Τρία στιγμιότυπα από τη συνάντηση με τη Ζυράννα Ζατέλη και τις μαγικές ιστορίες της

Γράφει: η Δέσποινα Γρέκα, μαθήτρια

Η συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τη Ζυράννα Ζατέλη έγινε στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου την Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012.

 

 Ι

— Με ποια εικόνα θα αποδίδατε την πράξη της γραφής;

— Κάποια παιδιά παίζουν με τις σβούρες τους πάνω σ΄ένα τάφο. Η κίνηση αυτή, οι ιερές ψευδαισθήσεις, το παιχνίδισμα πάνω στο θάνατο.

Πάντα θα υπάρχει, πέρα και πίσω από μας, ένας τόνος, μια κίνηση, ένα λύγισμα. Μια σκιά που άθελά μας –ή με επίγνωση– θα τη δεχόμαστε, ένα φως που θα μας ανιχνεύει, μια δύναμη, αυτή η δύναμη που έχουν των ανθρώπων οι μυρωδιές, τα περάσματά τους και τα αγγίγματα, της γης η αύρα, τα βήματα και οι ήχοι, τα νοήματα, σκοτεινά κι αινιγματικά, τόσο παράδοξα ταυτόχρονα και προφανή, τόσο σαφή και τόσο αόριστα. Κι είναι και οι συμπτώσεις, αυτές οι καταραμένες και ευλογημένες συνάμα συμπτώσεις, που θα βρίσκονται εκεί που πρέπει, όπως ορίστηκαν να είναι μέσα στο χάος και τις θύελλες αυτού του κόσμου. Και είναι κι ο θάνατος, η φθαρτή μας φύση, η αναπόφευκτη ανθρώπινη αποτυχία που η λογοτεχνία μετουσιώνει σε μια πνοή αθάνατη. «Μπορεί κανείς να γράφει σαν να προσπαθεί να λύσει τα μάγια του κόσμου ή να ξορκίσει τη λύση τους.»

ΙΙ

— Εάν ξέρατε ότι τα γραπτά σας δεν θα διαβαστούν ποτέ, θα συνεχίζατε να γράφετε;

— Μα φυσικά. Απλώς θα επινοούσα τον αναγνώστη.

Η Ζυράννα Ζατέλη ή με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, η φωτεινή του σκότους, ύπαρξη αλαφροΐσκιωτη και μυημένη στο «αμάρτημα» της γραφής, ενυπάρχει στις επινοήσεις, τα όνειρα και τα ξόρκια της, ψάχνοντας εκείνο τον «τόνο», το «κάτι περισσότερο απ΄ αυτό», κάθε φορά λίγα βήματα πιο κοντά στην αλήθεια της, στη λύ-τρωση, στην ερημιά της. «Κάπως τα φέρνει η ζωή, κάπως τα φτιάχνουμε κι εμείς με το κεφάλι μας (ή το αντίστροφο)», λέει η ίδια, και αφήνεται στον αχανή ψυχισμό της δίχως να του δίνεται ολότελα, έχοντας ένα κράτημα πίσω στη γη, αλλοπαρμένη και προσγειωμένη, πιστή στην αναζήτηση και στις ιστορίες της.

ΙΙΙ

— Ποια η σχέση της τέχνης και της πραγματικότητας;

— Πολλές φορές η τέχνη είναι πιο πραγματική απ’ την ίδια τη ζωή. Ο Καμύ είχε πει αναφορικά με έναν απ’ τους ήρωες του Ντοστογιέφσκι «Ο Ρασκόλνικοφ εί-ναι πιο πραγματικός από τον Ροβεσπιέρο».

«Μαγικός ρεαλισμός», το είδος της γραφής της –μια πολύ δική της εκδοχή–, τόσο απόκοσμο όσο χρειάζεται για να φιλιώσει με την πραγματικότητα. Οι ήρωές της, αμέτρητοι κι αθάνατοι, πάντα έχουν κάτι να πουν, κι έτσι ανασταίνονται πάλι σε μιαν ατέρμονη πορεία προς τη λύτρωση. Ζει μαζί τους, και πλάι τους, επτά χρόνια, επωάζει την ιστορία τους, λίγο λίγο, υφαίνοντας με προσοχή τις λέξεις, και ορφανεύει κάθε φορά που το βιβλίο ολοκληρώνεται και φεύγει από τα χέρια της. Κάποιοι απ’ αυτούς επανέρχονται κι άλλοι φεύγουν· πιθανόν να είχαν λύσει το αίνιγμα και δεν μας το είπαν – σ’ αυτούς αποκαλύφθηκε και το απέκρυψαν. Και αυτό που μένει, πάντα, είναι εκείνη η σκιά, το άγγιγμα με τ’ ακροδάχτυλα που σου χαρίζεται μόνο εάν θελήσεις να το νιώσεις έστω και ανεπαίσθητα, λίγη ζωή ακόμα μέσα στη ζωή μας, μια παραπάνω διάσταση, η μαγεία και το ανεξήγητο που σκεπάζει την πραγματικότητα.