Στον Hamlet του Shakespear (πράξη III, σκηνή πρώτη) ο Άμλετ μονολογεί, δίχως να αντιλαμβάνεται την παρουσία της Οφηλίας:
To be, or not to be- that is the question: Whether ’tis nobler in the mind to suffer 1750 The slings and arrows of outrageous fortune Or to take arms against a sea of troubles, And by opposing end them. To die- to sleep- No more; and by a sleep to say we end The heartache, and the thousand natural shocks 1755 That flesh is heir to. ‘Tis a consummation Devoutly to be wish’d. To die- to sleep. To sleep- perchance to dream: ay, there’s the rub! For in that sleep of death what dreams may come When we have shuffled off this mortal coil, 1760 Must give us pause. There’s the respect That makes calamity of so long life. For who would bear the whips and scorns of time, Th’ oppressor’s wrong, the proud man’s contumely, The pangs of despis’d love, the law’s delay, 1765 The insolence of office, and the spurns That patient merit of th’ unworthy takes, When he himself might his quietus make With a bare bodkin? Who would these fardels bear, To grunt and sweat under a weary life, 1770 But that the dread of something after death- The undiscover’d country, from whose bourn No traveller returns- puzzles the will, And makes us rather bear those ills we have Than fly to others that we know not of? 1775 Thus conscience does make cowards of us all, And thus the native hue of resolution Is sicklied o’er with the pale cast of thought, And enterprises of great pith and moment With this regard their currents turn awry 1780 And lose the name of action |
Να ζει κανείς ή να μην ζει – αυτή είν’ η απορία. Τι είναι αλήθεια πιο σωστό, να υπομένεις τα χτυπήματα μιας μοίρας ελεεινής, ή να ορθωθείς στην τρικυμία των συμφορών, και να την πολεμήσεις μέχρι τέλους; Και, αν πεθάνεις… θα κοιμηθείς, αυτό είναι… θα κοιμηθείς και θα γλυτώσεις απ’ τον το πόνο, κι από τα χίλια δυό δεινά, Που δυναστεύουνε τη σάρκα. Ποιος δεν το εύχεται ένα τέτοιο τέλος! Να κοιμηθείς, να ονειρευτείς… Α, εδώ σε θέλω! Γιατί, στον ύπνο ετούτο του θανάτου, τί όνειρα θα αναδυθούν, όταν απαλλαγούμε απ’ το θνητό περίβλημά μας; Ετούτο μας τρομάζει. Να, η αιτία που μας κάνει να δεχτούμε την καταδίκη μιας μακριάς ζωής. Γιατί, ποιος θα ανεχότανε τις ταπεινώσεις που μας φέρνει η ηλικία, τις αδικίες της εξουσίας, την έπαρση του πλούσιου, τον πόνο του έρωτα που μένει δίχως ανταπόκριση, την απραξία του νόμου, το θράσος του υπαλλήλου, και όλες τις προσβολές που αντέχει ο ταπεινός απ’ τον ανάξιο, όταν μπορούσε ο ίδιος, τόσο απλά, να κλείσει την αυλαία του, με ένα γυμνό μαχαίρι; Ποιος θα άντεχε τα βάρη; Να αγκομαχάει και να ιδρώνει σε μια ύπαρξη ανούσια, αν δεν τον συγκρατούσε ο τρόμος της μετά θάνατον πορείας, στη χώρα την ανεξερεύνητη, απ’ όπου κανένας ταξιδιώτης ποτέ δεν επιστρέφει! Αυτός ο τρόμος τη θέληση παγώνει κι αυτός μας οδηγεί να προτιμάμε τα τωρινά δεινά, παρά να σπεύσουμε σε άλλα, άγνωστα. Έτσι, η συνείδηση μας κάνει όλους δειλούς. Και της επιθυμίας η φυσική ροπή εξασθενεί μες στη χλωμή σκιά της σκέψης, και έργα θαυμαστά και μεγαλόπνοα, χάνουμε τον παλμό τους καθ’ οδόν, και μένουν άυλα νεφελώματα, ανυπόστατα.(Σαίξπηρ. Άμλετ, μτφρ. Απόστολος Δοξιάδης, θεατρικό πρόγραμμα του Αμφι-θεάτρου, 1992). |
Στο video παρουσιάζονται 5 ερμηνευτικές εκδοχές του μονολόγου από τους: Kenneth Branaugh (0:28), Laurence Olivier (3:17), Mel Gibson (6:42), Richard Burton (10:23) και David Tennant (12:48)
Αφήστε μια απάντηση