Έτσι κατασκεύασαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι τις Πυραμίδες

Πώς κατόρθωσαν με τα μέσα της εποχής, 2.600 χρόνια π.Χ., να μεταφέρουν τις ογκώδεις πέτρες επί εκατοντάδες μίλια μακριά; – Ο ρόλος – «κλειδί» του Νείλου – Τι αποκάλυψε αρχαίος πάπυρος που ανακαλύφθηκε πρόσφατα

Επί αιώνες απασχόλησε απλούς πολίτες αλλά και ειδικούς ερευνητές: Πώς μια κοινωνία της εποχής του χαλκού, κατόρθωσε να κατασκευάσει ένα τέτοιου μεγέθους και αντοχής δημιούργημα, όπως η Πυραμίδα της Γκίζας, το μόνο από τα Επτά Θαύματα του αρχαίου κόσμου που σώζεται έως τις ημέρες μας;

Τώρα οι αρχαιολόγοι ισχυρίζονται πως έχουν στα χέρια τους συναρπαστικές αποδείξεις για το πώς οι αρχαίοι Αιγύπτιοι μετέφεραν χιλιάδες τόνους πέτρες από ασβεστόλιθο και γρανίτη σε απόσταση 500 μιλίων, ώστε να χτίσουν την Πυραμίδα του Χέοπα, γύρω στα 2.600 π.Χ.

Με ύψος σχεδόν 147 μέτρα, ήταν η μεγαλύτερη από όλες τις Πυραμίδες και μάλιστα μέχρι τον Μεσαίωνα, ήταν το μεγαλύτερο οικοδόμημα όλης της ανθρωπότητας. Τώρα, η ανακάλυψη ενός αρχαίου παπύρου, ενός τελετουργικού σκάφους και ενός έξυπνου συστήματος υδραυλικών έχουν ρίξει φως στην κατασκευή αυτού του οικοδομήματος.
Η λεπτομερής αρχαιολογική ανάλυση έδειξε πως χιλιάδες εργάτες μετέφεαν 170.000 τόνους ασβεστόλιθου κατά μήκος του Νείλου, μέσα σε ξύλινες βάρκες, που ήταν μεταξύ τους δεμένες με σκοινιά, διαμέσου ενός ειδικά κατασκευασμένου συστήματος καναλιών, σε ένα επίσης ειδικά κατασκευασμένο «λιμάνι», ελάχιστα μέτρα μακριά από τις Πυραμίδες.

Τώρα όμως, ένας αρχαίος πάπυρος, φωτίζει ακόμα περισσότερες πτυχές της διαδικασίας. Έχει γραφτεί από τον Μερέρ, που θεωρείται πως ήταν επιστάτης περίπου 40 εργατών ειδικών ικανοτήτων και είναι το μόνο γραπτό ντοκουμέντο της διαδικασίας μεταφοράς του ασβεστόλιθου από την Τούρα στην Γκίζα.

Ο ίδιος περιγράφει ακόμα πως οι εργάτες του απασχολήθηκαν και στην διαμόρφωση του τοπίου, ανοίγοντας γιγαντιαία αναχώματα για να εκτρέψουν το νερό από τον Νείλο και να το διοχετεύσουν προς την Πυραμίδα, μέσω επίσης κατασκευασμένων καναλιών.

Αρχαιολόγοι που εργάζονται στην Γκίζα άλλωστε εντόπισαν ίχνη αυτών των αρχαίων καναλιών που ήταν το «κλειδί» για την μεταφορά των ογκόλιθων, ενώ με την βοήθεια ειδικών ακτίνων λέιζερ μπόρεσαν να προσομοιάσουν τα αρχαία σκάφη των Αιγυπτίων και να διαπιστώσουν πώς ακριβώς έγινε η μεταφορά.

Πηγή:http://www.protothema.gr

ΟΙ ΑΖΤΕΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ

Χάρτης του Hernán Cortés 1524 που απεικονίζει την Tenochtitlan

Χάρτης του Hernán Cortés 1524 που απεικονίζει την Tenochtitlan

Η αυτοκρατορία των Αζτέκων δημιουργήθηκε από την Τριπλή Συμμαχία των πόλεων – κρατών Tenochtitlan, Texcoco και Tlacopan και επεκτάθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, καταλαμβάνοντας την περιοχή γύρω από την κοιλάδα του Μεξικού κατά το χρονικό διάστημα 1428 μέχρι το 1521 οπότε και καταλύθηκε από τους Ισπανούς κατακτητές και τον Ερνάν Κορτές. Η σύντομη εξάπλωσή της οφειλόταν συν τοις άλλοις στους ικανούς πολεμιστές που διέθετε και οι οποίοι κατείχαν εξέχουσα θέση στην κοινωνία των Μεξικανών. Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε την εκπαίδευση τον οπλισμό και τις συνθήκες διαβίωσής τους.

Εκπαίδευση

Ο πολεμιστής κατείχε περίοπτη θέση στην κοινωνία απολαμβάνοντας σημαντικά οφέλη και προνόμια.

Οι στρατιώτες της αυτοκρατορίας ελάμβαναν εξαιρετική εκπαίδευση, ασχέτως των προοπτικών της μετέπειτα σταδιοδρομίας τους. Η αστρονομία, ρητορική, ποίηση, ιστορία, και φυσικά η θρησκεία αποτελούσαν τα βασικά – κυρίαρχα αντικείμενα διδασκαλίας και ακολουθούσε η πραγματική εκπαίδευση στο πεδίο της μάχης.

Στην κοινωνία των Αζτέκων ο νέος θεωρείτο άνδρας στην ηλικία των 17 ετών. Για έναν αστό που ήθελε να ενταχθεί στον στρατό, αυτό σήμαινε ότι ξεκινούσε από τις χαμηλότερες βαθμίδες ιεραρχίας. Στον στρατό των Αζτέκων υπήρχε επίσης προσωπικό υποστήριξης το οποίο ουσιαστικά μετέφερε μόνο όπλα και εφόδια. Ο στρατιώτης παρέμενε ιεραρχικά ως εκπαιδευόμενος μέχρι να συλλάβει τον πρώτο κρατούμενο, καθότι η πρώτη σύλληψη αποτελούσε την μύηση στον κόσμο του πραγματικού Αζτέκου πολεμιστή.

Ιεραρχία – εξέλιξη

Η σύλληψη κρατούμενων αποτελούσε το κλειδί για έναν πολεμιστή, προκειμένου να αναρριχηθεί στις τάξεις του στρατού. Για να αντιληφθεί κάποιος τους λόγους για τους οποίους η σύλληψη αιχμαλώτων ήταν τόσο σημαντική, αρκεί να μελετήσει τους «Πολέμους των Λουλουδιών». Οι εν λόγω πόλεμοι διεξήχθησαν μεταξύ της Τριπλής Συμμαχίας και των εχθρών τους οι οποίοι ήσαν οι πόλεις – κράτη Tlaxcala, Huejotzingo, Atlixco  και Cholula. Στους εν λόγω πολέμους ήταν προτιμότερο ο στρατιώτης να συλλάβει τον αντίπαλο παρά να τον σκοτώσει, με αποτέλεσμα η σύλληψη κρατουμένων να αποτελεί σύμβολο καθιέρωσης για έναν νεαρό άνδρα.

Υπάρχουν ορισμένα ερωτηματικά για το πόσο υψηλά μπορούσαν να αναρριχηθούν κοινωνικά οι πολεμιστές. Ήταν άραγε δυνατόν ένας Αζτέκος μαχητής να γίνει μέλος της «στρατιωτικής αριστοκρατίας» ή η εν λόγω τάξη ήταν προσβάσιμη σε συγκεκριμένες οικογένειες;

Ιαγουάροι πολεμιστές

Ιαγουάροι πολεμιστές

Γνωρίζουμε ότι στην κοινωνία των Αζτέκων υπήρχαν τάξεις «εν είδει ιπποτών» που κατείχαν υψηλό αξίωμα και αντίστοιχη κοινωνική θέση. Οι μεγαλύτερες και πλέον γνωστές εξ’ αυτών ήσαν οι Ιαγουάροι (ocelomeh) και οι Αετοί (quauhtin) στις οποίες οι άνδρες φορούσαν στολές αντιπροσωπευτικές των αντίστοιχων ζώων.

Όπως στους περισσότερους πολιτισμούς ο πολεμιστής ανέβαινε ιεραρχικά με την πάροδο των ετών και ανάλογα με την απόδοσή του, έτσι και σε αυτόν τον τομέα η κοινωνία των Αζτέκων ακολουθούσε την ίδια τακτική, καθώς προάγονταν από πολίτες πολεμιστέςευγενείς πολεμιστέςΑετούς ή Ιαγουάρους και σε ορισμένες περιπτώσεις επίλεκτους πολεμιστές (Otomitl) και στρατηγούς (Tlacateccati).

Συνήθως φορούσαν ξύλινα κράνη και έφεραν ασπίδες με διακριτικό έμβκημα της επιλογής τους. Οι ανώτερες κατηγορίες πολεμιστών έφεραν φωτεινά φτερώματα, καπιτονέ βαμβακερή πανοπλία και μπλε μανδύες (στολές tlahuiztli).  Όσο υψηλότερη ήταν η θέση στην ιεραρχία τόσο εντυπωσιακότερη ήταν η στολή. Οι Αζτέκοι πολεμιστές ορισμένες φορές έφεραν παραστάσεις λουλουδιών, ένα προνόμιο που προοριζόταν για τους ευγενείς.

Ενίοτε τοποθετούσαν στα χείλη βύσματα κατασκευασμένα από επεξεργασμένη πέτρα, της οποίας το χρώμα άλλαζε, καθώς ο στρατιώτης προαγόταν, αποδεικνύοντας την γενναιότητά του στην μάχη.

Κοινωνικές απολαβές

Οι κατέχοντες υψηλή θέση στην στρατιωτική ιεραρχία είχαν γενικότερα περισσότερες κοινωνικές ανταμοιβές, καθώς επί παραδείγματι μπορούσαν να συμμετέχουν στην πολιτική, ή να έχουν πρόσβαση σε τροφές που προορίζονταν για ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Αλλά ένα από τα σημαντικότερα οφέλη ήταν η γη, καθώς η ιδιοκτησία της και τα παραγόμενα προϊόντα – κέρδη ήσαν αφορολόγητα.

Οι πολεμιστές ενθαρρύνονταν να δημιουργήσουν οικογένεια και η περιουσία μεταβιβαζόταν κληρονομικά, ώστε μόλις ο γιος κληρονομούσε την γη, μπορούσε να την κρατήσει ή να την πωλήσει. Προφανώς το εν λόγω ιδιοκτησιακό καθεστώς είχε ανάλογο αντίκτυπο στην κοινωνία των Αζτέκων, καθότι οι πολεμιστές και οι οικογένειές τους κατείχαν πολύ σημαντική θέση στην κοινωνία, συνιστώντας ένα είδος εξέχουσας τάξης.

Αετοί πολεμιστές

Αετοί πολεμιστές

Η ζωή των Αζτέκων πολεμιστών

Ο βίος ενός πολεμιστή συχνά ήταν βραχύς! Δεν γνωρίζουμε την ακριβή διάρκεια, παρόλο που το προσδόκιμο όριο ζωής της Αυτοκρατορίας ήταν περίπου 37 έτη, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι η συχνότητα των πολέμων διέφερε ανά περίοδο. Όταν υπήρχε πόλεμος, ο στρατιώτης έπρεπε να προετοιμαστεί για να αφήσει την οικογένειά του και να ενταχθεί στις τάξεις του στρατού, είτε σε μια μικρή ομάδα, ή σε στρατιά αποτελούμενη από αρκετές χιλιάδες άνδρες.

