Ένα Εκδοτικό Γεγονός και για το Σχολείο μας



Το μυθιστόρημα «Μη φοβάσαι να φοβηθείς», το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο του καθηγητή στο σχολείο μας φιλολόγου και συγγραφέα Νίκου Κουτρούμπα, παρουσιάστηκε στο κοινό από τις εκδόσεις Μίνωας το βράδυ της Παρασκευής 8 Φεβρουαρίου 2013, στο «Public Café» της Πλατείας Συντάγματος. Την εκδήλωση συντόνισε και άνοιξε με δική της ομιλία η ψυχολόγος και συγγραφέας Σμαρούλα Παντελή, που διάβασε στη συνέχεια και αποσπάσματα από το βιβλίο. Ακολούθησαν εισηγήσεις σχετικά με το έργο από δυο άλλους φιλολόγους και συγγραφείς, επίσης καθηγητές στο σχολείο μας, τον Δημήτρη Αρμάο και τη Λαμπρίνα Α. Μαραγκού, και την εκδήλωση έκλεισε με σύντομο σχόλιό του και ευχαριστίες ο τιμώμενος συγγραφέας. Στο κοινό παραβρέθηκαν σύσσωμος σχεδόν ο σύλλογος διδασκόντων του σχολείου και ένα απρόσμενο πλήθος μαθητών και μαθητριών μας, με αποτέλεσμα, παρά τους άφθονους και εκλεκτούς άλλους παρόντες, ο ασφυκτικά γεμάτος 5ος όροφος του γνωστού εντευκτηρίου να γεννά μια αίσθηση οικείου χώρου. Τα κείμενα εισηγήσεων των δύο καθηγητών του σχολείου μας για το νέο βιβλίο του συναδέλφου τους παραδόθηκαν στο ιστολόγιό μας και παρατίθενται στη συνέχεια.

1

Ακόμα και βιβλία που λέμε ότι «δεν ξέρουν τι θέλουν να πουν» (το άκρως αντίθετο από το προκείμενο, προλαβαίνω) έχουν ένα μήνυμα. Στη χειρότερη (κάποτε, όμως, και στην καλύτερη) περίπτωση, το χάνουν, ή το σκορπίζουν, ή το θολώνουν – αλλά έχουν κάτι να «πουν», να «σημάνουν», μέχρι κι από τις χαραμάδες τους. Μερικά, ωστόσο, αποτελούν «επιστολές» προς συγκεκριμένους παραλήπτες. Μπορεί να το κρύβουν, ενίοτε κι επιμελώς, κάτω από ένα κάλυμμα «γενικού ενδιαφέροντος», μια προσποίηση «αναφορικότητας για τους πάντες», αλλά, άμα τα κοιτάξεις λίγο λοξά, αφήνουν να φανεί η υποδόρια αποστολή τους, η λανθάνουσα σκοπιμότητά τους, το αρχικό τους «κίνητρο». Έχω την εντύπωση ότι το βιβλίο του Νίκου Κουτρούμπα, που οι εκδόσεις Μίνωας έδωσαν στη δημοσιότητα προσφάτως, ανήκει σ’ αυτά. Δεν θα μπορούσα να ανιχνεύσω τον παραλήπτη του, αν ζει η όχι, αν είναι κοντά η μακριά (απορίες άσχετες με κάθε περιέργεια η βιογραφισμό), και δεν έχει ίσως σημασία. Αλλά νομίζω πως εκεί μας οδηγεί ο τρόπος με τον οποίο αξιοποιείται το γραμματολογικό είδος όπου εγγράφεται το πεζογράφημα Μη φοβάσαι να φοβηθείς, ο τρόπος, μ’ άλλα λόγια, που εξειδικεύεται το «μυθιστόρημα διαμόρφωσης (ή μαθητείας)» σε αυτή την αφήγηση: ο δρόμος που παίρνει, το σχήμα που υιοθετεί.

Τυπικά, ο νεαρός ήρωας φτάνει σε αυτογνωσία και θεμελιώνει την αυτοσυνείδησή του, το κουράγιο, την αυτοπεποίθηση, την «ισορροπία» του, μέσα από την επικοινωνία του με δυο οδηγητικές φιγούρες: το φίδι του πρώτου μέρους και τον παππού του δεύτερου. (Αυτός είναι, σε γενικές γραμμές, και ο θεματικός πυρήνας του έργου.) Το βιβλίο είναι ως προς το μήνυμά του καταφατικό απολύτως (και ας το προσγράψουμε αμέσως τούτο στα «υπέρ» του, μέσα στη δεινή περίοδο που διερχόμαστε). Προβάλλοντας τη λύτρωση σε ρεαλιστική διάσταση, αφήνει να εννοηθεί πως πολλοί από τους εφιάλτες μας (πιθανόν οι πιο κρίσιμοι) δεν είναι παρά φαντάσματα. Ουσιαστικά, η πορεία του ήρωα είναι εσωτερική. Η ωρίμανση είναι έργο δικό του. Το φίδι και ο παππούς, συμμετέχουν κανονικά στη δράση, κι όμως αντιπροσωπεύουν τόσο ξεκάθαρα τις πτυχές του φανταστικού και του πραγματικού, αντίστοιχα, ώστε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αποτελούν μάλλον (ή και μόνο) σύμβολα.

Ας δούμε καταρχάς αυτά τα πλάσματα ως ήρωες. Αφηγηματικά, δόκιμη επιλογή. Έχουμε τη «συνθήκη στέρησης» που χρειάζεται η δράση: είσπραξη μεροληψίας στη μητρική αγάπη. Κι έχουμε και καθαρή «λύση» στην έξοδο: υπέρβαση του αδιεξόδου. Η μητέρα και ο επίζηλος αδελφός δεν εξελίσσονται. Ο παππούς και το φίδι αναλαμβάνουν διαδοχικά το ρόλο του «βοηθού» στην πορεία της εσωτερικής αυτής δράσης (το φίδι στη συνέχεια μεταμορφώνεται σε «αντίμαχο» ή «ανταγωνιστή»)· δεν παρουσιάζουν, επομένως, ούτε κι αυτοί εξέλιξη. Τριταγωνιστικά πρόσωπα δεν προλαβαίνουν να παρουσιάσουν αλλαγές. Μοναδική «μεταβλητή» είναι ο ψυχισμός του πρωταγωνιστή. Οι όροι του αναγνωστικού ενδιαφέροντος, λοιπόν, πληρούνται.

Του κεντρικού ήρωα η εστίαση είναι η μικτή που γνωρίζουμε από ανάλογες αναπολητικές αφηγήσεις: το μάτι του «τότε» γίνεται μερικές φορές μάτι του «τώρα». Στο λόγο των σχολίων μπορεί κανείς να διαιστανθεί τη διείσδυση του αφηγηματικού παρόντος στην περίοδο της βασικής εξιστόρησης, αλλά χωρίς παραπέρα αποσαφήνιση. Η χρονική απόσταση του αφηγητή δεν προκύπτει παρά μόνο αν κάποια αόριστα πραγματολογικά στοιχεία (συνθήκες ζωής του νεαρού πρωταγωνιστή, ήθος και δραστηριότητες των προσώπων γενικά) συσχετιστούν με εξωκειμενικά (τις πληροφορίες γραφής και έκδοσης).

Η πλοκή ξετυλίγεται με βάση επεισόδια –συζητήσεις και συμβάντα– που αντικατοπτρίζουν σκέψεις και συναισθήματα του σταδιακά εγκοινωνιζόμενου ήρωα. Σ’ αυτή τη σειρά (στο δεύτερο μέρος, φυσικά), εκδηλώνεται ο ανταγωνισμός των δύο Μεντόρων, του φιδιού και του παππού, ο οποίος λήγει με έκλειψη του πρώτου και «αφηρωισμό» του δεύτερου (στη συνείδηση του αφηγητή, εικάζουμε). Ο ανθρωπομορφισμός που αφορά στο φίδι (ένα ζώο που συνομιλεί με ανθρώπους) είναι, βεβαίως, στοιχείο «μαγικό», «μαγικού ρεαλισμού», αλλά στοιχείο απαραίτητο για το αφηγηματικό πλάσιμο, και, πάντως, όχι εξεζητημένα «ξενικό». Απαντούν σποραδικά κι άλλα στοιχεία «μαγικού ρεαλισμού» στο βιβλίο – και, σε μεταφορική κλίμακα, και η αποδημία του παππού, με την οποία κλείνει.

Ας δούμε και τα σύμβολα αυτών των ηρώων. Ο Έκτορας, ο πρωταγωνιστής που μας «τα λέει» όλα, διέρχεται από την κυριαρχία της φαντασίας στην κυριαρχία της πραγματικότητας. Είναι στην ηλικία που συμβαίνει αυτό. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη, αλλά δεν είναι τραυματική: καταλήγει με «ήττα» της φαντασίας, αλλά μέσα σε μια θετική πρόσληψη της πραγματικότητας. Το επικίνδυνο προϊόν –η απειλή– της φαντασίας ονομάζεται (ήδη από τον τίτλο): φόβος. Μπορεί μέσα στη λέξη αυτή να αθροίζονται και πολύ πιο περίπλοκα συναισθήματα – και έχει τη σημασία του αυτό (καθώς συγκεντρώνει και γνωρίσματα της υπαρξιακής αγωνίας). Αλλά είναι ο όρος επαρκής για την κατάσταση του ανορθολογισμού που πρέπει να ξεπεραστεί. (Προσοχή: το κείμενο δεν παίρνει μια τόσο κάθετη θέση. Αφήνει και στον μετεωρισμό της ψυχής τα δικαιώματά του· δεν λογοκρίνει την αοριστία και την ασάφεια στους κυματισμούς του συναισθηματικού κόσμου. Συνεπαγωγές παρακολουθούμε εδώ.) Μια πολύ αρχετυπική συνθήκη, συνεπώς, επιτρέπει τη συμβολοποίηση. Επιλέγονται ως ανταγωνιστικοί ρόλοι στην «περιπέτεια» δυο εμβληματικά πλάσματα: ένα από το πεδίο του μύθου κι ένα από το πεδίο της κοινής άμεσης εμπειρίας. Και τα δύο συνεκδοχές της σοφίας σε όλες τις παραδόσεις – στις λαϊκές ακόμη περισσότερο.

Το φίδι είναι μια «ψυχρή» σιλουέτα. Ακόμα και ως οικουρός όφις (ιδέα που θεμελιώνει την εμφάνισή του) δεν ξεφεύγει από το αίσθημα του αλλότριου και του ξένου μέσα στην καθημερινότητα. (Στον «εκπαιδευτικό» ρόλο που διαδραματίζει μέσα στο βιβλίο υπόκειται ίσως –πειράζομαι να πω– ο Κάα του Rudyard Kipling.) Γενικά, το φίδι θεωρείται αμφίσημο (διφορούμενο) σύμβολο: θάνατος και ζωή, φάρμακο και φαρμάκι, πλάνεμα και αποκάλυψη, σύνεση και πάθος, φως και σκοτάδι – αλλά πρωτίστως γονιμοποιός δύναμη, γένεση, το κατεξοχήν σύμβολο της ενέργειας.

Ο παππούς είναι, αντίθετα, μια φυσιογνωμία «θερμή». Και μονοδιάστατη. Οι παραστάσεις όλων μας γι’ αυτόν είναι θετικές, παρότι η αντικειμενική θέση του στη δίνη της καθημερινότητας είναι του προσφιλούς «παροπλισμένου»: αυτού που δεν «πράττει», αλλά «έχει να πει» (του ῥητῆρος και όχι του πρηκτῆρος, διαχωρισμένα πια). Ως εκτούτου, αντιπροσωπεύει και το άνοιγμα, την απελευθέρωση, τη χειραφέτηση.

Οι ιδιότητες του φιδιού και του παππού αντιπαρατίθενται και συμπληρώνονται σε συμβολικό επίπεδο με μια δυναμική που ταιριάζει με την ίδια την έννοια της προόδου και της άφιξης: κοσμολογική αρχή και θνητό πέρας· κύκλος και ευθεία· από δω η σεξουαλικότητα και η χθόνια προέλευση, από κει η απομάκρυνση από την έμφυλη ταυτότητα και η χθόνια προοπτική· και, παράλληλα, θηλυκότητα vs αρρενωπότητα· από τη μια η διαβολική παρέμβαση και το «σπίρτο», από την άλλη η παύση της έριδας και η συμφιλίωση· εντεύθεν η ροή και η αστάθεια, εκείθεν η σταθερότητα και το φθάσιμο· στην ηλικία από την οποία ο Έκτορας βγαίνει, οι σκιές και τα ξέφωτα του μύθου υποχωρούν, ενώ στην ηλικία που μπαίνει το χειροπιαστό και το εξ επαφής παίρνει το προβάδισμα – κι ελπίζει κανείς, όπως συμβαίνει στο Μη φοβάσαι να φοβηθείς, το νέο να μην είναι αποτρόπαιο η, έστω, ωχρό στη σύγκρισή του με το παλιό. (Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο αποχαιρετισμός του νεαρού ήρωα με τον πρώτο του σηματωρό, το φίδι – η αποδοχή και η «δικαίωση» της πρώιμης σχέσης τους που υποκρύπτεται σ’ αυτόν τον αποχαιρετισμό.)

Ας μη μας διαφεύγει επιπλέον, κοντά στην παραπληρωματικότητα, και η ισοδυναμία τους ως συμβόλων στα επίπεδα της αχρονίας και της γνώσης: ο «Παλαιός των Ημερών» πλάι στον «Φύλακα του Μυστικού».

Δεν ξέρω αν το πήγα «μακριά», αλλά, se non è vero, è ben trovato.

Κι ας δούμε, τέλος, με τι τρόπο έγινε πράξη η ωρίμανση του πρωταγωνιστή, του ομιλούντος Εγώ, του αυτοδιηγητικού –που λέμε– αφηγητή. Μεγάλο μέρος του κειμένου είναι αφιερωμένο σε συζητήσεις και σκέψεις (στον τύπο που οι αφηγηματολόγοι χαρακτηρίζουν «σχόλια»). Ακόμα και η εξομολογητικότητα είναι γεμάτη στοχασμούς. («Συζητήσεις» προπάντων: Να είναι τυχαία η θητεία του συγγραφέα στον Πλάτωνα;) Τα συμβάντα (που πυκνώνουν στο δεύτερο μέρος) συμπληρώνουν κυρίως τη «μαθητεία» που έχει προαχθεί με τα σχόλια: την επισφραγίζουν. Το μεγάλο ποσοστό σχολίων και ο συμβολισμός καθιστούν το βιβλίο όλως ιδιαίτερο, ένα είδος μικτό, υβριδικής φύσης. Ένα «μυθιστορηματικό δοκίμιο». Η εξομολόγηση είναι «υπονομευμένη» από τη δήλωση αρχών (από «διδακτισμό», θα λέγαμε, σήμερα που ο όρος είναι ξανά απενοχοποιημένος) – δεν είναι «αθώα» και «άδολη» εκμυστήρευση. Μπορεί αυτό να είναι και το απώτατο πρότυπο του «μυθιστορήματος διαμόρφωσης» (εκεί που δυνητικά θα μπορούσε να φτάσει), αλλά εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω κάτι ανάλογο σε αυτή την κατηγορία. Και ομολογώ ότι δέχτηκα ισχυρό «κλονισμό» όταν το πρωτοδιάβασα. Το βρήκα έως και παράτολμο.

Σκέφτηκα ότι αυτή η δισυπόστατη «αφήγηση» δεν είναι δυνατόν παρά να προέκυψε από μια προθετικότητα που μου διαφεύγει (κι αυτό είπα ξεκινώντας την παρούσα εισήγηση), οπωσδήποτε όμως το φέρνει κοντά στο «μυθιστόρημα ιδεών», ή στα φιλοσοφικά μυθιστορήματα που γνωρίσαμε τουλάχιστον από τον Διαφωτισμό και εντεύθεν (από μιαν άποψη, μάλιστα, κι αυτά είναι κατά το πλείστον «μυθιστορήματα διαμόρφωσης»). Αλλά και πάλι, κάτι ακόμα από αυτή τη γραφή δεν μου ήταν οικείο από άλλα διαβάσματα: η επιστράτευση της παραδοσιακής φόρμας σε μια τέτοια δομή και σκοπιμότητα! Το λιγότερο που θα μπορούσε να δει κανείς κάτω από αυτή την ιστορία είναι μια πραγματεία εξελικτικής ψυχολογίας, αλλά με «ελευθερίες» που δεν πήραν στον καιρό τους ο Rousseau ή ο Pestalozzi, για παράδειγμα – με «άδειες» που θα ήταν αδιανόητες ίσως σε άλλες εποχές. Κατά τούτο, φρονώ πως ο Νίκος Κουτρούμπας ριψοκινδύνευσε. Ο χρόνος θα δείξει τι θέση προορίζεται στη γραμματεία μας για το βιβλίο του, αλλά: (1) η μοίρα, λένε, ευνοεί τους τολμηρούς, (2) ένα εγχείρημα που δεν είναι παρακεκινδυνευμένο δεν έχει καμιά φιλοδοξία (άρα λίγο ενδιαφέρει η άμεση και γρήγορη ανταπόκρισή του στον καλοστρωμένο ορίζοντα προσδοκίας μας – προσωπικά δε έλκομαι, «μαζοχιστικά» σχεδόν, απ’ ό,τι με βρίσκει απροετοίμαστον) και (3) η «έξωθεν μαρτυρία» μέχρι στιγμής είναι «καλή»: το κοινό έχει υποδεχτεί το έργο ήδη με υποσχέσεις για την αντοχή του. Κι εμείς του ευχόμαστε ούριο άνεμο.

Δημήτρης Αρμάος

2

Το πρώτο βιβλίο του Ν.Κ. φέρει στον τίτλο του δυο φορές τη λέξη φόβος, σε ρηματική μορφή. Τα ρήματα είναι ισχυρά, οι έννοιες όμως ακόμα περισσότερο γιατί έχουν την ευλυγισία να περιέχουν τα άρρητα ρήματα, να καθίστανται παντοδύναμες όπως ακριβώς και η φαντασία του ανθρώπου. Και το βιβλίο αυτό φέρνει ακριβώς στο προσκήνιο την τέχνη της έννοιας ενδεδυμένη με φθόγγους, με χρώματα. Ο συγγραφέας γράφει μια ιστορία, ή καλύτερα διηγείται μια ιστορία, όπως άλλωστε όλοι οι συγγραφείς κάνουν. Μια προσωπική συνδιαλλαγή με τον εαυτό του, μια ενορχηστρωμένη άψογα παρουσίαση μύχιων σκέψεων και εσωτερικού μονολόγου.

Και αν ήταν μόνο αυτό, δεν νομίζω πως θα έπρεπε να συζητήσουμε περισσότερο. Οι κριτικοί της λογοτεχνίας θα έκαναν την δουλειά που ξέρουν να κάνουν, ας το υποθέσουμε αυτό και ας επιδείξουμε αγαθή προαίρεση, και θα αρκούσε μόνο να ενδιαφερθούμε για την εκδοτική τύχη αυτού του βιβλίου. Θα εξήραμε τα λογοτεχνικά ευρήματα, την στρωτή γλώσσα, τις ενδιαφέρουσες αναφορές, τις προεκτάσεις και τον τρόπο εκφοράς τους… Αλλά αυτό το βιβλίο δεν εξαντλείται στα σημεία. Έχει να κάνει με μια βαθύτερη προοπτική, με μια φιλοσοφική ανάρτηση συλλογισμού, με μια πορεία de profundis που συνδυάζει την φιλοσοφία με την λογοτεχνία. Και το πραγματικό εύρημα βρίσκεται ακριβώς εδώ, στην άνω τελεία της σκέψης και στην αναδίπλωση της προσπάθειας του συγγραφέα να φωτίσει το ένστικτο και να του αποδώσει την διάσταση που αυτό έχει. Για αυτό και αποφασίζει να πάρει νερό από την πηγή, από εκεί που κυλάει η ύπαρξη για να κάνει να γυρίσει ο μύλος που τροφοδοτεί τη ζωή. Τον φόβο… Ο φόβος του τρόμου, ο τρόμος του φόβου. Και έτσι γυρίζουν τα φτερά του μύλου και παράγεται η ζωή και ποτίζονται τα αυλάκια του εγκεφάλου και εκκρίνεται άλλοτε περισσότερο ή άλλοτε λιγότερο η σερετονίνη… Και ο Νίκος μεταφέρει την υγρασία της απορίας, για να εξιχνιάσει το ένστικτο του φόβου, να το ψηλαφίσει και καταφάσκει στην παντοδυναμία του προσδίδοντάς του την αρετή που δύσκολα κάποιος μπορεί να δεχτεί. Την αρετή του απαραίτητου για την ύπαρξη μας.

Ο ήρωας είναι μικρός, ένα παιδί. Τυχαίο; Δεν το πιστεύω. Ακόμα και αν έγινε υποσυνείδητα, η παιδικότητα είναι η αθωότητα και με την αθωότητα προσεγγίζει κανείς ευκολότερα τα πράγματα. Ανοίγει τα μάτια γεμάτος έκπληξη και τα αντικρίζει στις σωστές τους διαστάσεις. Και οι ενήλικες παίζουν στα παρασκήνια. Ακόμα και ο παππούς, καρατερίστας του μυθιστορήματος, χρησιμεύει στον μικρό για να αποκτήσει την υπόστασή του. Απλώς χρησιμεύει, δεν καθορίζει, δεν δογματίζει, μόνο θυμίζει. Γιατί, όπως λέει και ο συγγραφέας, η τέχνη της ζωής είναι η ενθύμηση. Παλεύουμε για να θυμηθούμε αυτό που έχουμε ξεχάσει και έτσι εμφανίζεται και ο φόβος. Θυμόμαστε τον φόβο, εξοικειωνόμαστε μαζί του και έτσι θεραπεύουμε τον τρόμο-φόβο.

Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε δύο μέρη. Στην ενθύμηση του φόβου και την αποδοχή του και στην κατάφαση της ζωής. Ή ακόμα ακόμα πώς με την μνημοσύνη το ασπρόμαυρο αλλάζει σε έγχρωμο. Επικουρία σ’ αυτή τη μετάλλαξη, το φίδι και ο παππούς. Οι δύο πόλοι, αριστερός και δεξιός, επάνω και κάτω, είναι κατευθυντήριες γραμμές. Η αρχή και το τέλος.

Ο παππούς χαρίζει την αγάπη και την αποδοχή που έχει φροντίσει να την θυμίσει το φίδι, στοιχείο πολύ σημαντικό για την κατανόηση του σκοτεινού κομματιού του εαυτού μας.

Στην φιλοσοφία ο όφις, αναγραμματισμός της λέξης σοφία, είναι το σύμβολο της ιερότητας, της θεραπείας και των μυστηριακών δοξασιών. Τον συναντάμε στο γοργόνειο της Αθηνάς, στην ράβδο του Ερμή, στην ποιμαντική ράβδο του αρχιμανδρίτη. Καθώς κυκλοφορεί με άνεση και μέσα στη γη και έξω από αυτήν, συμβολίζει την ικανότητα της ψυχής να προσεγγίζει τις διαφορετικές

αλήθειες, να τις επεξεργάζεται και τέλος τέλος να αλλάζει όπως εκείνος αλλάζει το δέρμα του. Θεραπεύει την ψυχή με την γνώση, όχι την γνώση όπως την εννοούμε σήμερα, αλλά την γνώση με την φιλοσοφική έννοια, δηλαδή μας βοηθά να θυμηθούμε. Ο συγγραφέας αυτό το γνωρίζει και χρησιμοποιεί το φίδι για να προετοιμάσει την μεγάλη έξοδο: την μετατροπή του λάθους σε άθλο, την σάρωση όλων των αρνητικών συναισθημάτων και την αντικατάστασή τους με την αποδοχή χρησιμοποιώντας τον φόβο μόνο αμυντικά και όχι συναισθηματικά. Το παιδί δεν φοβάται πια τον κόσμο, δεν καθορίζεται από την απόρριψη αλλά φοβάται τόσο όσο για να προφυλάσσεται από τις επικίνδυνες διαστάσεις που παίρνει καμιά φορά η ζωή. Έχει νικήσει γιατί το φίδι τον έχει βοηθήσει να μην νικηθεί. Και ο παππούς-λάφυρο του άθλου, χρωματίζει τις στιγμές με την αγάπη και την δεκτικότητα και φωτίζει και την άλλη πλευρά της ζωής.

Ο συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά την πορεία της φιλοσοφικής σκέψης. Τοποθετεί τα σύμβολα, αναπτύσσει διεξοδικά τις προεκτάσεις τους, χρησιμοποιώντας την λογοτεχνική εκφορά του εσωτερικού μονολόγου και δημιουργεί το ανάχωμά του μπροστά στην αιχμηρή καθημερινότητα που ζει ο μικρός ήρωας. Είναι στάση ζωής, επιλογή προοπτικής, διαμόρφωση και συνάμα επεξεργασία της ζωτικής μνήμης που κουβαλά ο καθένας από εμάς και που στην πλειονότητά του δεν την γνωρίζει. Για αυτό και αυτό το μυθιστόρημα ξεφεύγει από μια συνηθισμένη διήγηση. Εγκολπώνει την φιλοσοφία για να την δώσει μέσω της τέχνης, γιατί και η φιλοσοφία μήτρα της τέχνης είναι και η τέχνη μια μορφή της.

Λαμπρίνα Α. Μαραγκού