«Αν είμαι ποιητής, ο αέρας της Ελλάδας με έχει κάνει»
1.
Νάτα, νάτα της Ελλάδος τα νησιά, νάτην η γη
Που η πυρρή Σαπφώ κι αγάπες και τραγούδια έχει σκορπίσει,
Όπου εφανερώθη ο Φοίβος κι όπου η Δήλος έχει βγη
Κι όπου κάθε τέχνη ειρήνης και πολέμου έχει βλαστήσει,
Ένα αιώνιο καλοκαίρι λες κι’ ως τώρα τα χρυσώνει,
Μα όλα τους, εξόν τον Ήλιο, τα βασίλεψαν οι χρόνοι.
2.
Ω του Ομήρου η μούσα τώρα, του Ανακρέοντα η λαλιά,
Οι παλικαρίσιες άρπες κι οι κιθάρες των ερώτων,
Νιώθουν δόξες πώχει διώξει κάθε μια σου ακρογιαλιά,
Κι οι μεριές που τις γεννήσαν δεν ακούνε τον ηχό των,
Όπου μυριαντιλαλιέται, ξακουσμένος κι απ’ τη Δύση
Πέρα, εκεί που στων Μακάρων τα νησιά γελάει η φύση.
3.
Βλέπουν μέσ’ στον Μαραθώνα τα ολοτρίγυρα βουνά
Και θωράει κι ο Μαραθώνας το γιαλό που απλώνει χάμου.
Στέκω, συλλογιέται ο νους μου ξεχασμένος, και γυρνά,
Κι ονειρεύομαι σε Ελλάδα πάλι ελεύθερη μπροστά μου,
Τί δεν το χωράει ο νους μου νάμαι ορθός στον τάφο ως τώρα
Των Περσών, και νάμαι σκλάβος και σε σκλαβωμένη χώρα.
4.
Πα στους βράχους, κάποιος ρήγας εθρονιάστη έναν καιρό,
Ξάγναντα στη Σαλαμίνα τη γιαλοβγαλμένη κάτου,
Βλέπει αμέτρητα καράβια, παλικάρια ένα σωρό
Κι έθνη, που όλα, κι άλλα τόσα, κι άλλα τόσα, είναι δικά του.
Όταν χάραζε η μέρα τα μετρούσε ακέρια ώς πέρα,
Τάχατες τί νάχαν γίνει σαν βασίλευεν η μέρα.
5.
Σαν πού νάναι; σαν πού νάσαι, πες, πατρίδα μου και Συ,
Κι αν αχούν τραγούδια ηρώων στο άλαλό σου το ακρογιάλι
Τώρα, ωιμέ, παραφωνία λες κι αυτό είναι περισσή,
Τί καρδιά παλικαρίσια μια δε θε να βρεις να πάλλει,
Κι ήτανε γραφτό στη θεία και γλυκόλαλή σου λύρα
Τώρα στ’ αχαμνά μου χέρια να την καταντήσει η μοίρα.
6.
Στην ανεξοδιά τη μαύρη κάτι ακόμα μου απομένει
Κι αν μέσ’ σε γενιά από δούλους αλυσόδετος, ω αλί μου,
Της ντροπής το κοκκινάδι για πατρίδα σκλαβωμένη,
Που με κάνει τραγουδώντας να σκεπάζω τη μορφή μου.
Ποιητή, τί έχεις να κάνεις άλλο εδώ, μια κοκκινάδα
Για κάθε Έλληνα να νιώθεις και να κλαις για την Ελλάδα.
7.
Το αίμα χύναν οι γονιοί μας κι εμάς άλλο απ’ της ντροπής
Κι απ’ το θρήνο περασμένων μεγαλείων δε μας μένει;
Γης, τα σωθικά σου σκίσε, να μας δώσεις πίσω, ω γης,
Ένα λείψανο απ’ της Σπάρτης τη γενιά την ξακουσμένη.
Από τους τριακόσιους δος μας τώρα τρεις μονάχα, ω χώμα,
Και καινούριες Θερμοπύλες θε ν’ αναστηθούν ακόμα.
8.
Τι, σιωπή, και πάλι, ακόμα, παντού κι όλα σιωπηλά;
Μα όχι, να! των πεθαμένων οι φωνές αχούν θλιμμένα,
Σαν το βουητό χειμάρρου μακρυσμένου που κυλά,
Κι αποκρένουνται, ένα μόνο ζωντανό και μόνον ένα,
Ένα ανάστησε μονάχα, φτάνουμε. Μα οι ζωντανοί
Πιο κι απ’ τους νεκρούς νεκροί είναι, πιο δεν έχουνε φωνή.
9.
Μάταια όλα, λύρας άλλης και συ βάρεσε χορδές,
Φέρτε ώς πάνω τα ποτήρια με γλυκό κρασί της Σάμου,
Μάχες κι άρματα στων Τούρκων παρατήστε τις ορδές,
Κι αίματα απ’ της Χίου τ’ αμπέλια χύσετε μονάχα χάμου.
