Συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Νίκο Λάζαρη

 Γράφει: η Όλγα Μαρινάκη, μαθήτρια

Συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Νίκο Λάζαρη στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου, Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011,με ειδικότερο άξονα «Πόλη και Πρόσωπα στην Ποίηση· Πρόσωπα στην Πόλη της Κριτικής».

Στη δεύτερη συνάντηση που διοργάνωσε το πρόγραμμα του σχολείου μας για τη Λογοτεχνία είχαμε καλεσμένο τον ποιητή και κριτικό Νίκο Λάζαρη. Έναν άνθρωπο ομιλητικό και πολύ ενδιαφέροντα, που έχει καταφέρει να συνδυάσει την τέχνη της ποίησης με την τέχνη, όπως την αποκαλεί ο ίδιος, της κριτικής.

Ανοιχτός σε κάθε είδους ερωτήσεις, ο κύριος Λάζαρης μας είπε ότι η κριτική δεν αποτελεί μέσο χειραγώγησης του αναγνώστη, αλλά αρωγό του. Ασκούμενη κάτω από κάποιες προϋποθέσεις μάλιστα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια μορφή, όχι μόνο τέχνης, αλλά και επιστήμης. Η κριτική, σύμφωνα με τον κύριο Λάζαρη, δεν είναι υποκειμενική. Υποκειμενικό είναι τι μας αρέσει. Υπάρχουν ζητήματα αισθητικής όπου λίγο-πολύ όλοι μπορούμε να συμφωνήσουμε. Και αυτά συγκροτούν «κριτήρια»: τη βάση κάθε κριτικού λόγου και διαλόγου (της θεωρίας και της πράξης). Συγκροτούν επίσης το θεμέλιο της κριτικής συνείδησης. Η κριτική οφείλει να είναι αυστηρή. Είναι χρησιμότερη όταν καταγγέλλει, όταν παίρνει θέση σε αντικείμενα που απασχολούν την κοινότητα των φιλοτέχνων (των αναγνωστών, προκειμένου για τη λογοτεχνία), όταν αντιλαμβάνεται ότι «διακινούνται» πλαστές αξίες. Οφείλει τότε να επεμβαίνει, να τολμά, ακόμη και να κατακρεουργεί.

Ο λογοτέχνης, άλλωστε, ο ποιητής ή ο πεζογράφος, δεν ανεβαίνει τυχαία στο επίζηλο βάθρο αυτών των χαρακτηρισμών. Μεσολαβεί ένας παράγοντας: το κοινό, συναρτήσει του χρόνου. Από την πλευρά του κοινού μιλάει κι ο κριτικός. Συνοψίζει την κοινή αντίληψη, προσπαθώντας να συλλάβει με τον εξοπλισμό του την «αλήθεια» και την «τύχη» ενός έργου. Και θα πρέπει ο λογοτέχνης να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τον κόσμο, από τη στιγμή που απευθύνεται σε αυτόν. Με την ευκαιρία, ο κύριος Λάζαρης σχολίασε φαινόμενα δυσανεξίας που αντιμετώπισε ο ίδιος ως κριτικός λογοτεχνίας στη σταδιοδρομία του, αλλά και άλλοι επιφανείς κριτικοί κατά το παρελθόν, και αναφέρθηκε σε «αστοχίες» της κριτικής που «άφησαν εποχή» στην ιστορία των γραμμάτων.

Μίλησε ακόμα για την τέχνη «σαν Τέχνη» ο κύριος Λάζαρης, δηλαδή για την έννοια του «υψηλού» και για τη σκοπιά που θεωρεί την καλλιτεχνική δραστηριότητα ως αυτοσκοπό. Η ερώτηση που τέθηκε ήταν αν η τέχνη είναι τελικά για λίγους. Ο ποιητής μάς απάντησε ότι είναι θέμα παιδείας το τι τέχνη προτιμά ο καθένας. Διότι, πολύ απλά, η ίδια η παιδεία χωρίζει τον κόσμο. Γι’ αυτόν, η τωρινή ποίηση επιμένει εύλογα στη σκοτεινότητα που διαπιστώνουμε: ένα παράλογο που δύσκολα μπορεί να βγει στο φως. Τέλος, ο καλεσμένος μας ανέφερε ότι μέσα στον ποιητή υπάρχουν δύο προσωπικότητες. Η μία εξ αυτών δεν εκδηλώνεται έξω από την ποίησή του, και είναι αυτή που αναλαμβάνει την ευθύνη να γράψει.

Όσο πιο βαθιά πάει η ποίηση, τόσο πιο γνήσιο γίνεται το ποίημα, και κατά συνέπεια η Τέχνη. Η ποίηση όμως, συμπλήρωσε στο τέλος, δεν μπορεί να προοδεύσει, αλλά μόνο να αλλάξει. Και αυτό φαίνεται στο γεγονός ότι δεν γίνεται να συγκρίνουμε, π.χ., ένα ποίημα του 17ου αιώνα στη Γαλλία με ένα ποίημα του 21ου στη Ελλάδα. Ακόμα και αν αγγίζουν δύο όμοια πράγματα. Ακόμα και αν τα βλέπουν από την ίδια σκοπιά. Γι’ αυτό η ποίηση έχει τη δυνατότητα να μεταμορφώνεται, αλλά όχι να «προοδεύει», με την έννοια που ισχύει αυτό για τις θετικές επιστήμες ή την τεχνολογία. Και τούτο καθιστά τον αξιακό κόσμο της ενιαίο διαχρονικά.