Απομαγνητοφώνηση από ομιλία του καθηγητή Φιλοσοφίας Κάλφα Βασίλη από βίντεο στο διαδίκτυο, χωρίς την επίσημη άδεια του, αλλά με απέραντο θαυμασμό.
Θα πάμε λοιπόν στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη
και θα διαβάσουμε, θα σχολιάσουμε, θα αναλύσουμε
δύο πολύ γνωστά, απ’ τη μια πλευρά, αλλά απαιτητικά κείμενα,
τα κείμενα που έχουν αφιερώσει και οι δύο στον χρόνο.
Η απόσταση που χωρίζει αυτά τα δύο κείμενα πρέπει να ’ναι μικρή σχετικά,
σας θυμίζω ότι ο Αριστοτέλης είναι μαθητής του Πλάτωνα
και μια γενιά νεότερος.
Τοποθετούμε συνήθως τον «Τίμαιο» του Πλάτωνα,
απ’ όπου είναι η πραγματεία ή το κομμάτι,
το χωρίο περί χρόνου του Πλάτωνα,
γύρω στο 355 π.Χ., όπως σας έλεγα.
Ίσως το κείμενο του Αριστοτέλη για τον χρόνο
να γράφεται 20-30 χρόνια αργότερα.
Για τον Αριστοτέλη δεν έχουμε βεβαιότητα
όσον αφορά τη χρονολόγηση των γραπτών του,
ενώ στον Πλάτωνα έχουν προοδεύσει πολύ οι γνώσεις μας,
για το πότε έγραψε τον κάθε διάλογο, ο Πλάτων.
Πάμε λοιπόν στον Πλάτωνα.
Και ξεκινώ λέγοντάς σας κάποια στοιχεία,
διότι το κείμενο από μόνο του φαίνεται δύσβατο,
το οποίο θα διαβάσουμε στη συνέχεια.
Ας πούμε λοιπόν μερικά γενικά πράγματα
για τον «Τίμαιο» του Πλάτωνα, όπου εντάσσεται αυτό το κείμενο.
Ο «Τίμαιος» είναι ένας περίεργος πλατωνικός διάλογος,
ίσως, πολλοί λένε, ο πιο δύσκολος απ’ όλους τους πλατωνικούς διαλόγους,
δεν είναι απολύτως σίγουρο αυτό,
αλλά σίγουρα είναι ένας απαιτητικός διάλογος.
Κι είναι παράξενος, διότι πρώτα απ’ όλα δεν είναι διάλογος,
είναι στην ουσία ένας μονόλογος
ο οποίος εκφέρεται από τον ομώνυμο ήρωα, τον Τίμαιο,
ο οποίος είναι πολιτικός και φιλόσοφος και φυσικός επιστήμων
που έρχεται από την Κάτω Ιταλία στην Αθήνα,
συναντά τον Σωκράτη κι άλλους συνομιλητές,
και του αναθέτουν να μιλήσει για τη δημιουργία του σύμπαντος.
Παίρνει λοιπόν τον λόγο και θεωρούμε ότι δεν είναι πια ο Σωκράτης
σ’ αυτό το κείμενο το φερέφωνο του Πλάτωνα, αλλά ο Τίμαιος.
Δηλαδή οι θέσεις που εκφράζει ο Τίμαιος
είναι και οι θέσεις του Πλάτωνα,
όταν έχει φτάσει σ’ αυτό το σημείο της ζωής του.
Η μία λοιπόν ιδιαιτερότητα αυτού του διαλόγου είναι ότι είναι μονόλογος.
Η δεύτερη, που επίσης είναι σημαντική γι’ αυτό που θα συζητήσουμε,
είναι ότι όλο εκφέρεται ως ένας μύθος.
Δηλαδή ολόκληρος ο διάλογος είναι ένας μύθος,
ένας εύλογος μύθος, όπως λέει ο Πλάτων στην εισαγωγή του,
ο Τίμαιος δηλαδή, ή ο Πλάτων,
που σημαίνει ότι δεν είναι ένα παραμύθι
όπως όλα τ’ άλλα τα παραμύθια τα μυθολογικά,
αλλά είναι μια εξιστόρηση της δημιουργίας του κόσμου,
υιοθετώντας τον τρόπο του μύθου,
δηλαδή σε παρελθόντα χρόνο, με κάποιους πρωταγωνιστές,
με μια ιστορικότητα, με μία χρονολογική εκδίπλωση,
αλλά μιλώντας για θέματα που δεν μοιάζουν καθόλου μυθολογικά.
Τα θέματα του «Τίμαιου» είναι:
το σύμπαν, η δομή του σύμπαντος και η δημιουργία του σύμπαντος,
στη συνέχεια η φυσιολογία του ανθρώπου,
που αφορά όχι μόνο την ψυχή του αλλά και το σώμα του,
όχι μόνο δηλαδή τη νόηση και την αίσθηση
αλλά και τα σωματικά του στοιχεία,
επομένως εμπεριέχει
αυτό που σήμερα στην επιστήμη θα θεωρούσαμε μία Κοσμολογία,
εμπεριέχει μια Φυσική, διότι μιλάει για την ύλη, μια Χημεία ας πούμε,
εμπεριέχει μια Βιολογία
και φτάνει μέχρι και τις ασθένειες της ψυχής και του σώματος,
δηλαδή είναι περίπου ένα πανόραμα
των φυσικών δοξασιών της εποχής του ύστερου Πλάτωνα,
δηλαδή των μέσων του 4ου αι. π.Χ.
Και είχε και μία πολύ ενδιαφέρουσα πορεία ο «Τίμαιος»
ως σύγγραμμα πλατωνικό:
είναι το σύγγραμμα του Πλάτωνα που διαβάστηκε περισσότερο απ’ όλα,
σήμερα διαβάζουμε περισσότερο την «Πολιτεία» ή το «Συμπόσιο»,
τα θεωρούμε πιο κοντά μας, πιο γοητευτικά.
Στην ιστορία ωστόσο της φιλοσοφίας και του πλατωνισμού
θεωρήθηκε ότι ο «Τίμαιος» κρύβει την τελευταία λέξη
της πλατωνικής φιλοσοφίας.
Απευθύνεται τόσο σε φυσικούς και μαθηματικούς επιστήμονες,
όσο και σε μυστικιστές
και είχε επομένως ένα φοβερά μεγάλο κοινό οπαδών και αναγνωστών,
κι επομένως, αν κανείς χάρασσε την ιστορία του πλατωνισμού,
ο «Τίμαιος» θα ’παιρνε μια πολύ ξεχωριστή θέση.
Ο χρόνος, λοιπόν, εντάσσεται στη διήγηση του Τίμαιου
σ’ ένα κρίσιμο σημείο,
οπότε ίσως είναι καλό να πούμε τι έχει προηγηθεί:
Ο Τίμαιος εμφανίζει μπροστά μας έναν κατασκευαστή του σύμπαντος,
έναν «δημιουργό», όπως λέει,
η λέξη είναι αρχαιοελληνική, από εκείνη την εποχή.
Αλλά παραδόξως, παρότι είναι θεός αυτός που κατασκευάζει το σύμπαν,
ο προσδιορισμός ως «δημιουργός» είναι μάλλον
ιδιαίτερος, αν θέλετε, και υποτιμητικός.
«Δημιουργός» στα αρχαία ελληνικά
δεν έχει τη βιβλική σημασία
όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά η Παλαιά Διαθήκη
και στη συνέχεια γράφει και η Καινή.
Δεν σημαίνει δηλαδή ένα…
εμπνευσμένο, καινοτόμο πνεύμα
που δημιουργεί σε κάποιον τομέα.
«Δημιουργός» στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ο χειρώναξ τεχνίτης.
Δημιουργός είναι ο μαραγκός,
δημιουργός είναι ο σιδηρουργός,
δημιουργός είναι ο εργάτης, κατά κάποιον τρόπο,
ο οποίος φτιάχνει κάτι,
ο τεχνίτης που φτιάχνει κάτι, και το φτιάχνει με τα χέρια του.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δημιουργοί
δεν έχουν θέση στην πρώτη τάξη της πλατωνικής Πολιτείας,
θεωρούνται δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο, κατώτερο στρώμα κοινωνικό,
και είναι ενδιαφέρον ότι ο Πλάτων επέλεξε αυτόν τον όρο
για να περιγράψει τον θεό του που κατασκευάζει τον κόσμο.
Η δικιά μου θέση είναι ότι διάλεξε αυτόν τον όρο,
γιατί πραγματικά ο θεός του Πλάτωνα
δημιουργεί με την έννοια που και οι τεχνίτες δημιουργούν.
Δηλαδή, αν σκεφτείτε έναν τεχνίτη,
ο τεχνίτης έχει ένα υλικό που χρησιμοποιεί.
Σκεφτείτε έναν μαραγκό, ας πούμε, που κατασκευάζει ένα κρεβάτι,
θα χρησιμοποιήσει το ξύλο ή το σίδερο
ή οποιοδήποτε άλλο υλικό που έχει κάποιες προδιαγραφές,
τις οποίες δεν θα βιάσει, θα τις σεβαστεί.
Το ίδιο κάνει και ο θεός του Πλάτωνα με τον κόσμο.
Έχει επίσης, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό,
ένα πλάνο, ένα μοντέλο στο μυαλό του.
Θέλει να κατασκευάσει ένα κρεβάτι.
Ή έχει δει κάποια κρεβάτια, αν είναι αισθητά τα κρεβάτια που μιμείται
ή, στην περίπτωση που είναι ένας εμπνευσμένος μαραγκός,
σκέφτεται, έχει στο μυαλό του ένα νοητό κρεβάτι,
δηλαδή ένα κρεβάτι το οποίο είναι ιδανικό,
και προσπαθεί να το φέρει στην ύπαρξη μέσω της κατασκευής.
Δημιουργός είναι και ο καλλιτέχνης στα αρχαία ελληνικά,
ο γλύπτης ή ο ζωγράφος.
Εκεί φαίνεται πιο καθαρά ότι κάποιος που κατασκευάζει ένα άγαλμα
έχει στον νου του όχι πάντα ένα συγκεκριμένο ανθρώπινο σώμα,
αλλά πιθανόν να έχει ένα εξιδανικευμένο σώμα
που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, ένα νοητό σώμα.
Ακόμα πιο καθαρά αυτό φαίνεται στην περίπτωση της ζωγραφικής.
Ο ζωγράφος έχει κάτι στο μυαλό του,
το οποίο δεν είναι κατ’ ανάγκην κάτι υπαρκτό,
είναι κάτι που συλλαμβάνει με τον νου του.
Ο θεός, λοιπόν, του Πλάτωνα εμφανίζεται στο προσκήνιο,
βρίσκει ένα υλικό το οποίο προϋπάρχει αυτού,
είναι τα τέσσερα στοιχεία της αρχαίας φυσικής,
τα οποία έχει εισαγάγει ο Εμπεδοκλής στη φυσική φιλοσοφία,
η γη, δηλαδή, το νερό, ο αέρας και η φωτιά,
τα μεταπλάθει αυτά μέσω μαθηματικών αναλογιών,
γιατί δεν είναι απλός τεχνίτης,
θυμίζει περισσότερο τους καλλιτέχνες-τεχνίτες της Αναγέννησης,
που είναι ταυτοχρόνως επιστήμονες μαθηματικοί και κατασκευαστές.
Λειτουργεί, λοιπόν, με μαθηματικό τρόπο
και φέρνει αυτό το υλικό, του δίνει μορφή.
Όσον αφορά το σύμπαν, του δίνει σφαιρική μορφή,
διότι το σύμπαν των αρχαίων είναι σφαιρικό,
τοποθετεί στο κέντρο τη Γη.
Δηλαδή, περίπου, έχουμε στον «Τίμαιο» μια περιγραφή του κόσμου
όπως την έχουμε δει ήδη σ’ αυτά τα μαθήματα
να είναι η γνώση, η σύλληψη των αρχαίων για τον κόσμο:
γεωκεντρικό σύμπαν, η Γη στο κέντρο,
το σύμπαν κλειστό, σφαιρικό που περιστρέφεται γύρω απ’ την ακίνητη Γη.
Ο κόσμος του Πλάτωνα που πλάθεται από τον Δημιουργό
έχει, όπως είπαμε, ένα μοντέλο.
Το μοντέλο του είναι ο κόσμος των Ιδεών,
ο ακίνητος, αμετάβλητος, αιώνιος κόσμος των Ιδεών.
Είναι δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο, ένας θεός
που επικοινωνεί με τον κόσμο των Ιδεών,
είναι πάνω από αυτόν ο κόσμος των Ιδεών,
και έχει ένα υλικό,
και με το όραμα αυτό συν το υλικό πλάθει τον κόσμο.
Ο κόσμος που δημιουργείται δεν έχει μόνο σώμα, έχει και ψυχή,
είναι έμψυχος κόσμος ο κόσμος του Πλάτωνα.
Άρα, δίνει και ψυχή στον κόσμο,
είναι ζωντανός κόσμος δηλαδή, ο οποίος κινείται,
αυτό του δίνει ψυχή, η ψυχή είναι κίνηση στον Πλάτωνα,
και κατά μία έννοια σκέπτεται, δηλαδή έχει και νου
και γενικά…
όχι αίσθηση, διότι δεν του χρειάζεται,
αλλά σίγουρα έχει σκέψη ο κόσμος.
Εκεί, λοιπόν, που ξεκινάει η ένωση ψυχής και σώματος του κόσμου
κι αρχίζει ο κόσμος να κινείται ομαλά και κυκλικά,
ο Πλάτων αναφέρει τον χρόνο.
Είναι το τελευταίο, θα ‘λεγε κανείς, δώρο του Θεού στον κόσμο.
Επομένως, εισάγεται ο χρόνος
σαν μια θεϊκή παρέμβαση στον κόσμο
για να του δώσει, όπως θα δείτε, τακτική κίνηση.
Ο χρόνος δηλαδή, προτρέχω σ’ αυτά που θα διαβάσουμε,
για τον «Τίμαιο» του Πλάτωνα
ταυτίζεται με τη ρυθμική κίνηση του σύμπαντος.
Αυτό είναι χρόνος στον Πλάτωνα.