Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ὁ ἐν Ἰωαννίνοις ἀθλήσας, πολιούχος των Ιωαννίνων
Τὸν πανεύφημον Μάρτυν Χριστοῦ Γεώργιον,
Ἰωαννίνων τὸ κλέος καὶ πολιοῦχον λαμπρόν,
ἐν ᾠδαῖς πνευματικαῖς ἀνευφημήσωμεν·
ὅτι ἐνήθλησε στερρῶς, καὶ κατήνεγκεν ἐχθρόν,
τοῦ Πνεύματος τῇ δυνάμει· καὶ νῦν ἀπαύστως
πρεσβεύει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
(Απολυτίκιο, Ήχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον)
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος γεννήθηκε τό 1808 στό χωριό Τσούρχλι τῆς ἐπαρχίας Γρεβενῶν (σήμερα φέρει τήν ὀνομασία Ἅγιος Γεώργιος) ἀπό γονεῖς πτωχούς, τόν Κωνσταντῖνο καί τή Βασίλω, οἱ ὁποῖοι ἀσχολοῦνταν μέ τή γεωργία. Λόγῳ τῆς πτωχείας τῆς οἰκογένειάς του παρέμεινε ἀγράμματος∙ ἀνετράφη, ὅμως, «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου». Σέ μικρή ἡλικία, μόλις 8 ἐτῶν, ὀρφάνεψε καί ἔμεινε ὑπό τήν προστασία τοῦ μεγαλύτερου ἀδερφοῦ καί τῆς ἀδερφῆς του, πτωχῶν καί τούτων γεωργῶν. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, πῆγε στά Ἰωάννινα, ὅπου ὁ Γεώργιος, ἔρημος καί άπροστάτευτος, προσκολλήθηκε σέ διάφορους ἀγάδες γιά να καταλήξει ἱπποκόμος τοῦ Χατζῆ Ἀβδουλᾶ, ἀξιωματικοῦ τοῦ ᾿Ιμίν Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων, κοντά στόν ὁποῖο παρέμεινε γιά ὀκτώ χρόνια.
Ὁ Ἀβδουλά εἶχε ὅλον τόν καιρό νά ἐκτιμήσει τόν ὑπηρέτη του ὡς ἁπλό, πρᾶο, ἄκακο, αὐθεντικό, ἠθικά ἀκέραιο. Τόν ἐμπιστεύτηκε καί τόν περιέβαλε μέ τή στοργή καί τήν ἀγάπη του, ἐνῷ τοῦ ἐπέτρεπε νά ἐκτελεῖ ἀκώλυτα τά θρησκευτικά του καθήκοντα καί νά συχνάζει στούς ναούς τῶν Ἰωαννίνων.
Ἡ ὁλοφάνερη εὔνοια τοῦ Ἀβδουλᾶ πρός τόν χριστιανό Γεώργιο προκάλεσε τή ζηλοφθονία τῶν συνυπηρετῶν του, οἱ ὁποῖοι τόν ἀποκαλοῦσαν «γκιαβούρ Χασάν», δηλαδή ἄπιστο Χασάν. Ἔτσι, μέ τον καιρό καί τή συνήθεια ἑδραιώθηκε ἡ πίστη ὅτι ὁ Γεώργιος ἦταν μουσουλμάνος. Ὁ ἴδιος, βέβαια, παρέμενε στέρεος στήν ὁμολογία τῆς ἁγίας καί ἀμωμήτου πίστεως.
Τό 1836 ὁ Ἰμίν πασᾶς ἔγινε γιά δεύτερη φορά ἡγεμόνας τῶν Ἰωαννίνων. Μεταξύ τῶν ἀξιωματικῶν τοῦ ἐπιτελείου του καί ὁ ἔμπιστός του Χατζή Ἀβδουλά μέ τόν δικό του ὑπομίσθιο, τόν Γεώργιο. Ἦταν τότε πού κάποιοι φίλοι του τόν παρακίνησαν νά ἀρραβωνιασθεῖ μιά νέα ἐνάρετη Γιαννιώτισσα, τήν Ἑλένη. Ἀλλά τήν ἡμέρα τῶν ἀρραβώνων τοῦ Γεωργίου καί τῆς Ἑλένης ἕνα σοβαρό ἐπεισόδιο σκίασε τό εὐτυχές γεγονός. Ἕνας Τουρκογιαννιώτης χότζας, γνωρίζοντας τόν ἱπποκόμο τοῦ Ἀβδουλᾶ καί στηριζόμενος περισσότερο στήν ὀνομασία του ὡς Γκιαούρ Χασάν παρά στήν πραγματικότητα, τόν κατέδωσε στόν μεχκεμέ (=δικαστήριο) ὅτι εἶχε ἐξισλαμισθεῖ κατά τά προηγούμενα χρόνια καί ἐπανῆλθε στήν ὀρθόδοξη πίστη. Προσαχθείς στό κριτήριο ἀπολογήθηκε καί μέ πνευματική ἀνδρεία ὑποστήριξε ὅτι οὐδέποτε ἔγινε ἀρνησίθρησκος. Ὁ κατής, μαθαίνοντας ὅτι ὁ Γεώργιος ἦταν ὑπηρέτης τοῦ Χατζῆ Ἀβδουλᾶ, ἀνθρώπου ἰσχυροῦ κοντά στόν ἡγεμόνα, σκέφτηκε νά καλέσει καί τόν ἴδιο τόν Ἀβδουλά. Κατ’ ἄλλη μαρτυρία, ὁ Ἀβδουλά, μαθαίνοντας ὁ ἴδιος τήν περιπέτεια τοῦ ἱπποκόμου του, ἔσπευσε αὐτόκλητος στό δικαστήριο. Ἤλεγξε τότε ὀργισμένος τόν κατή λέγοντας ὅτι αὐτός γνώριζε πάντα ὅτι ὁ Γεώργιος δέν ἦταν μουσουλμάνος ἀλλά χριστιανός καί ὡς χριστιανός ἦταν ἀπερίτμητος. Μετά ἀπό αὐτά, καί ἐπειδή τόν βρῆκαν καί ἀπερίτμητο, τόν ἄφησαν ἐλεύθερο καί καταχώρησαν τό ὄνομά του στόν κώδικα τῶν χριστιανῶν.
Ἀργότερα, ὁ Γεώργιος νυμφεύθηκε τήν ῾Ελένη. Οἱ μαρτυρίες γιά τόν χρόνο τέλεσης τῶν γάμων τοῦ Γεωργίου καί τῆς Ἑλένης δέν συμπίπτουν. Κατ’ ἄλλους οἱ γάμοι τελέσθηκαν τόν Αὔγουστο τοῦ 1836, κατ’ ἄλλον τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1836 καί κατ’ ἄλλους τόν Ἰανουάριο τοῦ 1837.
Ἕνα περίπου μήνα μετά τό γάμο του ὁ Γεώργιος ἔφυγε ἀπό τά Γιάννινα καί ἐπέστρεψε τόν Ἰούνιο τοῦ 1837.
Κατόπιν, ὁ ἅγιος προσκολλήθηκε, ὡς ἱπποκόμος πάντα, στόν μουσελίμη τῶν Φιλιατῶν, ἀπ’ ὅπου ἐπέστρεψε κατά τά τέλη Δεκεμβρίου, ἡμέρα Τετάρτη. Ξημερώνοντας, ἡ Ἑλένη γέννησε ἀγόρι. «Ἐχάρη ὁ εὐλογημένος ὅτι ἠξιώθη νά γίνῃ πατήρ» καί ζήτησε ἀπό τόν κύριό του τήν ἄδεια νά παραμείνει στά Ἰωάννινα γιά μερικές ἡμέρες, ὥστε νά παραστεῖ καί στή βάφτιση τοῦ γιοῦ του.
Ἡ βάφτιση τοῦ νεογέννητου ἔγινε στίς 7 Ἰανουαρίου 1838, ἀνήμερα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Ὁ νεοφώτιστος ἔλαβε τό ὄνομα Ἰωάννης.
Τή Δευτέρα, 10 Ἰανουαρίου 1838, ὁ μουσελίμης τῶν Φιλιατῶν ἀνεχώρησε ἀπό τά Ἰωάννινα, γιά νά ἐπιστρέψει στήν ἕδρα του. Ὁ Γεώργιος προτίμησε αὐτή τή φορά νά μήν ἀκολουθήσει τόν κύριό του, ἀλλά νά παραμείνει στά Ἰωάννινα, κοντά στήν οἰκογένειά του.
Τήν Τρίτη, 11 Ἰανουαρίου 1838, «ἔλαβε οἱονεί προαίσθησιν τοῦ στεφανίτου ἀγῶνος του». Ὁ Γεώργιος παραδόθηκε σ’ ἕνα ἰσοθάνατο, ὁλοήμερο ὕπνο. Πολλές φορές προσπάθησαν νά τόν ξυπνήσουν, ἄλλ’ ὁ ἅγιος δέν αἰσθανόταν τό παραμικρό. Ξύπνησε, τελικά, ἀργά τό βράδυ.
Τήν Τετάρτη, 12 Ἰανουαρίου, ὁ Γεώργιος ζήτησε ἀπό τή γυναίκα του τά καλά του ἐνδύματα καί ξεκίνησε γιά τήν ἀγορά πρός ἀναζήτηση ἐργασίας. Καταγράφεται ὅτι τρείς φορές γύρισε πίσω για νά χαιρετήσει τή γυναίκα του καί τόν νεογέννητο, νεοφώτιστο γιό του. Κάποια ἐνόραση καθοδηγοῦσε πλέον τόν Γεώργιο. Ἡ πορεία του πρός τό μαρτύριο ἄρχιζε…
Κατευθύνθηκε στήν πλατεῖα τοῦ Πλατάνου (σημ. Πλατεῖα Γεωργίου Σταύρου), στό Γυαλί καφενέ. Ἐκεῖ τόν ἅρπαξε ὁ χότζας πού τόν εἶχε κατηγορήσει καί στό παρελθόν, φωνάζοντάς του ὅτι ἐμπαίζει τή μουσουλμανική θρησκεία. Οἱ φωνές τοῦ χότζα συγκέντρωσαν πολύ κόσμο, μουσουλμάνους καί χριστιανούς. Ὁ Γεώργιος παρακάλεσε τόν Χότζα νά τόν ἀφήσει ἀλλά μάταια. Ἀκόμα καί ὁ ἀδελφός τῆς Ἑλένης, ὁ Ἀλέξιος, πού τυχαῖα διερχόταν ἀπό τόν τόπο τῆς σύλληψης, προσπάθησε ἀνεπιτυχῶς νά ἀποσπάσει ἀπό τά χέρια τοῦ φανατικοῦ χότζα τόν γαμβρό του.
Τό ἐπεισόδιο ἐκτυλισσόταν ἀπέναντι ἀπό τό σπίτι τοῦ Νταούτ πασᾶ, ὁ ὁποῖος ἀκούγοντας τό θόρυβο καί τήν ταραχή πού εἶχε δημιουργηθεῖ ἔστειλε ἀνθρώπους του νά ὁδηγήσουν τόν Γεώργιο ἐνώπιόν του. Ὁ Γεώργιος ἐξακολουθοῦσε νά ὁμολογεῖ θαρραλέα: «Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός εἶμαι καί χριστιανός πεθαίνω». Τότε ὁ παριστάμενος μπουλούκμπασης ἔδωσε ἐντολή νά δέσουν τά χέρια τοῦ Γεωργίου καί νά τόν ὁδηγήσουν στόν μεχκεμέ. Ὁ δικαστής ἀναγνώρισε τόν ἅγιο ἀπό τήν πρώτη του ἐμφάνιση στό δικαστήριο καί προσπάθησε μέ διάφορους τρόπους νά τόν ἐκβιάσει νά ἀλλαξοπιστήσει. Ὁ Γεώργιος παρέμεινε, ὅμως, σταθερός στήν πίστη του καί ὁδηγήθηκε στή φυλακή.
Ὁ τότε Μητροπολίτης Ἰωαννίνων, Ἰωακείμ ὁ Χῖος, μόλις πληροφορήθηκε τά διαδραματισθέντα, ἔσπευσε στόν μεχκεμέ (δικαστήριο) πρῶτα καί κατόπιν στό Διοικητήριο ζητώντας τήν ἀπόλυση τοῦ Γεωργίου, ἀλλά οἱ λόγοι του δέν ἔπιασαν τόπο.
Τό πρωΐ τῆς Πέμπτης ὁ Γεώργιος ὁδηγεῖται καί πάλι στό δικαστήριο. Ὁ δικαστής μετέρχεται τώρα κολακεῖες καί νουθεσίες καί ὑποσχέσεις γιά νά πείσει τόν Γεώργιο νά ἐξομόσει μέ ἀντάλλαγμα ὑψηλά ἀξιώματα. Ὁ Γεώργιος φώναζε μόνο: «Χριστιανός εἶμαι».
Οἱ Μουσουλμάνοι μαίνονται, μαστιγώνουν ἀνελέητα τόν Γεώργιο καί τόν ξανακλείνουν στή φυλακή. Ἀσφαλίζουν τά πόδια του στη φοβερή ποδοκάκη. Βάζουν βαριά πέτρα στό στῆθος του, τόν πιέζουν ποικιλοτρόπως νά ἐξομόσει. Παρά τά πολυειδῆ μαρτύρια ὁ Γεώργιος κοιμήθηκε γαλήνιος.
Ἡ Παρασκευή πέρασε γιά τόν Γεώργιο ἐν μέσῳ πολυειδῶν βασάνων: βραστό λάδι, πυρακτωμένα περόνια στά ἀπόκρυφα μέλη του, ἀκίδες στά νύχια του.
Ξημερώνοντας Σάββατο ὁδηγεῖται πάλι στόν κατή. Πλῆθος φανατικῶν Ὀθωμανῶν ἔχουν συγκεντρωθεῖ ἔξω ἀπό τό δικαστήριο, ὅπου τοῦ ἔθεσαν τό δίλημμα ἤ νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του καί νά λάβει ἐπιβράβευση ἤ νά παραμείνει πιστός καί νά θανατωθεῖ. Ὁ Γεώργιος ἔδειξε ἀνδρεία ψυχή καί ὁμολόγησε εὐθαρσῶς μπροστά σέ ὅλους τους ἀσεβεῖς πού εἶχαν συγκεντρωθεῖ: «Χριστιανός ἤμουν ἀπ’ τήν ἀρχή, χριστιανός εἶμαι καί θα εἶμαι μέχρι τήν τελευταία μου πνοή». Τρείς φορές εἰσήχθη στόν κριτή καί τρείς φορές ἐξήχθη παραμένοντας σταθερός στήν ὁμολογία του. Τότε δόθηκε ἡ ἀπόφαση γραμμένη ἀπό τό χέρι τοῦ κριτῆ νά θανατωθεῖ.