Νά, προσέξτε, ακούστε, ακούστε, βακχοπούλες φλογισμένες
Στο άτιμο το κάλεσμά μου ξεπετούνε φρενιασμένες.
10.
Σέρνετε ώς τα τώρα ακόμα τον Πυρρίχιο χορό,
Των Πυρριχιστών η φάλαγξ όμως τώρα τί έχει γίνει,
Απ’ τις δύο διδασκαλίες πιο αλησμόνητη, θαρρώ,
Θάπρεπεν η πλέον αντρίκια κι ευγενέστερη να μείνει.
Τα ψηφιά του Κάδμου ως τώρα πώχεις μπρος σου, στη ζωή σου,
Μη και τάφερε για σκλάβους; Συλλογίσου! Συλλογίσου!
11.
Με γλυκό κρασί της Σάμου φέρτε ώς πάνου το κανάτι,
Μακριά από μας να διώξει τέτοια λόγια σοβαρά.
Του Ανακρέοντα τη λύρα με μαγείες πλημμυρά,
Μη κι αυτός δεν ήταν δούλος, δούλος μα του Πολυκράτη;
Τύραννος κι αυτός αλήθεια, μα ώς κι οι τύραννοι, στοχάσου,
Πατριώτες ήταν τότες κι απ’ την ίδια τη γενιά σου.
12.
Τύραννο κι η Θράκη ωστόσο θε να πεις πως έχει ιδεί,
Μα τον τύραννον εκείνον τον ελέγανε Μιλτιάδη,
Ω! να μας δανείζαν τώρα τέτοιον ένα απ’ τον Άδη,
Της ελευτεριάς το πρώτο, το πιο ολόλαμπρο παιδί.
Γιατί οι αλυσίδες όλες που η αγάπη έχει πλεμμένες
Λες πως μη τυχόν και φύγει την κρατούνε στεριωμένες.
13.
Τα ποτήρια όλα, ώς τ’ αχείλι, με Σαμιώτικο κρασί·
Πάνω στου Σουλίου τα βράχια και στης Πάργας τ’ ακρογιάλι
Θε να βρεις απομεινάρια της γενιάς που έχουνε βγάλει,
Σπαρτιάτισσες μανάδες με λαχτάρα περισσή.
Των Ηρακλειδών ο σπόρος ποιος το ξέρει αν κει πέρα
Δεν προσμένει πιο γιγάντιος, για να κατεβεί μια μέρα.
14.
Λογαριάζετε στους ξένους για τη λευτεριά σας τάχα;
Μα όλοι αυτοί έχουν βασιλιάδες που αγοράζουν και πουλούν·
Στα παιδιά σας, στα σπαθιά σας τρέξτε, αρπάχτε, εκεί μονάχα
Θε να βρείτε ελπίδες θάρρους όπου νίκες καρτερούν.
Κι ας βιγλούν τα τουρκασκέρια κι η ψευτιά της φραγκοσύνης
Για να σπάσουν τις ασπίδες κάθε παλικαροσύνης.
15.
Βάλτε ώς πάνω στα ποτήρια το Σαμιώτικο κρασί,
Οι κοπέλες μας στον ίσκιο το χορό καλά βαστούνε,
Μα θωρώντας κάθε μια τους τί ομορφιά έχει περισσή,
Και τα μαύρα, ω τα πανώρια, μάτια που λαμποκοπούνε,
Με φλογώνει, ωιμέ, το δάκρυ, γιατί ο κόρφος κάθε μιας
Πικροβύζαστο ετοιμάζει γάλα δειλίας και σκλαβιάς.
16.
Φέρετέ με στου Σουνίου τα γκρεμνά τα μαρμαρένια,
Όπου εκεί, με το δικό μου και το κλάμα του κυμάτου,
Θα σαρώνουνται σμιγμένα δίχως καν αντίλαλου έννοια,
Σαν τον κύκνο ας να πεθάνω τραγουδώντας εκεί κάτου,
Τι δική μου δε θα γίνεις, ω των σκλάβων χώρα εσύ,
Κάτω τα ποτήρια, χύστε το Σαμιώτικο κρασί.
(Τραγούδια για την Ελλάδα, μτφ. Στέφανος Μύρτας, Εκδόσεις Μπάυρον, Αθήνα 21983, σ. 63-68)

George Gordon Noel Byron, Lord Byron (Λονδίνο 1788 – Μεσολόγγι 1824). Το όνομά του είναι συνώνυμο του Φιλελληνισμού και του Ρομαντισμού.
Παιδί της εποχής του, ο Βύρων έλαβε από νωρίς κλασική εκπαίδευση. Κατά την παραμονή του στο Trinity College του Πανεπιστημίου του Cambridge (1805-1807), σχημάτισε σταδιακά έναν κύκλο πιστών φίλων γύρω του και εξελίχθηκε σε ποιητή με διαρκώς αυξανόμενη φήμη. Παρά την όχι και τόσο φιλόξενη κριτική στο πρώτο του έργο «Fugitive Pieces» (1806/1807), ο Βύρων διένειμε μια δεύτερη συλλογή ποιημάτων μόνο σε στενούς φίλους και συνέχισε την έκδοση μιας τρίτης συλλογής με τον τίτλο «Ώρες αδράνειας» (1807).
Το 1809 αποφάσισε να ταξιδέψει στη Μεσόγειο, συνοδευόμενος από τον πιστό του φίλο, John Cam Hobhouse (1786-1869). Οι δύο νεαροί ταξίδευσαν από το Plymouth στα Ιόνια Νησιά, το Μεσολόγγι, την Πρέβεζα, τους Δελφούς και την Αθήνα. Συναντήθηκαν με τον Αλή Πασά στο Τεπελένι. Ήταν αυτό το ταξίδι, κατά το οποίο ο Βύρων άρχισε να εκλαμβάνει τον εαυτό του ως Childe Harold, τον αρχετυπικό Βυρωνικό Ήρωα, και να συνθέτει το σπουδαίο ποιητικό του μυθιστόρημα Childe Harold’s Pilgrimage. Στην Αγγλία, η φήμη του Λόρδου Βύρωνος απογειώθηκε μόλις λίγες μέρες μετά την πρώτη έκδοση του Childe Harold, η οποία εξαντλήθηκε σε τρεις ημέρες.
Ο Childe Harold – ένας περήφανος μισάνθρωπος που περιφρονεί τους κανόνες, αλλά είναι ικανός για ισχυρή και βαθιά στοργή – ενέπνευσε πολλούς φανταστικούς ήρωες που ακολούθησαν. Μεταξύ 1812 και 1816, ο Βύρων δημοσίευσε έξι μεγάλα διηγήματα με οριενταλιστικά θέματα: The Giaour: A Fragment of a Turkish Tale (1813), The Bride of Abydos: A Turkish Tale (1813), The Corsair: A Tale (1814), Lara ( 1814), Parisina (1816) και Η Πολιορκία της Κορίνθου (1816).
Την ίδια περίπου περίοδο ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση (1821-1828) και γέννησε ένα τεράστιο φιλελληνικό κίνημα στον δυτικό κόσμο. Ο ίδιος ο Βύρων συμμετείχε ενεργά στον Ελληνικό Αγώνα για την Ανεξαρτησία και στο φιλελληνικό κίνημα. Ιδιαίτερα μετά την τραγική απώλεια του στενού του φίλου και ένθερμου υποστηρικτή της Ελληνικής Επανάστασης, Percy Bysshe Shelley (1792-1822). Η αφοσίωση του Βύρωνα στην ελληνική υπόθεση τροφοδότησε όλο το κίνημα.
Αν και δεν πρόλαβε να συμμετάσχει σε πολεμικές επιχειρήσεις, ο Λόρδος Βύρων αναγνωρίσθηκε ως ένας εμβληματικός φιλέλληνας, ηγετική φυσιογνωμία του πολέμου της ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Η εικόνα του ως στρατιωτικού ηγέτη, με ένδυμα Έλληνα αξιωματικού, απεικονίσθηκε σε πολλούς πίνακες και αντικείμενα τέχνης στην Ευρώπη. Συχνά συνδέθηκε με το Μεσολόγγι και τον Μάρκο Μπότσαρη, τον ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης.
Το ταξίδι του Λόρδου Βύρωνα στην Ελλάδα και ο θάνατος του στο Μεσολόγγι, ενέπνευσαν χιλιάδες Φιλέλληνες σε όλο τον κόσμο να ενταχθούν και να υποστηρίξουν τις φιλελληνικές επιτροπές στις χώρες τους. Οι Φιλέλληνες συγκέντρωσαν κεφάλαια υπέρ της Ελληνικής Υπόθεσης και περιέθαλπαν θύματα του πολέμου. Απελευθέρωναν Έλληνες σκλάβους από τα σκλαβοπάζαρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ έστελναν στρατιωτικό εξοπλισμό και ανθρωπιστική βοήθεια στην Ελλάδα. Ακόμη, ταξίδευσαν εκεί για να ενταχθούν στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις ως εθελοντές και να πολεμήσουν για την απελευθέρωση της Ελλάδας, κοιτίδας του δυτικού πολιτισμού.
Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου αποτελεί την κορυφαία στιγμή της Ελληνικής Επανάστασης και του φιλελληνικού κινήματος. Έρχεται να δικαιώσει τους πολυετείς αγώνες των Ελλήνων, του Λόρδου Βύρωνα και χιλιάδων άλλων Φιλελλήνων σε όλον τον κόσμο, με αίτημα την απελευθέρωση της Ελλάδας, κοιτίδας του δυτικού πολιτισμού. Η εμβληματική αυτή Ναυμαχία, σηματοδότησε επίσης την αρχή μίας σειράς συμμαχιών στην Ευρώπη, βασισμένων στις αξίες του Ελληνικού πολιτισμού, και έθεσε τις βάσεις για την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Πηγή: Μουσείο Φιλελληνισμού