“Ευχή Μυστική”, αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος

Έλα, το φώς το αληθινό,
έλα, η αιώνια ζωή,
έλα, το απόκρυφο μυστήριο,
ο ανώνυμος θησαυρός,
το ανεκφώνητο πράγμα,
το ακατανόητο πρόσωπο,
η παντοτινή αγαλλίαση, το ανέσπερο φως,
έλα, η αληθινή προσδοκία
αυτών που μέλλουν να σωθούν.
…
Έλα, η παραμυθία (= παρηγοριά) της ταπεινής μου ψυχής.
(Μυστική Ευχή, απόσπασμα, Συμεών ο Νέος Θεολόγος)
“Βγαίνει το φεγγάρι” του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Όταν βγαίνει το φεγγάρι
η θάλασσα σκεπάζει τη γη,
κι η καρδιά αισθάνεται νησί
καταμεσής του απείρου.
(Βγαίνει το φεγγάρι, απόσπασμα, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα)

Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, από τους σημαντικότερους Ισπανούς ποιητές και θεατρικούς συγγραφείς του αιώνα μας, γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898 σ’ ένα μικρό χωριό της Ανδαλουσίας κοντά στη Γρανάδα, το Φουεντεβακέρος. Σπούδασε μουσική, γρήγορα όμως στράφηκε στην ποίηση και το θέατρο. Προικισμένος με εξαιρετική ευαισθησία τραγούδησε στην ποίησή του την ισπανική γη, την ομορφιά της φύσης, το θάνατο, τη χαρά της ζωής, τους τσιγγάνους, την ύπαιθρο και τις πολιτείες της Ισπανίας. Ως θεατρικός συγγραφέας δημιούργησε έξοχους δραματικούς χαρακτήρες, ιδίως γυναικών. Τα έργα του παίχτηκαν πολλές φορές στην Ελλάδα και η ποίησή του επηρέασε και την ελληνική και την ευρωπαϊκή σε σημαντικό βαθμό. Ποιήματά του μετέφρασαν ο Οδ. Ελύτης, ο Νίκος Γκάτσος κ.ά. Από τα θεατρικά του έργα αναφέρουμε τα εξής: Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, Μαριάννα Πινέντα, Ματωμένος Γάμος. Ο Λόρκα εκτελέστηκε από τους φασίστες του Φράνκο το 1936, σε ηλικία 38 μόλις χρονών και ο θάνατός του συγκλόνισε την Ευρώπη.

Πηγές: Ποιητικοί Διάλογοι, Φωτόδεντρο
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης (29-5-1453). Ένα σύντομο χρονικό
του Νίκου Δούλη, φιλολόγου του 4ου ΓΕΛ Ιωαννίνων “ΑΚΑΔΗΜΙΑ”

Λίγο πριν την Άλωση η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε ουσιαστικά εξαντληθεί και είχε μετατραπεί σε μία πόλη-κράτος. Στις 31 Οκτωβρίου 1448 πέθανε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄, ο οποίος ήταν άτεκνος. Τον διαδέχτηκε στον θρόνο ο δεσπότης του Μοριά Κωνσταντίνος, ο οποίος στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά στις 6-1-1449 και δύο μήνες αργότερα εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη. Έμελλε να γίνει ο τελευταίος αυτοκράτορας της άλλοτε ισχυρής αυτοκρατορίας.
Το τέλος πλησίαζε, καθώς μετά τον θάνατο του σουλτάνου Μουράτ Β΄ (Φεβρουάριος 1451) στον θρόνο ανέβηκε ο γιος του Μωάμεθ Β΄, ο οποίος έθεσε ως στόχο την κατάληψη της πρωτεύουσας.
Ο Μωάμεθ Β΄ συγκέντρωσε ένα πολυάριθμο στράτευμα έξω από τα τείχη της Πόλης, την οποία υπερασπίζονταν 5.000 Έλληνες περίπου και 2.000 αλλοεθνείς με κύριο σώμα τους 700 Γενουάτες του Ιουστινιάνη. Ο τουρκικός στρατός αριθμούσε 160.000 άνδρες περίπου. Η αναλογία ανάμεσα στις δύο δυνάμεις ήταν μεγαλύτερη από ένα προς δέκα.
Ο Μωάμεθ Β΄ είχε δημιουργήσει, με την συνδρομή κυρίως δυτικών τεχνικών, ένα πολύ ισχυρό πυροβολικό. Σύμφωνα με τα λόγια του σύγχρονου Έλληνα ιστορικού Κριτόβουλου «τα κανόνια έκριναν τα πάντα».
Στις 7 Απριλίου άρχισε η πραγματική πολιορκία. Οι πολιορκητές είχαν επισημάνει ως το πιο αδύνατο σημείο της άμυνας την πύλη του Πέμπτου, που βρισκόταν από το μέρος της στεριάς. Ο Κεράτιος Κόλπος ήταν φραγμένος με βαριά αλυσίδα που οι Τούρκοι αδυνατούσαν να σπάσουν. Μάλιστα, ο αυτοκρατορικός στόλος κέρδισε σε μια μικρή ναυμαχία που έγινε στις 20 Απριλίου.

