Λαογραφία “Για να μην τα πάρει ο ποταμός”

Ιστοσελίδα με θέμα τους “θησαυρούς” της  ελληνικής λαογραφίας. Μήνες, έθιμα, γιορτές, παροιμίες, δοξασίες, αγροτικές – οικιακές εργασίες, χοροί και παραδοσιακά όργανα, θέατρο σκιών, φωτογραφίες…… Υλικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από δάσκαλο και παιδιά στη διαθεματική προσέγγιση πολλών μαθημάτων.

”Η Λαογραφία δεν ενδιαφέρεται μόνο για τα παλαιά, αλλά και για την παράδοση, δηλαδή, για παλαιά που έχουν φτάσει στη σύγχρονη εποχή.
Κάθε λαός πρέπει να ενδιαφέρεται γι’ αυτό που του έχει παραδοθεί από το παρελθόν του. Η παράδοσή του έρχεται από εποχές μακρινές κι όχι τόσο γνωστές ίσως. Η λαογραφία, χωρίς να ζητεί διόλου από τους ανθρώπους να γυρίσουν στο παρελθόν – αυτό άλλωστε είναι κάτι αφύσικο και αδύνατο – τους βοηθάει να γνωρίζουν τη λαϊκή τους παράδοση.”  Μιχάλης Γ. Μερακλής
http://pappanna.wordpress.com

ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ

Η κυρά Σαρακοστή

Σαράντα μέρες κράταγε η νηστεία πριν το Πάσχα.
Τόσες νήστεψε και ο Χριστός στην έρημο. Τις τρεις πρώτες μάλιστα μερικές γυναίκες δεν έβαζαν στο στόμα τους τίποτα, ούτε καν ψωμί ή νερό και την τέταρτη έτρωγαν μόνο ειδικά φαγητά – καρυδόπιτα, σούπα με φασόλια, πετιμέζι. Πόσο αργά περνούσε η σαρακοστή για όσους νήστευαν και νήστευαν οι περισσότεροι.
Η “κυρά Σαρακοστή” ήταν το ημερολόγιό τους. Την παρίσταναν ως καλογριά. Έπαιρναν μια κόλλα χαρτί και σχεδίαζαν μια γυναίκα. Δεν της έκαναν στόμα γιατί συνέχεια νήστευε και τα χέρια της ήταν σταυρωμένα γιατί όλο προσευχόταν.
Είχε 7 πόδια, τις 7 βδομάδες της Σαρακοστής.
Κάθε Σάββατο έκοβαν και ένα πόδι. Το τελευταίο το έκοβαν το Μεγάλο Σαββάτο. Στη Χίο το έβαζαν μέσα σε ένα ξερό σύκο ή σε ένα καρύδι και όποιος το έβρισκε πίστευαν πως θα ήταν καλότυχος.
Αλλού την έκαναν και πάνινη την “κυρά Σαρακοστή” τους και τη γέμιζαν με πούπουλα. Στον Πόντο έπαιρναν μια πατάτα ψημένη ή ένα κρεμμύδι, έμπηγαν 7 φτερά κότας, το έδεναν στο ταβάνι και κρεμόταν όλη τη Σαρακοστή. Κάθε βδομάδα έβγαζαν και ένα φτερό.
Ο “κουκουράς“, έτσι το έλεγαν, ήταν ο φόβος των παιδιών.

http://www.paidika.gr

ΤΗΣ ΑΡΝΗΣ ΤΟ ΝΕΡΟ ( της λησμονιάς)

Ο λαός μας εξακολουθεί μέχρι σήμερα να πιστεύει πως υπάρχει Άδης, ένα μέρος δηλαδή στο οποίο  πηγαίνουν μετά το θάνατο οι ψυχές των ανθρώπων. Το μέρος αυτό είναι σκοτεινό και η ατμόσφαιρα που επικρατεί είναι παγερή. Μόλις φτάσουν εκεί, οι ψυχές πίνουν από το «νερό της λησμονιάς», για να ξεχάσουν εκείνους που αφήνουν πίσω τους και να μη λυπούνται ή από το «νερό της αρνησιάς», για να απαρνηθούν όλες τις χαρές της ζωής.

Τα δάκρυα των αγαπημένων τους προσώπων, που μένουν στη ζωή και λυπούνται, δεν είναι ευχάριστα για τις ψυχές, αλλά σχηματίζουν σιγά σιγά μια αλυσίδα γύρω τους. Αυτός είναι και ο λόγος που πίνουν το νερό της λησμονιάς, ώστε να κοπεί κάθε δεσμός τους με τη γη και τους ζωντανούς.

ΤΗΣ ΑΡΝΗΣ ΤΟ ΝΕΡΟ

ης Άρνης το νερό Της Άρνης το νερό
Της αρνησιάς Της αρνησιάς τη βρύση

Της Άρνης το νερό το ήπιες και…το ήπιες και μ’ αρνήθης

Αχ, αγάπη μου, στα χείλη στάξε να το πιω
της Άρνης το πικρό νερό,
κι αν σε ξεχάσω, αν σ’ αρνηθώ
και πάλι εσένα άμα σε δω
κι αν σε ξεχάσω, αν σ’ αρνηθώ
και πάλι εσένα θ’ αγαπώ

Της λήθης το στενό το πέρασες… το πέρασες κι εχάθης

Αχ, αγάπη μου, στα χείλη στάξε να το πιω
της Άρνης το πικρό νερό,
κι αν σε ξεχάσω, αν σ’ αρνηθώ
και πάλι εσένα άμα σε δω
κι αν σε ξεχάσω, αν σ’ αρνηθώ
και πάλι εσένα θ’ αγαπώ

στα χείλη στάξε να το πιω
της Άρνης το πικρό νερό,
κι αν σε ξεχάσω, αν σ’ αρνηθώ
και πάλι εσένα άμα σε δω
κι αν σε ξεχάσω, αν σ’ αρνηθώ
και πάλι εσένα θ’ αγαπώ…

Ο ΤΑΦΟΣ του Κωστή Παλαμά

Γραμμένο για τον γιό που έχασε.΄Ο ποιητής προτρέπει το γιο του να μην πιεί το νερό της λησμονιάς και τους ξεχάσει

Στο ταξίδι που σε πάει ο μάυρος καβαλάρης,
κύτταξε απ’ το χέρι του, τίποτε να μην πάρεις.
Κι αν διψάσεις μην το πιείς από τον κάτου κόσμο
το νερό της αρνησιάς, φτωχό κομμένο δυόσμο!
Μην το πιείς κι ολότελα κι αιώνια μας ξεχάσεις…
βάλε τα σημάδια σου το δρόμο να μη χάσεις,

κι όπως είσαι ανάλαφρο, μικρό σα χελιδόνι,
κι άρματα δε σου βροντάν παλικαριού στη ζώνη,
κύτταξε και γέλασε της νύχτας το σουλτάνο,
γλίστρησε σιγά – κρυφά και πέταξ’ εδώ πάνω,
και στο σπίτι τ’ άραχνο γυρνώντας, ω ακριβέ μας,
γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησέ μας!


ΝΕΡΟ: ΟΙ ΠΟΤΑΜΟΙ ( λαογραφία)

ΑΧΕΛΩΟΣ

Ο Όμηρος τοποθετεί τον Αχελώο πριν από τον Ωκεανό. Οι θάλασσες, οι πηγές και τα νερά που πηγάζουν από την γη προέρχονται από αυτόν. Αντίθετα ο Ησίοδος συγκαταλέγει τον Αχελώο στα παιδιά της Τηθύος και του Ωκεανού, στις ποτάμιες θεότητες. Κόρες του ήταν οι Σειρήνες, οι Νύμφες και πολλές άλλες πηγές (Κασταλία, Καλλιρρόη κλπ).

Ο Αχελώος είχε αρκετές μορφές. Συνήθως απεικονίζεται από την μέση και κάτω σαν ψάρι, γενειοφόρος με κέρατα στο κεφάλι του. Άλλες μορφές του ποτάμιου αυτού θεού ήταν σαν φίδι, σαν ταύρος και σαν ανθρωπόμορφο ον με κεφάλι ταύρου που από τα γένια του έτρεχαν πολλά νερά (ανθρωπομορφίες των όψεων του ποταμού). Το μόνο βέβαιο είναι πως στις περισσότερες μορφές του ο Αχελώος ήταν (φάνταζε) ένα άσχημο τέρας.

Αχελώος και Ηρακλής

Γνωστός είναι ο μύθος της πάλης του με τον Ηρακλή για χάρη της Δηιάνειρας. Ο Ηρακλής όταν πήγε στον Άδη συνάντησε τον Μελέαγρος, αδερφό της Δηιάνειρας και γιο του Οινέα. Αυτός του ζήτησε σαν χάρη να παντρευτεί την αδερφή του. Ο ήρωας δεν αθέτησε την υπόσχεση του και πήγε στην Καλυδώνα όπου βασίλευε ο Οινέας. Εκεί όμως ένας επίμονος μνηστήρας, ο Αχελώος, ζητούσε την κόρη του Οινέα παίρνοντας διάφορες μορφές. Έγινε μάχη και ο ποτάμιος θεός, παρά τις συνεχείς μεταμορφώσεις του, έχασε. Τότε ο Ηρακλής του απέκοψε το δεξί του κέρατο (έκλεισε τη μία εκβολή του ποταμού) και από το αίμα που έπεφτε γεννήθηκαν οι Σειρήνες. Το κέρατο αυτό δεν το κράτησε ο Ηρακλής. Ο Αχελώος σε αντάλλαγμα του έδωσε το κέρας της Αμάλθειας (το νέο πλούσιο γόνιμο έδαφος) που στην συνέχεια ο ήρωας δώρησε στον Οινέα. Ο ποταμός-Θεός είχε νικηθεί και ο Ηρακλής νυμφέφθηκε την Δηιάνειρα. Βέβαια ο μύθος αυτός και κατά τον Διόδωρο αλλά και τον Στράβωνα ερμηνεύει τις προσπάθειες των αρχαίων εκεί κατοίκων να τιθασεύσουν την ορμή του ποταμού (κέρας) περιφράζοντάς τον με μεγάλα έργα (μεταμορφώσεις ποταμού) και να τον μετατρέψουν σε γόνιμο ποταμό (γάμος του Ηρακλή).

Πηγή: http://el.wikipedia.org

ΠΗΝΕΙΟΣ

Ο Πηνειός,  ποτάμιος θεός της Θεσσαλίας, ήταν σύμφωνα με το μύθο, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος. Με τη Νύμφη Κρέουσα, γέννησε τον Υψέα και τη Στίλβη. Κόρες του Πηνειού ήταν και οι Νύμφες, Τρίκκη και Λάρισσα, οι οποίες έδωσαν τα ονόματά τους στις ομώνυμες θεσσαλικές πόλεις. Μια άλλη κόρη του Πηνειού ήταν και η νύμφη Δάφνη την οποία ερωτεύτηκε ο θεός Απόλλωνας.  Για να ξεφύγει από τον Απόλλωνα  κατέφυγε στην κοιλάδα των Τεμπών, όπου παρακάλεσε τη Μητέρα Γη να τη βοηθήσει. Τότε η Μητέρα Γη τη  μεταμόρφωσε στο φυτό δάφνη.

Η μάνα και τα τρία της παιδιά

Μια φορά ήταν μια μάνα που είχε τρία παιδιά. Το μεγαλύτερο το έλεγαν Αχελώο, το δεύτερο Άραχθο και το τρίτο Πηνειό. Όλοι μαζί Ζούσαν πάνω στην Πίνδο. Μια μέρα, ξύπνησαν τα παιδιά και είδαν πως η μητέρα τους έλειπε. Έψαξαν παντού ,αλλά δε τη βρήκαν και αποφάσισαν να χωριστούν για να την ψάξουν. Το πρώτο παιδί έκανε προς το Βραχώρι (Αγρίνιο). Το δεύτερο πήγε προς την Άρτα και το τρίτο, ο Πηνειός, κατέβηκε στη Θεσσαλία,  την περπάτησε ολόκληρη ψάχνοντας αλλά χωρίς κανένα από τα τρία παιδιά την δεν τη βρήκε και απελπισμένα έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν