Ανταπόκριση από τη Συνάντηση των Ομίλων Λογοτεχνίας και Κινηματογράφου με τον Δημήτρη Μαυρίκιο στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου την Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012, στο Πλαίσιο του Θεματικού Κύκλου «Το Συμβόλαιο Μεταξύ Πομπού και Δέκτη στη Λογοτεχνία» και στο Πλαίσιο Αναζητήσεων σχετικά με τη Σεναριακή Γραφή

Γράφει: η Κατερίνα Νικολάτου.

Την τελευταία Τετάρτη του Νοεμβρίου, τα μέλη των Ομίλων Λογοτεχνίας και Κινηματογράφου αποφασίσαμε να μοιραστούμε μεταξύ μας τους προβληματισμούς, τις απορίες και τον καλεσμένο μας, τον σκηνοθέτη (κινηματογράφου και θεάτρου) και μεταφραστή Δημήτρη Μαυρίκιο.


Της συνάντησης προηγήθηκε η προβολή της μαγνητοσκόπησης μιας ενδιαφέρουσας θεατρικής παράστασης που είχε σκηνοθετήσει ο ίδιος, με κείμενο σε δική του μετάφραση, πάνω στην οποία έκανε αργότερα κάποιες παρατηρήσεις.

Η συζήτηση ξεκίνησε σε ανάλαφρο κλίμα, με τον κ. Μαυρίκιο να θίγει το θέμα του προφορικού λόγου και τη σημασία του για την επιβίωση του πολιτισμού μας. Επέμεινε στη σοβαρότητα της προφορικής παράδοσης και παρατήρησε ότι ίσως όλα να ήταν χειρότερα στον πολιτισμό χωρίς την προφορικότητα. Τόνισε την ιδιαιτερότητα των διαλόγων στο θέατρο και στον κινηματογράφο.

Παραπέμποντας στον επικαιρικό θόρυβο για τα φωνήεντα (φθόγγους), παρατήρησε ότι η ελληνική γλώσσα έχει πράγματι πέντε, αν και, προσέθεσε αστεϊζόμενος, στις δραματικές σχολές έχει παρατηρήσει ότι έχουν αναπτυχθεί από τους νεαρούς σπουδαστές άλλα δύο ξενικά, ένα /e/ και ένα /ο/ επιπλέον.

Σχετικά με τις περιπέτειες της γραφόμενης ελληνικής, πήρε μια πολύ ανοιχτή θέση: Ο ίδιος γράφει, ανάλογα με τις επικοινωνιακές ανάγκες και το μέσο, και σε πολυτονικό και σε μονοτονικό και σε greeklish, παρότι προβληματισμένος για τις εκπτώσεις της ελληνικής, όπως και για το αδιέξοδο όσων την γράφουν σε συνθήκες παγκόσμιας κυριαρχίας του λατινικού αλφαβήτου. Ανέφερε διάφορα που είχε επισημάνει σε παλαιότερο άρθρο του σχετικά.

Προβλήθηκε η ένσταση ότι μπορεί στην πορεία της ζωντανής γλώσσας να γεννήθηκαν κι άλλα φωνήεντα. «Και το πολυτονικό, εντάξει – ξεπεράστηκε», προσέθεσε ο εταίρος της Λογοτεχνικής Συντροφιάς. Δεν αρνήθηκε τίποτε απ’ αυτά ο κ. Μαυρίκιος. «Αν αυτή είναι η μοίρα μας», είπε ωστόσο, «εγώ θα συνεχίσω κάποιες από αυτές τις αξίες να τις υπερασπίζομαι.»

