Κριτήριον

Τὸ λαμβανόμενο ὡς βάση γιὰ ἀποτίμηση· γνώμων, βάσανος. (Τὰ Λεξικά)

Γράφει: ο Δημήτρης Αρμάος, φιλόλογος.

Παρέμβαση κατὰ τὴ Συνάντηση τῆς Λογοτεχνικῆς Συντροφιᾶς στὸ 2ο Πρότυπο-Πειραματικὸ Γενικὸ Λύκειο Ἀθηνῶν μὲ τὸν Παναγιώτη Χοροζίδη (Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013)

Τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὸν χαρακτηρισμὸ αὐτῆς τῆς συνάντησης ὡς «Ἀφιερώματος» ἔδωσε μιὰ ἐγκύκλιος διευκρινίσεων, ποὺ δεῖγμα της παρέχεται καὶ στὴν ἀνακοίνωση τοῦ προγράμματός μας. Ἕνα δεῖγμα προσφυῶς συνδεόμενο μὲ τὸν προσκεκλημένο μας σήμερα στο πλαίσιο τῶν «Λογοτεχνικῶν Συναντήσεων», δηλαδὴ τὸν καθηγητὴ στὴ Δημόσια Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση κ. Παναγιώτη Χοροζίδη, τιμημένο μὲ τὸ Κρατικὸ Βραβεῖο Λογοτεχνικῆς Μετάφρασης ἀπὸ Ξένη Γλώσσα 2012 γιὰ τὸν ἐξελληνισμό (2007-2011) ἑνὸς ἐμβληματικοῦ ἔργου τῆς Ἀναγέννησης: τῆς περίφημης «Ἀνατομίας τῆς Μελαγχολίας» (1621) τοῦ Robert Burton (1577-1640). Ὁ κ. Χοροζίδης, φυσικά, δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὶς σκέψεις ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὸ θέμα καὶ τὸ κλίμα τοῦ προγράμματος.

Ἡ ἐγκύκλιος προέρχεται ἀπὸ τὴν ἁρμόδια καὶ γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τῶν ἐκπαιδευτικῶν Διοικούσα Ἐπιτροπὴ Πρότυπων Πειραματικῶν Σχολείων (ΔΕΠΠΣ) καὶ τὸ θέμα της εἶναι: «Συμπληρωματικὲς διευκρινίσεις γιὰ τὴ μοριοδότηση τῶν κριτηρίων ἀξιολόγησης τῶν ἐκπαιδευτικῶν γιὰ τὴν πλήρωση θέσεων μὲ πενταετὴ θητεία στὰ Πρότυπα Πειραματικὰ Σχολεῖα» (ἀρ. πρωτ. 22/21-1-2013). Τὸ ἐξαίρετο δεῖγμα συμποσοῦται στὸ σημεῖο 6 τῆς ἐγκυκλίου: «Ἡ μετάφραση βιβλίου δὲν μοριοδοτεῖται.» Τὸ ἄμεσο μήνυμα ἀπὸ τὴν ἀνακοίνωση τοῦ προγράμματος ἀπορρέει αὐθόρμητα καὶ ἀκώλυτα: Ἀκόμα καὶ κάποιος στὸν ὁποῖο ἐκμέρους τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καὶ Πολιτισμοῦ ἀπονεμήθηκε μιὰ ἀπὸ τὶς εὐάριθμες ὕψιστες διακρίσεις γιὰ προσφορὰ πνευματικοῦ ἔργου στὴ χώρα, σύμφωνα μὲ ἄλλο θεσμικὸ ὄργανο τοῦ ἴδιου ὑπουργείου, ὀφείλει, ἐὰν ἐνδιαφέρεται, νὰ προσέλθει στὴν ἀξιολόγησή του ὡς διδάσκων γιὰ τὰ Πρότυπα Πειραματικὰ Σχολεῖα (αὔριο καὶ γιὰ τὰ ὑπόλοιπα) στερημένος τοῦ τιμητικοῦ καὶ ταυτοτικοῦ τούτου στοιχείου του.

Ἡ ὑποβάθμιση (ὁ μηδενισμός, καλύτερα) τῆς μετάφρασης ὡς τυπικοῦ προσόντος γειτονεύει στὴν ἐνλόγω ἐγκύκλιο καὶ μὲ ἄλλες θαυμαστὲς ἀποφάνσεις· γιὰ παράδειγμα, τὸ σημεῖο 7: «Ἡ ἐπιμέλεια ἔκδοσης συλλογικοῦ τόμου μοριοδοτεῖται.» Ἂς μείνουμε λίγο σ’ αὐτό, ρωτώντας (καὶ παρατηρώντας συναφῶς):