Έφερε τον οπλισμό και εξοπλισμό που αναφέρεται παρακάτω και βάδιζε 19-32 χλμ ημερησίως, απόσταση διόλου ευκαταφρόνητη, δεδομένου ότι οι Αζτέκοι δεν ίππευαν και ορισμένες φορές η μάχη δινόταν σε μακρινή απόσταση.

Οπλισμός

Ο οπλισμός των Αζτέκων αποτελείτο από συνδυασμό, όπλων μεγάλου και μικρού βεληνεκούς, που τους έδιδαν την δυνατότητα να πολεμούν τους αντιπάλους σε οιαδήποτε απόσταση. Τα όπλα μεγάλης εμβέλειας, όπως το δόρυ και οι σφενδόνες (Tlacochtli και Tematlatl) επέτρεπαν στους πολεμιστές να πλήττουν τους αντιπάλους τους πριν αυτοί πλησιάσουν σε απόσταση βολής.

Στις μάχες εκ του σύνεγγυς τα όπλαμπορούσαν να περικόπτουν, τραυματίζουν, μαχαιρώνουν και να χτυπούν τους εχθρούς. Το ξίφος των Αζτέκων (Macuahuiti) ήταν το βασικό όπλο που χρησιμοποιείτο στις μάχες σώμα με σώμα, αλλά παράλληλα είχαν το δόρυ (Tepoztopilli) εφόσον ήθελαν να κρατήσουν τον εχθρό σε απόσταση ασφαλείας (ίση με το μήκος του χεριού). Οι Αζτέκοι χρησιμοποιούσαν επίσης όπλα όπως ράβδους και μαχαίρια (το Quauhololli και το Tecpatl) τα οποία τους επέτρεπαν να αποτελειώσουν εύκολα τον εχθρό.

macuahuitl

macuahuitl

Μακουαχουίτλ (Macuahuitl)

Το Macuahuitl ήταν επίπεδο όπλο μάχης σώμα με σώμα κατασκευασμένο από ενιαίο κομμάτι ξύλου, με λαβή και πλατειά κεφαλή και αποτελούσε συνδυασμό ράβδου και ξίφους. Το Macuahuiti είχε αυλακώσεις στην κεφαλή, στις οποίες οι Αζτέκοι τοποθετούσαν μικρές αιχμηρές λεπίδες, οι οποίες ήταν κατασκευασμένες από οψιανό και στερεώνονταν με φυσική κόλλα.

Ήταν ένα αποτελεσματικό όπλο και έδιδε την δυνατότητα στους πολεμιστές, να χτυπούν και να περικόπτουν τους αντιπάλους τους. Παρότι που το Macuahuiti επέτρεπε στους Αζτέκους να τραυματίζουν τους εχθρούς τους, εντούτοις χρησιμοποιείτο κυρίως για να προκαλεί σωρευτική ζημία, παρόλο που σύμφωνα με ενδείξεις ήταν κατάλληλο και για ακρωτηριασμούς.

Οι λεπίδες του Macuahuiti χρειάζονταν συχνά συντήρηση και επισκευή, διότι παρόλο που ο οψιδιανός λίθος τους επέτρεπε να κατασκευάσουν απίστευτα αιχμηρά άκρα, σε ορισμένες περιπτώσεις καλύτερα από μέταλλο, εντούτοις ήταν περισσότερο εύθραυστος, το οποίο σήμαινε ότι οι Αζτέκοι εκτελούσαν τακτική συντήρηση για να εξασφαλίσουν την μέγιστη απόδοση στο όπλο τους.

Tecpatl

Tecpatl

Τεκπάτλ (Tecpatl)

Το Tecpatl ήταν μαχαίρι ή στιλέτο που κατασκευαζόταν από λεπίδα οψιδιανού στην οποία τοποθετούσαν ξύλινη λαβή. Ήταν παραδοσιακά τελετουργικό όπλο θυσιών αίματος για τον κατευνασμό των θεών, αλλά χρησιμοποιείτο επίσης σε μάχες εκ του σύνεγγυς για να επιφέρει το τελειωτικό χτύπημα στους εχθρούς.

Tematlatl

Tematlatl

Τεμάτατλ (Tematlatl)

Η Tematlatl ήταν σφενδόνη και όπλο μεγάλου βεληνεκούς. Ήταν κατασκευασμένη από φυσικές ίνες γεγονός που επέτρεπε στους πολεμιστές, να πλήττουν τους εχθρούς από μεγάλη απόσταση. Το Tematlatl πιστεύεται ότι είχε εμβέλεια ίση και σε ορισμένες περιπτώσεις μεγαλύτερη από τα βέλη. Οι πέτρες που χρησιμοποιούσαν με την Tematlatl ήταν κατάλληλα διαμορφωμένες και ακονισμένες για να προκαλέσουν ζημιά κατά την πρόσκρουση.

Atlatl & Tlacochtli

Atlatl & Tlacochtli

Ατλάτλ (Atlatl) και  Τλακόχτλι (Tlacochtli)

Η Atlatl δεν ήταν καθεαυτό όπλο, αλλά μια συσκευή εκτόξευσης που χρησιμοποιείτο από τους Αζτέκους, για να ρίξουν τα ακόντια Tlacochtli σε μεγαλύτερη απόσταση. Η Atlatl λειτουργούσε με την προσθήκη επιπλέον μόχλευσης μέσω της επέκτασης του βραχίονα κατά ένα πήχυ. Αυτό επέτρεπε στους πολεμιστές να εκσφενδονίζουν το δόρυ σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση.

Το Τlacochtli ήταν δόρυ το οποίο έριχναν με την προαναφερθείσα μέθοδο. Ήταν παρόμοιο σε κατασκευή με το Tepoztopilli, είχε ένα ξύλινο άξονα και μια μικρή ξύλινη κεφαλή, η οποία είχε αυλακώσεις στις πλευρές και επένδυση από αιχμηρό οψιδιανό, η οποία του έδιδε την δυνατότητα να τραυματίζει θανάσιμα τον αντίπαλο.

Πολεμιστές με Tepoztopilli

Πολεμιστές με Tepoztopilli

Τεποζτοπίλι (Tepoztopilli)

Το Tepoztopilli ήταν ουσιαστικά ένα όπλο – δόρυ το οποίο οι Αζτέκοι χρησιμοποιούσαν σε μάχες εκ του σύνεγγυς. Ήταν ξύλινο αποτελούμενο από δύο κομμάτια, τον άξονα και την κεφαλή (λαβή) και ήταν παρόμοιας κατασκευής με την Macuahuiti, έχοντας ένα αυλάκι κατά μήκος των πλευρών με ενσωματωμένους λίθους οψιδιανού. Το Tepoztopilli χρησιμοποιούνταν για να κρατήσει τον εχθρό καθότι είναι σε θέση να διαπεράσει με ευκολία τις ελαφρές θωρακίσεις των αντιπάλων.

Quauhololli

Quauhololli

Κουαχολόλι (Quauhololli)

Το Quauhololli ήταν ουσιαστικά ρόπαλο συνήθως κατασκευασμένο από ξύλο ή συνδυασμό ξύλου και πέτρας. Ήταν όπλο μάχης σώμα με σώμα και διέθετε κυρτή λαβή για ευκολία στο χτύπημα, ενώ η κεφαλή χρησιμοποιείτο ως ρόπαλο.

Huitzauhqui

Huitzauhqui

Χουιζέκι (Huitzauhqui)

Το Huitzauhqui ήταν ουσιαστικά ένα μεγάλο ξύλινο ρόπαλο με λαβή. Ήταν επίσης όπλο μάχης εκ του σύνεγγυς με μέγεθος μεγαλύτερο από το Macuahuiti, ενώ ορισμένες φορές διέθετε παρόμοιες λεπίδες οψιδιανού.

«Θα μπορούσα να πω ότι τα Ισπανικά στρατεύματά μας είναι αποθαρρυμένα, η τελευταία ημέρα της μάχης είχε πολλές απώλειες από την πλευρά μας, αλλά και για τους Αζτέκους. Δεν ήμασταν σίγουροι, ότι επρόκειτο να χτυπήσουν, αλλά πολλοί από τους επιζώντες μας τραυματίστηκαν και δεν είναι ακόμη έτοιμοι να πολεμήσουν. Τα όπλα των Αζτέκων είχαν τραυματίσει σοβαρά πολλούς από τους άνδρες μας, τα θραύσματα οψιδιανού υπήρχαν ακόμη στις πληγές των περισσότερων και η ικανότητα των πολεμιστών Jaguar ήταν τρομερή. Πρέπει όμως να συσπειρωθούμε, διότι τελικά οι Αζτέκοι είναι περισσότερο αξιόμαχοι με τα όπλα τους, από ότι υπολογίζαμε………………δεν θα κάνουμε ξανά το ίδιο λάθος».   Ερνάν Κορτές

Χείλων

~ Ιστολόγιο ιστορικών αναδρομών και προβληματισμού

Πηγή:http://chilonas.wordpress.com/2014/04/23

Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ…

Ιστορικό της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης

 

Με τον όρο Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας εννοείται η αρχαία βιβλιοθήκη της πόλης της Αλεξάνδρειας, στην Αίγυπτο, η οποία ιδρύθηκε στην Ελληνιστική εποχή επί διακυβέρνησης Πτολεμαίου Α’, του επονομαζόμενου Σωτήρος, με την παρότρυνση του Δημήτριου Φαληρέα, και έγινε το εκδοτικό κέντρο του τότε γνωστού κόσμου, υπερσκελίζοντας ως προς τον πλούτο των χειρογράφων της κάθε άλλη γνωστή βιβλιοθήκη της εποχής της και του παρελθόντος.

 

Με την ίδρυση των ελληνιστικών κρατών από τους διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου εδραιώθηκε η πολιτική κυριαρχία των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, στη Μέση Ανατολή και μέχρι τις δυτικές παρυφές των Ινδιών, καθώς και στην Αίγυπτο. Η κυριαρχία αυτή, μεταξύ άλλων, εκδηλώθηκε και αναπαρήχθη με το σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας πολιτιστικής πολιτικής, η οποία προώθησε τον εξελληνισμό της Ανατολής με τη διάδοση των γραμμάτων και την ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας. Η πολιτιστική αυτή πολιτική στην ελληνιστική Αίγυπτο υλοποιήθηκε με την ίδρυση, στην Αλεξάνδρεια – την πρωτεύουσα του κράτους – του Μουσείου, από τον βασιλέα Πτολεμαίο Α΄ τον Σωτήρα (322-285 π.Χ.), και της Βιβλιοθήκης, από τον Πτολεμαίο Β΄ τον Φιλάδελφο (285-246 π.Χ.).

Το Μουσείο της Αλεξάνδρειας

 

Με τον όρο “Μουσείο”, στην Ελλάδα, κατά την αρχαιότητα δηλωνόταν ένα κέντρο λατρείας των Μουσών, δηλαδή των εννέα θεοτήτων που ήσαν υπεύθυνες για την καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών, επαγωγικά όμως και των επιστημών. Τα μουσεία ήσαν ιερά με βωμό, ανοικτές στοές, περιβόλους και εγκαταστάσεις μελέτης και ενδιαιτήματος όσων διέμεναν σ’ αυτά επιδιδόμενοι στην επιστημονικήν έρευνα. Πρότυπα για το Μουσείον Αλεξανδρείας υπήρξαν η Ακαδημία του Πλάτωνος και το Λύκειον του Αριστοτέλους. Ο αθηναίος φιλόσοφος και πολιτικός, Δημήτριος ο Φαληρεύς, μαθητής του Αριστοτέλους, θεωρείται ο κύριος εισηγητής για την ίδρυση, από τους Πτολεμαίους, του Μουσείου και για την οργάνωση της συνδεόμενης προς αυτό Βιβλιοθήκης.

