Ορμώμενες από την καταπληκτική δουλειά της συναδέλφου Καλλιόπης και των παιδιών της στο blog της οποίας είναι αναρτημένη, popi-it , διαβάσαμε την ιστορία του Παντελή και των φίλων του που είχε πολλά κοινά στοιχεία με την ιστορία του πολυτεχνείου. Το βιβλίο της ιστορίας του Παντελή βασίζεται σε πίνακες του γνωστού ζωγράφου και χαράκτη Γ.Γαΐτη.
( Γιάννης Γαΐτης: Μαθητής του Κωνσταντίνου Παρθένη και Ιωάννη Φιλιππότη στην ΑΣΚΤ (1942-1944) και με συμφοιτητές τον Τέτση, τον Μιγάδη, τον Δανιήλ, τον Μολφέση και τον στενό του φίλο Γιάννη Μαλτέζο, ο Γιάννης Γαΐτης με καταγωγή από την Τήνο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1923 και πέθανε το 1984, έξι μόλις μέρες μετά τα εγκαίνια της αναδρομικής έκθεσης του έργου του, στην Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών. Ανήκοντας στη γενιά που έτρεχε με λαχτάρα στο νεοσύστατο τότε θέατρο του Καρόλου Κουν, ο νεαρός Γαΐτης κάνει την πρώτη του έκθεση το 1944 όπου οι μετα-ιμπρεσιονιστικές επιρροές ήταν εμφανείς. Στον Εμφύλιο λόγω πολιτικών πεποιθήσεων κρύβεται για ένα διάστημα στο σπίτι του θείου του στην Κηφισιά (στην κατοχή έγραφε συνθήματα σε τοίχους και συμμετείχε και στην ΕΠΟΝ). Επί 3 συνεχόμενες χρονιές εκθέτει στον λογοτεχνικό όμιλο Παρνασσός, ώσπου το 1947, οι 34 πίνακές του σαφώς επηρεασμένοι από τον κυβισμό και τον υπερρεαλισμό δημιουργούν μεγάλο σκάνδαλο και την καθολική απόρριψη του κοινού. Στην Ελλάδα, ως πρωτοεμφανιζόμενος καλλιτέχνης στην Αθήνα των δεκαετιών ’40 και ’50 δεν έτυχε θερμής υποδοχής. Όντας ανάμεσα σε αυτούς τους Έλληνες καλλιτέχνες που δεν θέλησαν να μπουν στο παιχνίδι του συγκερασμού της μοντέρνας τέχνης με την ελληνική παράδοση, τον θεωρούσαν τρελό.Από τους λίγους που τον στηρίζουν είναι ο Οδυσσέας Ελύτης μέσα από τις σελίδες της Καθημερινής.
Το 1954 φεύγει για Παρίσι (γράφοντας στους φίλους «Στην Ελλάδα ήμουν είκοσι χρόνια μπροστά, εδώ είμαι είκοσι χρόνια πίσω») όπου και θα μείνει μέχρι το 1974. Στην πόλη του φωτός, παρακολουθεί μαθήματα στην Académie de la Grande Chaumiére και πειραματίζεται με ποικίλα εικαστικά ρεύματα της εποχής, όπως ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός, ο σουρεαλισμός και ο κυβισμός. Ο Γάλλος κριτικός Ζακ Υστ, έγραφε: «Με το Γαΐτη, όπως στον Βαν Γκογκ τα πράγματα έχουν ένα νόημα βασανιστικό και όπως στον Πικάσο και τους σουρεαλιστές παραμορφώνονται έτσι που με το να γίνονται παράξενα μας αγγίζουν περισσότερο».
Συναναστρέφεται τους Μαλτέζο, Κεσσανλή, Τσόκλη και Τσίγκο, όπου ο τελευταίος τον επηρέασε με την άμορφη ζωγραφική του για ένα διάστημα. Σιγά σιγά ο Γαΐτης έφυγε από την επιρροή του και στράφηκε σταδιακά στον γεωμετρικό κόσμο του και το 1967 στο έργο του «Μια ιστορία» πρωταγωνιστεί το ανώνυμο ανθρωπάκι, με το οποίο καθιερώνεται γνωστός στο ευρύ κοινό. Συμπιεσμένα σε σαρδελοκούτια, καθισμένα σε καρέκλες, άλλoτε να εμφανίζονται σε ανώνυμα πλήθη, σε κηδείες, διαλέξεις, ποδοσφαιρικούς αγώνες, ομοιόμορφα και ανώνυμα, τα ανθρωπάκια του Γαΐτη εκφράζουν την υπαρξιακή μοναξιά των ανθρώπων που οφείλεται στον καταναλωτισμό και τη μαζικοποίηση της σύγχρονης κοινωνίας.
Στα έργα της πρώιμης περιόδου του, τα «ανθρωπάκια» είναι σαν να φορούν ένα σιδερένιο προσωπείο, πίσω από τα κάγκελα του οποίου τα βλέμματά τους φαίνονται στριμωγμένα και ανήσυχα. Αργότερα θέλοντας να κάνει μια κριτική στη σκοτεινή πολιτική σκηνή της Ελλάδας του ’60, το σύμβολο περνά στην τελική φάση σύνθεσης της στερεότυπης μορφής του. Αποκτά γραβάτα και καπελάκι , ενώ στην έκφρασή του προστίθεται η πίκρα μιας προαναγγελόμενης ολοκληρωτικής απομόνωσης και μια κόπωση από την αναμονή για κάτι που τελικά δεν πρόκειται να συμβεί. Στην τελική τους φάση τα «ανθρωπάκια» γίνονται πιο αινιγματικά.
«Θέλω πάρα πολύ να εξηγήσω τη δουλειά μου […] υπάρχουν ειδικοί που μπορούν να κάνουν αυτήν τη δουλειά […] αλλά εγώ νομίζω έχω πιο πολύ δικαίωμα να μιλήσω για τα Ανθρωπάκια, αυτά τα οποία είναι ξύλινα βέβαια, αλλά αληθινά Ανθρωπάκια. Δηλαδή είναι τα Ανθρωπάκια τού σήμερα, είναι το κατεστημένο και το ίδιο το Ανθρωπάκι αυτό αντιδρά στο κατεστημένο.
Οι άνθρωποι, τα Ανθρωπάκια που λέω, το κατεστημένο, έφτασε σ’ ένα σημείο όπου δεν παίρνει άλλο να πάει πιο μακριά […] γίνανε ένα νούμερο και τίποτα παραπάνω. Εδώ εγώ κάνω μια μαρτυρία και σας λέω: Φροντίστε να σωθείτε, να σωθούμε. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο εγώ εκτός απ’ αυτήν τη μαρτυρία». ?«Μονόγραμμα» ΕΡΤ2, Γιάννης Γαΐτης, Νοέμβριος 1984
Ο Γαΐτης επηρεάστηκε επίσης κι από τον υπερρεαλισμό και την pop art. Στο απόγειο της δόξας του, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, έκανε εκθέσεις σε όλο τον κόσμο. Οι ατομικές του εκθέσεις είναι 92, οι ομαδικές φτάνουν τις 93 και οι διεθνείς συμμετοχές τις 38. Το σύνολο των έργων του είναι περίπου 4.000, τα οποία υπάρχουν σε μουσεία της Ευρώπης, της Β. και Ν. Αμερικής, της Ιαπωνίας, της Κύπρου, του Ισραήλ, καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές. ( οι πληροφορίες είναι από εδώ))
Διαβάσαμε την ιστορία,παρατηρήσαμε τους πίνακες , τους αναλύσαμε, ποιοι είναι οι εμφανιζόμενοι, τι ρούχα φορούν, ποια στάση του σώματος έχουν, που βρίσκονται,κ.α. Τα παιδιά αναδιηγήθηκαν την ιστορία με τη βοήθεια των πινάκων και συζητήσαμε για το νόημά της και τα μηνύματα που βγάζει.
Δεν άργησαν να συνδέσουν την ιστορία του Παντελή με αυτή του Πολυτεχνείου. Στους πίνακες του Γαΐτη βρήκαν το δικτάτορα,τους φόβους που αυτός δημιουργούσε, την έλλειψη της ελευθερίας των κατοίκων της ασπρόμαυρης πόλης, τη διαμαρτυρία των πολιτών για την άσχημη κατάσταση που βίωναν, το σχέδιο δράσης για την απαλλαγή τους από το στρατηγό και το αίσιο τέλος της αποκατάστασης της ελευθερίας και της χαράς με τη φυγή του στρατηγού.
Ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε κι εμείς το βιβλίο του Παντελή , βάζοντας τη δική μας πινελιά. Κόψαμε όλους τους πίνακες της ιστορίας στη μέση και τα παιδιά σαν άλλοι ΄΄Γαΐτηδες΄΄ τους συμπληρώνουν με τη δική τους άποψη!!!! Είναι μια τεχνική που την έχουμε εφαρμόσει και σε παλιότερες χρονιές ,για την κατασκευή ημερολογίων, χρησιμοποιώντας γνωστούς πίνακες Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών. Μέσω αυτής της δραστηριότητας τα παιδιά έρχονται σε επαφή με την εικαστική τέχνη, μια μορφή πολιτισμού,γνωρίζουν σημαντικούς πίνακες , μαθαίνουν να ξεχωρίζουν τις τεχνοτροπίες του κάθε καλλιτέχνη και κατανοούν την αξία και την προσφορά του καθενός στις κοινωνίες μας.
Τα φύλλα εργασίας τροποποιημένα από το πρωτότυπο:
Επίσης τα παιδιά δημιούργησαν τους φοβισμένους κατοίκους της πόλης με τη δικτατορία και τους χαρούμενους της πόλης με τη δημοκρατία. Έγραψαν τις λέξεις στ’ αντίστοιχα κουτιά και τ’ ανάλογα συναισθήματα των κατοίκων.
Το φύλλο εργασίας μας:
Τέλος παρακολουθήσαμε ένα βίντεο για το Πολυτεχνείο μέσα από τα μάτια μιας γάτας……..
Πρόσφατα σχόλια