1. Ποιός διανοούμενος καὶ ἐρευνητὴς χωρὶς διδακτικὰ καθήκοντα σὲ ἀνώτερη-ἀνώτατη βαθμίδα διανοεῖται νὰ συνθέσει συλλογικὸ τόμο (δηλαδὴ συμπίλημα ἀπὸ ἐργασίες ἄλλων, Ἑλλήνων ἢ μή) πάνω σὲ ἕνα ἀντικείμενο; (Τὸ πολὺ-πολύ, κι αὐτὸ σπάνια, νὰ μεταφράσει γιὰ λογαριασμὸ κάποιου ἐκδότη ἀνάλογο ἔργο ἀπὸ ἄλλη γλώσσα…) Ἡ ἀνάγκη προσφορᾶς γιὰ ὁποιονδήποτε πνευματικὸ ἄνθρωπο χωρὶς σύνδεση μὲ τὴ μεταλυκειακὴ ἐκπαίδευση (ἢ καὶ τὴν ἐκπαίδευση γενικά) προσανατολίζεται σὲ διαφορετικοῦ τύπου ἔργα, ποικίλης ἱεράρχησης (μελέτες, δοκίμια, μεταφράσεις, λογοτεχνικὰ ἔργα, σχολιασμένες ἐκδόσεις, ἀνθολογίες… – ἀνάκατα ἡ ἀναφορά), ἀλλὰ μὲ τὴν ἐπιμέλεια συλλογικοῦ τόμου στὶς κατώτατες θέσεις (γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μιὰ λέξη τοῦ Ζήσιμου Λορεντζάτου, «στὸ πατωκάζανο») αὐτῆς τῆς ἱεράρχησης.

2. Πόσο κοπιῶδες καὶ δημιουργικὸ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἕνα ἀνάλογο σύνθεμα σὲ σύγκριση μὲ τὴ μετάφραση ὁμόλογου/ὁμόθεμου συγγράμματος ἢ καὶ ἀντίστοιχης συλλογῆς; Τὸ μόνο ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντιπαρατάξει ἀπέναντι σὲ μιὰ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου μετάφραση ὁ ἐπιμελητὴς συλλογικοῦ ἔργου εἶναι ἡ ἔγκυρη γνώση τῆς βιβλιογραφίας ἑνὸς πεδίου καὶ πιθανὸν ἡ συμμετοχή του σ’ αὐτὸ μὲ μιὰ εἰσαγωγὴ ἢ ἕνα ἐπιπλέον κεφάλαιο – πράγματα, καὶ τὰ δύο, τῶν ὁποίων ἡ ἀξία ὑπόκειται σὲ κρίση ἐπίσης, ἐλάχιστες φορὲς εὐνοϊκὴ γιὰ τὸν ποιήσαντα στὰ καθ’ ἡμᾶς, ὅπου πλεονάζει ἡ προχειρότητα, ἡ συγκάλυψη καὶ ἡ εὐκαιριοθηρία. Καὶ τῶν ὁποίων (τῆς ἔγκυρης βιβλιογραφικῆς ἐνημέρωσης καὶ τῆς συμμετοχῆς μὲ πρωτότυπο μελέτημα) ἡ ἀποκλειστικότητα δὲν εἶναι οὔτε τεκμαρτὴ οὔτε δεδομένη – μπορεῖ, μ’ ἄλλα λόγια, νὰ κοσμεῖ ὡς πρόσθετο προσὸν καὶ τὸν μεταφραστή (καὶ δὴ κατ’ ἐλάχιστον τοῦ ὅλου στὴν κατάθεσή του).

3. Ποιός μπορεῖ νὰ ἀξιολογήσει ἔτσι μανιχαϊκὰ μετάφραση κι ἐπιμέλεια; τὸ μὲν στὰ τάρταρα, τὸ δὲ στὰ ἐπουράνια; Ἡ ἀπάντηση εἶναι πιθανὸν νὰ περικλείεται σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο παρακάτω πορτρέτα (ἢ σὲ συνδυασμό τους): (α΄) κάποιος ποὺ δὲν ἔχει λάβει ὑπόψη του τὰ παραπάνω· καί (β΄) κάποιος ποὺ ἔχει λόγους νὰ μὴ λάβει ὑπόψη του τὰ παραπάνω, π.χ. ἐπειδὴ ξέρει ὅτι τὸ ἐπίπεδο κάθε διανοητικῆς δουλειᾶς (καὶ ἰδίως τῆς μετάφρασης, καθότι «συγκρίσιμης» μὲ κάποιο πρωτότυπο) εἶναι μαχητὸ καὶ ἀμφιλεγόμενο, ἢ ἐπειδὴ ἐπιθυμεῖ νὰ προασπίσει ἕναν τύπο ἐργασιῶν ποὺ εἶναι περισσότερο ἢ λιγότερο οἰκεῖος καὶ ἄκριτα καταξιωμένος στὸν χῶρο του, ἢ ἐπειδὴ περιπτώσεις ἀνθρώπων ποὺ ἔχει στὴν ἔγνοια του (μὲ τὸν ἴδιον στὸ κέντρο τους) δὲν ἔχουν ἀσχοληθεῖ μὲ αὐτὴ τὴ δουλειά, ἡ ὁποία εἶναι οὕτως ἢ ἄλλως ἰδιαίτερα ἀφιλοκερδὴς καὶ ἡ ὁποία ἀπὸ πολὺ λίγα ἀκαδημαϊκὰ τμήματα ὑποδεικνύεται ὡς ἀξιέπαινη δραστηριότητα.

