“Φλεβάρης” της Νόνης Σταματέλου
Βρίσκω ένα Φλεβάρη στο κατώφλι μου
Πενήντα χρόνια να κλαίει στην ίδια θέση
Και να παραπονιέται
Πως δεν του ΄γραψα
ούτ΄ ένα ποίημα ποτέ.
Σαν να μην έχει τίποτα…
Ούτε μια μέρα, ούτε μια νύχτα να μ΄ αρέσει.
Πως δεν τον πρόσεξα ποτέ,
Πως δεν τον μύρισα…
Πως δεν του έκλεισα ποτέ μια θέση σ΄ ένα τρένο.
Δεν τον ταξίδεψα ποτέ.
Πως τ΄ όνομά του δεν σημείωσα ποτέ
με μια κουκίδα στων ονείρων μου το χάρτη
Μα ήταν πάντα γεφυρούλα σκοτεινή
που απλά οδηγούσε
απ΄ το Γενάρη προς το Μάρτη…
(Νόνη Σταματέλου, Έλλειψη χώρου, εκδόσεις Μελάνι, 2015)
“Ο αρχοντοχωριάτης” του Jean Molière
Ο κύριος Γιορδάνης ‒ο Αρχοντοχωριάτης‒ είναι ένας ευκατάστατος αστός, με άνετο σπίτι και μια οικογένεια που τον αγαπά και τον σέβεται. Η μεγαλομανία του, όμως, σαν αρρώστια τον προσβάλλει και τον καθιστά αφελή απέναντι σε αυτούς που θέλουν να τον εκμεταλλευτούν. Ξοδεύει χρήματα για να απαλλαγεί από τη ρετσινιά της ταπεινής καταγωγής του και μιμείται συμπεριφορές ξένες προς την ανατροφή του, προκειμένου να γίνει αποδεκτός από την άρχουσα τάξη· και ως αποκορύφωμα πέφτει θύμα του ξεπεσμένου κόμη Δοράντη ο οποίος δανείζεται χρήματα από εκείνον, χωρίς επιστροφή, καθώς ο Αρχοντοχωριάτης ονειρεύεται να τον παντρέψει με την κόρη του Λουκίλη και έτσι να εισχωρήσει στους κύκλους της αριστοκρατίας ‒ παρόλο που η κόρη του αγαπά έναν όμορφο νέο, χωρίς τίτλους ευγενείας.
Τα παθήματα του ήρωα δεν αποτελούν κωμικό αυτοσκοπό αλλά παρουσιάζονται σαν το αναγκαίο επακόλουθο κάποιας φυσικής του λειψάδας, κι έτσι φορτίζονται οι πράξεις του με ηθικό και πνευματικό αντίβαρο.
Ο συγγραφέας

Ο Ζαν-Μπατίστ Ποκλέν, γιος του Ζαν Ποκλέν και της Μαρί Κρεσσέ, γεννιέται το 1622. Σπουδάζει νομικά στην Ορλεάνη, ενώ το 1643 έχοντας ήδη συνδεθεί με την ηθοποιό Μαντλέν Μπεζάρ, συγκροτεί μαζί της τον θίασο “L’Illustre Theatre”. Με το ψευδώνυμο Μολιέρος, διευθύνει τον θίασο, ο οποίος εγκαθίσταται στο Παρίσι. Ο θίασος περιοδεύει για δεκατρία χρόνια, ως το 1645. Το 1655 έχουμε την παράσταση της πρώτης σωζόμενης κωμωδίας του Μολιέρου “Ο ασυλλόγιστος στη Λυών”, με τον Μολιέρο στο ρόλο του Μασκαρίλλου. Το 1656 παρουσιάζεται το “Ερωτικό πείσμα”. Το 1658 ο θίασος μετονομάζεται σε “Θίασο του Κυρίου”. Η επιτυχία της φάρσας “Ο ερωτευμένος γιατρός” είναι τέτοια ώστε του παραχωρείται το θέατρο του Πετί Μπουρμπόν. Επόμενη επιτυχία του θιάσου είναι “Οι ψευτοσπουδαίες”, το 1659. Το 1660 παρουσιάζεται ο “Σγαναρέλος ή Ο κατά φαντασίαν κερατάς”. Ακολουθεί με μεγάλη επιτυχία το έργο “Σχολείο γυναικών”, ενώ στη λογοτεχνική διαμάχη που ξεσπά γύρω από το έργο, ο Μολιέρος απαντά με την Κριτική του “Σχολείου γυναικών” και με τον “Αυτοσχεδιασμό των Βερσαλλιών”. Το 1664 δίνεται η πρεμιέρα της κωμωδίας “Γάμος με το στανιό” ενώ στις 12 Μαΐου παρουσιάζονται οι τρεις πρώτες πράξεις του “Ταρτούφου”. Ο βασιλιάς απαγορεύει αμέσως το ανέβασμα του “Ταρτούφου” στο Παρίσι. Το 1665 δίνεται η πρεμιέρα του “Δον Ζουάν” που, παρά την επιτυχία του, κατεβαίνει μετά από 20 παραστάσεις. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ δίνει στον θίασο του Μολιέρου τον τίτλο του “Θιάσου του Βασιλιά” και 6000 λίβρες χορηγία. Ακολουθούν τα έργα “Γιατρός με το στανιό” και “Μισάνθρωπος”. Το 1667 ακολουθεί η δεύτερη εκδοχή του “Ταρτούφου”, παρουσιάζεται στις 5 Αυγούστου και απαγορεύεται την επομένη. Το 1668 ανεβαίνουν ο “Ζωρζ Νταντέν” και “Ο φιλάργυρος”. Το 1669 ο Μολιέρος επιστρέφει στον “Ταρτούφο” για μια τρίτη διασκευή, το έργο παίρνει έγκριση και γνωρίζει θριαμβευτική επιτυχία. Το 1670 ανεβαίνει “Ο αρχοντοχωριάτης”. Σειρά έχουν “Οι κατεργαριές του Σκαπίνου” το 1671 καθώς και “Οι σοφολογιότατες” το 1672. Στις 10 Φεβρουαρίου δίνεται η πρεμιέρα του έργου “Ο κατά φαντασίαν ασθενής”, με τον Μολιέρο στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Αργκάν. Κατά τη διάρκεια της τέταρτης παράστασης ο Μολιέρος νιώθει μεγάλη αδιαθεσία, μεταφέρεται στο σπίτι του και εκεί αφήνει την τελευταία του πνοή. Ήταν 17 Φεβρουαρίου 1673.
Ο άσωτος υιός (Λκ15, 11-32) στην τέχνη
Πηγή: Photodentro
“Η πολιορκία της Τροίας” του Θοδωρή Καλλιφατίδη
του Νίκου Δούλη, φιλολόγου του 4ου ΓΕΛ Ιωαννίνων “ΑΚΑΔΗΜΙΑ”
Η υπόθεση της ιστορίας εκτυλίσσεται τον Απρίλιο του 1944. Ο αφηγητής της ιστορίας είναι ένας έφηβος 15 χρονών, του οποίου το χωριό βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή από τον Απρίλιο του 1941. Η ζωή του αλλάζει, όταν στο χωριό φτάνει η καινούργια δασκάλα.
Οι Γερμανοί κατακτητές, έχουν κατασκευάσει στο χωριό ένα πρόχειρο αεροδρόμιο. Οι Άγγλοι προσπαθούν να καταστρέψουν το αεροδρόμιο βομβαρδίζοντας το χωριό. Η δασκάλα μη έχοντας άλλη λύση καταφεύγει μαζί με τα παιδιά σε μια κοντινή σπηλιά, για να τους κάνει μάθημα. Εκεί αποφασίζει να αφηγηθεί στους μαθητές της την ιστορία του Τρωικού πολέμου, όπως είναι γνωστή από τον Όμηρο.
Έτσι κάθε μέρα μιλάει στα παιδιά για τα διάφορα επεισόδια αυτού του μεγάλου πολέμου και τα παιδιά την ακούνε με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Μέσα από την αφήγηση της δασκάλας διαγράφεται ο χαρακτήρας των μεγάλων πρωταγωνιστών του πολέμου και από τα δύο στρατόπεδα: του Αχιλλέα, του Πατρόκλου, του Έκτορα, του Μενελάου, του Πάρη, του Αίαντα κ.α.
Παράλληλα, τα παιδιά μαθαίνουν και για το ρόλο και τη μοίρα των γυναικών: της Εκάβης, της Ανδρομάχης, της ωραίας Ελένης ,της Βρισηίδας.
Με αυτόν τον τρόπο στο έργο του Καλλιφατίδη μπλέκονται δύο εποχές: η εποχή του Τρωικού πολέμου και η εποχή της γερμανικής κατοχής. Το κοινό στοιχείο που συνδέει τις δύο εποχές είναι ο πόλεμος και η βαρβαρότητα που αυτός συνεπάγεται.
Ο συγγραφέας

Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης γεννήθηκε στους Μολάους Λακωνίας το 1938. Βίωσε τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Το 1946 μετακόμισε στην Αθήνα και αποφοίτησε από το 5ο Γυμνάσιο Αρρένων. Έπειτα, φοίτησε στη Σχολή του Καρόλου Κουν. Το 1964 και σε ηλικία 25 χρονών, έφυγε από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Σουηδία, αφού υπηρέτησε πρώτα την στρατιωτική του θητεία. Εκεί σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Αργότερα δίδαξε Φιλοσοφία στο ίδιο Πανεπιστήμιο.
Θεωρείται από τους σημαντικότερους εν ζωή συγγραφείς της χώρας αυτής. Έχει γράψει περισσότερα από τριάντα βιβλία και έχει τιμηθεί με σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία, όπως το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος (1981), το Βραβείο Σουηδικής Ακαδημίας (1989), το Βραβείο Τιμής της Στοκχόλμης (1992), το Ελληνικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (2013). Έχει γράψει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, ταξιδιωτικά δοκίμια, θεατρικά έργα και σενάρια για τον κινηματογράφο.
Τα θέματα που διαπραγματεύεται στα βιβλία του είναι ο έρωτας, η μοναξιά, η κοινωνική δικαιοσύνη, η μισαλλοδοξία, η βία, ο πόλεμος, η ξενιτιά, ο φόβος, η ελευθερία. Ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν τα βιβλία του: «Αγάπη και Ξενιτιά», «Μητέρες και Γιοι».
Σημαντικό ρόλο στην πνευματική του συγκρότηση έπαιξαν ο πατέρας του, Δημήτρης Καλλιφατίδης, δάσκαλος από τον Πόντο, η μητέρα του, Αντωνία Κυριαζάκου, και η γιαγιά του, στην οποία διάβαζε βίους Αγίων, όταν ήταν μικρός. Ο πατέρας του βασανίστηκε από τους Γερμανούς Ναζί κατά την διάρκεια της Κατοχής, αλλά επέζησε.
Η Σουηδία αποδείχτηκε φιλόξενη χώρα για τον συγγραφέα, αν και αντιμετώπισε πολλά προβλήματα, ειδικά στην αρχή, επειδή ήταν μετανάστης.
ΠΗΓΕΣ
1. Θοδωρής Καλλιφατίδης: Η πολιορκία της Τροίας, εκδόσεις Πατάκη
2. www.huffingtonpost.gr/entry/thodores-kallifatides
3. www.lifo.gr/culture/vivlio/thodoris-kallifatidis
4. keimenabooks.gr/syggrafeis/thodoris-kallifatidis/
“Η ενεργός αγάπη” του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι
“Η ενεργός αγάπη είναι κάτι πολύ πιο σκληρό και φοβερό από την αγάπη που περιορίζεται στα όνειρα. Η ονειροπόλα αγάπη διψάει για σύντομα κατορθώματα, ζητάει μια γρήγορη ικανοποίηση και το γενικό θαυμασμό. Σε τέτοιες περιπτώσεις μερικοί φτάνουν πραγματικά να θυσιάσουν και τη ζωή τους ακόμα, αρκεί να μην περιμένουν πολύ, μα να πραγματοποιηθεί γρήγορα τ’ όνειρό τους. Και να’ ναι σα μια θεατρική παράσταση που να τη βλέπουν όλοι και να τη χειροκροτούν.
Μα η ενεργός αγάπη χρειάζεται δουλειά κι επίμονη αυτοκυριαρχία και για μερικούς είναι ίσως – ίσως ολόκληρη επιστήμη. Μα σας προλέγω πως ακόμα και τη στιγμή που θα δείτε με φρίκη πως παρ’ όλες σας τις προσπάθειες όχι μονάχα δεν πλησιάσατε τον σκοπό σας, μα αντίθετα ξεφύγατε απ’ αυτόν, εκείνην ακριβώς τη στιγμή, σας το προλέγω, θα ‘χετε φτάσει στο σκοπό.”
