εγκολπώνομαι
(αρχ. ἐγκολποῦμαι < ἐν + κόλπος «κοίλωμα, αγκάλη»)
= ενστερνίζομαι, αγκαλιάζω, υιοθετώ
π.χ. «Οι αγωνιστές εγκολπώθηκαν τα διδάγματα τού Κοραή και πήραν τα όπλα»
εγγενής
( < αρχ. ἐγγενής < ἐν + -γενής < γίγνομαι∙ ομόρριζα: α-γενής, συγ-γενής, ενδο-γενής, ευ-γενής)
= έμφυτος, σύμφυτος, από τη γέννησή του
π.χ. «Υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες στην αντιμετώπιση τού προβλήματος»
έμπλεος
[+ γενική] (αρχ. ἔμπλεος/ἔμπλεως < ἐν + πίμπλημι «γεμίζω»∙ ομόρριζα πλέον, πλήρης, πλήθος, πολύς)
= πλήρης, γεμάτος
π.χ. «Ο ομιλητής, έμπλεος αισιοδοξίας, ανέβασε τη διάθεση τού ακροατηρίου»