Δὲν ἐνδιαφέρει μονομιᾶς σὲ ποιά κατηγορία κατατάσσεται ὁ ἐμπνευστὴς τοῦ κριτηρίου, μήτε ποιά τὰ κίνητρά του. Ἐνδιαφέρει ὅμως ἡ λογικὴ τῆς ἔμπνευσης καὶ ἡ σημασία της γιὰ τὴν ἐπιχειρούμενη ἀξιολόγηση τῶν ἐκπαιδευτικῶν λειτουργῶν οἱονεὶ ὑπαλλήλων ποὺ συγκεντρώνουν σήμερα μάλιστα τὰ πυρὰ μιᾶς μεγάλης μερίδας τῆς κοινῆς γνώμης καὶ τὴν ἐχθρικὴ διάθεση τῆς Πολιτείας (γιὰ λόγους συγγνωστοὺς καὶ πέραν τοῦ παρόντος). Ἐνδιαφέρει, ἀλλιῶς πως, ἡ πολιτικὴ βαρύτητα τοῦ πράγματος. Καὶ ἀξίζει νὰ μᾶς ἀπασχολήσει, παρακάμπτοντας πρὸς στιγμὴν τὴν πολὺ εὔλογη καὶ σοφὴ γενίκευση ὅτι δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ περιμένουμε καὶ τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ κάποιους ποὺ ἀναλαμβάνουν νὰ κατεδαφίσουν τὰ τῆς ἐκπαιδεύσεως συλλήβδην – ἀντὶ νὰ προβοῦν σὲ κάποιες διορθωτικὲς κινήσεις (ἀφοῦ τὰ θαύματα εἶναι δύσκολα) ἢ νὰ μὴν κάνουν τίποτα! (Προκειμένου γιὰ ἕνα σχολεῖο ποὺ «δὲν παίρνει ἀνάσα» ἐξαιτίας τῶν ἐξετάσεων πρόσβασης στὰ ΑΕΙ-ΤΕΙ κι ἐξαιτίας τοῦ δεμένου μὲ τὴ σιδερόμπαλά τους ἀναλυτικοῦ προγράμματος, καλὸ εἶναι ἡ διοίκηση καὶ ὅλοι οἱ ἐλεγκτικοὶ μηχανισμοί της νὰ διατηροῦν αἰδημόνως ἀποστάσεις. – Ἔχουν ἀλλοῦ κατατεθεῖ εἰσηγήσεις πιὸ συγκεκριμένες.) Ἀξίζει, ἐπανέρχομαι, νὰ μᾶς ἀπασχολήσει ἡ πολιτικὴ βαρύτητα τοῦ πράγματος γιατὶ πολλοὶ χρειάζονται ἀκόμα τέτοιου εἴδους ἐξηγήσεις. Καί, ναί, ἀναγνωρίζεται καὶ ἀπὸ τὸ «νύχι» του τὸ «λιοντάρι».

Ἕνα κριτήριο ἀξιολόγησης ποὺ ἀντιστρατεύεται τὴν κοινὴ γνώση καὶ τὴν κοινὴ λογικὴ δὲν ἐπιβάλλεται, θεωρητικά, ποτὲ ἀστάθμητα. Ὅπως ὅλες οἱ ρυθμίσεις μὲ κοινὸ σκοπό, φαίνεται νὰ ὑπακούει σὲ ἕνα ἑνιαῖο πνεῦμα, ἕναν σχεδιασμό. Ὁ σχεδιασμὸς γιὰ τὴν ἐκπαίδευση στὴ χώρα μας εἶναι πλέον ἐμφανής: χαμηλοῦ ἐπιπέδου ἰδιωτικοποίηση (πέρασμα τῶν σχολείων ποὺ θὰ καταλήξουν «δεύτερης ταχύτητας» σὲ ἐπιχειρηματίες) καὶ ἀριστεία γιὰ τὴν ἀγορά (ὄχι ὅλες οἱ δεξιότητες, ὄχι ὅλες οἱ κλίσεις, ὄχι ὅλες οἱ ἐπιθυμίες) – ὁ Καιάδας τῶν πολλῶν (μέσα στοὺς ὁποίους καὶ ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ ἐπιφανέστερα μυαλά, ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ πιὸ ξεχωριστὰ τάλαντα). Ναί: ὁ Μεσαίωνας τῶν εὐκαιριῶν γιὰ τοὺς λίγους καὶ «ἐκλεκτοὺς» κινδύνεψε νὰ ξεπεραστεῖ στὴ Δύση, καὶ οἱ νέες ὀλιγαρχίες τὸν νοσταλγοῦν. Πελεκώντας τὶς «ἄχρηστες» ἱκανότητες στοὺς διδασκόμενους καὶ κάνοντας τὸν διδάσκοντα καμπούρη, ἐλπίζουν νὰ τὸν ἀναβιώσουν. Μιὰ περιορισμένη πνευματικὴ καὶ κοινωνικὴ ποικιλότητα καὶ ἡ ὑποταγὴ τοῦ συνόλου ἐξυπηρετοῦν τὴ δουλειά τους.