«Αδελφοί Καραμάζωφ» (απόσπασμα), Φιόντορ Ντοστογιέφσκι
“The Greeks must have a word for it”
“The Greeks must have a word for it” λένε οι Άγγλοι όταν ψάχνουν να βρουν μια λέξη για να αποδώσουν μια νέα σημασία και δεν βρίσκουν να υπάρχει τέτοια λέξη στη γλώσσα τους! «Οι Έλληνες θα έχουν κάποια λέξη για αυτό», λοιπόν.
Πώς προέκυψε όμως αυτή η αντίληψη για την ελληνική γλώσσα;
Στη συνείδηση των μορφωμένων Ευρωπαίων η καλλιέργεια τής ελληνικής γλώσσας αποτέλεσε αντικείμενο θαυμασμού. Αυτό, βεβαίως, συνέβη σε εποχές που οι Ευρωπαίοι περιελάμβαναν στα αντικείμενα της σχολικής παιδείας τους και τη γνώση της (αρχαίας) ελληνικής γλώσσας μέσα από τη διδασκαλία των αρχαίων κειμένων.
Από ελληνικής πλευράς η παραγωγή τεράστιου πλούτου λέξεων υπήρξε το φυσικό επακόλουθο πρωτοφανούς εξέλιξης του ελληνικού πνεύματος, παραγωγής ιδεών, σκέψεων, εννοιών, επιστημονικών και φιλοσοφικών αναζητήσεων υψηλής διανοητικής στάθμης, κλασικών θεατρικών έργων, γενικότερα ως αποτέλεσμα θαυμαστής καλλιέργειας της παιδείας και του πολιτισμού που βρήκε την έκφρασή της στην ελληνική γλώσσα.
Πράγματι χρειάστηκε να πλασθούν πλήθη λέξεων σε όλα τα επιστημονικά πεδία (φιλοσοφία, επιστήμες, θέατρο, ποίηση, ιστορία, φιλολογία, εκπαίδευση, καθημερινή ζωή κ.λπ.), για να δηλωθούν οι αντίστοιχες επικοινωνιακές ανάγκες.
Αν αληθεύει η εκτίμηση τού Willamowitz ότι από τα αρχαία κείμενά μας έχει σωθεί μόνο το ένα πέμπτο, τότε θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι οι 125.000 λέξεις (που περιέχονται στο Λεξικό τής αρχαίας Ελληνικής των Liddell-Scott-Jones) ή ακόμη και οι 200.000 λέξεις (που υπάρχουν στο Ελληνο-ισπανικό Λεξικό τής Αρχαίας τού Φ. Αδράδος) θα ήταν, στην πραγματικότητα, πολύ περισσότερες. Ο λεξιλογικός θησαυρός τής Ελληνικής ―ιδίως στη διαχρονική της παρουσία― δικαιολογεί πλήρως τη ρήση των Άγγλων.
Ωστόσο, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, αντίθετα προς ό,τι συνήθως πιστεύεται, δεν είναι τόσο ή μόνο ο αριθμός των λέξεων που προέχει. Περισσότερο σημαντικός είναι ο αριθμός των σημασιών που διαθέτει μια γλώσσα, δηλαδή των εννοιών τις οποίες έχει κωδικοποιήσει με λέξεις και οι οποίες είναι πολύ περισσότερες από τις ίδιες τις λέξεις, αφού πολύ συχνά μια λέξη δηλώνει (για λόγους οικονομίας) περισσότερες από μία σημασίες.
Επομένως, η ρήση των Άγγλων θα ήταν ορθότερη αν έλεγε: «Οι Έλληνες θα έχουν μια τέτοια σημασία και κάποια λέξη που να την εκφράζει»!
(Γ. Μπαμπινιώτης, 9/9/2019)
Ο Ελύτης για την ελληνική γλώσσα
“Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική”

Μερικές σκέψεις τού ποιητή που αξίζει να τις θυμόμαστε και να τις μνημονεύουμε
«Mου δόθηκε να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και με ελάχιστες διαφορές. H παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση αντιστοιχεί και στην υλικοπνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου. Kαι το αναφέρω όχι διόλου για να υπερηφανευθώ αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα, τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μια Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος π.χ. […] Xωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος τόσων αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μη γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Nα τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. Tο παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα ελληνική ποίηση».