Όμως, ο Μωάμεθ Β΄, κατόρθωσε να περάσει πολλά πλοία από την στεριά μέσα στον Κεράτιο Κόλπο και έτσι η πρωτεύουσα βομβαρδιζόταν και από την ξηρά και από την θάλασσα. Ύστερα από επιθέσεις επτά εβδομάδων, τα τείχη της πόλης εμφάνιζαν τα πρώτα σοβαρά ρήγματα.
Ο σουλτάνος αποφάσισε να εξαπολύσει την τελική επίθεση στις 29 Μαΐου. Την παραμονή το βράδυ, οι χριστιανοί, Έλληνες και Λατίνοι, τελούσαν την τελευταία λειτουργία στην Αγία Σοφία. Μετά το τέλος της, οι πολεμιστές γύρισαν στις θέσεις τους. Ο αυτοκράτορας ως αργά τη νύχτα επιθεωρούσε τις αμυντικές γραμμές. Η μεγάλη επίθεση των Τούρκων ξεκίνησε τις πρώτες πρωινές ώρες. Η μάχη ήταν άνιση. Ύστερα από σκληρό αγώνα, οι Γενίτσαροι κατόρθωσαν να ανεβούν στο τείχος. Ο Ιουστινιάνη πληγώθηκε θανάσιμα και απομακρύνθηκε. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ αγωνίστηκε ως το τέλος και μέσα στην μάχη τον βρήκε ο θάνατος. Η λεηλασία που ακολούθησε κράτησε τρεις μέρες και τρεις νύκτες, όπως άλλωστε είχε υποσχεθεί ο Μωάμεθ Β΄ στους στρατιώτες του για να τονώσει το ηθικό τους, όταν προετοίμαζε την μεγάλη επίθεση. Καταστράφηκαν πολύτιμα αντικείμενα, όπως καλλιτεχνικοί θησαυροί, χειρόγραφα και εικόνες.
Ο Μωάμεθ Β΄ εισήλθε θριαμβευτικά στην πόλη 30 Μαΐου 1453 στις οκτώ το πρωί. Η αυτοκρατορία δεν υπήρχε πια.
Πηγές
1. Γ. Οστρογκόρσκυ,Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος τρίτος,σελ.254-277. Ιστορικές εκδόσεις Στεφ. Δ. Βασιλόπουλος
2. Κάρολος Ντηλ, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόμος πρώτος,σελ.93-101. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία
“Τ’ αγνάντεμα” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Τ΄αγνάντεμα» περιγράφει με τον ιδιαίτερα γλαφυρό και συγκινησιακό του τρόπο έναν έρημο και απότομο γιαλό. Χαρακτηριστικά σημεία του συγκεκριμένου τοπίου είναι ένας μεγάλος, απότομος βράχος που τον χτυπούν συνεχώς τα κύματα και ένα έρημο ξωκκλήσι αφιερωμένο στην Παναγιά την Κατευοδώτρα. Στο απομονωμένο αυτό μέρος, κατά την άνοιξη, μαζεύονται σε μεγάλες ομάδες οι γυναίκες της περιοχής, προκειμένου να προσευχηθούν στην Παναγιά, για να έχουν καλό κατευόδιο οι ναυτικοί συγγενείς τους. Ταυτόχρονα, «αγναντεύουν» τα πλοία κατά την αναχώρησή τους και τα παρακολουθούν να χάνονται από τον ορίζοντα. Ξεχωριστή θέση στο διήγημα κατέχει η αφήγηση της ιστορίας για μια νεαρή κοπέλα, τη Φλανδρώ.
Νεοελληνική απόδοση – Ανάγνωση: Δώρα Ζήκου, φιλολόγος του 4ου ΓΕΛ Ιωαννίνων “ΑΚΑΔΗΜΙΑ”
Επιμέλεια ανάρτησης: Ιωάννα Βούλγαρη, θεολόγος του 4ου ΓΕΛ Ιωαννίνων “ΑΚΑΔΗΜΙΑ”
“Ήρθε στον ύπνο μου η μάνα μου”, του Γιώργου Λ. Οικονόμου

Ήρθε στον ύπνο μου η μάνα μου
“Διψάς;” με ρώτησε
“Όχι μαμά”
“Κρυώνεις;”
“Όχι μαμά”
“Τότε δε με χρειάζεσαι, φεύγω”
“Σε χρειάζομαι,
γιατί αλλιώς θα πάψω να ‘μαι παιδί, μάνα” της είπα
κι έμεινε.
(Γιώργος Οικονόμου, από τη συλλογή “Για το Άλφα της στέρησης”, εκδόσεις Κύμα)
“Η μάνα μου”, του Νίκου Καζαντζάκη

Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της. Όλοι από το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της εμπιστεύουνταν όλες τις ελπίδες. Είχαν γίνει, πάππου προς πάππου, ένα μαζί της. Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα στήθια και στα μεριά τους την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους….
Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά….
Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μας μοσκομύριζε. Αγαπούσα πού τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μού διηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε ‘γω της στορούσα τους βίους των αγίων που ‘χα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου. Δεν έφτανα τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα: Μπήκαν στον παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σαν να μου έλεγε: Αλήθεια λες; Και μου χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα στο κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό του και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ‘χε κατέβει από τον παράδεισο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου, δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το σπλάχνο μου η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρουδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού.
(απόσπασμα από το έργο του “Αναφορά στο Γκρέκο”)
“Η μάνα μου”, του Λευτέρη Παπαδόπουλου

Η μάνα μου φοράει τσεμπέρι
σαν τις μανάδες τις παλιές,
παίρνει την Παναγιά απ’ το χέρι
και τρέχουνε στις γειτονιές
και σμίγουνε με τον κοσμάκη
που λέει το ψωμί ψωμάκι.
Κι όταν γυρνάνε κούτσα κούτσα
με χίλιους πόνους στην καρδιά,
με τα φτωχόρουχά τους λούτσα
από βροχή και λασπουριά,
δεν ξέρω να τις ξεχωρίσω
ποιανής το χέρι να φιλήσω.
“Γράμματα στη μητέρα”, του Κώστα Μόντη

Δεν είμαι βέβαιος αν δεν θα επαναλάβω
πράγματα που σου είπα κατά κάποιο τρόπο
στο προηγούμενο γράμμα μου, μητέρα,
γιατί δεν είν’ εύκολο πια να τα ξεχωρίζω αυτά,
τίποτα πια δεν είναι εύκολο να ξεχωρίζω.
Αλλάζουν όλα διαρκώς μορφή, μητέρα,
όλα διαρκώς μεταμφιέννυνται, μητέρα,
αναπεριβάλλονται,
κυμαίνονται,
αναστέφονται,
ασταθούν,
περιδινούνται
και τα καινούργια δεν είναι καινούργια,
και τ’ άγνωστα δεν είν’ άγνωστα,
και τα σχήματα δεν είναι σχήματα,
κ’ οι αποστάσεις δεν είν’ αποστάσεις,
κ’ οι αποστάσεις δεν αφίστανται
κ’ ερωτοτροπούν
ίδια κι απαράλλαχτα σαν τη βουνοσειρά της Κερύνιας
που σήμερα την αγγίζεις με το χέρι σου,
που σήμερα σκύβει απάνω απ’ το σπίτι σου,
που σήμερα είναι γατούλα στα πόδια σου,
κι’ αύριο είναι μίλια μακρυά,
σαν την ανεξήγητη, λέω, βουνοσειρά της Κερύνιας
που σήμερα είναι
κι’ αύριο δεν είναι,
που σήμερα είναι
κι’ αύριο δεν ξέρουν, δεν άκουσαν,
που σήμερα έχει όνομα
κι’ αύριο δεν έχει,
κ’ ενίστανται πια οι γεωγραφικοί χάρτες
και σαστίζουν
και διαμαρτύρονται
και δεν εμπιστεύονται.
Σαν την ανεξήγητη, λέω, βουνοσειρά της Κερύνιας
που άλλα χαρτιά σου δείχνει σήμερα κι’ άλλα αύριο,
που ισοπεδώνεται κι’ ανεβοκατεβαίνει
κ’ επανέρχεται και δεν επανέρχεται,
που κρεμά τ’ ανεύθυνο κουδούνι στο λαιμό,
που κρεμά κουδούνι και μυρσίνι στον λαιμό
και πηλαλά κορφή και σύγνεφο,
κι ανεμίζει κορφή και σύγνεφο,
κι’ ανεμίζει κορφή και μαντήλι,
κι’ ανεμίζει κορφή και χλωρό μαντήλι,
κι’ ανεμίζει κορφή και μαντήλι χαράς,
κι’ ανεμίζει κορφή και μαντήλι χωρισμού
και δεν ανεμίζει κορφή και μαντήλι χαράς,
και δεν ανεμίζει κορφή και μαντήλι χωρισμού
γιατί δήθεν το μαντήλι χωρισμού
επιμηκύνεται στη θάλασσα,
γιατί δήθεν το μαντήλι χωρισμού
επιβραδύνεται στη θάλασσα,
και ταξιδεύει και δεν ταξιδεύει,
και σφυρίζει ελιά,
και σφυρίζει χαρουπιά,
και σφυρίζει πεύκο και κυπαρίσσι
και γυρνά εδώθε και σφυρίζει μπάτη κι’ αρμύρα
και γυρνά εκείθε και σφυρίζει κάμπο
κι’ άχνα Αυγουστιάτικη,
και σφυρίζει ψέμα και παραμύθι,
και σφυρίζει μικρή αλήθεια
και σφυρίζει πικρή αλήθεια
και πικρό νερό και πικροδάφνη.
Έγιναν όλα ρευστά, μητέρα,
έγιναν όλα απροσδιόριστα ρευστά
έτσι όπως μαθαίναμε στη Φυσική μας Πειραματική,
έγιναν όλα υδράργυρος
μ’ εκείνη την ευθιξία,
μ’ εκείνο το διαλείπον τρέξιμο,
μ’ εκείνη την έλλειψη δαχτυλικών αποτυπωμάτων,
μ΄εκείνη την τελική σφαιροποίηση.
Έγιναν όλα συνώμυμα, μητέρα,
απέβαλαν την ταυτότητά τους,
απέβαλαν τα χαραχτηριστικά τους
και μας μπερδεύουν,
και δεν μπορούμε πια να τραβήξουμε γραμμή,
και δεν είμαστε πια βέβαιοι ποιος μας μιλά,
και δεν είμαστε πια βέβαιοι σε ποιον μιλάμε,
τι μιλάμε,
αν είμαστε καν εμείς που μιλάμε.
Οι λέξεις έγιναν απλοί ήχοι, μητέρα,
τις αφαίρεσαν. Εκφράζομαι σαφώς;
“Ψυχομάνα”, του Νικόλαου Γύζη