Μιὰ ἀξιολόγηση χωρὶς ἀριθμητικὴ κλίμακα (χωρὶς ποσοτικοποίηση) –ποὺ τὰ «πορίσματά» της νὰ καταχωρίζονται ἀπαράγραπτα στὸν ὑπηρεσιακὸ φάκελο κάθε ὑπόχρεου– δὲν ἐπιτελεῖ τοὺς στόχους αὐτοὺς μὲ τὴ δέουσα ἀποτελεσματικότητα. Μιὰ ἀξιολόγηση ἐνπολλοῖς ποιοτικὴ εἶναι λειτουργικὰ πιὸ δύσκολη (διότι ἀπαιτεῖ εἰδικὲς ἐπιτροπὲς κρίσης, ἐκλεκτορικὰ σώματα, εὐθύνη ἀξιολογικῶν ἀποφάσεων κ.τ.λ.), εἶναι διοικητικὰ λιγότερο «οἰκονομική» (διότι δὲν ἐπιτρέπει τὴν πρόχειρη καὶ ἀτέρμονα διαίρεση τοῦ προσωπικοῦ σὲ κατάλληλους καὶ ἀκατάλληλους, ἢ σὲ ἀποβλητέους-στάσιμους-προβιβάσιμους, γιὰ «ψύλλου πήδημα») καὶ μπορεῖ, ἐπιπλέον, νὰ ὑπηρετήσει τὴ ραδιουργία καὶ τὴν εὐνοιοκρατία μᾶλλον ἀτελέσφορα (διότι τὸ ἠθικὸ ἀνάστημα, ἡ εὐγένεια, ἡ ἐντιμότητα, ἡ ἀξιοπρέπεια, ὁ σεβασμός, τὸ συλλογικὸ πνεῦμα σὲ μιὰ περιγραφικὴ ἀξιολόγηση δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἀγνοηθοῦν, κανεὶς ὅμως δὲν θὰ πρότεινε νὰ ἀποτιμηθοῦν ἀριθμητικά). Ἑπομένως, μόνο προσχηματικὰ θὰ ἀξιοποιηθεῖ μιὰ τέτοια διάσταση στὴν τωρινὴ ἀξιολόγηση, ὥστε καὶ κανεὶς νὰ μὴν τῆς δώσει σημασία.

Ὁ μόχθος ἑνὸς πνευματικοῦ ἔργου, γιὰ νὰ ἐπικεντρωθοῦμε στὸ δεῖγμα τοῦ Ἀφιερώματος, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτιμηθεῖ χωρὶς ἀξιολογικὴ κρίση. Σὲ μιὰ πελώρια κλίμακα κριτηρίων, ἐντούτοις (σὰν αὐτὴ ποὺ καταρτίστηκε γιὰ τοὺς ἐκπαιδευτικούς), εἴτε ἀποκλείεται εἴτε ὁμογενοποιεῖται ἀνὰ κατηγορία: «Τσέκαρε, πληροῖ τὸ προβλεπόμενο; Παίρνει τὸ κλάσμα.» Ἔχουμε ἀλλοῦ κρίνει ἀναλυτικὰ τὰ ἀτοπήματα αὐτῆς τῆς σύλληψης (τὸ σχολεῖο μας ἔχει συμβάλει μὲ δημοσιευμένα κείμενα σ’ αὐτὴ τὴν κριτική). Ἐδῶ στεκόμαστε ἀποκλειστικὰ σὲ μία ἀπὸ τὶς δεκάδες ἀποφάσεις, τὶς ἀθροιζόμενες στὴν προκύπτουσα καὶ προτεινόμενη ἰδεώδη φυσιογνωμία ἐκπαιδευτικοῦ, ὅπου δυσχερῶς θ’ ἀνταποκρινόταν κι ἕνας σύγχρονος Leonardo Da Vinci. Στεκόμαστε στὴν «εὐκολία» μὲ τὴν ὁποία ἀπορρίπτεται ἡ μετάφραση βιβλίου ὡς ἀξιόλογη προσφορὰ στὴν κουλτούρα μιᾶς γλώσσας (σὲ ὀξεία ἀντίθεση μὲ τὴν ἐπιμέλεια συλλογικοῦ τόμου, ὅπως σημειώσαμε, ποὺ ἀναγνωρίζεται «μετὰ βαΐων καὶ κλάδων»). Στεκόμαστε στὴν «καθετότητα τῆς διατύπωσης». Στεκόμαστε στὸ «πνεῦμα ἐλαφρότητας καὶ σιγουριᾶς» μὲ τὸ ὁποῖο ἡ μετάφραση ἀποκλείεται ὡς προσὸν δραστήριου πνευματικὰ ἀνθρώπου – καὶ ἡ ἐργασία τοῦ κ. Παναγιώτη Χοροζίδη εἶναι ἕνα ὑπέροχο ἐφαλτήριο γιὰ νὰ τὸ μετρήσουμε. Καὶ στὸ πνεῦμα αὐτὸ ἀναγνωρίζουμε τὴ μηχανὴ μὲ τὴν ὁποία ἐκπονήθηκαν τὰ μέχρι τώρα στρεβλά, καὶ θὰ ἐκπονηθοῦν τὰ ἑπόμενα. (Μπορεῖ ὁ σημερινὸς τονισμὸς τῆς ὑποπερίπτωσης νὰ ἐπιφέρει μιὰ «ψυχρὴ» καὶ ἀσχολίαστη διοικητικὴ «διόρθωση» ἐπὶ τοῦ προκειμένου –πράγμα ὅλως ἀβέβαιο–, ἀλλὰ τὸ πλαίσιο ποὺ ἐδῶ θίγουμε, αὐτὸ δὲν σηκώνει «διόρθωση».)