 

Το Μουσείον Αλεξανδρείας υπήρξε το αρχαιότερο στον κόσμο κρατικό κέντρο ερευνών στις θεωρητικές και στις εφηρμοσμένες επιστήμες, και απετέλεσε, με τον συνδυασμό έρευνας και διδασκαλίας, το πρότυπο για ανάλογα ιδρύματα της Αρχαιότητος και για τις ακαδημίες και τα πανεπιστήμια του Μεσαίωνος, έως και την Αναγέννηση. Για την πληρέστερην ανάπτυξη της έρευνας στο Μουσείον συγκροτήθηκαν αστεροσκοπείο και ανατομικό εργαστήριο, δημιουργήθηκε ζωολογικός κήπος με σπάνια εξωτικά ζώα και ιδρύθηκε Βιβλιοθήκη, η μετέπειτα γνωστή ως Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας.

 

Σύμφωνα με τον Στράβωνα (XVII, 793 c), το Μουσείον Αλεξανδρείας αποτελούσε τμήμα των πτολεμαϊκών ανακτόρων. Διέθετε “…περίπατον και εξέδραν και οίκον μέγαν, εν ω το συσσίτιον των μετεχόντων του Μουσείου φιλολόγων ανδρών…” και “…χρήματα κοινά…”, τα οποία διαχειριζόταν “ο ιερεύς ο επί τω Μουσείω τεταγμένος…”, προκειμένου να καλύπτωνται οι δαπάνες λειτουργίας του ιδρύματος. Τα μέλη του Μουσείου, οι “θιασώται”, δηλαδή οι λατρευτές των Μουσών, σιτίζονταν δωρεάν, είχαν υψηλό μισθό, “σύνταξιν”, άμεση φορολογική ατέλεια, καθώς και έμμεση απαλλαγή από συμμετοχή σε δημόσιες χορηγίες, προκειμένου να επιδίδωνται απερίσπαστοι στην ανάπτυξη των επιστημών.

 

Η επιδίωξη αυτή και τα προς αυτήν συνδεόμενα προνόμια των λογίων του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης προεκάλεσαν τη δηκτική παρουσίασή τους από τον κυνικό φιλόσοφο και σιλλογράφο Τίμωνα τον Φλειούσιο, (περίπου 320-230 π.Χ.): “πολλοί μεν βόσκονται εν Αιγύπτω πολυφύλω βιβλιακοί χαρακίται απείριτα δηριόωντες Μουσέων εν ταλάρω” (Σίλλοι, απ. LX). Με την δηκτικήν αυτή παρουσίαση υποδηλώνονται η συστηματική ενασχόληση των Αλεξανδρινών λογίων στην έρευνα και στη γραπτή τεκμηρίωσή της, η ποικιλία των ερευνητικών τους ενδιαφερόντων και η απόστασή τους από τον μέσο άνθρωπο της ελληνιστικής και, αργότερα, της ελληνορωμαϊκής περιόδου, απόσταση που προεκλήθη από την “καθ’ έξιν φύσιν” προς την έρευνα αυτή. Τα “Συμπόσια”, κατά τα οποία οι “ενστατικοί” έθεταν το προς διερεύνηση πρόβλημα και οι “λυτικοί” επιχειρούσαν την ανάλυση και την ερμηνεία του, αποτελούν το αρχαίο πρότυπο διοργανώσεως συνεδρίων για την προαγωγή της τεκμηριωμένης γνώσεως.

 

Η Βιβλιοθήκη 

 

Η Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας διακρινόταν σε δύο επί μέρους βιβλιοθήκες. Η πρώτη, που ονομαζόταν «η εντός» ή «του Βρουχείου» ή «Βασιλική» ή «του Μουσείου». Πρόσβαση και μελέτη σ’ αυτήν είχαν μόνο τα μέλη του Μουσείου και οι ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι των Πτολεμαίων. Η δεύτερη ονομαζόταν «η εκτός» ή «Ρακώτις», ή «η του Σεραπείου», ευρίσκετο στον τομέα της πόλεως ο οποίος εκατοικείτο κυρίως από Αιγυπτίους. Αποτελούσε συνέχεια του ναού του θεού Σεράπιος, ήταν μεταγενέστερη και θυγατρική της πρώτης, και η πρόσβαση και η μελέτη σ’ αυτήν ήταν ακώλυτες για όλους. Το Μουσείον, η Βιβλιοθήκη «η του Μουσείου» και το «Σώμα» του Αλεξάνδρου, δηλαδή ο ιερός χώρος ταφής και επίσημης λατρείας του Αλεξάνδρου ως θεού, ήταν εντεταγμένα στο ανακτορικό συγκρότημα των Πτολεμαίων.

 

Με τη συνίδρυση αυτήν φαίνεται πως οι Πτολεμαίοι προέβαλλαν τη λατρεία του Αλεξάνδρου, από τον οποίον προερχόταν η εξουσία τους, εδήλωναν τη νομιμότητά της και επεδίωκαν τη διασφάλισή της με την κατοχή και την αξιοποίηση της γνώσης. Η έκταση και η υλοποίηση της επιδίωξης αυτής γίνονται φανερές από το γεγονός ότι «Πτολεμαίος ο Λάγου…την υπ’ αυτού κατασκευασμένην βιβλιοθήκην εν Αλεξανρεία κοσμήσαι τοις πάντων ανθρώπων συγγράμμασιν όσα γε σπουδαία υπήρχεν» (Ευσεβίου, Ιστορία Εκκλησιαστική, V8, 11). Ο συνολικός αριθμός των βιβλίων και στις δύο βιβλιοθήκες υπερέβαινε τις 500.000. Η βιβλιοθήκη «ή του Μουσείου» διέθετε 400.000 «συμμιγείς ή συμμείκτους βίβλους» και 90.000 «αμιγείς ή απλάς βίβλους»• η αντίστοιχη «του Σεραπείου», 42.800 «βίβλους». «Βίβλοι απλαί» ήσαν τα βιβλία όπου επραγματεύετο ένα θέμα, και αποτελούσαν αυτοτελή συγγράμματα. Αντίθετα, «βίβλοι συμμιγείς», ήσαν κύλινδροι με περισσότερα βιβλία, όπου επραγματεύοντο είτε το ίδιο θέμα είτε θέματα διαφορετικά.

 

Η Ίδρυση

 

Η πρώτη αναφορά που έχουμε για τη βιβλιοθήκη βρίσκεται σε μια επιστολή του Αριστέα (περ.180-145 π.Χ.), ενός Ιουδαίου λόγιου που κατέγραψε το χρονικό της μετάφρασης των Εβδομήκοντα. Η μαζική παραγωγή χειρογράφων, ωστόσο, επετεύχθη από τον εξόριστο Δημήτριο Φαληρέα κατ’ εντολήν του Πτολεμαίου Σωτήρα. Ο ίδιος ο Φαληρεύς, πρώην τύραννος των Αθηνών, ανήκε στην πρώτη γενιά της Περιπατητικής Στοάς και ήταν ένας από τους μαθητές του Αριστοτέλη μαζί με τον Θεόφραστο και τον Μέγα Αλέξανδρο. Σύμφωνα με τον Αριστέα ο Δημήτριος ώθησε τον Πτολεμαίο να συγκεντρώσει μια συλλογή βιβλίων για τη βασιλεία και τη διακυβέρνηση έτσι όπως τη διατύπωσε ο Πλάτων και επιπλέον να μαζέψει βιβλία από όλους τους λαούς του κόσμου. Ο Δημήτριος επίσης θεωρείται εμπνευστής του Μουσείου, στην πρωτεύουσα του Πτολεμαίου, ενός ναού αφιερωμένου στις Μούσες, προστάτιδες των τεχνών και των επιστημών.

Οι αρχαιολόγοι δεν έχουν αποκαλύψει ακόμα τα κτίσματα του Μουσείου, αν και η σκαπάνη έφερε στο φως τμήμα της θυγατρικής βιβλιοθήκης, κοντά στον ναό του Σάραπι. Από τις τμηματικές πληροφορίες που υπάρχουν, υποθέτουμε πως βρισκόταν στον Β.Α. τομέα της πόλης (Βρουχίον), κοντά στο ανακτορικό σύμπλεγμα. Σύμφωνα με τον Στράβωνα (17.1.18), περιβαλλόταν από αυλές και στο κέντρο του βρισκόταν η μεγάλη αίθουσα και ένα κυκλικό δώμα με παρατηρητήριο στην οροφή του. Τούτο το κεντρικό δώμα περιέβαλλαν αίθουσες διδασκαλίας. Στην πραγματικότητα ο σχεδιασμός μοιάζει με εκείνον του Σαράπειου, το οποίο άρχισε επί Πτολεμαίου Α’ Σωτήρα και ολοκληρώθηκε από τον γιο του Πτολεμαίο Β’ το Φιλάδελφο. Υπολογίζεται ότι εργάζονταν εκεί μόνιμα 30-45 άτομα, τα οποία τρέφονταν και χρηματοδοτούνταν από τον βασιλικό οίκο κατ’ αρχήν και αργότερα από δημόσιους πόρους.

Οι χώροι στους οποίους στεγάζονταν και ταξινομούνταν οι πάπυροι βρίσκονταν είτε στις εξωτερικές αίθουσες ή στη Μεγάλη Αίθουσα. Οι πάπυροι ταξινομούνταν πάνω σε σχάρες ειδικά κατασκευασμένες για αυτό το σκοπό και οι καλύτεροι από αυτούς ήταν τυλιγμένοι σε λινό ή δερμάτινο κάλυμμα. Η περγαμηνή είναι μια μεταγενέστερη και μάλιστα αναγκαστική ανακάλυψη. Η Αλεξάνδρεια σταμάτησε τις εξαγωγές παπύρου, προκειμένου να σταματήσει την άνοδο της ανταγωνιστικής Βιβλιοθήκης της Περγάμου, την οποία ίδρυσαν οιΣελευκίδες. Το 1848, στον κήπο του αυστριακού προξενείου ανακαλύφθηκε γρανίτινος όγκος, διαμορφωμένος για την υποδοχή παπύρων με την επιγραφή διοσκουρίδου γ΄ τόμοι, γεγονός που μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε το σχήμα που είχαν τα ράφια, αν και υπολογίστηκε πως ήταν αδύνατον να χρησιμοποιείται γρανίτης για την υποδοχή των εκατοντάδων χιλιάδων όπως εκτιμάται παπύρων της βιβλιοθήκης. Στη ρωμαϊκή εποχή τα χειρόγραφα απέκτησαν πλέον την μορφή κωδίκων (βιβλίων) και άρχισαν να αποθηκεύονται σε ξύλινα κιβώτια που αποκαλούνταν ερμάρια.

 

Οργάνωση και Λειτουργία

 

Για την προστατευτική μόνωση της βιβλιοθήκης από την υγρασία που αποσυνέθετε τον πάπυρο και την περγαμηνή, πιθανώτατα δεύτερος τοίχος περιέβαλλε τις εξωτερικές πλευρές του οικοδομήματος, με κενό το μεσότοιχο διάστημα. Για την ακριβή αρχιτεκτονική μορφή του οικοδομήματος της βιβλιοθήκης δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία. Ο μέγας αριθμός των τόμων της βιβλιοθήκης οφειλόταν στη συλλογή και στη διάσωση έργων Ελλήνων και “βαρβάρων”, στην ύπαρξη διπλών και τριπλών αντιγράφων, απαραίτητων για τη σύνταξη κριτικών εκδόσεων, την εξακρίβωση της αυθεντικότητας του έργου, και το δανεισμό των βιβλίων, που επιτρεπόταν μόνο από τη Βιβλιοθήκη του Σεραπείου.