Από την πείρα του στο θέατρο και τον κινηματογράφο ξεχώρισε δύο «νόμους» του λόγου στους διαλόγους: Πρώτον, να αποφεύγουμε «γρίφους» (να επιδιώκουμε απλούστερες διατυπώσεις, ευκρίνεια και αμεσότητα), γιατί ο αναγνώστης έχει επαρκή χρόνο αντίληψης (σύλληψης και αφομοίωσης), καθώς και τη δυνατότητα επανάληψης (επιστροφής στα προηγούμενα), αλλά ο θεατής, όπως και ο ακροατής, όχι. Χαρακτηριστικό είναι ένα κατασκευασμένο παράδειγμα λόγου εκτεθειμένου σε διπλή ανάγνωση που έφερε, το οποίο χρειάστηκε να γραφτεί στον πίνακα της βιβλιοθήκης για να το καταλάβουμε: «Λήγει η θεομίσητη προπομπή των δαυλών. Αναμένεις τη στάχτη πια, καημένη γη προδομένων γονιών…» Η πρόταση αυτή μπορεί κάλλιστα να γίνει αντιληπτή και ως: «Λίγοι οι θεομίσητοι προπομποί των δαυλών, αναμμένοι στη στάχτη πια. Καημένοι γιοι προδομένων γονιών…»

Και, δεύτερον, να προσέχουμε την ευφωνία. Ο Μάριος Πλωρίτης του είχε κάνει μιαν απρόσμενη παρατήρηση στην αρχική μετάφραση της «Ανδρομάχης»: είχε πολλά συριστικά. Πράγματι, το διόρθωσε σε επόμενη θεώρηση. Το ίδιο με τα σύμφωνα συμβαίνει και με τα φωνήεντα, που η πρόσληψή τους εξαρτάται από τους χώρους, τους υπερβολικά μεγάλους ή με μέτρια ακουστική. Έδωσε σχετικά παραδείγματα. Με την ευκαιρία, εξέφρασε τη δυσφορία του εξαιτίας της προχειρότητας που έχει διαπιστώσει μερικές φορές να φτάνει ώς τη συσσώρευση ανεξέλεγκτων κακέμφατων στα σκηνικά κείμενα. Τα νέα παραδείγματα που έφερε γέννησαν πολλή ευθυμία.

Έπειτα προέβη σε παρατηρήσεις σχετικά με την οικονομία της στιχουργίας στη μετάφραση. Επεσήμανε ότι η έκταση λέξεων μιας γλώσσας δεν είναι δυνατόν να ρυθμίζει και την έκταση ενός ολόκληρου έργου, και η ελληνική, παρά την εκφραστικότητα και το ιστορικό της βάθος, φαντάζει «φλύαρη» στον μεταφραστή. «Η πιο σίγουρη μονάδα μέτρησης του θεατρικού χρόνου», υπογράμμισε, «είναι η συλλαβή. Δεν μπορεί μια τρίωρη παράσταση στα αγγλικά να γίνεται εξάωρη στα ελληνικά επειδή εκφραζόμαστε περίπου με τις διπλάσιες συλλαβές» – και επιφόρτισε τον μεταφραστή με την υποχρέωση να προσαρμόζει το λόγο της γλώσσας του στην έκταση του έργου.

Κι άλλη ένσταση από το ακροατήριο: «Άλλωστε πολλά χάνονται και από την ίδια τη μετάφραση.» Θα πρέπει εντούτοις, υποστήριξε ο καλεσμένος μας, να αξιώνουμε διαρκώς καλύτερες δουλειές. Θυμήθηκε τον Πιραντέλο που δήλωνε ότι δεν μπορεί το έργο να τελειώνει με την τελεία που βάζει ο συγγραφέας του. Κάθε γενιά πρέπει να καταθέτει τη δική της άποψη πάνω στο ζήτημα της αρτιότερης απόδοσης.