Μὲ τὴν ἐξαίρεση (ἀμφίβολη κι αὐτή) σπουδαίων μοναχικῶν καὶ «πιονιέρικων» πολιτισμῶν, ὅπως ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς στὴ Δύση, κι ἐλάχιστοι ἄλλοι ἀλλοῦ, δὲν ὑπάρχει λογοτεχνικὴ παράδοση ποὺ νὰ μὴν οἰκοδομήθηκε πάνω στὴ μετάφραση. Ὅλες οἱ μείζονες λογοτεχνίες ποὺ γνωρίζουμε καὶ μὲ τὶς ὁποῖες συνομιλοῦμε εἶναι θεμελιωμένες σὲ μεταφράσεις ἢ παραλλαγὲς αὐτοῦ ποὺ σήμερα ἀντιλαμβανόμαστε μὲ τὸν ὅρο (ἀναπλάσεις περισσότερο ἢ λιγότερο ἐλεύθερες, παραφράσεις, ἀποδόσεις, μεταγλωττίσεις κλπ.) καὶ τὰ ἔργα αὐτὰ χαίρουν ἀκόμα ἀμείωτης ὑπόληψης στὶς ἀντίστοιχες φιλολογίες – δὲν τὰ ἐπισκίασαν οἱ πλούσιες, μερικὲς φορές, δάφνες ποὺ συσσώρευσαν οἱ κατοπινοὶ δημιουργοί (δεῖτε τὴ γερμανικὴ λογοτεχνία, τὴ ρωσική, ἀκόμα καὶ τὴ νεότερη ἑλληνική). Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς μάλιστα σὲ μεταφράσεις ὀφείλουν κεντρικὰ θέματα τῶν ἔργων τους (πάρτε τὸν Shakespeare γιὰ ξεκίνημα). Καὶ ἡ διεθνὴς ἐπικοινωνία τῶν ἰδεῶν δὲν βασίστηκε στὴ γλωσσομάθεια, παρὰ στὴ μετάφραση, γιατὶ αὐτὴ μόνη δρασκελάει τὸ πρόβλημα τῆς βιωματικότητας τοῦ λόγου στὴν ἀνάγνωση γιὰ ὁποιονδήποτε ἔχει ἐκ γενετῆς, κατὰ τὸ σύνηθες, μία μητρικὴ γλώσσα. Τὸ διακειμενικὸ ὑπόβαθρο τῶν γραμμάτων μέχρι σήμερα, κι ὅσο περνάει ὁ καιρὸς ὅλο καὶ περισσότερο, στὴ μετάφραση ἔχει τὶς ρίζες του καί (μολονότι ὑπερβολικὸ ἢ καὶ ὕποπτο) ἔχει προταθεῖ ἀπὸ σχολὴ ὁλόκληρη τῆς συγκριτικῆς γραμματολογίας οἱ μελέτες τοῦ κλάδου αὐτοῦ, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, νὰ βασίζονται σὲ μεταφράσεις. Μερικὲς χῶρες παρουσιάζουν ὑψηλὴ μεταφραστικότητα (ἡ Ἰταλία, π.χ., ἀλλὰ καὶ ἡ Ἑλλάδα) –προϊὸν πολιτικῶν ἐπιλογῶν ἢ καὶ συνθηκῶν–, ἐξασφαλίζοντας ἔτσι τὴν ἀντοχὴ τῆς γλώσσας τους μέσα στὸν συγκαιρινό μας ἀνταγωνισμὸ τῆς πληροφορίας (ἀφοῦ πολιτογραφοῦνται στὴ γλώσσα ὑποδοχῆς κεφαλαιώδη τμήματα τῆς ξένης βιβλιογραφίας) καὶ μεγάλες, ἀνεκτίμητες προόδους στὴν ἐκφραστικότητά της, γιατὶ κάθε πετυχημένη ἀναμέτρηση μὲ ἕνα ἀπαιτητικὸ ἔργο ἄλλης γλώσσας (τῆς «γλώσσας ἀφετηρίας» ἢ «πηγῆς», ὅπως τὴ λένε οἱ θεωρητικοί) διευρύνει μὲ γιγάντια βήματα τὸν ὁρίζοντα καὶ τὶς δυνατότητες τῆς δικῆς μας (τῆς «γλώσσας ἀφίξεως» ἢ «στόχου»). Φτάνει τόσο τὸ ἐγκώμιο τῆς μετάφρασης, κι ἂς εἶναι ἀνεπαρκές.

Ἔστω τώρα ὅτι ἡ ἐπιτροπὴ ἀξιολόγησης τῶν Ἑλλήνων ἐκπαιδευτικῶν βρίσκεται ἀπέναντι στὸν ὑπάλληλο Παναγιώτη Χοροζίδη. Ὑπάρχει πρόβλεψη νὰ θρέφεται δημοσία δαπάνη στὸ πρυτανεῖο; Ὄχι. Ὑπάρχει πρόβλεψη νὰ μὴν ὑποβληθεῖ σὲ ἀξιολόγηση ὡς ἀριστίνδην ἀναγνωρισμένος; Ὄχι. Ὑπάρχει μήπως πρόβλεψη νὰ πάρει γιὰ τὸ ἔργο του μισὸ ἢ ἕνα μόριο; Ὄχι. Τί πρόβλεψη ὑπάρχει; Νὰ ἀγνοηθεῖ!

Μικρὸ ἔγκλημα – μερικότατο εἴδωλο τοῦ μεγάλου ἐγκλήματος.

Γιατί, λοιπόν, κάποιος νὰ σηκώσει τὸ βάρος μιᾶς τόσο πρόχειρης ἀπόφασης (νὰ καταδικάσει ἄνευ ἐξαιρέσεων τὴν κατηγορία «μετάφραση», χωρὶς νὰ λάβει ὑπόψη του τὸ ἐνδεχόμενο ἕνα ἔργο σὰν τὴν «Ἀνατομία τῆς Μελαγχολίας» νὰ ἔχει ἔρθει στὰ ἑλληνικά, καὶ νὰ ἔχει ἔρθει «ἔτσι», ἀπὸ ἀξιολογούμενο ὑφιστάμενό του); Πῶς μπορεῖς νὰ εἶσαι ἀκέραιος χαρακτήρας ὅταν δὲν νιώθεις τρόμο ἀπέναντι στὸν «κατώτερο» ποὺ καλεῖσαι νὰ κρίνεις καὶ ἀπόκοτο θάρρος ἀπέναντι στὸν «ἀνώτερο» ποὺ σὲ κρίνει; Καί, διευρύνοντας ἀκόμα περισσότερο τὸ ἐρώτημα: Πέρα ἀπὸ ὅλες τὶς ἀτομικὲς αἰτίες (τὰ προσωπικὰ ἐλατήρια) ποὺ ἀνιχνεύσαμε στὴν ἀρχή, γιατί κάποιος νὰ ὑπηρετήσει ἕνα σχέδιο ἀποδιάρθρωσης καὶ ὁλοσχεροῦς κατεδάφισης τῆς παιδείας στὸν τόπο του;

Δύο ὁρατὲς ἀπαντήσεις:

Ἀπάντηση 1: Ἐπειδὴ πιστεύει ὅτι συνολικὰ πράττει σωστά (καὶ οἱ λεπτομέρειες εἶναι ἀλάνθαστες ἢ «διορθώνονται»).

Ἀπάντηση 2: Ἐπειδὴ τὰ προσωπικὰ ἐλατήρια ἐπιβάλλονται στὴ γενικὴ θεώρηση (καὶ δὲν τὸν ἀνησυχοῦν γιὰ τὸ συνολικὸ πρόβλημα).

Παρατηρεῖ κανείς, εὐθὺς ἀμέσως, ὅτι ἡ ἰδιοτέλεια τῆς δεύτερης ἀπάντησης ἄνετα μπορεῖ νὰ συνυφαίνεται μὲ τὴν πεποίθηση τῆς πρώτης καὶ ὅτι μόνη της εἶναι εὐπρόσβλητη (ἐκ πρώτης ὄψεως, δὲν θὰ ὑποστήριζε ποτὲ κανεὶς ὅτι ἀναλαμβάνει τέτοιες εὐθύνες προσεγγίζοντας τὸ δημόσιο μὲ βάση τὸ ἰδιωτικό). Ἀλλά, τότε, ἔχει νόημα μόνο τὴν πρώτη ἀπάντηση νὰ ἐλέγξουμε: «πιστεύει ὅτι συνολικὰ πράττει σωστά» – λ.χ. ἀποδέχεται τὴ γνωστὴ θέση ὅτι «ὅλοι πρέπει νὰ ἀξιολογοῦνται», καὶ συνοδὰ ὅτι τὸ «πῶς» (μαζὶ μὲ τὸ ἀποτέλεσμα) δὲν πρέπει νὰ ἀναχαιτίσει τὴ θεάρεστη πολιτειακὴ πρωτοβουλία. Ὡραῖα· ἄρα υἱοθετεῖ τὶς ἀπόψεις τῆς ἐξουσίας ποὺ ἀποπειρᾶται νὰ ἀξιολογήσει μὲ αὐτὸν τὸν συγκεκριμένο τρόπο τοὺς δασκάλους της (κοντὰ σὲ ὅλα τ’ ἄλλα ποὺ διενεργεῖ στὴν ἐκπαίδευση). Καί, συνεπῶς, ἂν ἐπαληθευτοῦν οἱ συμπερασμοὶ ποὺ προηγήθηκαν γιὰ τὴ μύχια σκοπιμότητα καὶ τὸ μέλλον αὐτοῦ τοῦ ἐγχειρήματος, ἐτοῦτος ὁ ὑποστηρικτὴς τοῦ ἀξιολογικοῦ προγράμματος (ἐτοῦτος ποὺ ἀνέλαβε τὴν ὑλοποίησή του μὲ ἐξειδίκευση τῶν παραμέτρων του ὑπὸ τέτοιους ὅρους) θὰ εἶναι, κατὰ λογικὴ συνέπεια, συνυπεύθυνος γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα.

Καλὸ εἶναι νὰ πᾶμε καὶ βαθύτερα (ὅπου ἡ δεύτερη ἀπάντηση θὰ φανεῖ πλησιέστερη τῆς πρώτης στὴν ἀλήθεια). Εἶναι ἄραγε οἱ ἐργάτες αὐτῆς τῆς ἐκπαιδευτικῆς ἀπορρύθμισης ἀλληλέγγυοι ἰδεολογικὰ μὲ τοὺς συντάκτες τῆς «Λευκῆς Βίβλου γιὰ τὴν Ἐκπαίδευση» (ἔκδ. τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς, 1993), ποὺ σήμερα βρίσκει κατάκεντρα τὸ στόχο της; εἶναι, ἔστω –ἂν ὄχι σὲ ὅλα–, στὰ οὐσιώδη της σημεῖα (στὶς ἀπώτερες βλέψεις της);

Ἀπαντάει κανείς, μὲ διαβάθμιση εὐκολίας: Ὄχι! Κανείς τους δὲν εἶναι πραγματικὰ μπλεγμένος σὲ σχέδια ὑψηλῆς συνωμοσίας. Κανεὶς δὲν εἶναι «μὲ τὰ ὅλα του» ἐχθρὸς τοῦ προστατευτισμοῦ, ἐχθρὸς τῆς κοινωνικῆς πρόνοιας, ἐχθρὸς τῆς ἰσότητας καὶ τῆς δικαιοσύνης, ἐχθρὸς τῆς ἐλευθερίας, ἐχθρὸς τῆς πολυφωνίας, ἐχθρὸς τῆς δημοκρατίας, ἐχθρὸς τῆς παιδείας γιὰ ὅλους καὶ τῶν ἴσων εὐκαιριῶν (ὅπως εἶναι ἡ δράκα τῶν συνωμοτῶν ποὺ ξηλώνει, μὲ οἰκονομίστικα τερτίπια καὶ μὲ ψέματα, τὶς μικρὲς κατακτήσεις τῆς Δύσης σὲ ποιότητα ζωῆς). Μπορεῖ νὰ εἶναι κρυπτο-ρατσιστής, κρυπτο-επηρμένος, κρυπτο-τραμποῦκος ὁ ἐφαρμοστὴς τοῦ ἐκδιπλούμενου μοντέλου ἀξιολόγησης. Δὲν εἶναι, ὅμως, ἐπιδεικτικὰ ἀλαζών, συνειδητὰ ἀνήθικος, ἀνοιχτὰ τυχοδιώκτης, δεδηλωμένα συμφεροντολόγος (μιὰ πατίνα κοσμιότητας, ἄλλωστε, σὲ τέτοια περιβάλλοντα τὸ «ἀπαγορεύει»). Κανεὶς δὲν εἶναι κὰν αὐθεντικὰ νεοφιλελεύθερος – δὲν ἔχει δηλαδὴ συγκατανεύσει στὸ «νόμο τῆς ζούγκλας» γιὰ τὸν τόπο του. Ὑποψιάζεται δὲ κανεὶς ὅτι αὐτὸ ἰσχύει τουλάχιστον μέχρι καὶ τὴ στοιβάδα τῶν ὑπουργῶν (στὰ πρῶτα βήματά τους ὁπωσδήποτε). Τότε;

Οἱ Ἕλληνες θεωροῦνται εὐφυὴς λαός. Οἱ ἴδιοι, ἐμπάση περιπτώσει, ἔτσι νομίζουμε. Δὲν εἶναι διόλου ἐμφανὲς ποῦ θητεύουν οἱ εὐφυεῖς μας. Ἂν ὑπάρχουν, πάντως, δὲν συναντῶνται στὶς ἑστίες πολλαπλασιασμοῦ καὶ διάχυσης τῶν «κεντρικῶν» ἀποφάσεων, ὅπως ἔχουν καταντήσει τὰ ὑψηλότερα κλιμάκια «χάραξης» (;) τῆς ἐθνικῆς πολιτικῆς μας. Ὅλη μας ἡ διοίκηση εἶναι γεμάτη ἀπὸ κουτοπόνηρους χαμηλῶν φιλοδοξιῶν. (Διορθῶστε τὸν ὅρο «βλάκες» ὅσοι τὸν ἁπλοποιήσατε νοερά, καὶ μὴν ἀφαιρεῖτε τὸ ἐπίθετο ἀπὸ τὶς «φιλοδοξίες», ποὺ ἀπὸ μόνες τους πρέπει νὰ ἔχουν –καὶ ἔχουν– θετικὸ πρόσημο.) Αὐτὴ ἡ κρίση εἶναι ἀπόλυτη, ἀλλὰ ὄχι δειλή, οὔτε ἐπιπόλαια· τὴ στηρίζει ἐμπειρία ἐπαρκὴς καὶ χωρὶς ἐξαιρέσεις. (Μὰ θὰ ὑπάρχουν κι ἐξαιρέσεις· ὀφείλουμε νὰ τὸ προεξοφλήσουμε γιὰ λόγους συστημικῆς πληρότητας – κι ἂς ἀναρωτιέται κανεὶς μὲ τὰ σωστά του: Σημειώθηκε στὶς τάξεις τῶν ἀξιολογητῶν κάποια ἀποστασία γιὰ λόγους πολιτικῆς ἢ ἐπιστημονικῆς συνείδησης;) Μόνο μισθοφόρους τῶν πραγματικῶν συνωμοτῶν –λέγει ἡ ἐμπειρία– συναντᾶ κανεὶς στὰ γραφεῖα καὶ τοὺς διαδρόμους τῶν διοικητηρίων μας. Παρατρεχάμενους τῶν πραγματικῶν ἀφεντικῶν. Γνήσιους «ὑπαλλήλους», ποὺ προφασίζονται, ἅμα τοὺς στριμώξεις, ὅτι ποτὲ δὲν πάει ὁ νοῦς τους στὸ κακό, ἀλλὰ εἶναι ὑπερβέβαιοι πὼς ἔχουν καταλάβει «καλὰ» τί τοὺς ἔχει παραγγελθεῖ καὶ ἔχουν κάμει τὴν ἀνάγκη φιλοτιμία νὰ τὸ διακηρύξουν ὡς ἰδία πεποίθηση, περίπου ὡς «ἰδεολογία». Ὠχρὴ παράθλαση τοῦ «μητιόεντος» προγόνου. Δὲν εἶναι ὡς λάθος «θανάσιμο», ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀστόχαστη ἄποψη ἀπὸ αὐτὴ πού –ἀδικαιολόγητα ἀφορμώμενη ἀπὸ τὴν κοινὴ ἐντελέχεια, τὴ σύγκλιση ἀποτελεσμάτων– καταλήγει ὅτι οἱ γκάνγκστερ τοῦ συστήματος, ἀπὸ τὴ μιά, καὶ οἱ ἄμεσα ὑπεύθυνοι γιὰ τὴ δυστυχία μας, ἀπὸ τὴν ἄλλη, σκέφτονται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Οἱ πρῶτοι ὄντως σκέφτονται (ἂν γνώρισμα τῆς σκέψης εἶναι ἡ ἀνεξαρτησία), οἱ δεύτεροι πλανῶνται ὅτι σκέφτονται. Νά πῶς τὰ προσωπικὰ ἐλατήρια ἐπιβάλλονται στὴ γενικὴ θεώρηση καὶ ἡ πρώτη ἀπάντηση (ὅτι ἐνεργοῦν ἔτσι ἐπειδὴ πιστεύουν πὼς συνολικὰ κινοῦνται πρὸς τὴ σωστὴ κατεύθυνση) καταντᾶ προσωπίδα, κάλυμμα, φενάκη τῆς δεύτερης.

