O Xαλίλ Γκιμπράν (1883-1931) ποιητής, στοχαστής και ζωγράφος γεννήθηκε στον Λίβανο από φτωχή οικογένεια μαρωνιτών χριστιανών. Το 1895 η οικογένειά του αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά τη φυλάκιση του πατέρα του και τη δήμευση της περιουσίας του από τις οθωμανικές αρχές και εγκαταστάθηκε στη Βοστώνη. Επειδή δεν είχει πάει καθόλου σχολείο, λόγω των οικονομικών δυσκολιών των παιδικών του χρόνων (είχε διδαχθεί τα αραβικά στο σπίτι), γράφτηκε στο αγγλόφωνο σχολείο-γυμνάσιο της περιοχής. Το 1898 επέστρεψε στη Βηρυτό, όπου γράφτηκε στο κολλέγιο και παρέμεινε για τέσσερα χρόνια για να επανασυνδεθεί με τις πολιτισμικές του ρίζες. Ενώ τα πρώτα έργα του Γκιμπράν είναι γραμμένα στα αραβικά, τα περισσότερα έργα του μετά το 1918 είναι γραμμένα απευθείας στα αγγλικά. Σαν συγγραφέας, θα επιχειρήσει με την πένα του να γεφυρώσει τον πολιτισμό της Ανατολής με αυτόν της Δύσης. Πέθανε τον Απρίλιο του 1931 στη Ν. Υόρκη από φυματίωση και κίρρωση του ήπατος και θάφτηκε στην πατρίδα του, τον επόμενο χρόνο, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία.
Μεταξύ των αριστουργημάτων που έγραψε είναι και το έργο του “ο Κήπος του Προφήτη” (1923).
Ιδού ένα απόσπασμα:
Να λυπάσαι το έθνος με το πλήθος τα δόγματα και την κούφια θρησκεία.
Να λυπάσαι το έθνος οπού ρούχα φορεί που δεν ύφανε το ίδιο
ψωμοτρώει από στάρι που εκείνο δε θέρισε
το κρασί του δεν γίνηκε απ’ τις δικές του πατούσες.
Να λυπάσαι το έθνος που δοξάζει μ’ εγκώμια
τον τραμπούκο σαν ήρωα
και τον κατακτητή του με την κίβδηλη λάμψη
θεωρεί ευεργέτη.
Να λυπάσαι το έθνος που αψηφά τους κινδύνους
μοναχά στα ονείρατα
μα και πάλι κιοτεύει το πρωί σαν ξυπνήσει.
Να λυπάσαι το έθνος που υψώνει φωνή
σε κηδείες μονάχα
και φουσκώνει σα διάνος σε ερείπια αρχαία.
Και που δεν ξεσηκώνεται παρά μόνο ανίσως
ο λαιμός του βρεθεί ανάμεσα σε σπαθί και κουτσούρι.
Να λυπάσαι το έθνος που έχει πολιτικό την αλεπού
τον σαλτιμπάγκο για φιλόσοφό του
και που η τέχνη του είναι τέχνη
πιθηκισμού και μπαλωμάτων.
Να λυπάσαι το έθνος που δέχεται
κάθε νέο αφέντη με σάλπιγγες
και τον διώχνει πνιγμένο στα «γιούχα»
για να φέρει μετά τον επόμενο με σαλπίσματα πάλι.
Να λυπάσαι το έθνος που οι σοφοί του από χρόνια βουβάθηκαν
κι οι σπουδαίοι του άντρες είν’ ακόμα στην κούνια.
Να λυπάσαι το έθνος που έχει γίνει κομμάτια
και που κάθε κομμάτι του παριστάνει το έθνος.