Συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τη Βερονίκη Δαλακούρα

Γράφει: η Ζωή-Δανάη Τζαμτζή, μαθήτρια.

Η συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τη Βερονίκη Δαλακούρα έγινε την Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012 και είχε ως ειδικότερο θέμα: «Αντίκρυ στον Άνθρωπο και συνομιλώντας με την Ανθρώπινη Έκφραση: Μερικά Θέματα της Ποίησης».

Η δωδέκατη λογοτεχνική συνάντηση είχε έναν αέρα από τη δεκαετία του ’70 . H γενιά που εμφανίστηκε τότε αναμφίβολα προσέφερε πολλές ποιήτριες στα νεοελληνικά γράμματα – ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς ότι οι γυναίκες αποτέλεσαν, σύμφωνα με ορισμένους κριτικούς, τον «σκληρό πυρήνα» της. Η ίδια ανήκει στην ομάδα των ποιητριών εκείνων που τόλμησαν να γράψουν με προκλητικό τρόπο, επηρεασμένες μάλλον από το φεμινιστικό κίνημα, αλλά και από το κίνημα του υπερρεαλισμού. Οι περιορισμοί στο λόγο και στην έκφραση, σε συνθήκες λογοκρισίας και καταπίεσης (χρόνια της Δικτατορίας), μπορεί να πει κανείς, οδήγησαν σε χρήση υπερρεαλιστικών σχημάτων, μη αναγνώσιμων σε πρώτο επίπεδο. Σχήματα ανάλογα ενεργοποιήθηκαν για την ανάδειξη του ερωτισμού και της σωματικότητας μακριά από τη σεμνοτυφία της εποχής.

Αυτές ήταν και οι αρχές γραφής του πρώτου βιβλίου τής προσκεκλημένης μας Βερονίκης Δαλακούρα. Μιας ποιήτριας, βασικής εκπροσώπου αυτής της γενιάς, ή καλύτερα «παρέας», όπως η ίδια προτιμά να τη χαρακτηρίζει. Η συζήτηση μαζί της κύλησε πολύ ευχάριστα, αγγίζοντας θέματα ποικίλου ενδιαφέροντος από την έννοια της ποίησης ώς τον όρο «γενιά», από τον μοντερνισμό ώς τον φροϊδισμό, από τον Ανδρέα Εμπειρίκο ώς τον Μαρκήσιο ντε Σαντ, από την Τζόις Μανσούρ ώς τις «Τρύπες».

Ο τίτλος που δόθηκε «Αντίκρυ στον Άνθρωπο», αρκετά ελκυστικός για εμένα, συμπυκνώνει τη λειτουργία της ποίησης και καλύπτει πλήρως μερικά θέματά της. Η ίδια η ποιήτρια παρατήρησε πως όλη η ποίηση βρίσκεται απέναντι στον άνθρωπο. Ο αποδέκτης, άλλωστε, την καθορίζει. Αν και ο κυριότερος αξιολογητής κάθε έργου είναι ο δημιουργός του. Αναφέρθηκε ξεχωριστά στην περίπτωση του Χάρη Μεγαλυνού και στις εκδοτικές πρακτικές του, ορμώμενη από αφιερωμένο σ’ αυτόν ποίημα της από το φύλλο ανθολόγησης.

Στην ανάγνωση ενός ποιήματός της που ακολούθησε, με τίτλο «Προσευχή στον δικτάτορα», ήταν εμφανές σε όλους μας το ερωτικό στοιχείο και λιγότερο κατανοητές οι πολιτικές παραπομπές και ιδέες. Η ποιήτρια δέχτηκε την κρυπτικότητα στον τρόπο γραφής της, λέγοντας ότι προσδίδει έναν προσωπικό τόνο, αφού όμως υποστήριξε ότι τα κείμενά της προήλθαν από έναν νεανικό αυθορμητισμό και όχι από μια συστηματική επεξεργασία. Ίσως οι νεανικές ηλικίες να κερδίζουν από τον περιορισμό της επεξεργασίας, παρατήρησε. Αυτό έχει σαν συνέπεια να επιβάλλεται, εν όψει επανέκδοσης, κάποια επιλογή. Συμφώνησε με όσους υποστηρίζουν ότι ο κάθε λογοτέχνης συνήθως γράφει σ’ όλη του τη ζωή ένα έργο, ένα ποίημα ή ένα αφήγημα. Καμιά φορά κι ένα ποίημα ή πεζογράφημα θεματικά παρεμφερές με εκείνα όλων των άλλων ποιητών ή πεζογράφων, «μ’ άλλον τρόπο».

Στη συνέχεια σχολίασε μάλλον αμήχανα τις αρνητικές κρίσεις για τα πρώτα γραπτά της που εν τέλει σκέπασε η αγάπη για την ειλικρίνεια της γραφής της. Αναφέρθηκαν αναλογίες με την υποδοχή της Τζόις Μανσούρ στην Ελλάδα (καταρχάς μέσα από μεταφράσεις του Έκτορα Κακναβάτου).

Η συζήτηση εύκολα στράφηκε στην υποδοχή του «Μεγάλου Ανατολικού» του Ανδρέα Εμπειρικού –με ιδιαίτερες παραπομπές στον Μαρκήσιο ντε Σαντ, όπως και στην ποίηση των Ελυάρ, Σαρ, Μπρετόν, Ντεσνός, εμπλουτίζοντας έτσι τις μηδαμινές γνώσεις πολλών από εμάς γι’ αυτά– και εκεί προπάντων συνδέθηκε με τη γενικότερη φετινή θεματική των Λογοτεχνικών Συναντήσεων. Υποστηρίχθηκε ότι το εκτενές μυθιστόρημα του Εμπειρίκου θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια απάντηση στον Μαρκήσιο ντε Σαντ, με την αρματωσιά βεβαίως του ορθόδοξου φροϊδισμού και την απολυτότητα του μάχιμου γαλλικού υπερρεαλισμού. Παρατηρήθηκε επ’ αυτού ότι η ελληνική εκδοχή του υπερρεαλισμού ακρωτηρίασε οτιδήποτε ακραίο υπήρχε στις ιδέες του κινήματος.

Ύστερα τέθηκε ως θέμα η γραμματολογική σκοπιμότητα των διαιρέσεων σε «γενιές», που, όπως προαναφέρθηκε, η ποιήτρια δεν βρίσκει πολύ ικανοποιητικό σχήμα. Πάντως, μετά τη Μεταπολίτευση η υποδιαίρεση αυτή φαίνεται να μην τηρείται, ιδίως από τη δεκαετία του 1990 και εφεξής. Πέρα από τα κριτήρια συγκρότησης μιας λογοτεχνικής γενιάς (ιδέες και παραστάσεις, ηλικίες, χρόνος πρώτων ή κύριων δημοσιεύσεων, θεματολογικές και τεχνοτροπικές συγγένειες), δυσκολίες προκαλούν οι εμφανίσεις, οι αποκλεισμοί και οι εξαφανίσεις προσώπων μέσα στη ζωτική της περίοδο – στη Γενιά του ’70, π.χ. (που ενδεχομένως συνεχίζει να αντιμετωπίζεται συγκροτημένα λόγω του βιωματικού πυρήνα της από την περίοδο της Δικτατορίας), εμφανίσεις όπως του Νίκου Παναγιωτόπουλου ή του Α.Κ. Χριστοδούλου, αποκλεισμοί όπως του Αντώνη Ζέρβα και του Τάκη Παυλοστάθη, ή παροδικές και μη εξαφανίσεις όπως του Χάρη Μεγαλυνού και του Γιάννη Λεοντακιανάκου.

Συναφώς η Βερονίκη Δαλακούρα είπε ότι η Γενιά του ’70 στράφηκε κάπως αργοπορημένα στην πεζογραφία (ιδίως με διηγήματα) και καλλιέργησε με λίγους αλλά ικανούς εκπροσώπους το δοκίμιο. Την ίδια στις μεταφράσεις της την καθοδήγησε η αγάπη των κειμένων (η στάση των εκδοτών άλλωστε, σε παλιότερα χρόνια, διευκόλυνε τις εισηγήσεις προτιμήσεων εκ μέρους των μεταφραστών).

Τέλος, αρκετά ενδιαφέρων ήταν και ο λόγος για τη διακριτή συμβολή της αγγλικής κουλτούρας στη διαμόρφωση αυτής της Γενιάς και η σημασία που απέκτησαν οι στίχοι των τραγουδιών στην καλλιέργεια των νεοτέρων. Διόλου τυχαία η μέριμνα και για μελοποιήσεις απαιτητικών ποιητών – ακόμα και από «ποπ» μουσικά συγκροτήματα (βλ. στην Ελλάδα τη «Μαρίνα» του Τ.Σ. Έλιοτ από τις «Τρύπες» ή τους «Κούφιους Ανθρώπους» του ιδίου από την «Ωχρά Σπειροχαίτη»). Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται και στις μουσικές σκηνές άλλων χωρών. Κλείνοντας, μια φράση της ποιήτριας που μου έμεινε είναι: «Η αντοχή στο χρόνο δεν εξασφαλίζεται ως αυτοσκοπός. Αυτό που “λέει κάτι” μια στιγμή αντέχει και στον χρόνο.»