Feed
Άρθρα
Σχόλια

Τα όσπρια είναι οι αποξηραμένοι ώριμοι καρποί των φυτών που ανήκουν στην οικογένεια των ψυχανθών. Αυτό σημαίνει ότι οι καρποί τους αναπτύσσονται μέσα σε λοβούς. Την ίδια σημασία έχει και η λατινική ονομασία της οικογένειας, Leguminosae. Με περίπου 13.000 είδη, η οικογένεια των ψυχανθών είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στο βασίλειο των φυτών.
Φυτά της οικογένειας των ψυχανθών προσφέρουν τροφή, φαρμακευτικές ουσίες, λάδι, χρωστικές ουσίες, ξυλεία και καλλωπιστικά φυτά. Τα όσπρια περιέχουν πρωτεΐνες σε μεγαλύτερες ποσότητες από οποιαδήποτε άλλη καλλιεργήσιμη τροφή.

Τα περισσότερα όσπρια καλλιεργούνται σε περιοχές με θερμό κλίμα αλλά υπάρχουν και ποικιλίες που ευδοκιμούν σε ψυχρότερα κλίματα. Υπάρχουν όσπρια που τρώγονται φρέσκα ή αποξηραμένα, ενώ είναι εντυπωσιακή η ποικιλία τους όσον αφορά στα χρώματα και στις γεύσεις.

Τα όσπρια, ως μέλη της οικογένειας των ψυχανθών, παίζουν σπουδαίο ρόλο στην οικονομία αζώτου στη φύση και αποτελούν φυτά πολύτιμα στη βελτίωση της γονιμότητας τους εδάφους λόγω των συμβιωτικών σχέσεων που αναπτύσσουν με αζωτοβακτήρια. Σε μια παγκόσμια θεώρηση της ισορροπίας αζώτου στη φύση έχει υπολογιστεί ότι από τις ετήσιες απώλειες αζώτου των καλλιεργούμενων εδαφών, τα ψυχανθή (το συμβιωτικό σύστημα των αζωτοβακτηρίων – ψυχανθών) προσθέτουν στο έδαφος πολύ περισσότερο άζωτο από όσο προσθέτουμε με τα χημικά λιπάσματα και με τις κοπριές.

Αυτή η ιδιότητα των φυτών της οικογένειας των ψυχανθών ήταν γνωστή από την αρχαιότητα. Από τους πρώτους Έλληνες βοτανολόγους, ο Θεόφραστος, συγκεντρώνοντας την μέχρι τότε γνώση, γράφει τον 3ο αιώνα π.Χ. ότι τα ψυχανθή αναζωογονούν το έδαφος και μάλιστα, όχι μόνο δεν εξαντλούν το χώμα αλλά αντίθετα φαίνεται ότι το λιπαίνουν.

Η καταγωγή τους

Τα όσπρια χρησιμοποιούνται ως τροφή για χιλιάδες χρόνια. Μάλιστα ήταν από τα  πρώτα φυτά που καλλιεργήθηκαν ποτέ από τον άνθρωπο. Επομένως, η ιστορία τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού. Εμφανίστηκαν στην Ασία και την Αμερική και περίπου το 6000 π.Χ. στη Μεσόγειο. Αποτελούσαν σημαντικό συστατικό της ανθρώπινης επιβίωσης αφού προσέφεραν μια σταθερή πηγή πρωτεΐνης όπου δεν υπήρχε αρκετό κρέας. Τα όσπρια αποτελούσαν ακόμη και πολλά χρονιά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βασική τροφή των πληθυσμών. Η οικονομική ανάπτυξη τα αντικατέστησε μερικώς με τροφές όχι απαραίτητα καλύτερες.

