Ένα μήνα πριν έρθει το Πάσχα, οι γυναίκες άρχιζαν την καθαριότητα των σπιτιών.
Ασβέστωναν τους τοίχους, έτριβαν με βούρτσες τα πατώματα, έπλεναν στη βρύση του χωριού, στις μεγάλες κοπάνες τα κιλίμια, τις γιάμπολες (φλοκάτες), τις κουρελούδες και τους μπερντέδες (κουρτινάκια).
Στο αλώνι έστηναν την ξύλινη κούνια, που θα παρέμενε εκεί μέχρι την Κυριακή του Θωμά. Ήταν ένα παλιό έθιμο, που ήθελε τους νέους και τις νέες του χωριού να συναντιούνται καθημερινά και μέσα σε χορούς και τραγούδια να κουνιούνται.
Mόνο τη Μεγάλη Παρασκευή δεν τραγουδούσαν, ούτε χόρευαν γιατί ήταν μέρα πένθους.
Τη Μεγάλη Πέμπτη, στα σπίτια, οι νοικοκυρές έβαφαν τα αυγά με κόκκινη μπογιά ή με φλούδες από τα κρεμμύδια και ζύμωναν τα ψωμιά και τη ρεβιθένια πουγάτσα για τον κουμπάρο, ενώ τα κορίτσια στόλιζαν τον επιτάφιο με λουλούδια που έκοβαν από τις αυλές των σπιτιών. Την εποχή αυτή άνθιζαν και οι πασχαλιές. Εκείνα τα μωβ λουλούδια που μοσχοβολούσαν στις αυλές. Έβλεπες τις κοπέλες να πηγαίνουν στην εκκλησία, κρατώντας μπουκέτα ολόκληρα.
Το ίδιο βράδυ, ντυμένες στα μαύρα, οι μυροφόρες έμενα όλη νύχτα δίπλα στον επιτάφιο και τον έραιναν με μύρο.
Τη Μεγάλη Παρασκευή κανείς δεν δούλευε. Το μόνο που έκαναν τη μέρα αυτή ήταν να πηγαίνουν στην εκκλησία, να αφήνουν λουλούδια στον επιτάφιο και να περνούν από κάτω του τρεις φορές. Η καμπάνα όλη μέρα χτυπούσε πένθιμα. «Μην ξεχαστείτε και φάτε λάδι», έλεγε η γιαγιά. «Σήμερα δεν αρταίνονται. Μόνο νερόβραστα. Και να θυμάστε ότι Μεγάλη Παρασκευή δεν κάνει να λούζεστε. Σαν σήμερα πέθανε ο Χριστός». Το βράδυ, όλοι μαζί, στην εκκλησία, , ψάλαμε το « η ζωή εν τάφω ». Ένα κλίμα συγκίνησης και κατάνυξης επικρατούσε. Γυρνώντας στο σπίτι, βάζαμε στο εικονοστάσι λουλούδια από τον επιτάφιο και ανάβαμε το καντηλάκι με ένα κερί που φέρναμε από την εκκλησία.
Το Μεγάλο Σάββατο, η διάθεση γίνονταν πιο γιορτινή. Το βράδυ θα είχαμε στηνΑνάσταση του Κυρίου. Από το πρωί άρχιζαν οι ετοιμασίες. Έσφαζαν αρνιά και κατσίκια και ετοίμαζαν τη μαγειρίτσα που θα τρώγαμε μετά την Ανάσταση, αφού θα είχαμε κοινωνήσει.
Η σούβλα και το κοκορέτσι προοριζόταν για το τραπέζι της Λαμπρής!
Από το βιβλίο «H γιαγιά Πηνιώ» της Όλγας Κοκκίνου – Στασινοπούλου
tsardaki.gr
Αφήστε μια απάντηση