 

Η οργάνωση, ο συνεχής εμπλουτισμός και η απρόσκοπτη λειτουργία και των δύο βιβλιοθηκών απετέλεσαν κύριο μέλημα της πολιτικής των Πτολεμαίων. Η επιδίωξη αυτή διεμορφώθη από τον Αθηναίο φιλόσοφο και πολιτικό Δημήτριο τον Φαληρέα ο οποίος, με αγορές και αντιγραφές, “…άπαντα τα κατά την οικουμένην βιβλία” (Αριστέου, Επιστολή, 9-10), “…δαπάναις βασιλικαίς…, εις Αλεξάνδρειαν συνήθροισεν…”, (Τζέτζη, Προλεγόμενα εις Αριστοφάνους Πλούτον). Στις συλλογές αυτές περιλαμβάνονταν, εκτός από το σύνολο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, και “… τα των Ιουδαίων νόμιμα…” (Αριστέου, Επιστολή, 9-10), τα οποία μεταφράστηκαν, απετέλεσαν το ελληνικό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης και συνέβαλαν στην όσμωση του ελληνικού και του εβραϊκού πνεύματος, με τις γνωστές συνέπειες στην εξέλιξη της ιστορίας και του πολιτισμού. Ας προστεθή ότι έρευνες για την ανεύρεση βιβλίων διεξάγονταν ακόμη και στα πλοία: τα πρωτότυπα αποτελούσαν αντικείμενο κατασχέσεως, και στους ιδιοκτήτες εχορηγούντο αντίγραφα.

 

Οργάνωση

 

Κατά την εποχή του Δημήτριου οι ελληνικές βιβλιοθήκες ήταν στην πραγματικότητα ιδιωτικές συλλογές χειρογράφων, όπως εκείνη τουΑριστοτέλη. Όσον αφορά στην Αίγυπτο, γνωρίζουμε πως στους ναούς υπήρχαν βιβλιοθήκες με θρησκευτικά και κρατικά έγγραφα, όπως σε ορισμένα μουσεία, στην ελληνική επικράτεια. Ήταν η μεγάλη φιλοδοξία του Πτολεμαίου να συσσωρεύσει όλη τη γνώση, που οδήγησε αυτές τις μικρές συλλογές στην επικράτεια μιας αληθινής βιβλιοθήκης. Ο Τζέτζης αναφέρει αρκετούς αιώνες αργότερα ότι ο Καλλίμαχοςκατέγραψε 400.000 μικτούς παπύρους (πιθανώς αυτοί που περιείχαν πάνω από ένα κεφάλαιο, έργο ή συγγραφέα) και 90.000 αμιγείς.

 

Σε αυτούς βέβαια θα πρέπει να προσθέσουμε και 42.000 παπύρους που βρίσκονταν στο Σαράπειο. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησαν οι διάδοχοι του Πτολεμαίου προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους ήταν σίγουρα μοναδικές. Ο Πτολεμαίος Γ’ συνέταξε μια επιστολή “προς όλους τους ηγεμόνες του κόσμου”, ζητώντας να δανειστεί τα βιβλία τους, (Γαλην. 17.1). Όταν οι Αθηναίοι του έστειλαν τα κείμενα του Ευριπίδη, του Αισχύλου και του Σοφοκλή, εκείνος τα αντέγραψε και επέστρεψε πίσω τα αντίγραφα, κρατώντας τα πρωτότυπα για τη βιβλιοθήκη. Επίσης, όλα τα πλοία που ελλιμενίζονταν στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, ήταν υποχρεωμένα να υποστούν έρευνα όχι για λαθρεμπόριο, αλλά για πάπυρους που αντιγράφονταν και παραδίδονταν πίσω στους κατόχους τους, αν το επιθυμούσαν. Αυτές οι ανορθόδοξες μέθοδοι, στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύουν τον πρώτο συστηματικό τρόπο συλλογής έργων.

 

Βιβλιοθηκονομία

 

Η διαίρεση των συγγραμμάτων σε βιβλία επεβλήθη από τους φιλολόγους της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης. Τα μεγάλα βιβλία διαιρέθηκαν σε μικρότερους κυλίνδρους, ώστε κάθε βιβλίο να περιλαμβάνεται σ’ ένα μόνο μικρόν κύλινδρο με αριθμημένους στίχους. Κάθε στίχος είχε έκταση περίπου ενός εξαμέτρου, δηλαδή 16-17 συλλαβών ή 36 γραμμάτων. Τα βιβλία αυτά κατασκευάζονταν από πάπυρο ή από περγαμηνή, ήσαν τοποθετημένα μέσα σε κυλινδρικές θήκες και φυλάσσονταν σε ξύλινα ράφια ευρισκόμενα στις ορθογώνιες κόγχες των τοίχων. Οι συγγραφείς των έργων είχαν κατανεμηθή σε κατηγορίες, σύμφωνα προς ομοειδή γνωστικά αντικείμενα, και σε συγκεκριμένες κόγχες, με την αντίστοιχη ένδειξη.

 

Βιβλιοθηκάριοι

 

Ο διευθυντής της Βιβλιοθήκης διοριζόταν από τον βασιλέα και πιθανόν έφερε τον τίτλο του “βιβλιοθηκάριου”. Η σπουδαιότητα του αξιώματος αυτού δηλώνεται από το γεγονός ότι ο εκάστοτε διευθυντής της Βιβλιοθήκης ανελάμβανε την διαπαιδαγώγηση και την εκπαίδευση των βασιλοπαίδων και του διαδόχου του θρόνου της πτολεμαϊκής Αιγύπτου. Ενδεικτικώς, αναφέρονται τα ονόματα του Ζηνοδότου (285-270), του Ερατοσθένους (284-200), του Απολλωνίου (270-245) και του Αριστάρχου του Σαμόθρακος (175-145). Με την Βιβλιοθήκη και το Μουσείο της Αλεξανδρείας συστηματοποιήθηκαν η καταγραφή, η ανάλυση και η επεξεργασία της ελληνικής γραμματείας, αναπτύχθηκε η επιστήμη της φιλολογίας, και το βιβλίο κατέστη όργανο προαγωγής της έρευνας και της τεκμηριώσεως, αλλά και της αναπαραγωγής και της διαδόσεως της γνώσεως.

 

Οι Φιλόλογοι της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης

 

Στους διαπρεπέστερους φιλολόγους της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης συγκαταλέγονται οι ακόλουθοι: * Φιλητάς ο Κώος (περίπου 300 π.Χ.), συντάκτης του πρώτου εππιστημονικού λεξικού Ατακτα * Ζηνόδοτος ο Εφέσιος (325-260 π.Χ.), πρώτος «βιβλιοθηκάριος». Διεξήγαγε την πρώτη ταξινόμηση και κριτική διόρθωση των βιβλίων, εθεμελίωσε επιστημονικώς την ομηρική φιλλολογία, συνέγραψε την πρώτη κριτική έκδοση του Πινδάρου και υπομνημάτισε την Θεογονία του Ησιόδου. * Καλλίμαχος ο Κυρηναίος (περίπου 310-240 π.Χ.), συντάκτης του καταλόγου των βιβλίων των δύο βιβλιοθηκών της Αλεξανδρείας, συγγραφεύς περισσότερων των 800 βιβλίων. * Ερατοσθένης ο Κυρηναίος (περίπου 284-200 π.Χ.), ιδρυτής της επιστημονικής γεωγραφίας, της τοπογραφίας, της χρονογραφίας και της χρονολογίας. Στο έργο του Περί αναμετρήσεως της γης ησχολήθη στην μέτρηση του όγκου της γης. Τα πορίσματα των μετρήσεων αυτών προσήγγιζαν την παραγματικότητα. Καθοδήγησαν τον Χριστόφορο Κολόμβο στην αναζήτηση της “άγνωστης ηπείρου” προς Δυσμάς. * Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (περίπου 275-180 π.Χ.), θεμελιωτής της φιλολογικής επιστήμης, ιδρυτής της επιστημονικής λεξικογραφίας. Εξέδωκε τον ΄Ομηρο, τους λυρικούς και τους τραγικούς ποιητάς, καθώς και τον Αριστοφάνη. * Αρίσταρχος ο Σαμόθραξ, (περίπου 215-145). Εκωδικοποίησε την φιλολογική κριτική των αρχαίων κειμένων.

 

Επιστήμες

 

Όπως είναι φυσικό η συσσώρευση της γνώσης στην Βιβλιοθήκη είχε ως αποτέλεσμα και μια άνθηση των επιστημών. Οι αλεξανδρινοί μαθηματικοί εργάστηκαν ιδιαίτερα πάνω στη γεωμετρία, αλλά γνωρίζουμε πως έγιναν συγκεκριμένες έρευνες πάνω στη θεωρία των αριθμών. Άλλωστε οι αριθμοί, από την εποχή του Πυθαγόρα και εντεύθεν ήταν ένα θέμα που συνάρπαζε. Ο Ερατοσθένης ο Βιβλιοθηκάριος ασχολήθηκε με τους αριθμούς και λέγεται πως επινόησε το «σείστρο», μια μέθοδο για την ανακάλυψη νέων πρώτων αριθμών. Το ίδιο θέμα λέγεται πως μελέτησε και ο Ευκλείδης. Ο Εύδοξος ο Κνίδιος, της Ακαδημίας του Πλάτωνα, έγινε γνωστός μια την ανάπτυξη μιας πρώιμης μεθόδου ολοκλήρωσης, για τη χρήση των αναλογιών στα προς επίλυση προβλήματα και τη χρήση τύπων για τη μέτρηση τρισδιάστατων σχημάτων. Ο Πάππος, σοφός του 4ου αιώνα, ήταν ένας από τους τελευταίους Έλληνες μαθηματικούς, ο οποίος επικεντρώθηκε στους μεγάλους αριθμούς και τη μέτρηση των ημικυκλίων (βλ. Χειρ. Βατικανού). Επίσης, ήταν εκείνος που ουσιαστικά μετέφερε στο δυτικό κόσμο μετουσιωμένη την αστρολογία που μελέτησε από ανατολικές πηγές. Τέλος ο Θέων και η κόρη του Υπατίασυνέχισαν τις σπουδές στα μαθηματικά, σχολιάζοντας έργα των προγενεστέρων τους, αλλά κανένα από τα έργα τους δε διασώθηκε.

 

Για τους αλεξανδρινούς αστρονόμους η αστρονομία δεν ήταν απλά μια προβολή της τρισδιάστατης Γεωμετρίας στο χρόνο, αν και έτσι την κατέταξαν πολλοί από τους Έλληνες επιστήμονες. Οι κινήσεις των άστρων και του ήλιου ήταν ουσιαστικές για τον καθορισμό και τη χαρτογράφηση των ορίων περιοχών. Για την Αίγυπτο μια τέτοια γνώση ήταν ουσιαστική, καθώς η ετήσια πλημμύρα του Νείλου έσβηνε τα φυσικά ορόσημα ανάμεσα σε διαφορετικές ιδιοκτησίες. Επίσης, για την Αλεξάνδρεια ήταν ζωτικής σημασίας η χρήση των ουράνιων κινήσεων για τη ναυσιπλοΐα, αφού ήταν κέντρο εξαγωγής παπύρου και σιτηρών για όλες τις χώρες της Μεσογείου και η συντόμευση των ταξιδιών ήταν απαραίτητη. Οι προγενέστεροι αστρονόμοι είχαν επικεντρωθεί στα θεωρητικά μοντέλα του σύμπαντος. Οι Αλεξανδρινοί ήταν εκείνοι που προχώρησαν σε λεπτομερείς παρατηρήσεις και μαθηματικά συστήματα, τα οποία μετέτρεψαν την αστρονομία σε εφαρμοσμένη επιστήμη.

 

Ο Ερατοσθένης έφτιαξε έναν κατάλογο 44 αστερισμών, καταγράφοντας μάλιστα και τους σχετικούς μύθους που τους συνόδευαν, ενώ παράλληλα καταχώρησε σε έναν άλλο κατάλογο 475 απλανείς αστέρες. Επίσης, υπολόγισε την περιφέρεια της γης με σχετική ακρίβεια και προχώρησε στην υπόθεση πως όλες οι θάλασσες επικοινωνούν μεταξύ τους. Στη συνέχεια υπέθεσε πως είναι δυνατός ο περίπλους της Αφρικής και ισχυρίστηκε πως είναι δυνατόν να φτάσει κανείς στις Ινδίες, πλέοντας δυτικά από τις Ηράκλειες Στήλες. Ο Ίππαρχος με τη σειρά του επινόησε το μήκος και το πλάτος, εισάγοντας το σύστημα διαίρεσης του κύκλου σε 360 μοίρες από τη Βαβυλώνα. Επίσης, υπολόγισε τη διάρκεια του έτους με ακρίβεια της τάξης των 6 λεπτών και κατασκεύασε χάρτη των αστερισμών και των άστρων. 0 ίδιος προχώρησε στην υπόθεση πως τα άστρα γεννιούνται και πεθαίνουν. Τέλος, ο Αρίσταρχος ο Σάμιος εφάρμοσε την αλεξανδρινή τριγωνομετρία για να εκτιμήσει την απόσταση και το μέγεθος του ήλιου και της σελήνης, ενώ ταυτόχρονα διατύπωσε τη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος, για την οποία κατηγορήθηκε σφοδρά. Τριακόσια χρόνια αργότερα ο Πτολεμαίος επεξεργάστηκε μαθηματικά το σύστημα των επικυκλίων για να υποστηρίξει το γεωκεντρικό σύστημα του Αριστοτέλη, το οποίο επιβίωσε ως δόγμα κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους.

 

Οι αλεξανδρινοί γεωμέτρες επεξεργάστηκαν τις αρχές που έθεσαν οι προγενέστεροι Έλληνες μαθηματικοί με νέα στοιχεία, τα οποία άντλησαν από τις βαβυλωνιακές και αιγυπτιακές πηγές γνώσης. Λέγεται πως ο Δημήτριος ο Φαληρέας προσκάλεσε τον Ευκλείδη να διδάξει στην Αλεξάνδρεια, το έργο του οποίου «Στοιχεία» υπήρξε η βάση της γεωμετρίας επί σειρά αιώνων. Οι διάδοχοί του, ιδιαίτερα ο Απολλώνιος του 2ου π.Χ. αιώνα και ο Ίππαρχος του 2ου μ.Χ. αιώνα, συνέχισαν την έρευνά του στα κωνικά σχήματα. Ο Αρχιμήδης, ένας από τους πρώτους σχολαστικούς που συνδέονταν με την Αλεξάνδρεια εφάρμοσε τις αστρονομικές και γεωμετρικές Θεωρίες στην κίνηση μηχανικών συσκευών. Ανάμεσα στις εφευρέσεις του κατατάσσονται ο μοχλός και ο κοχλίας, ενώ διατύπωσε και την αρχή της άνωσης. Η υδραυλική με τη σειρά της είναι μια επιστήμη που γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, πάνω στη βάση των «Πνευματικών» του Ήρωνα και γνώρισε μεγαλειώδη ανάπτυξη, δυστυχώς χωρίς εκτεταμένες εφαρμογές.

 

Οι Αλεξανδρινοί ανέπτυξαν, επίσης, την επιστήμη της ανατομίας, καθώς είχαν το πλεονέκτημα της μελέτης πολλών ειδών από το ζωολογικό πάρκο που βρισκόταν σύμφωνα με τις περιγραφές κοντά στη Βιβλιοθήκη, αλλά και παρατήρησης των μεθόδων ταρίχευσης, σύμφωνα με τα ταφικά έθιμα της Αιγύπτου. Ένας από τους πρώτους επιστήμονές της, ο Ηρόφιλος, συνέλεξε και συνέθεσε τον κώδικα του Ιπποκράτη και προχώρησε σε δικές του μελέτες. Αυτός πρώτος διαχώρισε τα νεύρα και τον εγκέφαλο ως ενιαίο σύστημα, καθόρισε τη λειτουργία της καρδιάς, την κυκλοφορία του αίματος και πιθανώς άλλα ανατομικά χαρακτηριστικά. Ο διάδοχός του Ερασίστρατοςσυγκεντρώθηκε στο πεπτικό σύστημα και τα αποτελέσματα της διατροφής και διατύπωσε τη θεωρία πως η διατροφή, τα νεύρα και ο εγκέφαλος επιδρούν στις νοητικές ασθένειες. Τελικά, κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο Γαληνός διεξήγαγε εκτενείς έρευνες, τις οποίες συνέθεσε σε δεκαπέντε βιβλία για την ανατομία και την τέχνη της ιατρικής.

 

Ο Αιγυπτιακός Τομέας

 

Όπως προαναφέρθηκε, ο σκοπός της Βιβλιοθήκης ήταν να συλλέξει όλη τη γνώση του γνωστού τότε κόσμου. Έτσι, ένα σημαντικό τμήμα της που χρειάζεται να αναφερθεί είναι ο αιγυπτιακός τομέας. Ο ιδρυτής της Δυναστείας των Πτολεμαίων συνειδητοποίησε πως μια προσεκτική μελέτη της Αιγύπτου και των κατοίκων της ήταν αναγκαία, προκειμένου να στεριώσει τη μοναρχία του σε μια σταθερή βάση. Ενθάρρυνε, λοιπόν, τους Αιγυπτίους ιερείς να συγκεντρώσουν τα αρχεία της παρελθούσας παράδοσης κληρονομιάς και να τα διαθέτουν στους Έλληνες επιστήμονες και ανθρώπους των γραμμάτων, τους οποίους προσκαλούσε στο βασίλειό του.

 

Ο Διόδωρος μας παρέχει μια περιγραφή του τι συνέβαινε στα πρώιμα στάδια της Βιβλιοθήκης. «Όχι μόνον», λέγει, «παρείχαν οι ιερείς τα αρχεία τους, αλλά πολλοί, επίσης, από τους Έλληνες που έφτασαν ως τις Θήβες συνέθεσαν ιστορίες της Αιγύπτου, ένας από τους οποίους ήταν ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης», (Διόδ. Ι. 46.8). Με τούτο το σχόλιο δύο ονόματα έρχονται κατά νου, ο Μανέθων και ο Εκαταίος. Ο Μανέθων είναι ο φημισμένος αρχιερέας της Ηλιούπολης, με μεγάλες γνώσεις για τις παραδόσεις της χώρας του. Ο Πτολεμαίος, μάλιστα, τον συμβουλεύτηκε για την υιοθέτηση του Σάραπι ως επίσημη θεότητα για τη νέα δυναστεία του. To έργο του Μανέθωνα ήταν να συλλέγει πληροφορίες από τα «ιερά αρχεία», έτσι ώστε να κατορθώσει να συνθέσει μια πλήρη αιγυπτιακή ιστορία στα Ελληνικά (Αιγυπτιακά), την οποία αφιέρωσε στον Πτολεμαίο Β’ (Διόδ. 1.87.1-5 και 88.4).

 

Εξαιτίας της αναμφισβήτητης γνώσης του για τη γλώσσα, αλλά και την ιστορία της Αιγύπτου, το πλήρες έργο του θα είε μοναδική σημασία για τις επόμενες γενιές. Δυστυχώς, όμως, σώθηκε μόνον αποσπασματικά. Παρόλα αυτά οι χρονολογικές ταξινομήσεις του για τις αιγυπτιακές δυναστείες και τους βασιλείς είναι ανυπολόγιστης αξίας για την αρχαιολογία και την ιστορία, όπως και η ταξινόμηση των Φαραώ σε τριάντα δυναστείες και τρεις μείζονες περιόδους, οι οποίες υιοθετούνται ακόμη από τους σύγχρονους Αιγυπτιολόγους. Όσον αφορά τον Εκαταίο, ήταν ένας από τους έλληνες συγγραφείς που προσκάλεσε ο Πτολεμαίος Α’ να μείνουν στη χώρα του και να γράψουν την ιστορία της. Τα Αιγυπτιακά του δε σώθηκαν ολοκληρωμένα, αλλά μεγάλα αποσπάσματά τους ενσωματώθηκαν στις «Ιστορίες» του Διόδωρου.

 

Εκτός από το μεγάλο όγκο των ελληνικών έργων και ένα πλήρη κώδικα των αιγυπτιακών αρχείων, υπάρχουν μαρτυρίες πως στη Βιβλιοθήκη ενσωματώθηκαν έργα από άλλα έθνη. Οι ανατολικές θρησκείες ασκούσαν ιδιαίτερη έλξη και σύμφωνα με τον Πλίνιο ένα πολύτομο έργο 2.000.000 γραμμών γράφτηκε από τον Έρμιππο. Ένα τόσο φιλόδοξο έργο ήταν δυνατό να αναληφθεί μόνον αν υπήρχε λεπτομερειακό υλικό στη Βιβλιοθήκη για τη μαζδαϊκή λατρεία. Επίσης, υπήρχαν βουδιστικά κείμενα, εξαιτίας των ανταλλαγών που έλαβαν χώρα ανάμεσα στον Ασόκα και τον Φιλάδελφο (Corp. Inscript.Indic. Ι. σελ. 48).

 

Η διανοητική περιέργεια και το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον αναμφίβολα ώθησαν τους λόγιους να μελετήσουν και να γράψουν για τις ανατολικές και τις αρχαίες θρησκείες, αλλά οι ουσιαστικοί λόγοι για τους οποίους έγιναν κάποιες μεταφράσεις, διακρίνονται στην προσπάθεια μετάφρασης της Παλαιάς Διαθήκης. Τούτη η μετάφραση από τα Εβραϊκά στα Ελληνικά ήταν πρακτικά αναγκαία για τη μεγάλη ιουδαϊκή κοινότητα της Αλεξάνδρειας, ήδη εξελληνισμένη κατά το τέλος του 3ου π.X.]]. Παρόλο που η συγκεκριμένη προσπάθεια ντύθηκε το μανδύα της υπερβολής και της θαυματουργίας, στην πραγματικότητα έγινε αποσπασματικά και κράτησε από τον 3ο ως τον 2ο π.Χ. αιώνα. To σημαντικό στην όλη περίπτωση είναι ότι ένα τέτοιο επίτευγμα έγινε δυνατό στην Αλεξάνδρεια, όπου το αρχειακό υλικό επέτρεψε την πραγματοποίησή του. ΗΜετάφραση των Εβδομήκοντα επιβίωσε ως το πολυτιμότερο έργο στην ιστορία των μεταφράσεων και είναι αναπόσπαστο κομμάτι όλων των βιβλικών μελετών.

 

Ρωμαϊκή και Αραβική Κατάκτηση

 

Αυτό το λαμπρό επίτευγμα του πολιτισμού δεν έμελλε να επιβιώσει. Η πρώτη μεγάλη καταστροφή έρχεται με την πολιορκία του Ιουλίου Καίσαρα στο Βρουχείον από τον Αχίλα. Θέλοντας να εμποδίσει τον αντίπαλό του από την ελεύθερη είσοδο στο λιμάνι, ο Ιούλιος Καίσαρας έκαψε το ρωμαϊκό του στόλο, αποτελούμενο από 72 πλοία, μαζί με εκείνα που κατασκευάζονταν στα ναυπηγεία. Η φωτιά μεταδόθηκε στην ξηρά στο λιμάνι και τότε κάηκε η βιβλιοθήκη του Βρουχείου. To γεγονός πιστοποιεί ο Σενέκας (De tranquillitate animiΙΧ), παραπέμποντας στον Τίτο Λίβιο, ο Πλούταρχος (Βίος Καίσαρος), ο Δίων Κάσσιος και ο Αμμιανός Μαρκελλίνος.

 

Έγιναν αρκετές προσπάθειες για την αποκατάσταση του ονόματος του Ιουλίου Καίσαρα, και κάποιες από αυτές ήταν πειστικές. Εκείνο που έχει σημασία, όμως, είναι το γεγονός πως από την εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης άρχισε η κατάπτωση και η καταστροφή. Όχι μόνον σταμάτησε η απόκτηση νέων χειρογράφων, αλλά τα πολυτιμότερα από αυτά έπαιρναν το δρόμο για τη Ρώμη. Οι μεγάλες ταραχές και συχνές πολιορκίες επιτάχυναν την αποσύνθεση. Η συμφορά επί Καρακάλλα είδαμε πως έπληξε ιδιαίτερα το Μουσείο. To 270 στην πολιορκία του Αυρηλιανού κατασκάφτηκε το μεγαλύτερο τμήμα του Βρουχείου. Με τη σειρά του στον Σουΐδα αναφέρεται πως ο Διοκλητιανός στο τέλος του 3ου αιώνα έλαβε νομοθετικά μέτρα για τη διοίκηση των βιβλιοθηκών και έδωσε εντολή να καούν τα χειρόγραφα που πραγματεύονταν την αιγυπτιακή χημεία.

 

Η δεύτερη καταστροφή συνέβη επί αυτοκράτορα Καρακάλλα. Ο Καρακάλλας, επιθυμώντας να εκδικηθεί τους Αλεξανδρινούς για τα δηκτικά τους σχόλια σε βάρος του, όχι μόνον κατέσφαξε όλη τη νεολαία της ευγενούς τάξης, αλλά και δήμευσε και την περιουσία του Μουσείου, του ενός από τα τρία φημολογούμενα κτίρια της Βιβλιοθήκης, έδιωξε τους σοφούς και κατέστρεψε τη βιβλιοθήκη. Ο Δίων Κάσσιος αναφέρει σχετικά «Και δη τους φιλοσόφους, τους Αριστοτελικούς ονομαζόμενους, τα τε άλλα δεινώς εμίσει, ώστε και τα βιβλία αυτού (του Αριστοτέλη) κατακαύσαι εθελήσαι και τα συσσίτια, α εν τη Αλεξανδρεία είχον, τας τε λοιπάς ωφελείας όσας εκαρπούντο αφείλετο» (OZ’ ζ’ 22). Ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος προσπάθησε να επανορθώσει τo αδίκημα, ανανεώνοντας τα συσσίτια και επιστρέφοντας όσα δημεύθηκαν, αλλά από τότε το Μουσείο άρχισε να οδηγείται προς την παρακμή, υφιστάμενο μάλιστα και την αντίπραξη της Κατηχητικής Σχολής.

 

Το 391, με παρακίνηση του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεόφιλου, καταστράφηκε ο ναός του Σέραπι, ως αποκορύφωμα του διατάγματος της 24ης Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου, επί Θεοδοσίου και σε μια περίοδο που ήδη αρκετά ιερά της υπαίθρου αλλά και μερικοί ναοί των πόλεων καταστράφηκαν από χριστιανούς. Στο Ελληνορωμαϊκό Μουσείο υπάρχουν τα τεκμήρια μιας μεγάλης καταστροφής. Έρχεται και η αραβική κατάκτηση το 642 , για να ολοκληρώσει την καταστροφή. Ο Αμπντούλ Φαράγκ, μονοφυσίτης επίσκοπος και ιστορικός του 13ου αιώνα αναφέρει τα εξής: O Ιωάννης Φιλόπονος (490-570 μ.Χ), περίφημος βιβλιόφιλος, εξαιτίας της εύνοιας που απολάμβανε από τον κατακτητή Αμρ ελ Ας, πέτυχε να του δοθούν όλα τα βιβλία της πόλης. Έδειξε τόσο μεγάλη χαρά και επαίνεσε τόσο την αξία των παπύρων, ώστε ο Αμρ ζήτησε και τη γνώμη του χαλίφη Ομάρ. «Αν περιέχουν αυτά τα χειρόγραφα ό,τι και τοΚοράνιο είναι περιττά. Αν περιέχουν πράγματα αντίθετα, τότε είναι επιζήμια», του απάντησε εκείνος. Διατάχθηκε, λοιπόν, να ριχτούν στην πυρά ως καύσιμη ύλη για τα τετρακόσια λουτρά της πόλης. To γεγονός επαναλαμβάνει μετά από μισό αιώνα περίπου ο Αμπντούλ Λατίφ, αργότερα ο Ιμπν αλ Κίφτι, ο Αμπούλ Φέντα κ.α.

 

Το Πρότυπο της Καταστροφής της Αλεξάνδρειας

 

Η Βιβλιοθήκη “η του Μουσείου” απετέλεσε το πρότυπο για την ίδρυση και την οργάνωση, αλλά και το κέντρον εφοδιασμού, μεταξύ άλλων, και της δημόσιας Βασιλικής Βιβλιοθήκης και του αντιγραφικού εργαστηρίου, που ιδρύθηκαν στην Κωνσταντινούπολη το 357, από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Β΄. Η σημασία του γεγονότος αυτού καθίσταται φανερή από το ότι η Βασιλική Βιβλιοθήκη παρείχε την υποδομή για την ανάπτυξη και τη λειτουργία του Πανεπιστημίου της Μαγναύρας στην Κωνσταντινούπολη, από τους πρώτους Βυζαντινούς χρόνους ως την Άλωση. Χάρη στο Πανεπιστήμιο αυτό διατηρήθηκαν οι κλασσικές σπουδές. Η μετακίνηση των σπουδών αυτών στη Δύση επροκάλεσε την Αναγέννηση.

 

Τα Αίτια Καταστροφής της Βιβλιοθήκης

 

Κατά την πολιορκία της Αλεξανδρείας από τον Καίσαρα, το 47 π.Χ., μεγάλο τμήμα της Βιβλιοθήκης του Μουσείου κατεστράφη, από πυρκαϊά. Για την αναπλήρωση των απωλειών ο Αντώνιος, το 41 π.Χ., μετέφερε στην Αλεξάνδρεια την Βιβλιοθήκη της Περγάμου. Η Βιβλιοθήκη του Σεραπείου υπέστη εκτεταμένες καταστροφές το 272. Προφανώς, κατόπιν του διατάγματος του αυτοκράτορος Θεοδοσίου (391), με το οποίον απαγορευόταν η λειτουργία ιερών και ιδρυμάτων της αρχαίας θρησκείας, η βιβλιοθήκη αυτή κατεστράφη ολοσχερώς από ζηλωτάς μοναχούς. Η εναπομείνασα Βιβλιοθήκη του Μουσείου κατεστράφη το 642, με την αραβική κατάκτηση της βυζαντινής Αιγύπτου. Η κατάκτηση αυτή εμπνεόταν από την ιδεολογία του ιερού ισλαμικού πολέμου των Αράβων κατά των απίστων (τζιχάντ), και πιθανόν στην ιδεολογία αυτήν να οφείλεται η τελική καταστροφή της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης. Νεώτεροι ερευνητές υποστηρίζουν ότι με την οριστική καταστροφή της βιβλιοθήκης αυτής, χάθηκαν τα 4/5 της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας.

 

Το Τέλος

 

Τι απέγιναν τα χειρόγραφα, όσα τουλάχιστον επιβίωσαν από την καταστροφή; Άλλα στάλθηκαν στη Ρώμη, άλλα βρέθηκαν στην κατοχή μοναστηριών και κατόπιν στις βιβλιοθήκες του Βυζαντίου, οι οποίοι τα διέσωσαν και αντέγραψαν απο πάπυρους σε περγαμηνές περί το 89%. Άλλα βρέθηκαν στην Πατριαρχική Βιβλιοθήκη του Καΐρου, άλλα τα έκρυψαν Άραβες λόγιοι για να τα γλιτώσουν από την καταστροφή, ενώ άλλα βρέθηκαν σε ιδιωτικές συλλογές. Αρκεί να αναφέρουμε πως ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις δώρισε στο βασιλιά της Αγγλίας Κάρολο Α’ τον περίφημο Αλεξανδρινό κώδικα, ένα πολύτιμο χειρόγραφο του 4ου αιώνα. Οι Αραβοχριστιανοί, έσωσαν και μετέφρασαν πολλά από τα ελληνικά συγγράμματα περί το 8% μέχρι την επέλεση του Ισλαάμ όπου και καταστράφηκαν πολλές λογοτεχνικές αντιγραφές επειδή κατηγορήθηκαν σαν αιρετικές και διεσώθησαν μόνο τα μαθηματικά και η αστρονομία.

 

Έτσι, η Βιβλιοθήκη τράβηξε το δρόμο της ως το τέλος μέσα από τις σφοδρές κοινωνικές, θρησκευτικές και πολιτικές αντιθέσεις ενός κόσμου που διαρκώς άλλαζε μορφή. Αν και δεν μπορούμε, λόγω έλλειψης στοιχείων, να είμαστε σίγουροι για την ακριβή χρονολογική σειρά των γεγονότων, είμάστε βέβαιοι πως στις πηγές από τις οποίες αντλούμε τη γνώση μας κρύβεται ένα κομμάτι από την αλήθεια. Η Βιβλιοθήκη δεν άντεξε μπρος στο κύμα των κοινωνικών αλλαγών που συντελέστηκαν σε εκείνη την εποχή. To χειρότερο από όλα είναι ότι κανείς από τους εχθρούς της δε στάθηκε δυνατό να εκτιμήσει την πραγματική αξία της. Οι χριστιανοί λόγιοι πολύ αργότερα κατάλαβαν τι έγινε και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να διασώσουν τα λιγοστά ψήγματα που απέμειναν με μια μνημειώδη προσπάθεια αντιγραφής κειμένων στις μοναστικές βιβλιοθήκες, το ίδιο και οι Άραβες.

 

Βέβαια, κανείς δεν είναι σε θέση να καταγγείλει τον ένα και μοναδικό υπεύθυνο της καταστροφής της περίφημης βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Ίσως επειδή τελικά, ο υπεύθυνος δεν ήταν μόνο ένας αλλά η καταστροφή της έγινε σταδιακά, ξεκινώντας από την πυρκαγιά επί Ιουλίου Καίσαρα το 48 π.Χ. και με πιθανή οριστική χρονολογία το 297 μ.Χ. επί αυτοκράτορα Αυρηλιανού. Τότε φαίνεται να έρχεται πραγματικά το τέλος της μεγάλης βιβλιοθήκης, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης ανάμεσα στη Ζηνοβία και τον Αυρηλιανό, οπότε, όπως γράφει ο Αμμιανός, η Αλεξάνδρεια έχασε τη συνοικία (amisit regionem) του Βρουχείου: «quae Bruchion appellabatur, diuturnum praestantium hominum domicilium» (XXII, 16, 15). Και όπως παρατηρεί λίγα χρόνια αργότερα ο Επιφάνιος, άλλοτε στη συνοικία αυτή υπήρχε η βιβλιοθήκη «και τώρα η έρημος» (PG 43,249C-252A).

 

Μία από τις πιο γνωστές μαρτυρίες για τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας προέρχεται από το 1780 περίπου και είναι αυτή του σημαντικού ιστορικού και οπαδού του Διαφωτισμού, Έντουαρντ Γκίμπον ο οποίος για την καταστροφή κατηγόρησε αποκλειστικά τους χριστιανούς κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 391 μ.Χ. επί επισκόπου Θεοφίλου. Ιστορικοί που διακρίνουν στοιχεία προκατάληψης από τον Γκίμπον ενάντια στον Xριστιανισμό, θεωρούν ότι ο Γκίμπον, από εσφαλμένη εκτίμηση, συνέχεε τη βασιλική βιβλιοθήκη με εκείνη που βρισκόταν κοντά στον ναό του Σέραπι. Σχετικά με τις αναφορές του Γκίμπον για το θέμα αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι σε μια αντίστοιχη περίπτωση της ιστορίας, με ευκολία αθώωνε τους Άραβες για την μεγάλη μαρτυρούμενη καταστροφή βιβλίων στην Αλεξάνδρεια στις αρχές του 7ου αιώνα και είναι ενδεικτικό ένα απόσπασμα στο οποίο υπερασπίζει τους Άραβες:

 

«Αν όμως, οι ογκώδεις τόμοι των διχογνωμιστών, αρειανών και μονοφυσιτών, χρησιμοποιήθηκαν πραγματικά για τη θέρμανση των δημόσιων λουτρών, ο φιλόσοφος θα παραδεχτεί χαμογελώντας ότι εντέλει θυσιάστηκαν για το καλό της ανθρωπότητας».

 

Νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας

 

Με τον όρο Νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, ή bibliotheca alexandrina εννοείται η προσπάθεια αναβίωσης της αρχαίας Βιβλιοθήκης στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτουυπό την αιγίδα της UNESCO και της αιγυπτιακής κυβέρνησης.

 

Από το 2002 που έγινε η έναρξή της η Νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας προμηθεύει την παγκόσμια ακαδημαϊκή κοινότητα και κάθε ενδιαφερόμενο που μπορεί να έχει πρόσβαση στα αρχεία της με μοναδικές συλλογές γνώσης πάνω σε θέματα αρχαίων και μεσαιωνικών πολιτισμών, καθώς και σύγχρονων επιστημών και προσφέρει τα μέσα για κοινωνικές και οικονομικές μελέτες σε τοπικό, διεθνές και παγκόσμιο επίπεδο.

 

Τοπογραφία

 

Η Νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας βρίσκεται παράλληλα στη Σχολή Τεχνών τουΠανεπιστημίου της Αλεξάνδρειας και κοιτάζει προς τη Μεσόγειο με τη βόρεια πλευρά της. Η περιοχή της Σελσέλα, όπως ονομάζεται, είναι σχεδόν η ίδια περιοχή με εκείνη την οποία καταλάμβανε η αρχαία βιβλιοθήκη. Στην περιοχή του Βρουχίου αποκαλύφθηκαν αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία φιλοξενούνται πλέον στο Μουσείο της Βιβλιοθήκης. Η θέα προς τον ανατολικό λιμένα αποκαλύπτει τo παλιό φρούριο των Μαμελούκων στο Καΐτ Μπέι, το οποίο χτίστηκε το 1480, πάνω στα χαλάσματα του περίφημου Φάρου.

 

Η Βιβλιοθήκη σχεδιάστηκε έτσι ώστε να συγκλίνει προς τη θάλασσα, ενώ ένα τμήμα της είναι βυθισμένο σε μια δεξαμενή νερού, έτσι ώστε να συμβολίζει τον αρχαίο αιγυπτιακό ήλιο που προβάλλει από τη θάλασσα. Η επικλινής στέγη του οικοδομήματος επιτρέπει την έμμεση χρήση του ηλιακού φωτός στα περισσότερα τμήματα της βιβλιοθήκης και ταυτόχρονα δίνει καθαρή θέα προς τη θάλασσα. Σχεδιασμένος σαν βέλος ένας αεροδιάδρομος ενώνει τη βιβλιοθήκη με το Πανεπιστήμιο, ενώ όλο το κτίριο είναι περιτειχισμένο με πέτρα από γρανίτη του Ασουάν, πάνω στον οποίο είναι σχεδιασμένα καλλιγραφικά γράμματα και αντιπροσωπευτικές επιγραφές από όλους τους πολιτισμούς του κόσμου. Στην ουσία ο όλος σχεδιασμός αποδίδει την κληρονομιά του παρελθόντος και την αναβίωση μιας πολιτισμικής ακτινοβολίας που αγγίζει και τις πιο μακρινές γωνιές του κόσμου. Η βιβλιοθήκη καλύπτει μια συνολική περιοχή 40.000 ενώ το συνολικό εμβαδόν των ορόφων της καλύπτει τα 69.000 μ2. Έχει 13 ορόφους μέσα στους οποίους υπάρχουν 3.500 θέσεις μελέτης, 8.000.000 τόμοι (προς το παρόν), 50.000 χάρτες, 100.000 χειρόγραφα, 30 βάσεις δεδομένων, 10.000 σπάνιες εκδόσεις, 200.000 δίσκοι και μαγνητοταινίες με μουσικά θέματα, 50.000 βίντεο και 578 εργαζόμενοι (προς το παρόν).

 

Οπωσδήποτε οι αριθμοί θα αλλάξουν δραστικά μέσα στην επόμενη δεκαετία, καθώς αναμένεται μεγαλύτερη ανταπόκριση από τις κυβερνήσεις για οικονομική και σε είδος βοήθεια, αυστηρά σε θέματα ανάπτυξης της βιβλιοθήκης. Στο όλο σύμπλεγμα τέλος περιλαβάνεται συνεδριακό κέντρο με 3.200 θέσεις, μουσείο επιστημών, πλανητάριο, σχολή πληροφορικής, ινστιτούτο καλλιγραφίας και μουσείο. (ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ)

 

Πηγή: Εκπαιδευτική ιστοσελίδα του Μάνου Ελευθερίου

Ταξίδι στην αρχαία Ελλάδα

https://www.facebook.com

ΟΙ ΚΕΛΤΕΣ

celts

Οι Κέλτες (= οι κρυφοί) ήταν ομάδα αποτελούμενη από πολιτισμικά συγγενικούς λαούς, κυρίως Γαλάτες – Ίβηρες – Βρετανούς – Τεύτονες – Κίμβρους, οι οποίοι κατέλαβαν το μεγαλύτερο τμήμα της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης βορείως του υπάρχοντος Ελληνορωμαϊκού κόσμου, με κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά τις Κελτικές διαλέκτους, οι οποίες αποτελούσαν κατηγορία Ευρωπαϊκών γλωσσών και την θρησκεία (πολυθεϊσμός).

Χάρτης Κελτικών φυλών της Ευρώπης

Χάρτης Κελτικών φυλών της Ευρώπης

Η εμφάνιση των Κελτών στην Ανατολική Ευρώπη χρονολογείται περί το 1000 – 800 π.Χ., αν και πρόσφατες έρευνες – ανασκαφές καταδεικνύουν ότι πολιτισμοί της 2ης χιλιετίας προ Χριστού στη Σιβηρία και Βόρεια Μογγολία ίσως σχετίζονται με τους Κέλτες. Επιπλέον η ικανότητα των Κελτών στην ιππασία, σε συνδυασμό με την τάση να ταξιδεύουν σε μεγάλες αποστάσεις, προσδίδουν στους ανωτέρω συσχετισμούς επιπλέον αξιοπιστία.

Κοινωνία – Θρησκεία – Τέχνη

Η δομή της Κελτικής κοινωνίας ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τις πολεμικές δραστηριότητες, καθότι η ανάγκη επιβίωσης καθιστούσε επιτακτική την πολεμική οργάνωση, λόγω των συχνών μετακινήσεων.

Η Κελτική κοινωνία ήταν ιεραρχικά δομημένη σε τάξεις. Τις φυλές κυβερνούσαν βασιλείς και οι πολιτικοί θεσμοί διακρίνονταν για την πλαστικότητά (αρμονία) τους. Σύμφωνα με Ρωμαϊκές και Ιρλανδικές πηγές, η Κελτική κοινωνία διαιρείτο σε τρεις ομάδες: μια πολεμική αριστοκρατία, μια τάξη διανοητών στην οποία περιλαμβάνονταν οι Δρυίδες, οι ποιητές και οι δικαστές και μια τρίτη στην οποία εντάσσονταν οι υπόλοιποι.

Θεμελιώδεις πυλώνες της Κελτικής κοινωνίας ήταν η φυλή και η συγγένεια. Η εθνική ταυτότητα καθοριζόταν από την ευρύτερη φυλετική ομάδα που ονομαζόταν τουάθ (tuath = λαός στα Ιρλανδικά) αλλά στηριζόταν στην μικρότερη οργανωτική ομάδα συγγένειας, την πατριά που ονομαζόταν κενέντλ (ke-na-dl ή kindred=συγγένεια στα Ιρλανδικά). Η πατριά ήταν εκείνη που παρείχε την ταυτότητα και την προστασία, καθώς καθήκον της ήταν να προστατεύει τα άτομα…….σημειωτέον ότι τα εγκλήματα κατά του ατόμου δικάζονταν ενώπιον όλης της πατριάς. Ένας από τους προεξέχοντες θεσμούς μεταξύ των Κελτών ήταν οι διαμάχες αίματος (βεντέτες) στις οποίες η δολοφονία, ή η προσβολή ενάντια σε ένα άτομο απαιτούσε από ολόκληρη την πατριά να ζητήσει την βίαιη τιμωρία.

Στην Κελτική κοινωνία, παρόλο που το σημείο αναφοράς ήταν μια αριστοκρατία πολεμιστών, εντούτοις η θέση των γυναικών ήταν αρκετά υψηλή. Στις πρώιμες περιόδους οι γυναίκες συμμετείχαν στις εχθροπραξίες και στην ιερατική βασιλεία. Διαδραμάτιζαν σε μεγάλο βαθμό υποστηρικτικό ρόλο στις Κελτικές μάχες, προετοιμάζοντας το στρατόπεδο και φροντίζοντας τους πολεμιστές. Υπάρχουν αναφορές σύμφωνα με τις οποίες οι γυναίκες επιτίθεντο στους Ρωμαίους πριν αυτοί εκδηλώσουν εφόδους στα στρατόπεδα – καταυλισμούς με σκοπό να προστατεύσουν τα παιδιά τους. Παρόλο που αργότερα οι Κέλτες υιοθέτησαν το πατριαρχικό πρότυπο, διατήρησαν στη μυθολογία και λογοτεχνία τους, αναφορές γυναικών που αναδείχθηκαν ως ηγέτιδες και πολεμίστριες.

Γαλατική απεικόνιση Δρυίδη

Γαλατική απεικόνιση Δρυίδη

Η θρησκεία ήταν πολυθεϊστική και κύριοι λειτουργοί αυτής ήσαν οι Δρυίδες (ονομασία προερχόμενη από το ιερό δένδρο των Κελτών την βελανιδιά – δρυ, ή από λέξη της Γαλατικής διαλέκτου) οι οποίοι ήσαν ένα είδος διανοητών & ιερέων. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι θεοί τους «εμφανίζοντο» πάντα σε μορφή τριάδας, γεγονός που συνέβαλλε αργότερα στην ευκολότερη αποδοχή της Χριστιανικής θρησκείας. O Κελτικός πολυθεϊσμός περιελάμβανε κοινές αλλά και φυλετικές θεότητες οι οποίες ελατρεύοντο από τις Γαλατικές (περιοχές Γαλλίας – Γερμανίας – Βελγίου) – Βρυθονικές (περιοχές Μεγ. Βρετανίας και Βρετάνης) Ουαλικές (Ουαλία)  – Γαλικιακές (Ιρλανδία) και Κελτιβηριανές (Πορτογαλία – Ισπανία) φυλές αντίστοιχα.

Οι κυριότεροι θεοί και αντίστοιχες ιδιότητες ήσαν οι κάτωθι:

Alaunus (Fin) – ίασης και προφητείας

Ambisagrus – κεραυνού και αστραπής

Ankou

Ankou

Ankou – θανάτου

Atepomarus – έφιππος θεός

Arausio – των υδάτων

Barinthus (Manannán mac Lir) – θάλασσας

Belatucadros – πολέμου

Belenus – ίασης

Buxenus – μικρών δένδρων

Camulus (Camulus, Camalos) – πολέμου και του ουρανού

Cissonius

Cissonius

Cissonius (Cisonius, Cesonius) – εμπορίου

Mars Cnabetius – πολέμου

Cocidius – πολέμου

Condatis – των συμβολών των ποταμών

Contrebis (Contrebis, Contrebus) – πόλεων

Dii Casses – άρνησης

Dis Pater (Dispater) – κάτω κόσμου

Fagus – θεός της οξιάς

Genii Cucullati – πνευμάτων

Grannus – ίασης και πηγών

Icaunus – ποταμών

Iovantucarus – νεότητας

Lenus – ίασης

Leucetios (Leucetius) – κεραυνού

Lugus, δημιουργίας και μάθησης

Luxovius (Luxovius) – αστικών υδάτων

Maponos (Maponus) – νεότητας

Moritasgus – ίασης

Nemausus – θεότητα της Νιμ (πόλη της Νότιας Γαλλίας)

Nodens (Nudens, Nodons) – ίασης, θάλασσας, κυνηγιού και σκύλων

Robor – βελανιδιών

Rudianos – πολέμου

Segomo – πολέμου

Smertius

Smertius

Smertrios (Smertios, Smertius) – πολέμου

Sucellus

Sucellos (Sucellus, Sucellos) – αγάπης και χρόνου

Taranis

Taranis

Taranis – κεραυνού

Toutatis (Caturix, Teutates) – προστάτης θεός των Γαλατών

Vindonnus – κυνηγιού και ίασης

Vosegus – θεότητα των Βοσγίων ορέων (οροσειρά ΒΑ Γαλλίας)

Γυναικείες θεότητες

Abnoba – ποταμών και δασών

Adsullata – θεά του ποταμού Savubalabada

Agrona – πολέμου

Andarta – πολέμου

Andraste – νίκης

Arduinna – του δάσους των Αρδεννών

Artio – αρκούδας

Aveta – μητρική θεότητα που σχετίζεται με το τρεχούμενο νερό – πηγές στην Γερμανία

Belisama – λίμνες και ποτάμια, φωτιά, βιοτεχνία και φως, σύζυγος της Belenus

Clota – προστάτιδα θεά του ποταμού Clyde

Coventina – πηγάδια και πηγές

Damara – θεά της γονιμότητας

Dea Matrona – Θεία Μητέρα και θεά του ποταμού Μάρνη στη Γαλατία

Dea Sequana – θεά του Σηκουάνα

Debranua – θεά της ταχύτητας και λίπους

Epona – θεά της γονιμότητας, προστάτιδα αλόγων, όνων και ημιόνων.

Erecura – θεά της γης

Icovellauna – υδάτινη θεότητα

Ιστορικά στοιχεία

Με μοναδική εμπειρία στην ιππική τέχνη οι Κέλτες υπήρξαν ειδήμονες στην κατασκευή – χρήση αρμάτων γεγονός που τους προσέδωσε φήμη τρομερών αντιπάλων στις μάχες. Πρόκειται για τους φοβερούς μαχητές, οι οποίοι λεηλάτησαν τη Ρώμη το 390 π.Χ. Η πρώτη μεγάλη ηγέτης των Κελτών ήταν η Boadicea (ή Boudicca ή Buddug) βασίλισσα της Κελτικής φυλής Iceni η οποία επαναστάτησε κατά της Ρωμαϊκής κυριαρχίας το 60 – 61 μ.Χ και της οποίας ο βαρύς χάλκινος ανάγλυφος θώρακας χρονολογείται στην χρονική περίοδο, μεταξύ  ύστερης εποχής του Χαλκού και πρώιμης εποχής του σιδήρου.

Η Boadicea αγορεύει_πίνακας του John_Opie_Πινακοθήκη Λονδίνου_wiki commons

Η Boadicea αγορεύει_πίνακας του John_Opie_Πινακοθήκη Λονδίνου_wiki commons

Ο εν λόγω θώρακας αν και κατασκευασμένος πριν αρκετούς αιώνες είναι πολύτιμος και πιθανώς να αποτελεί οικογενειακό κειμήλιο. Τα ενώτια (σκουλαρίκια) είναι αντίγραφα  – μινιατούρες της Κελτικής ασπίδας και ίσως χρησίμευσαν ως πρότυπο για την αντίστοιχη Ρωμαϊκή ασπίδα. Οι οπαδοί της Boadicea είναι πιθανότητα Κέλτες λόγω της ενδυμασίας τους (tartan) αλλά o ρουχισμός τους είναι μάλλον μονότονος.

Χρυσό περιλαίμιο (torque) 460 π.Χ_πηγή wikipedia

Η Κελτική ένδυση χαρακτηρίζεται από φωτεινά χρώματα και τολμηρά σχέδια, ιδιαίτερα ρίγες και υφάνσεις σκακιέρας, όπως οι σκωτσέζικες φούστες (kilts) που αποτελούν μεταγενέστερη επινόηση, καθότι οι άνδρες όπως όλοι οι «βάρβαροι» φορούσαν παντελόνια. Χαρακτηριστικά της εμφάνισης τους ήσαν τα μεγάλα μουστάκια και οι πολεμιστές μερικές φορές έλουζαν τα μαλλιά τους με ασβέστη και κατόπιν τα έπλεκαν σε κοτσίδες. Επιπλέον η τάση των Κελτών για επίδειξη εκδηλωνόταν φορώντας περιβραχιόνια (armlets) και περιδέραια (torques) τα οποία ήσαν κατασκευασμένα από χρυσό, ασήμι, χαλκό, ή κράμα μετάλλων και τις περισσότερες φορές αποτελούσαν καλλιτεχνικά αριστουργήματα.

Σκωτσέζοι μισθοφόροι του 30ετούς πολέμου με κίλτ

Παρόλο που οι Κέλτες ήσαν εξαιρετικοί ιππείς, κατά κύριο λόγο πολεμούσαν πεζοί, με τους ευγενείς και τους υπηρέτες να παρέχουν υποστήριξη έφιπποι. Τα βρετανικά άρματα απετέλεσαν έκπληξη για τους Ρωμαίους, δεδομένου ότι δεν χρησιμοποιούντο πλέον στη Γαλατία. Το άρμα της Boadicea ήταν πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που χρησιμοποιείτο από τους Βρετανούς, ήταν ελαφρύτερο, με καμπίνα ενός τετραγωνικού μέτρου και ρόδες διαμέτρου 90 εκ. Ο Καίσαρ ήταν εντυπωσιασμένος από την επιδεξιότητα των αρματιστών και την ικανότητά τους να εκτελούν γρήγορους ελιγμούς ακόμη και σε πλαγιές. Ο ηνίοχος συχνά κατηύθυνε το όχημα στεκόμενος μεταξύ των αλόγων, ενώ ο πολεμιστής πίσω του εκσφενδόνιζε ακόντια κατά του εχθρού πριν την συμπλοκή σώμα με σώμα.

Κελτικό κράνος_μουσείο Λονδίνου

Κελτικό τελετουργικό κράνος_μουσείο Λονδίνου

Οι Κέλτες σιδηρουργοί  – κατασκευαστές οπλισμού, θεωρούντο ως οι καλύτεροι στον αρχαίο κόσμο. Οι φολιδωτοί θώρακες ήσαν πιθανώς Κελτική εφεύρεση και τα σιδερένια κράνη τους σύντομα υιοθετήθηκαν από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες. Αυτά τα κράνη με το χαρακτηριστικό «φρύδι» ως διακόσμηση φορέθηκαν από αρκετούς πολεμιστές, παρόλο που η ολόσωμη πανοπλία περιοριζόταν κυρίως στους άρχοντες και τους έμπιστους οπαδούς. Οι περισσότεροι Κέλτες πολεμιστές όσον αφορά στην προστασία τους βασιζόντουσαν μόνο στην ασπίδα και την ευκινησία τους. Επίσης χρησιμοποιούσαν λόγχες και μια ποικιλία από βαλλιστικά όπλα, αλλά κύριο όπλο ήταν το ξίφος, με μήκος περίπου 90 εκατοστών το οποίο χρησιμοποιείτο αποκλειστικά ως όπλο περικοπής. Ήσαν δε τόσο επιδέξιοι στο χειρισμό του που ορισμένοι πολεμιστές ήσαν ικανοί να αποκρούσουν τα Ρωμαϊκά ακόντια με τα ξίφη τους. Οι Κέλτες ήταν φανατικοί κυνηγοί κεφαλών και συχνά σταματούσαν εν μέσω της μάχης για να αποκεφαλίσουν τους εχθρούς. Μια άλλη ιδιαιτερότητα που παρουσίαζαν ήταν ότι ορισμένες φορές πολεμούσαν γυμνοί φέροντας μόνο κράνος και ασπίδα. Η αιτία για αυτό παραμένει άγνωστη……….ίσως είχε κάποια τελετουργική σημασία, ή ίσως αποτελούσε ένδειξη γενναιότητας ή κομπασμού.

Οι Ρωμαίοι δεν άργησαν να προσαρμοστούν στις Κελτικές τακτικές μάχης, οι οποίες κατά κύριο λόγο περιελάμβαναν «κατά μέτωπον» επιθέσεις συνοδευόμενες από κραυγές (ψυχολογική επίδραση στον εχθρό).

Ο Καίσαρ προκειμένου να υποτάξει τους Κέλτες και ιδιαίτερα τους Γαλάτες χρησιμοποίησε την προσφιλή του στρατηγική, στρέφοντας τη μία φυλή εναντίον της άλλης, εφαρμόζοντας την τακτική του «διαίρει και βασίλευε». Όταν οι Γαλάτες κάποια στιγμή ενώθηκαν τελικά υπό τον ευγενή Vercingetorix, ήταν ήδη πολύ αργά για τα Κελτικά φύλα.

Άγαλμα του Vercingetorix στο Clermont Γαλλίας

Άγαλμα του Vercingetorix στο Clermont Γαλλίας

Αφού υπέστη ένα σοβαρό πλήγμα στην Gergovia το 53 π.Χ, το επόμενο έτος ο Καίσαρ ήταν σε θέση να εγκλωβίσει τον Vercingetorix και τις δυνάμεις του, στην κορυφή ενός λόφου της Αλέσια. Παρά τις συνεχείς επιθέσεις του Γαλατικού στρατού τελικά ο Καίσαρας ανάγκασε τους στρατιώτες να παραδοθούν και η Γαλατία υπέκυψε επιτέλους στη Ρώμη. Ο Vercingetorix πέρασε έξι ολόκληρα χρόνια αλυσοδεμένος πριν καταλήξει στραγγαλισμένος. Οι ίδιες τακτικές φυλετικών διασπάσεων εφαρμόσθηκαν κατά την εισβολή των Ρωμαίων στην Βρετάνη το 43 μ.Χ, αν και οι εκεί Κέλτες ουδέποτε υποτάχθηκαν εξ ολοκλήρου.

Πηγή:http://chilonas.wordpress.com