Το άλογο, το βόδι, ο σκύλος και ο άνθρωπος-Μύθοι του Αισώπου

Όταν ο Δίας έφτιαξε τον κόσμο και τα ζώα που θα τον κατοικούσαν, όρισε στο καθένα από αυτά πόσα χρόνια θα ζούσε. Σε άλλα, όπως στη θαλάσσια χελώνα, όρισε να ζει ως τριακόσια χρόνια, σε άλλα όπως το κοράκι διακόσια, στον ελέφαντα εκατόν πενήντα, στη φάλαινα πεντακόσια και στις πεταλούδες τρεις μέρες. Επειδή όλα ήταν για πρώτη φορά φτιαγμένα από τον Δία και τότε θα άρχιζαν να ζουν, κανένα τους δεν περηφανεύτηκε, ούτε παραπονέθηκε για τα χρόνια που του είχε ορίσει.

Αφού έφτιαξε όλα τα ζώα, ο Δίας έφτιαξε και τον άνθρωπο. Σ, αυτόν έδωσε και κάτι που δεν είχε δώσει στα άλλα ζώα. Του έδωσε το λογικό.

– Και πόσα χρόνια ορίζεις να ζω; ρώτησε ο άνθρωπος.

– Σαράντα, του απάντησε ο Δίας.

– Καλά, είπε ο άνθρωπος.

Αμέσως, με το λογικό του, σκέφτηκε πως σαράντα χρόνια είναι πολύ λίγα, όταν ένα κοράκι ζει τουλάχιστον εκατό. Δεν είπε όμως τίποτα για να μην του τα πάρει κι αυτά ο Δίας. Όταν βγήκε στη ζωή ο άνθρωπος ήταν άνοιξη κι όλα ήταν όμορφα γύρω του. Τις νύχτες όμως έκανε δροσιά και καθώς δεν είχε χοντρό δέρμα για να προφυλάσσεται, όπως τα άλλα ζώα, σκέφτηκε να φτιάξει. Μάζεψε φύλλα τα έραψε και τα φόρεσε. Τα φύλλα όμως μαραίνονταν και τρίβονταν κι έτσι χρησιμοποίησε προβιές αγριμιών.

Έπειτα, είδε πως τα πουλιά έχτιζαν φωλιές και σκέφτηκε κι αυτός να φτιάξει μια φωλιά αλλά να είναι σκεπασμένη από πάνω κι όχι ξέσκεπη, όπως οι φωλιές των πουλιών. Με το λογικό λοιπόν που του είχε χαρίσει ο Δίας, έφτιαξε ένα σπίτι με σκεπή, με πόρτα για να μπαινοβγαίνει και με παράθυρα, που του χρησίμευαν για να βλέπει τι γίνεται έξω χωρίς να αναγκάζεται να βγαίνει από το σπίτι του.

Πέρασε η άνοιξη κι ήρθε το καλοκαίρι με τις ζέστες του. Τα ζώα έτρεχαν να βρούν κάποιο δέντρο για να ξαπλώσουν κάτω από τον ίσκιο του. Ο άνθρωπος, όμως, είχε το σπίτι του κι έτσι είχε όσο ίσκιο ήθελε.

Ήρθε κι ο χειμώνας κι άρχισαν οι βροχές, τα κρύα και τα χιόνια. Τα ζώα έτρεμαν από το κρύο και στριμώχνονταν το ένα πλάι στο άλλο για να ζεσταθούν. Ο άνθρωπος όμως κλεινόταν μέσα στο σπίτι του και δεν κρύωνε καθόλου.

Ένα βράδυ, που έκανε δυνατό κρύο, χτύπησαν την πόρτα του.

– Ποιος είναι; ρώτησε από μέσα ο άνθρωπος.

– Είμαι εγώ, το άλογο, ακούστηκε απ, έξω μια φωνή. Πάρε με μαζί σου, άνθρωπε, γιατί κρυώνω κι εγώ θα σου δουλεύω για να σε ξεπληρώσω.

– Μου χαρίζεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου για να σε πάρω;

– Σου χαρίζω, υποσχέθηκε το άλογο. Ο άνθρωπος το πήρε μέσα στο σπίτι του και το άλογο ζεστάθηκε κι άρχισε να του δουλεύει.

Το άλλο βράδυ, παρουσιάστηκε το βόδι.

– Πάρε με άνθρωπε να ζεσταθώ κι εγώ θα σου δουλεύω, τον παρακάλεσε.

– Σε παίρνω, αν μου χαρίσεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου, είπε ο άνθρωπος.

– Μ, όλη μου την καρδιά, απάντησε το βόδι. Ο άνθρωπος το πήρε μέσα στο σπίτι του και το έστρωσε στη δουλειά.

Το τρίτο βράδυ, ήρθε κι ο σκύλος, τουρτουρίζοντας.

– Πάρε με άνθρωπε στο σπίτι σου κι εγώ θα σου δουλεύω, του είπε.

– Εσύ για δουλειά δεν κάνεις, αποκρίθηκε ο άνθρωπος. Θα σε πάρω όμως για να φυλάς το σπίτι μου όταν θα λείπω, αρκεί να μου χαρίσεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου.

– Σου τα χαρίζω, φώναξε ο σκύλος πρόθυμα. Ο άνθρωπος τον πήρε στο σπίτι του, τον έβαλε να το φυλάει κι εκείνος το φύλαγε πιστά.

Έτσι ο άνθρωπος κέρδισε τριάντα χρόνια. Μόνο που όταν τελείωσε τα σαράντα δικά του κι άρχισε να ζει τα δέκα του αλόγου, άρχισε να καμαρώνει σαν εκείνο. Στα δέκα του βοδιού, έγινε βαρύς και στενοκέφαλος κι ήθελε να γίνεται πάντα το δικό του. Στα τελευταία δέκα χρόνια που είχε πάρει από τον σκύλο έγινε γκρινιάρης και θύμωνε με το παραμικρό.

Γι, αυτό, από τότε, οι άνθρωποι έχουν τέτοιο χαρακτήρα: επειδή ζούν τα χρόνια του αλόγου, του βοδιού και του σκύλου.

Κατηγορίες: Αποφθέγματα. Ετικέτες: . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.