Αυτή η παρατήρηση έδωσε νέα πνοή στην συζήτηση, αφού ο κ. Μαυρίκιος έσπευσε να μας δώσει χαρακτηριστικά παραδείγματα διλημμάτων που αντιμετωπίζει ένας μεταφραστής, ακόμα και από τίτλους έργων που αποδόθηκαν αβασάνιστα και παραπλανητικά στη γλώσσα μας. Χαρακτηριστικό ήταν ένα λογοπαίγνιο που θυμήθηκε από τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς. Σε κάποιο σημείο, η Λώρα, η κεντρική ηρωίδα, εξηγεί πώς ένα αγόρι που κάποτε είχε ερωτευτεί την αποκαλούσε «Μπλε Ρόδο». «When I had that attack of pleurosis», λέει, «he asked me what was the matter when I came back. I told him I had pleurosis. And he thought I said “Blue Roses”. So that’s what he always called me after that…» Ο συνδυασμός «pleurosis» και «Blue Roses» ήταν η αιτία του προβλήματος που είχε να αντιμετωπίσει τόσο αυτός όσο και άλλοι μεταφραστές πριν από αυτόν, των οποίων οι μεταφράσεις δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένες και μας προκάλεσαν μέχρι και γέλιο. Για παράδειγμα ο Σπάνιας στη δεκαετία του ’40 κατέφυγε στον συνδυασμό «Χαζό [;] κρύωμα» – «Γαλάζιο Κρίνο», ο Κακογιάννης στη δεκαετία του ’70 δημιούργησε τον συνδυασμό «απλό συναχάκι» – «Μπλε Συννεφάκι», ο Βολανάκης στη δεκαετία του ’80 έγραψε «κρίση άσθμα» – «Γκρίζο Άσμα», ενώ στους ελληνικούς υποτίτλους της ταινίας αποδόθηκε με το ζευγάρι «… αμυγδαλές» – «… αμυγδαλιές» (χωρίς μεγάλη σιγουριά για το επίθετο που προηγείτο). Εντέλει, ο κ. Μαυρίκιος, κάνοντας την πιο επιτυχημένη μετάφραση, βάζει την Λώρα να λέει: «…με ρώτησε τι είχα κι έλειψα από τα μαθήματα. “Έναν πλευρόπονο”, του είπα εγώ… Eκείνος κατάλαβε “ένα μπλε ρόδο”…» (και η μεταφραστική του λύση υιοθετήθηκε σιωπηρά από δύο κατοπινούς μεταφραστές).

Εκεί πάνω, η συζήτηση στράφηκε γύρω από τους τρόπους συγγραφής ενός σεναρίου. Οι συμβουλές και οι απόψεις του κ. Μαυρίκιου πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες. Οι περισσότεροι, είπε, δηλώνουν πως έχουν μια ιδέα και την υλοποιούν «βλέποντας εικόνες». Θεμέλιο, όμως, ενός σεναρίου είναι η αυτογνωσία του σεναριογράφου: τι ταιριάζει στον καθέναν. Επειδή είναι πολλών ειδών καλλιτέχνες οι σεναριογράφοι. Ο ένας είναι ζωγράφος, ο άλλος λογοτέχνης, ο τρίτος ηθοποιός κ.τ.λ. Ο ζωγράφος θα μπορούσε να ξεκινήσει με σκίτσα, ο ηθοποιός ορμώντας μέσα στο ρόλο κ.ο.κ. Το πιο συνηθισμένο είναι να ξεκινούν γράφοντας την ιστορία σαν μικρό διήγημα, αν και άλλοι θέλουν από την αρχή χωριστά τις σκηνές. Χρήσιμο είναι να γνωρίζεις τους ηθοποιούς – να έχεις μέσα σου την εικόνα τους και τη φωνή τους. Επέμεινε στην ποικιλία σεναριογραφικών τύπων, παρά τις ενστάσεις που προβλήθηκαν. Κάθε σεναριογράφος πρέπει να βρει τον καλλιτέχνη μέσα του, τον ζωγράφο, τον ηθοποιό, τον λογοτέχνη…, και να του επιτρέψει την έκφραση.

Συμφώνησε, επίσης, και με την άποψη ότι η σύνδεση/ταύτιση του κινηματογράφου με το θέατρο στη χώρα μας είχε αρνητικές συνέπειες, επειδή υπήρξαν «κακοαφομοιωμένες οι καταβολές του θεάτρου στην Ελλάδα». Αναφέρθηκε στο «Κραυγές και Ψίθυροι», την ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, για να τονίσει ότι ο καλός κινηματογράφος δεν φοβάται να φανερώσει τη σχέση της 7ης Τέχνης με τη μητρική της, το θέατρο. Αυτή η ταινία είναι ένα συναρπαστικό παράδειγμα όπου έχει γίνει τεράστια δουλειά με τους ηθοποιούς σε καθαρά υποκριτικό επίπεδο, όπως στο θέατρο, ειδικότερα για το μέρος των ψιθύρων και των σιωπών. Και πρόκειται για μια ταινία απολύτως «ενηλικιωμένη» απέναντι στο θέατρο, μια ταινία στην οποία έχουν εξελιχθεί απίστευτα οι κινηματογραφικοί κώδικες (π.χ. τα ιστορικής σημασίας «μονοπλάνα»). Σ’ αυτήν έχουμε «πολύ θέατρο χωρίς λόγο»: εκπληκτικη «θεατρική» δουλειά από τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς για μεγάλες βουβές διάρκειες υποκριτικής έντασης, από τις οποίες απουσιάζουν οι διάλογοι, που ενίοτε προσδίδουν «θεατρικότητα» στον κινηματογράφο.

