Επιλέξαμε άλλο ένα ελληνικό παραδοσιακό παραμύθι για το πρόγραμμα Connection of Fairy Tales and SΤΕΑΜ, που υλοποιούμε στο νηπιαγωγείο μας. Το παραμύθι, μεταφρασμένο στα αγγλικά, έχει σταλεί στους εταίρους μας ώστε να το διαβάσουν και να το επεξεργαστούν στα σχολεία τους. Αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, εμείς θα το διαβάζαμε στα παιδιά και θα εφαρμόζαμε τις προγραμματισμένες δραστηριότητες. Τώρα, αναλαμβάνετε αυτό το ρόλο εσείς, οι γονείς! Διαβάστε λοιπόν μαζί με τα παιδιά το παραμύθι και θα σας ενημερώσουμε για το τι θα ακολουθήσει στη συνέχεια. 🙂
ΑΔΕΡΦΟΣ ΚΑΙ ΑΔΕΡΦΗ
(Προσαρμογή από το ομότιτλο ελληνικό λαϊκό παραμύθι από τη Συλλογή του Γ.Α. Μέγα Ελληνικά Παραμύθια, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1999)
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν δύο φτωχά αδέλφια, ένας αδερφός με την αδερφή του. Ο αδερφός πουλούσε ξύλα και η αδερφή φρόντιζε το σπίτι. Μια μέρα, την ώρα που ο αδερφός πήγαινε στη δουλειά του, συνάντησε στον δρόμο έναν άντρα. Ο άντρας αυτός ζήτησε από τον αδερφό να του κάνει μια δουλειά και μετά του έδωσε κάποια χρήματα. Με τα χρήματα αυτά ο αδερφός αγόρασε τρία μικρά ψάρια και τα πήρε σπίτι.
Λίγο αργότερα, τρεις γυναίκες χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού. «Είμαστε πολύ κουρασμένες, μπορούμε να ξεκουραστούμε εδώ για λίγο;». Η αδερφή δέχτηκε με μεγάλη χαρά και πρόσφερε στις γυναίκες τα τρία ψάρια, επειδή δεν είχε τίποτα άλλο να τις κεράσει. Οι τρεις γυναίκες ευχαριστήθηκαν τόσο πολύ, που αποφάσισαν να της δώσουν τρεις πολύτιμες ευχές. «Όταν χτενίζεται, θα πέφτουν μαργαριτάρια από τα μαλλιά της», είπε πρώτη γυναίκα. «Όταν πλένεται, η λεκάνη της θα γεμίζει με ψάρια αλλά πιο μεγάλα από αυτά που μας πρόσφερε», είπε η δεύτερη γυναίκα. Η τρίτη γυναίκα είπε: «Όταν σκουπίζεται, η πετσέτα θα γεμίζει με τριαντάφυλλα και ρόδα».
Μετά από αυτό, οι τρεις γυναίκες έφυγαν και το κορίτσι αναρωτήθηκε αν οι ευχές τους ήταν αληθινές. Πήρε τη χτένα και χτενίστηκε και τι να δει; Γέμισε ο κόσμος μαργαριτάρια! Πάει να πλυθεί και γέμισε η λεκάνη με μεγάλα ψάρια! Κι όταν πήγε να σκουπιστεί, η πετσέτα γέμισε με τριαντάφυλλα και ρόδα! Η κοπέλα μάζεψε τα μαργαριτάρια και τα τριαντάφυλλα και τα ρόδα και μαγείρεψε τα ψάρια. Όταν γύρισε ο αδερφός της στο σπίτι, θύμωσε πολύ, όταν ανακάλυψε ότι αντί για μικρά ψάρια θα έτρωγαν πολύ πιο ακριβά ψάρια. Η αδερφή του του εξήγησε τι είχε συμβεί και οι δύο τους ένιωσαν πολύ χαρούμενοι, επειδή από δω και πέρα δεν θα ήταν φτωχοί.
Την επόμενη μέρα ο αδερφός πήρε τα μαργαριτάρια στη μεγάλη πόλη για να τα πουλήσει, οι άνθρωποι όμως δεν πίστευαν ότι ήταν δικά του, γιατί μέχρι τώρα ήταν φτωχός. Νόμιζαν ότι είχε τα είχε κλέψει τα μαργαριτάρια και τον πήγαν στον βασιλιά, για να τον δικάσει. Στη συνέχεια, ο αδερφός είπε στον βασιλιά όλη την ιστορία και ο βασιλιάς είπε: «Πήγαινε και φέρε την αδερφή σου εδώ. Αν λέει αλήθεια, θα την παντρευτώ. Διαφορετικά, θα σε σκοτώσω ». Ο αδελφός επέστρεψε στον τόπο του, πήρε την αδερφή του και μπήκαν σε ένα καΐκι για να πάνε στον βασιλιά. Εκεί που ταξίδευαν όμως, η κοπέλα ζαλίστηκε από τη θάλασσα και μία μάγισσα μεταμφιεσμένη σε φτωχή γυναίκα, που ταξίδευε μαζί τους πήγε να τη βοηθήσει. Την ρώτησε επίσης πού πήγαιναν με τον αδερφό της. Όταν η κοπέλα της είπε ότι πηγαίνει στον βασιλιά για να την παντρευτεί, η μάγισσα έβαλε μια μαγική καρφίτσα στο κεφάλι της κοπέλας. Η κοπέλα μεταμορφώθηκε σε πουλί και πέταξε μακριά.
Μετά από αυτό, η μάγισσα φόρεσε τα ρούχα της κοπέλας και ο αδερφός της δεν κατάλαβε ότι δεν ήταν η αδερφή του. Πήγαν στον βασιλιά κι όταν αυτός είδε τη μάγισσα, την φοβήθηκε. «Με πείραξε η θάλασσα, βασιλιά μου, γι’ αυτό είμαι έτσι», είπε αυτή. Ο βασιλιάς διέταξε τους υπηρέτες να της φέρουν μια λεκάνη για να πλυθεί, μια χτένα για να χτενιστεί και μια πετσέτα για να σκουπιστεί. Η γυναίκα πλύθηκε και χτενίστηκε και σκουπίστηκε, αλλά τίποτα δεν έγινε. Ο βασιλιάς θύμωσε πάρα πολύ. Είπε στους υπηρέτες του να βάλουν τον ψεύτη αδερφό στη φυλακή και την αδερφή του να την βάλουν να προσέχει τις γαλοπούλες του παλατιού. Όσο και να φώναζε και να εξηγούσε ο αδελφός ότι αυτή η γυναίκα δεν ήταν η αδερφή του, κανείς δεν τον πίστευε.
Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς κατέβηκε στο περιβόλι, πολύ λυπημένος. Τότε ένα μικρό πουλάκι ήρθε και κάθισε σε ένα κλαδί και άρχισε να κελαηδά και να λέει:
Εγώ είμαι εκείνο το πουλί, εκείνο το πουλάκι,
Που χτενιζόμουν κι έπεφτε όλο μαργαριτάρι,
Που πλενόμουν κι έπεφταν τα ψάρια στη λεκάνη,
Που σκουπιζόμουν κι έπεφταν τριαντάφυλλα και ρόδα.
Όταν ο βασιλιάς άκουσε αυτά τα λόγια, του φάνηκαν πολύ παράξενα και διέταξε τους υπηρέτες του να πιάσουν το πουλί και να το βάλουν σε ένα κλουβί. Το πουλί συνέχισε να τραγουδά το ίδιο τραγούδι μέσα στο κλουβί του και μετά από μερικές μέρες διέταξε να του το φέρουν μπροστά του. Αυτός άρχισε να το χαϊδεύει στο κεφάλι και τότε άγγιξε με το δάχτυλό του την καρφίτσα. Την τράβηξε και αμέσως εμφανίστηκε μπροστά του ένα πανέμορφο κορίτσι! «Εγώ είμαι η γυναίκα σου, η άλλη είναι μία μάγισσα που ήθελε να με καταστρέψει». Η κοπέλα χτενίστηκε και γέμισε ο κόσμος μαργαριτάρια, πλύθηκε και γέμισε η λεκάνη με ψάρια, σκουπίστηκε και από την πετσέτα έπεσαν τριαντάφυλλα και ρόδα. Ο βασιλιάς τότε είπε στους υπηρέτες του να την ντύσουν με βασιλικά ρούχα και να την βάλουν να καθίσει σε έναν χρυσό θρόνο. Έβγαλε επίσης τον αδερφό της από την φυλακή και τιμώρησε την κακιά μάγισσα.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!!!