Ὑπέρ τοῦ Γεωργίου παρενέβησαν καί οἱ μητροπολῖτες Ἰωαννίνων, Ἄρτης καί Γρεβενῶν, καθώς καί προύχοντες τῆς πόλεως καί συγγενεῖς του, χωρίς ἀποτέλεσμα.
Τόσο οἱ ἀρχιερεῖς ὅσο καί κάποιοι ἄλλοι Ἰωαννῖτες δέν παρέλειπαν νά στέλνουν ἀνθρώπους στό δεσμωτήριο προκειμένου νά στηρίξουν τόν Γεώργιο. Σύμφωνα μέ μαρτυρίες τῶν συγκρατουμένων καί τῆς ἰδίας τῆς συζύγου του, τῆς Ἑλένης, ὁ Γεώργιος ἦταν ἠρεμώτατος.
Στίς 17 Ἰανουαρίου 1838, ἡμέρα Δευτέρα, ὁ Ἅγιος ἀπαγχονίσθηκε στό Κουρμανιό, περιοχή τῆς ἀγορᾶς κοντά στήν κεντρική πύλη τοῦ φρουρίου, καί δέχθηκε ἀπό τόν Σταυρωθέντα Κύριο τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ἀπό τή νύχτα ἐκείνη καί ἐνόσῳ τό σκήνωμα τοῦ νεομάρτυρα παρέμενε στήν ἀγχόνη, φῶς ἐν εἴδει στεφάνου κατέβαινε στήν κεφαλή τοῦ Αγίου.
Τό σκήνωμα τοῦ ἁγίου παρέμεινε κρεμασμένο μέχρι τήν Τετάρτη, 19 Ἰανουαρίου, καί κατόπιν δωρήθηκε ἀπό τόν Μουσταφά πασᾶ στόν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων Ἰωακείμ (ἤ ἐξαγοράστηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη σύμφωνα μέ ἄλλη μαρτυρία) καί μεταφέρθηκε στόν δεύτερο ἐξώστη τοῦ Μητροπολιτικοῦ ναοῦ, στό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Μαρίνας. Ἐκεῖ τόν σαβάνωσαν καί τόν κατέβασαν στό μέσον τοῦ νεότευκτου τότε ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ὅπου ἀνέμεναν οἱ μητροπολῖτες Ἰωαννίνων, Ἄρτης καί Γρεβενῶν, τό ἱερατεῖο τῆς πόλεως καί πλῆθος χριστιανῶν. Μετά τό τέλος τῆς πάνδημης ἐντάφιας ἀκολουθίας, ἡ σορός μεταφέρθηκε καί κατατέθηκε σέ τάφο κοντά στή δυτική πύλη τοῦ ἱεροῦ βήματος.
Μετά τό μαρτύριο καί τήν ταφή τοῦ Γεωργίου ἕνας καταιγισμός θαυμάτων πλημμύρισε τήν πόλη. Πλῆθος παραλύτων καί πασχόντων ἀπό ποικίλες ἀσθένειες προστρέχοντας στόν ἅγιο λάμβαναν τή θεραπεία τους. Ἀκόμη καί «μιά Τούρκα (Τουρκάλα) ἄρπαξε τήν κάλτσα ἀπό τό πόδι τοῦ ἁγίου καί ἔτρεξεν εἰς μίαν ἄρρωστη Τούρκα, ἥτις ἐθεραπεύθη ἀμέσως». Γι’ αὐτό καί στίς εἰκόνες ὁ ἅγιος εἰκονίζεται κρεμασμένος καί φορώντας κάλτσα μόνο στό ἕνα πόδι. Ἡ πρώτη μάλιστα εἰκόνα του φιλοτεχνήθηκε 13 μόλις μέρες μετά τό μαρτύριό του.
Ἔτσι, ἡ ἁγιότητα τοῦ Γεωργίου ἐπεβλήθηκε ἀμέσως στή συνείδηση τοῦ χριστεπώνυμου πληρώματος καί ἡ ἁγιοκατάταξή του ἔγινε ἐντός περίπου δεκαεννιά μηνῶν άπό τό μαρτυρικό θάνατο καί τήν ταφή του.
Στίς 26 Ὀκτωβρίου 1971 ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τά ὁποῖα ἐναπετέθησαν σέ λάρνακα, πού κατετέθηκε στό νεόδμητο ναό τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου τῆς πόλεως Ἰωαννίνων, στήν πλατεῖα Πάργης.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων
“Αλκυονίδες” του Γεωργίου Δροσίνη
“Και στης ζωής τους πιο βαρείς χειμώνες
Αλκυονίδες μέρες καρτερώ.”