Ἀπαιτοῦνται καὶ τὰ δυό, λοιπόν, γιὰ νὰ ἐξασφαλιστεῖ ἡ «τύφλα» τῶν «ἀνωτέρων»: καί κουτοπονηριά (περιορισμένης ἐμβέλειας δεύτερες σκέψεις· παιδαριώδης ὑστεροβουλία· βεβιασμένη ὑποτίμηση ὅλων τῶν ἄλλων, ἢ διογκωμένο αὐτοείδωλο) καί χαμηλή φιλοδοξία (βλέψεις γιὰ τὸ ἑπόμενο ἢ –ὤ!– τὸ μεθεπόμενο σκαλοπάτι στὴ διοικητικὴ ἐξέλιξη· ἀναγνώριση ἀντὶ γιὰ προσφορά, καὶ δὴ ἀπὸ στενὸ κύκλο· ἀπόλαυση τῆς σχέσης «κυρίου καὶ δούλου» ἔστω καὶ ὑπὸ κλίμακα)· σ’ ἕνα καὶ μόνο κάποιος νὰ «ὑστερεῖ», παρακάμπτεται, ἂν δὲν ἀποσυρθεῖ αὐτοβούλως. Ὑπάρχει κάτι «πολὺ ἀνθρώπινο» (πολὺ θλιβερό, ἂν θέλετε) σὲ αὐτὴ τὴν ταυτότητα, ἀλλὰ καὶ κάτι πολὺ ἀπάνθρωπο στὴν κοινωνική της ἐκδήλωση.

Ἀπαλλακτικό: Δὲν εἶναι οἱ ἐγκέφαλοι.

Ἐνοχοποιητικό: Εἶναι οἱ ἐκτελεστές.

Πῶς νὰ τοὺς γυρέψεις δίκαια κριτήρια; Γιατί, μὲ τέτοια κριτήρια, νὰ ὑπάρξει δίκαια κρίση; Τί περιμένεις νὰ ἀξιολογήσουν, καὶ μάλιστα μὲ ἀκρίβεια δεκαδικῶν ψηφίων;

Οἱ ἑπόμενες γενιὲς μαθητῶν καὶ μαθητριῶν, κακῶς ἐχόντων τῶν πραγμάτων (ἐφόσον δεν μᾶς βόσκει «ματαία ἐλπίς»), θὰ γνωρίζουν πιὸ νωρίς –ἀπὸ τὰ θρανία– τὸν «ἔξω κόσμο», χάρη στοὺς «σκυμμένους» τους δασκάλους· τὸ σχολεῖο θὰ πάψει καὶ ἔτσι (ὅπως καὶ ἀλλιῶς) νὰ ἀποτελεῖ «προστατευμένη προσομοίωση», ὡς ὀφείλει. Ἀλλ’ ἔχετε κι ἐσεῖς νὰ κάνετε μαζί τους. Θὰ τοὺς βρεῖτε μπροστά σας. Οἱ ὄντως εὐφυεῖς ποὺ συχνάζετε ἐδῶ θὰ νιώσετε πολὺ μεγάλη κοινωνικὴ μοναξιὰ κι ἀπελπισία βγαίνοντας στὴ ζωή, γιατὶ μᾶλλον εἶστε λίγοι καὶ γιατὶ ἡ συνθηκολόγηση μὲ τὴν ἀνηθικότητα θὰ προβληθεῖ ἀργὰ-γρήγορα ἐνώπιόν σας ὡς μόνη θύρα «διαφυγῆς» ἀπὸ μιὰ τέτοια βάσκανο μοίρα. Πῶς θὰ συνασπιστεῖτε καὶ πῶς θ’ ἀντιμετωπίσετε τὸ στίφος τῶν προσκυνημένων «ἐξουσιαστῶν» σας εἶναι δουλειὰ ὁλοδική σας.

Ἐγὼ ὡς δάσκαλος ἔπρεπε νὰ φτάσω ὣς ἐδῶ. Αὔριο, κανεὶς δὲν ξέρει.