Τα φασόλια

Γενικώς τα φασόλια κατάγονται από την Αμερική και συγκεκριμένα από το Περού όπου και έχουν ανακαλυφθεί οι παλαιότερες ενδείξεις καλλιέργειας. Τα φασόλια αναπτύχθηκαν για πάνω από 8.000 χρόνια και η εξάπλωσή τους στη νότια και κεντρική Αμερική οφείλεται στις μεταναστεύσεις των Ινδιάνων εμπόρων. Τα φασόλια ήρθαν στην Ευρώπη τον 15ο αιώνα από τους Ισπανούς κατακτητές. Σταδιακά και μέσω του εμπορίου των Ισπανών και Πορτογάλων εξαπλώθηκαν στην Αφρική και στην Ασία. Χάρη στην εύκολη καλλιέργεια και τη θρεπτική τους αξία, τα φασόλια σύντομα κατέκτησαν όλο τον κόσμο και έγιναν μέρος της διατροφικής κουλτούρας των λαών. Γενικά υπάρχουν ποικιλίες και παραλλαγές φασολιών σε όλο τον κόσμο, οι οποίες διακρίνονται σε αναρριχώμενες και θαμνώδεις. Οι θαμνώδεις είναι μια νέα σχετικά κατηγορία των φασολιών και εμφανίστηκε στην πεδιάδα του Οαχάκα στο νότιο Μεξικό πριν από 1.000 περίπου χρόνια.

Οι φακές

Η φακή είναι από τα πρώτα φυτά που καλλιέργησε ο άνθρωπος. Κατάγεται από τη Μέση Ανατολή, όπου έχουν βρεθεί σπόροι σε αρχαιολογικούς χώρους σε Συρία και Παλαιστίνη οι οποίοι χρονολογούνται περίπου από το 10.000 π.Χ. Κατά την εποχή του Ορείχαλκου η φακή είχε ήδη διαδοθεί στις περιοχές της Μεσογείου, της Ασίας και της Ευρώπης. Μάλιστα, φακές έχουν βρεθεί και κατά την ανασκαφή του Λιμναίου οικισμού στο Δισπηλιό της Καστοριάς. Η φακή ήταν ευρύτατα διαδομένη στους αρχαίους Έλληνες που την καταναλώνανε ως σούπα αλλά την χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν και ψωμί. Ο Πλίνιος κατέγραψε πώς αναπτύσσεται το φυτό αλλά και τις θεραπευτικές του ιδιότητες. Τον 6ο αιώνα ο Άνθιμος συμβουλεύει ότι οι φακές πρέπει να βράζονται αργά και στο τέλος να μπαίνει λίγο ξύδι μαζί με συριακό σουμάκ, ενώ σερβίρονται με ελαιόλαδο, κόλιανδρο και αλάτι.

Τα Ρεβίθια

Η καλλιέργεια του ρεβιθιού ήταν γνωστή από αρχαιοτάτους χρόνους στις περιοχές γύρω από τη Μεσόγειο. Το κέντρο καταγωγής βρίσκεται πιθανώς στην περιοχή του Καυκάσου και της Μέσης Ανατολής. Από εκεί διαδόθηκε προς δυσμάς, στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο και προς ανατολάς, στην Ινδία. Υπάρχουν αρχαιολογικές ενδείξεις για καλλιέργεια ρεβιθιών που χρονολογούνται από την τρίτη έως την τέταρτη χιλιετηρίδα π.Χ. Η πρώτη γραπτή αναφορά για το ρεβίθι βρίσκεται στην Ιλιάδα του Ομήρου. Στην κλασική Ελλάδα η ονομασία τους ήταν Ερέβινθος και τρώγονταν ως κύριο πιάτο ή ωμά όσο ήταν φρέσκα.

Οι Ρωμαίοι τα έτρωγαν σούπα αλλά και ψητά ως σνακ, κάτι σαν τα στραγάλια που τρώμε σήμερα. Ο Δωδωναίος, κατά τον 16ο αιώνα, αναφέρει ότι τα ρεβίθια προκαλούν σεξουαλική διέγερση, σε αντίθεση με τις φακές που έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα. Αν και δεν έχει αποδειχθεί επιστημονικά, ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους που στα μοναστήρια έτρωγαν φακές κατά τη διάρκεια των νηστειών. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν τα ρεβίθια αντικατέστησαν τον καφέ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων