
Libertà vo cantando, ch’è si cara
Come sa chi per lei vita rifiuta.
DANTE
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
έλα πάλι, να σου πει.
Άργειε νά ’λθει εκείνη η μέρα
και ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τα ’σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σού έμενε να λες
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.
Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι
από την απελπισιά.
Κι έλεες: Πότε, α! πότε βγάνω
το κεφάλι από τσ’ ερμιές;
Και αποκρίνοντο αποπάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές.
Τότε εσήκωνες το βλέμμα
μες στα κλάηματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα,
πλήθος αίμα Ελληνικό.
Με τα ρούχα αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.
Μοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή·
δεν είν’ εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τες κουρταλεί.
Άλλος σού έκλαψε εις τα στήθια,
αλλ’ ανάσασιν καμιά·
άλλος σού έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φρικτά.
Άλλοι, οϊμέ! στη συμφορά σου
οπού εχαίροντο πολύ,
σύρε νά βρεις τα παιδιά σου,
σύρε, ελέγαν οι σκληροί.
Φεύγει οπίσω το ποδάρι
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι
που τη δόξα σού ενθυμεί.
Ταπεινότατη σου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει
κι είναι βάρος του η ζωή.
Ναι· αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή.
(Ύμνος εις την Ελευθερίαν, Απόσπασμα, Διονύσιος Σολωμός)