθίζουν τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά του,
ἐκεῖνος ἐγείρεται ἀπὸ τὸ λήθαργο,
ἔστω καὶ τὴν ὑστάτη ὥρα,
καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ πεῖ τὰ δικά του σύγχρονα
ἀλλὰ ἐξίσου καίρια
γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ Γένους μας «Ὄχι».
Τὸ Ἔπος τοῦ 1940 (ἀπόσπασμα), Ἰωάννη Ἐλ. Σιδηρᾶ
Ἀφιέρωμα “28η Ὀκτωβρίου – ἡ διαχρονία ἑνὸς μηνύματος”, Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία, τεῦχος 382, Ὀκτώβριος 2025
Ο αντίκτυπος του πολέμου στην πολιτιστική ζωή
Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, τον Οκτώβριο του 1940, οι πνευματικοί άνθρωποι και οι καλλιτέχνες συνενώθηκαν με τον ελληνικό λαό και επιστρατεύτηκαν κι αυτοί στο μέτωπο ή στα μετόπισθεν. Από τις πρώτες μέρες της εισβολής μερικοί Έλληνες διανοούμενοι, όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος κατέθεσαν μια γραπτή δήλωση διαμαρτυρόμενοι για την “ιταμή αξίωση της φασιστικής βίας”.
Η πολιτιστική ζωή στα μετόπισθεν και για όσο διάστημα ο ελληνικός στρατός βρισκόταν στο μέτωπο συντονίστηκε στο ρυθμό των πολεμικών γεγονότων.

Για να εμψυχώσουν τους Έλληνες στρατιώτες, αλλά και να παρηγορήσουν τους ανθρώπους που είχαν μείνει πίσω και αγωνιούσαν, οι καλλιτέχνες του θεάτρου, ηθοποιοί, τραγουδιστές και σεναριογράφοι, επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στα γεγονότα του πολέμου. Επιθεωρήσεις με χαρακτηριστικούς τίτλους όπως “Κορόϊδο Mουσολίνι”, “Πολεμικές Καντρίλιες”, “Aθήνα-Pώμη και φεύγουμε” αναδείκνυαν μια θεματική που πρόβαλλε τις ελληνικές νίκες, διακωμωδούσε την αποτυχημένη απόπειρα των Ιταλών να καταλάβουν την Ελλάδα και καλούσε όλους τους Έλληνες να δείξουν θάρρος και υπομονή. Αξέχαστα έχουν μείνει τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο που εμψύχωναν τόσο τον κόσμο στα μετόπισθεν όσο και τους στρατιώτες στα πεδία των μαχών.
Εκτός από τις επιθεωρήσεις και οι γελοιογραφίες ακολουθούσαν τα πολεμικά ανακοινωθέντα και τις ανταποκρίσεις από το μέτωπο. Γνωστοί σκιτσογράφοι όπως ο Φώκος Δημητριάδης, ο Αντώνης Βώττης, ο Γ. Γκεϊβέλης, ο Σοφοκλής Αντωνιάδης, ο Nίκος Καστανάκης, ο Στ. Πολενάκης και πολλοί άλλοι αξιοποιούσαν γόνιμα τη δύναμη του γέλιου για να ενισχύσουν το ηθικό του πληθυσμού.
Στα πεδία των μαχών βρέθηκαν και ζωγράφοι με την επίσημη ιδιότητα του πολεμικού εικονογράφου, όπως ο Ουμβέρτος Αργυρός και ο Γιώργος Προκοπίου ή υπηρετώντας ως μάχιμοι, όπως ο Αλέξανδρος Αλεξανδράκης και ο Γιάννης Τσαρούχης που αποτύπωσαν τις εμπειρίες τους στο έργο τους. Εξάλλου, πολλοί εικαστικοί καλλιτέχνες (Κωσταντίνος Παρθένης, Γιώργος Γουναρόπουλος, Περικλής Βυζάντιος, Δημήτρης Γιολδάσης κλπ.) φιλοτέχνησαν μεμονωμένα έργα εμπνευσμένα από το έπος του 1940-41.

Ένα από τα πιο εντυπωσιακά μέσα λαϊκής έκφρασης αλλά και ενημέρωσης, υπήρξαν οι λαϊκές εικόνες, λιθογραφίες επώνυμων ή ανώνυμων καλλιτεχνών, που τα θέματά τους ετούτη την περίοδο ήταν αποκλειστικά αφιερωμένα στα γεγονότα του πολέμου. Οι λαϊκές εικόνες παράγονταν με αδιάπτωτο ρυθμό και πριν καλά καλά στεγνώσουν τα λιθογραφικά μελάνια από τα πιεστήρια, οι εκδότες τις έβγαζαν στους αθηναϊκούς δρόμους ενώ κάποιες ποσότητες τις διοχέτευαν και στην επαρχία.
Με αυτή την τελευταία δραστηριότητα συνδέεται και η δημιουργία αφισών από γνωστούς χαράκτες, μέλη του εργαστηρίου χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού στη Σχολή Καλών Τεχνών, οι περισσότεροι από τους οποίους συνέχισαν ένα γόνιμο όσο και μαχητικό έργο κατά την περίοδο της Κατοχής.

Να μιλήσω για ήρωες;
«Να μιλήσω για ήρωες;
Να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν,
τη νύχτα εκείνη που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας.
‘Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…’.
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά»
Με τα λόγια αυτά καταλήγει το ποίημα «Τελευταίος Σταθμός» του Γιώργου Σεφέρη, που γράφτηκε, σύμφωνα με την ένδειξη του ποιητή, στο λιμάνι Cava dei Tirreni, κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας, στις 5 Οκτωβρίου 1944. Ο Σεφέρης μιλά για ήρωες. Στο πρόσωπο του Μιχάλη ενσαρκώνονται οι αγώνες χιλιάδων ανωνύμων ηρώων, που αγωνίστηκαν με αυτοθυσία και αυταπάρνηση κατά την περίοδο 1940-44, ενσαρκώνοντας με την ηρωική στάση τους το ΟΧΙ.










