Τα χρόνια της Κατοχής (1941-1944) ήταν δύσκολα, επίπονα και σημάδεψαν τη γενιά εκείνη, αλλά και τις επόμενες. Σκελετωμένα κι εξαθλιωμένα από την πείνα παιδιά περίμεναν καρτερικά στις ουρές των συσσιτίων για μία κουτάλα ξερά φασόλια κι ένα κομμάτι ψωμί. Κι επέστρεφαν στο σπίτι με φόβο κι ανασφάλεια για να μοιραστεί μία οικογένεια ολόκληρη μια μπουκιά φαΐ.
«Άντρες πεινασμένοι, με τα μάγουλα ρουφηγμένα, σέρνονταν στους δρόμους. Παιδιά, με όψη σταχτιά και γάμπες λιγνές σαν πόδια αράχνης, μάχονταν με τα σκυλιά γύρω στους σωρούς των σκουπιδιών. Όταν το φθινόπωρο του 1941 άρχισε το κρύο, οι άνθρωποι έπεφταν στους δρόμους από εξάντληση. Τους μήνες εκείνου του χειμώνα σκόνταφτε κανείς κάθε πρωί πάνω σε πτώματα. Σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας οργανώθηκαν νεκροφυλάκεια. Τα καμιόνια της δημαρχίας έκαναν κάθε μέρα τον γύρο τους, για να μαζεύουν τους πεθαμένους. Στα νεκροταφεία τους σώριαζαν τον έναν πάνω στον άλλο. Ο σεβασμός για τους νεκρούς, τόσο βαθιά ριζωμένος στους Έλληνες, είχε στομωθεί.» (Πολ Μον, Σουηδός διπλωμάτης και μέλος του Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα από το 1942)