Λόγος στην Aκαδημία τής Στοκχόλμης
«Eγώ δεν ξέρω να υπάρχει παρά μία γλώσσα, η ενιαία γλώσσα, η Eλληνική, όπως εξελίχθηκε από την Aρχαία, που έφτασε να είναι το μεγάλο καμάρι μας και το μεγάλο μας στήριγμα».
Συνέντευξη
«Τό θέμα δέν εἶναι ν’ ἀξιολογήσει κανείς αὐτή τή στιγμή τίς διάφορες γλῶσσες, μολονότι καί στό σημεῖο ἀκόμη αὐτό ἡ Ελληνική, πού ἐστάθηκε ἱκανή σέ δύο περιόδους τῆς ἱστορίας νά ἐπωμισθεῖ τήν ἀποστολή τῆς παγκόσμιας, κλείνει ἀρετές πού οἱ σημερινοί συμπλεγματικοί φορεῖς της – ἀπό ἀδυναμία καί μόνο νά κρίνουν τά πράγματα σέ μάκρος – δείχνουν ν’ ἀγνοοῦν. Τό θέμα εἶναι ὅτι ἡ ἀνταπόκριση πού παρουσιάζει ἡ ἑλληνική γλώσσα μ’ ἕνα μέρος τουλάχιστον ἀπ’αὐτό πού θά ὀνομάζαμε πρῶτες ἔννοιες εἶναι καταπληκτική. […] αὐτό τό ὄργανο κατευθύνει πολλές φορές τίς ἔννοιες πού ἐκφράζει περισσότερο, παρά πού κατευθύνεται ἀπ’ αὐτές»
«Χρονικό μιας Δεκαετίας»
Πηγή: Γ. Μπαμπινιώτης
Η δύναμη της ελληνικής γλώσσας

Υπολογίζεται ότι ένας μορφωμένος ομιλητής μιας γλώσσας γνωρίζει περί τις 20.000 λεξικές οικογένειες τής μητρικής του γλώσσας. Αυτό σημαίνει ότι ο ομιλητής μιας γλώσσας όπως είναι η Ελληνική που κάθε λεξική της οικογένεια– από τη φύση, την παράδοση και την καλλιέργεια τής γλώσσας αυτής– έχει ένα πλήθος παραγώγων και συνθέτων λέξεων, δηλ. ο μέσος μορφωμένος Έλληνας γνωρίζει (χρησιμοποιεί και καταλαβαίνει) τριπλάσιο τουλάχιστον αριθμό λέξεων. Ό,τι συνήθως αποκαλούμε «πλούτο» τής ελληνικής γλώσσας, δεν έχει μόνο να κάνει με την καλλιέργεια που ευτύχησε να έχει η Ελληνική λόγω τής μακραίωνης, αδιάκοπης και ποιοτικής για μεγάλα διαστήματα χρήσης της, αλλά και με την ίδια τη δομή της, με τους υψηλούς βαθμούς παραγωγής και σύνθεσης λέξεων που αυξάνουν τη συνοχή, τη διαφάνεια και τη δηλωτική της ικανότητα και αποτελούν κύρια πλευρά τής δύναμής της.
(Γ. Μπαμπινιώτης, Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, Νέες Εποχές, 15/9/2002)
Η πάλη με τις λέξεις
* Η ειλικρίνεια στη χρήση και ερμηνεία των λέξεων είναι θέμα σεβασμού των αρχών τής επικοινωνίας
Το ζούμε όλοι. Μιλώντας ή γράφοντας. Άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο. Την αναζήτηση τής λέξης. Μερικές φορές την αγωνία μας για τη λέξη. Την πάλη μας με τις λέξεις γενικότερα.
Τελικά όλη η επικοινωνία μας, όλη η γλώσσα μας είναι μια διαδικασία επιλογής λέξεων. Και όλη η γλωσσική παιδεία μας είναι μια πορεία για την κατάκτηση των λέξεων και των σημασιών που δηλώνονται μ’ αυτές. Λέξεις και τα κείμενά μας. Λέξεις συναρμοσμένες μεταξύ τους με τους αρμούς τής γραμματικής. Λέξεις συν-ταγμένες (τοποθετημένες μαζί) και συν-τεταγμένες (οργανωμένες σε κείμενα, με νοηματική και γλωσσική αλληλουχία μεταξύ τους). Λέξεις και οι ιδέες και τα νοήματά μας, λέξεις και τα συναισθήματά μας. Μια αέναη ροή λέξεων, μια ασταμάτητη επιλογή και ενεργοποίηση ενός τεράστιου υλικού έκφρασης, παρμένου από το γλωσσικό ταμείο τού καθενός μας. Από ό,τι με ακούσματα και διαβάσματα, με κόπο, με αναζητήσεις, με εμπειρίες (συνειδητές και ασυνείδητες) έχει αποθηκεύσει ο καθένας μας ως γλωσσική παρακαταθήκη στη γλωσσική του συνείδηση. Αυτός είναι και ο γλωσσικός θησαυρός τού καθενός μας, ό,τι έχουμε αποθησαυρίσει, δηλαδή ό,τι έχουμε αποταμιεύσει μέσα μας (θησαυρός σήμαινε αρχικά ταμείο) για τις ανάγκες και τις ευαισθησίες τής γλωσσικής μας επικοινωνίας.
Θάλασσα οι λέξεις κάθε γλώσσας. Μια πλούσια, γοητευτική, πολυσύνθετη, ανεξερεύνητη σε όλη της την έκταση απεραντοσύνη λέξεων. Τέτοια που να χωράει μέσα σ’ αυτήν ένας ολόκληρος κόσμος κι ένας ολόκληρος λαός. Να αντλεί απ’ αυτήν ένας ολόκληρος λαός, εκατομμύρια άτομα, για να εκφράσει κάθε τι που συλλαμβάνει με τη σκέψη του και επιθυμεί να κοινωνήσει στους άλλους. Θάλασσα με μαργαρίτες και … «μαργαριτάρια». Με τους μαργαρίτες, τα πολύτιμα πετράδια με τα οποία χτίζεται η ζηλευτή ποικιλία, ο πλούτος, η σαφήνεια και η «πληρότητα» τού ανθρώπινου λόγου. Αλλά και με τα αναπόφευκτα αστοχήματα από βιαστικούς, ανέτοιμους ή αδέξιους βουτηχτές που αρπάζουν και βγάζουν από μέσα της, κοντά σε θησαυρούς, και άχρηστα φύκια ή ψεύτικα μαργαριτάρια.
Είναι άξιο θαυμασμού —και μοναδικό προνόμιο τού ανθρώπου— το πώς ένας ολόκληρος κόσμος, ο κόσμος της έξω και μέσα μας πραγματικότητας συλλαμβάνεται με τη μορφή εννοιών, εκφράζεται με τη μορφή σημασιών («σημαινόμενα»), δηλώνεται με τη μορφή ήχων/φθόγγων («σημαίνοντα»), οργανώνεται σε δομές (γραμματικές) και λειτουργίες (συντακτικές) ώστε να αποτελέσει αυτό που αποκαλούμε γλώσσα. Ένα λεπτό, σύνθετο, απέραντο κι ωστόσο οικονομικό και γι’ αυτό κατακτήσιμο σύστημα με το οποίο κοινωνούμε τη σκέψη μας, τον κόσμο μας, συναντάμε τον άλλο, επικοινωνούμε. Το υλικό με το οποίο κινείται όλος αυτός ο μηχανισμός της γλώσσας παραμένουν οι λέξεις και οι κανόνες (γραμματικοί και συντακτικοί) με τους οποίους συνδέονται μεταξύ τους σε αλυσίδες λόγου, σε κείμενα (προφορικά και γραπτά).
Δεν είμαστε εμείς αυτοί που πλάσσουν τις λέξεις της γλώσσας μας. Η γλώσσα μας και μαζί οι λέξεις της δεν ξεκινούν μ’ εμάς ως άτομα. Τις παραλαμβάνουμε έτοιμες, συμβατικά πλασμένες, συλλογικό καρπό από τις γενιές που προηγήθηκαν. Είναι «πολλών ανθρώπων παιδιά οι λέξεις μας», λέει ο Σεφέρης, χαρακτηριστικά, θέλοντας να δείξει την παράδοση, την ιστορία και την προσωπικότητα των λέξεων κάθε γλώσσας και τον σεβασμό που απαιτεί η χρήση τους. Γεννούν υποχρεώσεις οι λέξεις: Να γνωρίσεις καλά το περιεχόμενό τους, το εύρος και το βάθος της πληροφορίας που δηλώνουν, δηλ. τη σημασία τους. Να σεβαστείς τη λειτουργία τους στην επικοινωνία, χρησιμοποιώντας τες και ερμηνεύοντας σωστά τη σημασία που έχουν στη γλώσσα. Η ειλικρίνεια στη χρήση και ερμηνεία των λέξεων είναι θέμα σεβασμού των αρχών της επικοινωνίας και μαζί της ηθικής της γλώσσας. Γιατί κάθε ηθελημένη αλλοίωση τού περιεχομένου των λέξεων που χρησιμοποιείς ο ίδιος ή κάθε παραποίηση της σημασίας των λέξεων που χρησιμοποιεί ο άλλος οδηγούν σε στρέβλωση της επικοινωνίας και νόθευση των ανθρωπίνων σχέσεων.
