Συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο

Γράφει: η Ιωάννα Αλεξοπούλου

Η συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο  πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012 στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου. Θέμα”Προοπτικές των Επιστροφών: Λογοτεχνία και Αυτοβιογραφικότητα».

 Στὶς 25 Ἰανουαρίου 2012 ἐπισκέφθηκε τὸ σχολεῖο μας ὁ διακεκριμένος διηγηματογράφος καὶ δοκιμιογράφος Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος.

Ἡ συνάντηση μὲ τὸν συγγραφέα ἀποτελεῖτο ἀπὸ δύο μέρη. Στὸ πρῶτο μέρος προβλήθηκε τὸ ντοκιμαντὲρ «Σπίτι δίπλα στὴ Θάλασσα» τοῦ Λευτέρη Ξανθόπουλου, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο μᾶς ἔγινε γνωστὴ ἡ στενὴ σχέση τοῦ συγγραφέα μὲ τὴ φύση, φυτὰ καὶ ζῶα, καθὼς καὶ ἡ ἀγάπη του τόσο γιὰ τὸν Πύργο Ἠλείας, ὅπου γεννήθηκε τὸ 1930, ὅσο καὶ γιὰ τὴν Πάρο, ὅπου κατοικεῖ μεγάλα διαστήματα κάθε ἔτους. Στὴν ταινία ὁ συγγραφέας ἀναφέρθηκε στὶς σπουδές του στὴ Στρατιωτικὴ Ἰατρικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1949-1955), στὴ στρατιωτική του θητεία στὴν Καβάλα καὶ στὴν πρώτη του ἐμφάνιση στὰ γράμματα μὲ τὸ διήγημα «Οἱ Φρακασάνες». Ἐπίσης μίλησε γιὰ τὶς φιλίες ποὺ τὸν ἔδεσαν μὲ ἄλλους γνωστοὺς λογοτέχνες, γιὰ τὴ δραστηριότητά του ὡς διευθυντῆ τοῦ περιοδικοῦ «Ἰατρικὴ Ἐπιθεώρησις Ἐνόπλων Δυνάμεων», τὴ λατρεία του γιὰ τὴν τυπογραφία κ.ἄ.

Τὸ δεύτερο μέρος τῆς συνάντησής μας πραγματοποιήθηκε στὴ Βιβλιοθήκη τοῦ σχολείου, ὅπου εἴχαμε τὴν εὐκαιρία νὰ συνομιλήσουμε μὲ τὸν συγγραφέα καὶ νὰ τὸν ρωτήσουμε σχετικὰ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του, ἕνα ἔργο ποὺ διακρίνεται γιὰ τὴ λιτότητα καὶ τὴ βιωματικότητα. Ὁ κ. Παπαδημητρακόπουλος παρατηρήθηκε ὅτι ἔχει κάποια μοναδικότητα ὡς πεζογράφος, καθὼς εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ καλλιέργησε συστηματικὰ στὴ γλώσσα μας τὴ σύντομη διηγηματικὴ μορφή, ἔστω κι ἂν δείγματα τοῦ εἴδους δὲν λείπουν ἀπὸ τὴν παράδοσή μας (ὅπως, ἔσπευσε νὰ ὑπενθυμίσει, τὸ περίφημο «Πίστομα» τοῦ Κ. Θεοτόκη).

Ἀναγνώρισε ὅτι ἡ θεμελιώδης ἀνάπτυξη πολλῶν διηγημάτων του (μιὰ μακρὰ εἰλυλλιακὴ-νοσταλγικὴ περιδιάβαση στὸ παρελθὸν πρὶν ἀπὸ κάποιο ζοφερὸ συνήθως καὶ σύντομο «φινάλε») εἶναι αὐτὴ ποὺ τοῦ ταίριαζε, καὶ ἴσως ἡ ἐμπειρία του ἀπὸ τὴ στρατιωτικὴ γραφειοκρατία νὰ μὴν εἶναι ἄσχετη μὲ τοῦτο, ὅπως καὶ μὲ κάποιες λόγιες γλωσσικὲς ἐπιλογές του. Δήλωσε ὅτι πράγματι ἀφορμᾶται κατὰ βάση ἀπὸ τὸ τελικὸ περιστατικό, καὶ ὅλη του ἡ προσπάθεια ἀφιερώνεται στὴν κατάλληλη παρουσίασή του. Μὲ τὴν εὐκαιρία, μάλιστα, ἀναφερθήκαμε ξανὰ στὴν ἀνάγκη ἀπομόνωσης ἑνὸς καὶ μόνο ἐπεισοδίου γιὰ τὴν οἰκοδόμηση τοῦ διηγήματος. Οἱ ποιητὲς εἶναι ὡς πρὸς τοῦτο οἱ δάσκαλοί μας, προσέθεσε.

Τόνισε ὅτι τὸ θέμα δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ γραφτεῖ ἕνα διήγημα, παρότι ἀπὸ αὐτὸ μπορεῖ νὰ κρίνεται ἡ τύχη τοῦ ἔργου· πρέπει κάτι βαθιὰ βιωματικὸ νὰ ξυπνᾶ στὸν πεζογράφο. Πολλὲς προτάσεις ἐντυπωσιακῶν θεμάτων, γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὁ ἴδιος δὲν δοκίμασε ποτὲ νὰ τὶς ἀξιοποιήσει. Μερικὲς φορὲς ἀναμετρήθηκε μὲ συγκλονιστικὰ θέματα ποὺ ἔκρινε σκόπιμο νὰ μὴν τὰ ἐκθέσει μὲ τὴν ἀκρίβεια τῶν πραγματικῶν τους διαστάσεων (ὅπως ἡ περίπτωση τοῦ ἥρωά του ποὺ κατὰ τὸν Ἐμφύλιο ἔσφαξε δεκατρεῖς ἀνθρώπους στὴ σειρὰ μὲ τὸ ἴδιο μαχαίρι).

Σχολίασε, χωρὶς δυσαρέσκεια, τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀγορὰ εὐνοεῖ τὸ ὀγκῶδες ἰδιαίτερα μυθιστόρημα καὶ ἀπέδωσε τὴν τάση αὐτὴ στὴ διάδοση βορειοαμερικανικῶν ἐκδοτικῶν προτιμήσεων καὶ πρακτικῶν. Ἐκδήλωσε ὅμως τὴν ἀποστροφή του πρὸς τὴ χειραγώγηση τῶν κειμένων ἀπὸ τοὺς «ἐπιμελητὲς» τῶν δυτικῶν ἐκδοτικῶν οἴκων, ποὺ παρεμβαίνουν μέχρι καὶ στὴν πλοκή. Παράλληλα, μίλησε μὲ συμπάθεια γιὰ τὴν ἀφηγηματικὴ παραγωγὴ ποὺ ἀπευθύνεται στὸ εὐρὺ κοινό, δυνάμει τῆς συγκίνησης ποὺ καταφέρνει νὰ προκαλέσει, καὶ εἶπε ὅτι ἕνα μέρος τουλάχιστον ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς αὐτῆς τῆς κατηγορίας ἔχει θέση μεταξὺ τῶν καταξιωμένων λογοτεχνῶν.

Ἀναφερόμενος στὴ γλώσσα καὶ στὴν καλλιέπεια τῆς παραδοσιακῆς τυπογραφίας, ξεσήκωσε ἕνα κύμα ἐρωτήσεων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σταθοῦμε γιὰ πολλὴ ὥρα στὸ ζήτημα τοῦ πολυτονικοῦ, ὅπου ὁ ἴδιος γράφει καὶ μὲ τὸ ὁποῖο ἐπιθυμεῖ νὰ ἐκδίδονται τὰ γραπτά του. Παραδέχτηκε ὅτι σήμερα οἱ δυσκολίες γιὰ κάτι τέτοιο εἶναι αὐξημένες, ἐπειδὴ ὅλο καὶ περισσότεροι ἔχουν ξεσυνηθίσει καὶ ξεχάσει τοὺς κανόνες τοῦ πλήρους τονικοῦ συστήματος, ποὺ παρατήρησε ὅτι ἐπέλυε πολλὰ προβλήματα ἔκφρασης χωρὶς νὰ προβάλλει τὶς δυσκολίες γιὰ τὶς ὁποῖες κατηγορήθηκε. Ἀσπαζόμενος τὴν ἄποψη ὅτι ἡ κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ ὑπῆρξε ἀδικαιολόγητα βεβιασμένη, ἐκτιμώντας ὅτι κινήθηκε ἀπὸ συμφέροντα τοῦ Τύπου (δυσφορία ἀπέναντι στοὺς λινοτύπες καὶ τοὺς διορθωτές, κατόχους μιᾶς γλωσσομάθειας ποὺ ἤγειρε «ἀνεπιθύμητα» ἐργασιακὰ δικαιώματα) καὶ διαπιστώνοντας ὅτι, ἐξαιτίας συγκυριῶν στὸ ἀκαδημαϊκὸ κατεστημένο, δὲν συνοδεύτηκε ἀπὸ τὴ δέουσα ἀντίδραση τῶν ἁρμόδιων γιὰ τὸ ζήτημα κύκλων (διανοούμενων, πανεπιστημιακῶν κλπ.), χαρακτήρισε τὴν ὅλη μεθόδευση ἐγκληματικὴ πράξη, καὶ ἀναρωτήθηκε: «Μὲ ποιό δικαίωμα ἕνας πολιτικὸς ἀποφασίζει σχετικὰ μὲ μιὰ παράδοση αἰώνων καὶ μέσα σὲ μία ἡμέρα διαγράφει αὐτὴ τὴ μακραίωνη παράδοση;».

Ξαναγυρνώντας στὴ λογοτεχνία, ἐξέφρασε τὴν αἰσιοδοξία του γιὰ τὴν τύχη της στὴν Ἑλλάδα. Πιστεύει πὼς σήμερα ἔχουμε πολλοὺς ἀξιόλογους συγγραφεῖς, ὄχι μονάχα στὸ διήγημα, ἀλλὰ καὶ στὸ μυθιστόρημα (ἀνέφερε λίγα ὀνόματα παλαιότερων καὶ νεότερων ἐν ζωῆ πεζογράφων). Προτιμάει, εἶπε, μυθιστορήματα πιὸ εὐσύνοπτα. Ἡ ἐμπειρία του ὡς ἀναγνώστη γιὰ λογαριασμὸ ἐκδοτικῶν οἴκων τοῦ ἔδειξε ὅτι ἡ ὑπερβολικὴ ἔκταση εἶναι περιττὴ καὶ συχνὰ ἐπιζήμια γιὰ τὰ ἔργα.

Σίγουρα ἡ συνάντηση μὲ τὸν κ. Παπαδημητρακόπουλο μποροῦσε νὰ διαρκέσει πολὺ περισσότερο. Ἀνοίχτηκαν πολλὰ ζητήματα ποὺ νιώσαμε νὰ μὴν ὁλοκληρώθηκαν ἱκανοποιητικὰ μέσα στὸν διαθέσιμο χρόνο. Θὰ παραμείνει, ὡστόσο, μιὰ εὐχάριστη ἀνάμνηση, ποὺ θὰ μᾶς συντροφεύει καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μας.