Στη σωρεία αναφορών που ακολούθησε, ομόφωνο ήταν το εγκώμιο στο «Η Γη τρέμει» («La Terra trema», 1948) του Λουκίνο Βισκόντι. Ὁ κ. Μαυρίκιος εξήρε τη σκηνή του ομαδικού γέλιου με ηθοποιούς χωρίς καμιά προπαιδεία.

Στη συνέχεια, ωστόσο, είπε ότι τον έχει πολύ κερδίσει το θέατρο. Δεν τον ικανοποιεί το γεγονός ότι στο σινεμά ό,τι βλέπεις έχει ήδη διαδραματιστεί. Στο θέατρο, αντίθετα, δεν είναι ασφαλή ποτέ τα νώτα σου – συνυπολογίζοντας και την επίγνωση του θεατή ότι ο ηθοποιός «βγάζει τον εαυτό του» επί σκηνής, την «αλήθεια της στιγμής». Από την άλλη, τόνισε ότι η τέχνη πρέπει σε όλες τις μορφές της να καλλιεργείται με ελευθερία. Απόλυτη ελευθερία, αλλά με σεβασμό στα τεχνικά ζητήματα.

Η συζήτηση εστιάστηκε κατόπιν και στη μαγνητοσκοπημένη παράσταση που είχαμε παρακολουθήσει. Σχολίασε τις προσαρμογές που δοκίμασε, τη θεατρική ομάδα που εμπιστεύτηκε, τέλος τα πρόσωπα που ξεχώρισε στη θητεία του ως σκηνοθέτης.

Συζητώντας, ενημερώθηκε για τις πρωτοβουλίες της θεατρικής ομάδας του σχολείου μας από μέλη της που παρευρίσκονταν στη συνάθροιση και κυρίως από την κ. Λαμπρίνα Μαραγκού. Εξεπλάγη με την επιλογή του Θουκυδίδη για ανέβασμα και έδειξε ευχαρίστηση από την ιδέα του συμπιλήματος από τον Αριστοφάνη.

Σε ερώτηση αν μετάνιωσε που δεν συνέχισε τη σταδιοδρομία του στο εξωτερικό απάντησε με χιούμορ: μέχρι πρότινος θα το σκεφτόταν, είπε, αλλά μια πρόσφατη εμπειρία του κλίματος από τη Γαλλία τον καθησύχασε ότι έκανε καλή επιλογή…

Μια τελευταία κουβέντα για τη δεινή περίσταση που διέρχεται η χώρα έδωσε στον προσκεκλημένο μας τη δυνατότητα ενός καίριου σχολίου: «Θα περάσουν όλα», είπε. «Έναν φόβο έχω: Οι ξένοι δεν ξέρουν το δημογραφικό μας πρόβλημα. Η Ελλάδα δεν έχει αποικιοκρατική σχέση με τους λαούς που την πλημμύρησαν. Δεν τους ήξερε καν… Δεν μοιάζει η περίπτωσή της με την περίπτωση των άλλων δυτικών χωρών. Και αυτό μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον.»

Οι απόψεις του καλεσμένου μας, που μας αιφνιδίασαν αρκετές φορές, ήταν απολύτως ερεθιστικές –πράγμα που, άλλωστε, είναι το ζητούμενο μιας συζήτησης– κι ως εκτούτου άκρως ενδιαφέρουσες. Ο ίδιος ήταν χωρίς άλλο ένας εύγλωττος ομιλητής με πείρα και γνώση. Ο χρόνος πέρασε γρήγορα, η συζήτηση κύλησε αβίαστα και όλοι φύγαμε σίγουρα με αρκετή τροφή για σκέψη.

Κατηγορίες: ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ. Ετικέτες: . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *