Η Πάρνηθα είναι το ψηλότερο, επιβλητικότερο και ομορφότερο από τα τρία βουνά που περικλείουν το λεκανοπέδιο της Αττικής. Οι 16 της κορυφές , με ψηλότερη την Καραβόλα (1413μ.),οι ρεματιές, οι χαράδρες, τα γραφικά μικρά της οροπέδια, η μεγάλη της ποικιλόμορφη έκταση, η πλουσιότατη χλωρίδα και πανίδα της, οι πάμπολλες πηγές με εξαιρετικής ποιότητας νερό, τα δύο ορειβατικά της καταφύγια και η κοντινή της απόσταση στην πρωτεύουσα την έχουν καταστήσει έναν προσφιλή τόπο αναψυχής και πεζοπορίας, κυρίως των Αθηναίων.
Το 1961 η Πάρνηθα ανακηρύχθηκε Εθνικός Δρυμός σε δυο ζώνες. Τον πυρήνα, που περιλαμβάνει τον κεντρικό όγκο του βουνού σε μια έκταση 38.000 στρεμμάτων περίπου και την περιφερειακή ζώνη 220.000 στρεμμάτων περίπου. Το μεγαλύτερο μέρος του πυρήνα καλύπτεται από την Κεφαλληνιακή Ελάτη, ενώ στην χαμηλότερη υψομετρική ζώνη ευδοκιμεί η Χαλέπιος Πεύκη και όσο κατεβαίνουμε υπάρχουν κουμαριές, πλατάνια, βελανιδιές, πουρνάρια, ενώ μεγάλη ποικιλία παρουσιάζουν τα αγριολούλουδά της σε όλα τα υψόμετρα.
Στην Πάρνηθα έχουν καταγραφεί 45 πηγές συνεχούς ροής, ενώ πολύ γνωστή είναι η πηγή της Κιθάρας, που τροφοδοτούσε από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα το Αδριάνειο υδραγωγείο, το οποίο περνώντας κάτω από τον Κηφισσό, μετέφερε το νερό της Πάρνηθας στη δεξαμενή του Κολωνακίου. Άλλες γνωστές πηγές είναι της Αγίας Τριάδας, της Μόλας, της Σκίπιζας και της Κορομηλιάς.
Μόνιμος κάτοικος της Πάρνηθας είναι και το γνωστό “Κόκκινο Ελάφι”, που έχει πάρει το όνομα αυτό από το χαρακτηριστικό καφεκόκκινο χρώμα του. Ζει επί χρόνια και αναπαράγεται σε όλη την έκταση του Δρυμού λόγω της προστασίας που του παρέχει, αλλά και λόγω της ιδιομορφίας του βουνού που καλύπτει τις ανάγκες του. Είναι φυτοφάγο ζώο και τρέφεται κυρίως με πόες, νεαρά κλαδιά από θάμνους και δένδρα, καρπούς, φρούτα και μανιτάρια. Παραμένει κοντά σε πηγές και ρέματα, σε δασωμένα μέρη αλλά και τα μικρά λιβαδάκια που του παρέχουν φρέσκο χορτάρι την άνοιξη. Το θηλυκό ελάφι δεν έχει κέρατα και γεννάει την άνοιξη συνήθως ένα μικρό. Το νεαρό ελάφι φέρει άσπρες βούλες, οι οποίες χάνονται όσο μεγαλώνει. Τα αρσενικά μόνο έχουν κέρατα, που όταν βγαίνουν έχουν ένα βελούδινο περίβλημα, το οποίο προσπαθούν να αποβάλλουν τρίβοντας τα κέρατά τους στα δέντρα. Όταν τα κέρατα αναπτυχθούν τελείως, πέφτουν και βγαίνουν καινούργια.
Το Κόκκινο Ελάφι κάποτε ζούσε σε πολλά ορεινά μέρη της ηπειρωτικής χώρας. Σήμερα λόγω της λαθροθηρίας υπάρχει εκτός από την Πάρνηθα μόνο στην δυσπρόσιτη οροσειρά της Ροδόπης στην οποία υπάρχουν λίγα σε αριθμό. Στην Πάρνηθα όμως ο πληθυσμός τους είναι πολύ μεγαλύτερος και αριθμεί σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς περί τα 700 ζώα. Ένα χαρακτηριστικό γεγονός που απεικονίζει την επί μακράν σειρά ετών περιβαλλοντική μας συνείδηση που συνήθιζε να βλέπει τα ζώα αυτά απλά σαν ένα γευστικότατο έδεσμα! Δυστυχώς δεν υπάρχουν αναστολές σε κάποιους όταν κάτι δεν προστατεύεται και είναι εύκολη λεία! Το λυπηρό αποτέλεσμα είναι να επιβιώνει το όμορφο αυτό άγριο ζώο μόνο δίπλα σε μια μεγαλούπολη των 4 εκατομμυρίων!
Τα πράγματα όμως δεν είναι και τόσο ρόδινα, ακόμα και μέσα στο Δρυμό γι’ αυτά τα ζώα, αλλά και για τους γνωστούς αίγαγρους (αγριοκάτσικα) επίσης, που κι εκείνοι ζουν σε μεγάλες ομάδες στην Πάρνηθα. Η καταστροφική πυρκαγιά στις 28-6-2007 επέφερε πλήθος προβλημάτων στο οικοσύστημα του βουνού εκτός από τις δυσμενείς επιπτώσεις στο μικροκλίμα του λεκανοπεδίου. Κάηκαν 36. 400 περίπου στρέμματα δάσους, από τα οποία 22.000 στρέμματα δάσους Κεφαλληνιακής Ελάτης ηλικίας μέχρι και 250 ετών μέσα στον πυρήνα του Δρυμού. Ο τόπος διαβίωσης και εξεύρεσης τροφής των ελαφιών περιορίστηκε σημαντικά δημιουργώντας πρόβλημα επιβίωσής τους. Οι απογυμνωμένες εκτάσεις ξεραίνονται γρηγορότερα και δεν διατηρούν φρέσκια βλάστηση. Ένα εκτροφείο που βοηθούσε τη συντήρησή τους, καταστράφηκε κι αυτό από τη φωτιά.
Κατά τη χειμερινή περίοδο αναγκάζονται να κατεβαίνουν χαμηλότερα για βοσκή και διασπείρονται σε μεγάλη απόσταση από τον ορεινό όγκο πλησιάζοντας ακόμα και την εθνική οδό ή κατευθύνονται προς χαμηλότερα μέρη προς την Βοιωτία, θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλειά τους. Για τους λόγους αυτούς μελετάται η μεταφορά ορισμένου αριθμού ζώων στην περιοχή του Ιτάμου Καρδίτσας αλλά υπάρχουν αντιδράσεις αμφισβητώντας την επιτυχία του εγχειρήματος. Ο στόχος είναι να εξασφαλιστεί η τροφή αλλά και η ανενόχλητη από την ανθρώπινη παρουσία διαβίωσή τους.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια μετά την πυρκαγιά τα ελάφια προσεγγίζονται ευκολότερα από τον άνθρωπο, ενώ παλαιότερα θα ήταν τυχερός όποιος κατάφερνε να τα δει έστω και από μια απόσταση 50 μέτρων. Το ένστικτο της επιβίωσης τα ώθησε να πλησιάσουν τους ανθρώπους αναζητώντας τροφή. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που καταδέχονται τροφή από τα χέρια των επισκεπτών του βουνού. Πέρα όμως από την ικανοποίηση που θα δώσει στον επισκέπτη του βουνού μια τέτοια εμπειρία, εκείνος που νιώθει πραγματικά ένα με τη φύση, που την αισθάνεται σπίτι του, που την διαβαίνει χωρίς να αφήνει τα ίχνη του, που ξέρει να διαβάζει τα σημάδια της, που δεν ζει “παρά φύση” δηλαδή, θα συναισθανθεί ότι κάτι δεν λειτουργεί όπως θα ‘πρεπε, ακόμα κι αν ξεγελά η ομορφιά της στιγμής.
Πολύ καλή εργασία, ωφέλιμη και επίκαιρη. Συγχαρητήρια.