“Η Φοινικιά” του Κωστή Παλαμά
Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα και καταγόταν από το Μεσολόγγι, από οικογένεια με μέλη σημαντικούς λόγιους. Έχασε και τους δυο γονείς του το 1866 και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι σε συγγενικό σπίτι. Στο Μεσολόγγι τέλειωσε το Γυμνάσιο (1875) και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1877), ωστόσο από νωρίς είχε στραφεί προς τη λογοτεχνία. Ήδη από το 1875 είχε δημοσιεύσει στίχους στο Αττικόν Ημερολόγιον και υποβάλει τη συλλογή Ερώτων έπη στον Βουτσιναίο Ποιητικό Διαγωνισμό. Η πρώτη έκδοση έργου του πραγματοποιήθηκε με τη συλλογή Τα τραγούδια της πατρίδος μου το 1886 όταν ο ποιητής ήταν ήδη γνωστός στους αθηναϊκούς κύκλους από τη συνεργασία του με λογοτεχνικά περιοδικά (Μη χάνεσαι του Γαβριηλίδη, Άστυ του Θ. Άννινου κ.α.) και εφημερίδες της εποχής (Ακρόπολις, Εφημερίς, Εμπρός, κ.α.), όπου δημοσίευε άρθρα, μελέτες, κριτικά δοκίμια και χρονογραφήματα. Συνέχισε να αρθρογραφεί σε λογοτεχνικά περιοδικά (Εστία, Τέχνη, Παναθήναια, Νουμάς κ.α.) για πολλά χρόνια. Το 1889 βραβεύτηκε στον Φιλαδέλφειο Ποιητικό Διαγωνισμό για τη συλλογή του Ύμνος εις την Αθηνάν, από το 1897 ως το 1929 διετέλεσε γενικός γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1914 βραβεύτηκε για την προσφορά του με το κρατικό αριστείο γραμμάτων και τεχνών. Ήταν ένα από τα πρώτα μέλη της Ακαδημίας Αθηνών και το 1930 εκλέχτηκε πρόεδρός της. Το 1888 παντρεύτηκε τη Μαρία Βάλβη, με την οποία απέκτησε δύο γιους και μια κόρη. Με αφορμή τον θάνατο του μικρότερου γιου του Άλκη το 1898 ο ποιητής έγραψε τα ποιήματα Τάφος και Παράδεισοι. Το 1933 τιμήθηκε με το γερμανικό λογοτεχνικό βραβείο Goethe και το Οικονόμειο βραβείο της Ελληνικής Κοινότητας Τεργέστης και το 1936 στα πενηντάχρονα της δημιουργίας του ο βασιλιάς Γεώργιος του απένειμε το Παράσημο του Φοίνικος. Στη συγγραφή αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του, την οποία πέρασε στην Αθήνα στην οδό Ασκληπιού αρ.3, όπου βρίσκεται σήμερα το Ίδρυμα Κωστή Παλαμά. Μοναδική μετακίνησή του η μετακόμιση στην οδό Περιάνδρου προς το τέλος της ζωής του. Εκεί πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943. Η κηδεία του στο πρώτο νεκροταφείο έμεινε στην ιστορία ως ένα είδος αντικατοχικής διαδήλωσης.
Ο Παλαμάς κάλυψε με το έργο του ολόκληρο το φάσμα του γραπτού λόγου. Ασχολήθηκε με την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, τη δημοσιογραφία, την αρθρογραφία, τη μελέτη, την κριτική. Στο ποιητικό του έργο που ξεπερνά τις είκοσι συλλογές κυριαρχεί η Ελλάδα ως ιδανικό και αντικείμενο αγάπης, η πορεία του ελληνικού έθνους μέσα στους αιώνες, η προσπάθεια δημιουργικής αφομοίωσης του αρχαιοελληνικού πνεύματος και της λαϊκής παράδοσης, το πνεύμα της οικουμενικότητας του πολιτισμού. Στάθηκε ο εμπνευστής και εισηγητής της λεγόμενης γενιάς του 1880 ή παλαμικής γενιάς στην ελληνική ποίηση, όταν γύρω στα 1879-1880, αντιδρώντας στη ρητορεία της ρομαντικής ποίησης της Α’ Αθηναϊκής Σχολής και επηρεασμένος από το ρεύμα του γαλλικού Παρνασσισμού, ηγήθηκε της ανανέωσης της ποιητικής θεματολογίας και έκφρασης.
Σταθμοί στην ποιητική δημιουργία του θεωρούνται Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου και Η Φλογέρα του βασιλιά, γραμμένα στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα. Παράλληλα προς την ποίηση τον απασχόλησε ιδιαιτέρως το Γλωσσικό Ζήτημα, στο χώρο του οποίου υπήρξε δια βίου ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής και κορυφαία μορφή του δημοτικιστικού κινήματος με το κύρος του αλλά και με τις κυρώσεις που υπέστη για τον γλωσσικό του αγώνα (προσωρινή απομάκρυνσή του από το πανεπιστήμιο).
Από το πεζογραφικό του έργο, περιορισμένο σε έκταση συγκριτικά προς το ποιητικό, ξεχωρίζει ο Θάνατος παλληκαριού.
Στον χώρο του θεάτρου έγραψε για τη «Νέα Σκηνή» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου την Τρισεύγενη, απέσυρε ωστόσο το έργο πριν την παράστασή του όταν ο Χρηστομάνος θέλησε να επέμβει στην τελική μορφή του.
Ο Παλαμάς υπήρξε τέλος ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες μελετητές και κριτικούς της λογοτεχνίας και πρόδρομος ενός μεγάλου μέρους της μεταγενέστερης ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής. Σημειώνεται εδώ ως παράδειγμα η σημαντική μελέτη του για το έργο του Σολωμού.
Πηγή: Ε.ΚΕ.ΒΙ
Ήξερες ότι…
Ἀρχαῖο Πνεῦμ᾿ ἀθάνατο, ἁγνὲ πατέρα
τοῦ ὡραίου, τοῦ μεγάλου καὶ τ᾿ ἀληθινοῦ,
κατέβα, φανερώσου κι ἄστραψε ἐδῶ πέρα
στὴ δόξα τῆς δικῆς σου γῆς καὶ τ᾿ οὐρανοῦ.
Στὸ δρόμο καὶ στὸ πάλεμα καὶ στὸ λιθάρι,
στῶν εὐγενῶν Ἀγώνων λάμψε τὴν ὁρμὴ
καὶ μὲ τ᾿ ἀμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
καὶ σιδερένιο πλάσε κι ἄξιο τὸ κορμί.
Κάμποι, βουνὰ καὶ πέλαγα φέγγουν μαζί σου
σὰν ἕνας λευκοπόρφυρος μέγας ναός.
Καὶ τρέχει στὸ ναὸ ἐδῶ προσκυνητής σου,
Ἀρχαῖο Πνεῦμ᾿ ἀθάνατο κάθε λαός.
(Ἀσάλευτη Ζωή, 1896)
Η Κυρά Φροσύνη (1773 – 11 Ιανουαρίου 1801)
Τ’ ακούσατε τι γίνηκε ‘ς τα Γιάννενα, τη λίμνη,
που πνίξανε τοις δεκαφτά με την κυρά Φροσύνη;
…
Φροσύν’, σε κλαίει το σπίτι σου, σε κλαίνε τα παιδιά σου
σε κλαίν όλα τα Γιάννενα, κλαίνε την ομορφιά σου.
Αχ, Φροσύνη πέρδικά μου,
μόκαψες τα σωθικά μου!
(“Της Κυρά Φροσύνης”[1], δημοτικό ιστορικό τραγούδι, απόσπασμα)
Η Κυρα-Φροσύνη όπως έγινε γνωστή η Ευφροσύνη Βασιλείου (1773 – 11 Ιανουαρίου 1801) συνδέθηκε με την ιστορία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και το τραγικό τέλος της στις 11 Ιανουαρίου 1801 τραγουδήθηκε σε δημοτικά τραγούδια αλλά έγινε και όπερα (Κυρά Φροσύνη, Παύλος Καρρέρ, 1868) βασισμένη στο ομότιτλο εκτενές ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (1859), μυθιστόρημα και ταινία (Η λίμνη των στεναγμών, 1959). Υπήρξε μητέρα δύο παιδιών και σύζυγος του εμπόρου και προκρίτου των Ιωαννίνων Δημητρίου Βασιλείου – επίσης ανιψιά του μητροπολίτη Λάρισας και μετέπειτα Ιωαννίνων Γαβριήλ Γκάγκα. Ο Αλή Πασάς αποφάσισε να την εκτελέσει μαζί με άλλες 17 συντοπίτισσές της δια πνιγμού στη λίμνη των Ιωαννίνων, με την επίσημη αιτιολογία ότι ζούσαν ανήθικα. Τα πραγματικά περιστατικά σε γενικές γραμμές έχουν χαθεί ή παραμορφωθεί και υπάρχουν διάφορες εκδοχές.
“Ιθάκη” του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τί ευχαρίστησι, με τί χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου να ’χεις την Ιθάκη
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα ’βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τί σημαίνουν.
[1910, 1911*]
Σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό του σημείωμα ο Κωνσταντίνος Καβάφης γράφει: “Εἶμαι Κωνσταντινουπολίτης τὴν καταγωγήν, ἀλλὰ ἐγεννήθηκα στὴν Ἀλεξάνδρεια — σ’ ἕνα σπίτι τῆς ὁδοῦ Σερίφ· μικρὸς πολὺ ἔφυγα, καὶ ἀρκετὸ μέρος τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας τὸ πέρασα στὴν Ἀγγλία. Κατόπιν ἐπισκέφθην τὴν χώραν αὐτὴν μεγάλος, ἀλλὰ γιὰ μικρὸν χρονικὸν διάστημα. Διέμεινα καὶ στὴ Γαλλία. Στὴν ἐφηβικήν μου ἡλικίαν κατοίκησα ὑπὲρ τὰ δύο ἔτη στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὴν Ἑλλάδα εἶναι πολλὰ χρόνια ποὺ δὲν ἐπῆγα….”[1] Περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του επιφανούς ποιητή θα βρείτε στην Ανεμόσκαλα.
Πηγή: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πρόταση βιβλίου: “Ο Ελέφας Καρί” του Γκοπάλ Μουκερί
του Νίκου Δούλη, Φιλολόγου του 4ου ΓΕΛ Ιωαννίνων “ΑΚΑΔΗΜΙΑ”
Το βασικό θέμα του έργου είναι η στενή σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζώα μέσα στα πλαίσια της άγριας φύσης.
Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Ινδία την περίοδο της αποικιοκρατίας. Ο αφηγητής είναι ένας μικρός Ινδός από ευκατάστατη οικογένεια. Όταν είναι εννέα ετών, ο πατέρας του τού χαρίζει έναν ελέφαντα πέντε μηνών, τον Καρί. Από εκείνη τη στιγμή το παιδί και ο ελέφαντας γίνονται αχώριστοι φίλοι. Ο μικρός αφηγητής μεγαλώνει τον ελέφαντα με πολλή αγάπη σαν να ήτανε παιδί του. Αφιερώνει πολλές ώρες της ημέρας στην ανατροφή του νεαρού ελέφαντα και έτσι ανακαλύπτει τα μυστικά του δάσους και των άγριων ζώων που ζουν σ’ αυτό.
Η οικογένεια του αφηγητή έχει φροντίσει να στεγάσει τον ελέφαντα σ’ ένα υπόστεγο με αχυρένια στέγη που στεριώνεται σε χοντρούς κορμούς δέντρων που είναι πολύ γεροί, για να μην μπορεί να τους ρίξει ο Καρί.
Ο αφηγητής αναθυμάται τις περιπέτειες που περνά μαζί με τον ελέφαντα και τις αναπολεί. Η αφήγηση, στην οποία κυριαρχεί το τρίτο ενικό πρόσωπο, αποκτά χάρη και παραστατικότητα και εμπλουτίζεται με λυρικές εικόνες. Ο ίδιος αφηγείται : «Στις Ινδίες τ’ άστρα φαίνονται τόσο σιμά, που θαρρείς πως μπορείς να τα πιάσεις με το χέρι. Κι ο βαθυγάλαζος ουρανός μοιάζει με ποταμό σιωπής που τρέχει ανάμεσα σε δύο αργυρές όχθες».
Ανάμεσα στον αφηγητή και το ζώο αναπτύσσεται μια σχέση ξεχωριστή. Ο ελέφαντας αγαπάει πολύ τους ανθρώπους και ο αφηγητής έχει μάθει να ζει αρμονικά με τον κόσμο των ζώων. Ο ίδιος θυμάται: «Ο Καρί αγαπούσε πολύ τους ανθρώπους. Περνούσε ανάμεσά τους σα να ήταν κι αυτός άνθρωπος. Ήμουν πολύ περήφανος για τον ελέφαντά μου και την άμεμπτη συμπεριφορά του».
Την ξεχωριστή παρέα του νεαρού αφηγητή και του ελέφαντα συμπληρώνει ένας εξημερωμένος πίθηκος, ο Κοοπί που έχει «κοκκινωπό πρόσωπο με πυρόξανθη τρίχα». Αν και οι ελέφαντες δεν συμπαθούν καθόλου τους πιθήκους, ο αφηγητής καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες για να τους συμφιλιώσει και τελικά το καταφέρνει.
Οι τρεις φίλοι βιώνουν διάφορες περιπέτειες που λαμβάνουν χώρα με φόντο τον μακραίωνο πολιτισμό της μεγάλης αυτής ασιατικής χώρας.
«Ο ήλιος έγερνε να βασιλέψει, η εσπερινή ησυχία γύρω μας ολοένα κατέβαινε όταν μπαίναμε στη Μπεναρές, την πιο αρχαία πολιτεία των Ινδιών…Ο Γάγγης τρώει ακατάπαυστα τα θεμέλια της πολιτείας. Τη νύχτα ακούς την αλαφρή βοή του. Όταν ο Ινδός μπαίνει στη Μπεναρές καταλαβαίνει πόσο παμπάλαια είναι η πατρίδα του».
Μέσα σ’ αυτό το γεωγραφικό και ιστορικό φόντο ξεδιπλώνεται και η παρουσία του Ευρωπαίου αποικιοκράτη. Στοχάζεται ο αφηγητής: «Είναι περίεργο, οι Ευρωπαίοι που έρχονται στην Ανατολή να μην παρατούν τον πολυδάπανο τρόπο ζωής τους. Να πίνεις κρασιά και να τρως κρέατα μπορεί να ταιριάζει στα κρύα κλίματα, όπου είναι ανάγκη να ζεσταθείς. Μα σ’ ένα κλίμα ζεστό ο άνθρωπος που τρώει και πίνει πολύ καταστρέφει ασφαλώς την υγεία του».
Ο «Ελέφας Καρί» καλλιεργεί στους νεαρούς αναγνώστες του την αγάπη για τα ζώα και τη φύση μέρος της οποίας είναι και ο ίδιος ο άνθρωπος. Είναι ένα βιβλίο γραμμένο για παιδιά, μπορεί όμως να διαβαστεί άνετα και από τους ενήλικες.
Ο συγγραφέας
Ο Γκοπάλ Μουκερί (Dhan Gopal Mukerji) γεννήθηκε στις 6 Ιουλίου 1890 σ΄ ένα χωριό κοντά στην Καλκούτα. Αφού περιπλανήθηκε για ένα χρόνο ως ασκητής στην έρημο στα πλαίσια της Βραχμανικής παράδοσης, άφησε την ασκητική ζωή, για να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Καλκούτας. Εκεί μπήκε στον κύκλο των φίλων του αδελφού του και ήλθε σε επαφή με τις ιδέες της αντίστασης της Βεγγάλης και εντάχθηκε στο ινδικό κίνημα ανεξαρτησίας.
Μετά από μια σύντομη παραμονή στην Ιαπωνία, μπήκε σ΄ ένα πλοίο για το Σαν Φρανσίσκο. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Μπέρκλεϋ από το 1910 έως το 1913. Το 1914 έλαβε το πτυχίο φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, όπου και δίδαξε για μικρό χρονικό διάστημα ως λέκτορας στον τομέα της συγκριτικής λογοτεχνίας. Νυμφεύτηκε την Αμερικανίδα Έθελ Ρέι Ντούκαν, καλλιτέχνιδα και παιδαγωγό και απέκτησε μαζί της ένα γιο που πήρε τ’ όνομά του.
Η πιο παραγωγική του περίοδος συμπίπτει με την παραμονή του στην Νέα Υόρκη. Εκεί κυκλοφόρησε το πρώτο παιδικό του βιβλίο, «ο Ελέφας Καρί» το 1922 από τις εκδόσεις Ντάττον, οι οποίες εξέδωσαν όλα τα παιδικά του βιβλία, σε εικονογράφηση του Τζέιμς Έντμουντ Άλλεν. Το βιβλίο έτυχε ευνοϊκής υποδοχής από το κοινό και του έδωσε φήμη. Την ίδια επιτυχία είχαν και τα δύο επόμενα παιδικά του βιβλία, «Θηρία και άνθρωποι της ζούγκλας» και «Ο Χάρι, το παλικάρι της ζούγκλας». Το βιβλίο «ο Ελέφας Καρί» κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1931 σε μετάφραση του Νίκου Καζαντζάκη.
Ο Μουκερί κέρδισε το βραβείο Νιούσμπερι το 1928 από τη Αμερικανική Ένωση Βιβλιοθηκών για το βιβλίο: «Γκέι Νεκ, η ιστορία ενός περιστεριού».
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με άλλα έργα παιδικής λογοτεχνίας, ο Μουκερί δεν προσωποποιούσε τα ζώα στις ιστορίες που έγραφε.
Ο Μουκερί, αν και απέκτησε πολλούς φίλους στις Η.Π.Α., ένιωθε απομονωμένος. Ο ίδιος προσπαθούσε να συγκεντρώσει κεφάλαια για να προωθήσει το κίνημα ανεξαρτησίας στην Ινδία, ενδιαφερόταν πολύ για την πνευματική παράδοση της πατρίδας του και προσπαθούσε να την κάνει γνωστή στην Δύση.
Βρέθηκε νεκρός από την γυναίκα του στο διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη στις 14 Ιουλίου 1936.
Για τη συγγραφή του άρθρου αντλήθηκαν πληροφορίες από τις παρακάτω πηγές:
Α. Γκοπάλ Μουκερί, Ο ελέφας Καρί (1971), εκδόσεις Ν. Νίκας κ΄ Σία, Αθήνα (μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη)
Β. https://en.wikipedia.org/wiki/Dhan_Gopal_Mukerji
Γ. https://www.encyclopedia.com/history/encyclopedias-almanacs-transcripts-and-maps/dhan-gopal-mukerji
Δ. Τι αποκαλύπτει ένα ξεχασμένο παιδικό βιβλίο για τις εκδόσεις των Η.Π.Α. by Pooja Makhijanj.
Τα κείμενα που παρατίθενται στο άρθρο είναι μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη.