Συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Κώστα Χατζηαντωνίου

Γράφει: ο Κωνσταντίνος Κάππας, μαθητής

Συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς με τον Κώστα Χατζηαντωνίου στη Βιβλιοθήκη του Σχολείου, Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011, με ειδικότερο άξονα «Λογοτεχνία και Ιστορία: Συμβολή Ειδών, Συμβολή Ρευμάτων και Ιδεών».

 Άκρως θετικές οι εντυπώσεις που αποκόμισα από τη συνάντηση της Λογοτεχνικής Συντροφιάς μας με τον πρόσφατα βραβευμένο από την Ευρωπαϊκή Ένωση μυθιστοριογράφο Κώστα Χατζηαντωνίου. Το κύρος της καλής γνώσης, η σιγουριά του νηφάλιου παρατηρητή, η αυτοπεποίθηση ενός πνεύματος χωρίς ακρότητες και η φιλική του διάθεση προς τους ακροατές είναι μερικά στοιχεία χαρακτήρα που αναδύθηκαν στα πρώτα κιόλας λεπτά της παρουσίας του μεταξύ μας.

Η διαλλακτικότητα είναι η πτυχή που τον χαρακτηρίζει πάνω από όλες, καθώς δεν εξέφρασε τίποτα το απόλυτο απέναντι στα σοβαρά θέματα (όχι μόνο καλλιτεχνικής, αλλά και πολιτικής τάξεως) που ανέκυψαν κατά τον διάλογό μας. Καθώς προχωρούσε η συζήτησή μας γύρω από το έργο του και γενικότερα γύρω από τις σχέσεις ιστορίας και μυθιστορήματος, γινόταν φανερό πως αυτός ο άνθρωπος δεν έμενε αποστασιοποιημένος απέναντί μας, παρά έδειχνε όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις ερωτήσεις μας και τα σχόλιά μας. Παρακολουθούσε με προσοχή και κάποιες φορές υιοθετούσε μια στάση που θα έλεγε κανείς ότι εκφράζει «έκπληξη» ή στοχαστική επεξεργασία των όσων διαμείβονταν, χωρίς να βιάζεται να τοποθετηθεί, αλλά και χωρίς να το αποφεύγει.

Τα ζητήματα που μας απασχόλησαν περισσότερο ή λιγότερο διαγράφονται στην εισήγηση με την οποία ξεκίνησε η συνάντησή μας. Ένα κείμενο που είχε ετοιμάσει ο κ. Χατζηαντωνίου ακριβώς για την περίσταση, και που πρόθυμα παραχώρησε για ανάρτηση στο ηλεκτρονικό περιοδικό και στον ιστότοπο του σχολείου μας (το «Λογοτεχνία και Ιστορία»). Δεν θα αναφερθώ λοιπόν στα σημεία που καλύπτονται πλήρως από το κείμενό του αυτό, όσο κι αν πέρασαν από κάποιον «έλεγχο» εκ μέρους μας. Θα αρκεστώ να σημειώσω επιπροσθέτως τη βαρύτητα που έδωσε ο ίδιος, κατά τη συζήτηση που επακολούθησε, στο κριτήριο της καλλιτεχνικής αξίας ως ασύγκριτου έναντι του θέματος, τη συγκρατημένη αισιοδοξία του για την πορεία της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, την πεποίθησή του ότι μπορούν και πρέπει ιδέες (θεωρητικές συλλήψεις, αφηρημένες σκέψεις) να εκφράζονται μέσα από καλλιτεχνικές πραγματώσεις, καθώς και τις παρατηρήσεις του πάνω στις ελευθερίες της αφηγηματικής πλοκής σήμερα, αλλά και το πρωτείο της γλωσσικής έκφρασης, το οποίο δεν πρέπει να είναι στην πεζογραφία υποδεέστερο της ποίησης.

Σταθήκαμε περισσότερο σε μια σκηνή από το μυθιστόρημά του Αγκριτζέντο: στον διάλογο δύο ηρώων του, όπου διατυπώνονται απόψεις για τον Σωκράτη και την ιστορική μοίρα της Αθήνας πολύ κοντινές προς εκείνες του Νίτσε. Ο κ. Χατζηαντωνίου διευκρίνισε ότι εν μέρει μόνον τις αποδέχεται ο ίδιος, αλλά στηρίζουν το πνεύμα των Προσωκρατικών, που καθοδηγεί τη θεμελιώδη προοπτική του έργου, ή τουλάχιστον του συγκεκριμένου βασικού του ήρωα. Η γνώμη του ήταν δηλαδή ότι έπρεπε να εκθέσει τις ιδέες αυτές έτσι ώστε να υπηρετούν το σκοπό του βιβλίου, όχι να τις «προπαγανδίσει».

Ήτανε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνάντηση και θα έλεγα, συνοψίζοντας, πως δεν μετάνιωσα καθόλου για τον χρόνο που αφιέρωσα για να παραστώ, καθώς ανήκω και εγώ, όπως και οι περισσότεροι συνομήλικοί μου, στη «γενιά των φροντιστηρίων»… Αντίθετα, χάρηκα ιδιαιτέρως που κάθισα δίπλα σε έναν ζεστό, φιλικό και καλοπροαίρετο ιστορικό, δοκιμιογράφο και πεζογράφο όπως ο Κώστας Χατζηαντωνίου, παρέα με συνομηλίκους μου που συνδέουν κοινές ανησυχίες.