Αντλώντας το θέμα του από την πατρογονική Ελλάδα, ο Γύζης, που είναι εγκατεστημένος στο Μόναχο, απεικονίζει μια νεαρή γυναίκα, την ώρα που θηλάζει ένα ξένο παιδί. Το δικό της κοριτσάκι, σε μια κίνηση φυσική, σκαρφαλώνει σε ένα χαμηλό κάθισμα για να μπορέσει να δει από πιο κοντά. Απέναντι μαραζωμένη και μαυροφορούσα, κάθεται η κοπέλα που έφερε το μωρό στην τροφό. Ο χώρος είναι λιτός, ενώ ψηλά κρέμεται το εικόνισμα της Βρεφοκρατούσας Παναγίας.
Αξιοποιώντας πολλές αντιθέσεις, ευδιάκριτες στον πίνακα αυτό, ο ζωγράφος απεικονίζει μια κορυφαία στιγμή πηγαίας προσφοράς και αυτονόητης έμπρακτης αλληλεγγύης, καρπού ενσυναίσθησης και συμπόνιας για τους μη ευνοημένους και για όσους έχουν ανάγκη.
Η γυναίκα αναδεικνύεται σε σύμβολο ευσπλαχνίας και δοτικότητας και, εντέλει, σε εγγυήτρια της κοινωνικής συνοχής και της συνέχισης της ίδιας της ζωής.
Πηγή: Εθνική Πινακοθήκη (11/5/2025)
«Η μητέρα», του Γεώργιου Βιζυηνού

Πώς να πειράξω τη μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;
Πώς ν’ αρνηθώ ή ν ‘ αναβάλω
ό,τι ορίζει κι απαιτεί,
αφού στη γη δεν έχω άλλο
κανένα φίλο σαν αυτή;
Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρέφος απαλό,
με κάθιζε στα γόνατά της
και μ’ έμαθε να ομιλώ.
Αυτή με τρέφει και με ντύνει
όλο το χρόνο που γυρνά,
και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.
Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω
φιλά να γειάνει την πληγή.
Αυτή, τι πρέπει να αφήσω
και τι να κάμω μ’΄οδηγεί.
Πώς το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;
Πηγή: Υπουργείο Πολιτισμού (11/5/2025)