Έτσι η αναζήτηση της πιο πρόσφορης λέξης ή συνδυασμού λέξεων (φράσης, πρότασης) που θα πραγματώσει ένα επικοινωνιακό γεγονός δεν είναι πολυτέλεια• είναι ανάγκη. Ανάγκη επικοινωνιακή• που θα πει νοητική, πνευματική, εσωτερική. Κι όσο πιο γνήσια, πιο κατανοητά, πιο άμεσα πληρωθεί αυτή η ανάγκη, τόσο πιο ανθρώπινη, πιο ειλικρινής, πιο ουσιαστική γίνεται η επικοινωνία μας. Γι’ αυτό η πάλη με τις λέξεις, η αναμέτρηση με τον θησαυρό της γλώσσας απ’ όπου αντλούμε τις λέξεις μας, η αγωνία για τη σωστή λέξη έχουν μεγάλη σημασία, αφού καθορίζουν την ποιότητα της επικοινωνίας μας. «Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου» λέει ο Εμπειρίκος, ζητώντας να μεταβληθεί ο λόγος σε πράξη, να υπάρξει ανταπόκριση και πραγματική επικοινωνία. Άλλωστε, οι λέξεις (και γενικότερα η γλώσσα) σε τι άλλο οδηγούν παρά σε πράξεις. «How to do things with words», πώς να πράττουμε με λέξεις, διδάσκει χαρακτηριστικά ο φιλόσοφος της γλώσσας Austin. Κι αν υπάρχει ένας κατεξοχήν χώρος όπου κυριαρχούν οι λέξεις, ο χώρος αυτός είναι η ποίηση: το βασίλειο των λέξεων. Γιατί εκεί πραγματικά η λέξη ή και ο απλούστερος συνδυασμός λέξεων, η φράση, μπορεί να σηκώνει το κύριο βάρος τού μηνύματος.
Βεβαίως, η επικοινωνία, από τη φύση της, στηρίζεται σε ευρύτερα σύνολα, πάνω και πέρα από τη λέξη• στηρίζεται σε κείμενα. Η μακροδομή (το κείμενο) στην επικοινωνία υπερισχύει της μικροδομής (λέξης – φράσης – πρότασης). Η επικοινωνία είναι ανάπτυξη μιας κεντρικής ιδέας, μιας ανάγκης, ενός μηνύματος που προϋποθέτει σειρά νοημάτων, δηλ. προτάσεων, συγκροτημένων σε κείμενο. Ωστόσο, η λέξη, η επιλεγμένη, η ζυγισμένη, η φορτισμένη, η αποκαλυπτική, γίνεται συχνά το κέντρο βάρους τού μηνύματος. Είναι τυχαίο ότι ο μεγάλος πραγματιστής φιλόσοφος, ο Αριστοτέλης, είναι εκείνος που πρώτος εισήγαγε τη λέξη στην κύρια μονάδα και βάση της γλώσσας;
(Γ. Μπαμπινιώτης, Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, Νέες εποχές, σ. 65,14/4/2002)
Ήξερες ότι…
Το λατινικό αλφάβητο προήλθε από το δυτικό ελληνικό που μετέφεραν οι Ευβοείς στην Κάτω Ιταλία, το διέδωσαν στους Ετρούσκους και από εκεί πήγε στους Ρωμαίους, για να γίνει αλφάβητο όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών γλωσσών.
Η επινόηση του ελληνικού αλφαβήτου ως προσαρμογή του ατελούς, συμφωνογραφικού φοινικικού είναι η βάση του γραπτού λόγου του δυτικού κόσμου και μπορεί δίκαια να θεωρηθεί και βάση του πολιτισμού του.
Πηγή: πίνακας σελ. 74 από Γ. Μπαμπινιώτη, Το ελληνικό αλφάβητο