…Δεν κοιμήθηκα ακόμα, ούτε και ελπίζω να κοιμηθώ. Χωρίς τίποτα να μου αποσπά την προσοχή, και γι΄αυτό δεν κοιμάμαι, ή να με βαραίνει στο σώμα μου, και γι΄αυτό δεν ησυχάζω, κείμαι στη σκια, που το ακαθόριστο φεγγαρόφωτο των φανοστατών του δρόμου καθιστά ακόμα πιο έρημη, κείμαι τη ναρκωμένη σιωπή του αποξενωμένου κορμιού μου. Δεν ξέρω να σκεφτώ από τη νύστα που έχω. Δεν ξέρω να αισθανθώ από τον ύπνο που δεν μου έρχεται.

Όλα γύρω μου είναι το γυμνό, αφηρημένο σύμπαν, καμωμένο από νυχτερινές αρνήσεις. Διαιρούμαι σε κουρασμένο και ανήσυχο και κατορθώνω ν΄αγγίξω με την αίσθηση του σώματος μια μεταφυσική γνώση του μυστηρίου των πραγμάτων. Ενίοτε η ψυχή μου γίνεται μαλθακή, και τότε οι άμορφες λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής επιπλέουν στην επιφάνεια της συνείδησης, και καταγίνομαι με λογιστικές πράξεις στην επιφάνεια του δεν μπορώ να κοιμηθώ. Άλλες φορές πάλι, ξυπνάω μέσα από το μισοΰπνι στο οποίο λίμναζα, και αόριστες εικόνες, με χρώματα ποιητικά και ακούσια, ξετυλίγουν το αθόρυβο θέαμά τους μέσα από την αφηρημένη μου σκέψη. Τα μάτια μου δεν είναι εντελώς κλειστά. Την αδύναμη όρασή μου περιβάλλει ένα φως που έρχεται από μακριά. Είναι οι δημόσιοι φανοστάτες, που είναι αναμμένοι κάτω μακριά στα ερημωμένα πέρατα του δρόμου.

Να πάψω, να κοιμηθώ, να αντικαταστήσω αυτή την ενδιάμεση συνείδηση με καλύτερα πράγματα, μελαγχολικά που να τα λέω μυστικά σε κάποιον που δεν θα με γνώριζε!…

Να πάψω, να διαβώ ρευστός και διπλανός, πλημμυρίδα και άμπωτις ενός απέραντου ωκεανού, σε ακτές ορατές, τη νύχτα που στα αλήθεια θα κοιμόμαστε!… Να πάψω, να είμαι άγνωστος και εξωτερικός, θρόισμα των κλαδιών σε δεντροστοιχίες απομακρυσμένες, ελαφρύ φυλλορρόημα, που το αναγνωρίζεις από τον ήχο παρά από την πτώση των φύλλων, θαυμαστό πέλαγος των συντριβανιών πέρα μακριά, κι όλο το ακαθόριστο των πάρκων τη νύχτα, χαμένων ανάμεσα σε ατελείωτα συμπλέγματα, φυσικούς λαβυρίνθους του ερέβους!… Να πάψω, να τελειώσω οριστικά, αλλά να επιβιώσω μεταφορικά, να είμαι η σελίδα ενός βιβλίου, η μπούκλα απ΄τα λυτά μαλλιά, το λίκνισμα της περικοκλάδας δίπλα στο μισάνοιχτο παράθυρο, τα ασήμαντα βήματα στο λεπτό χαλίκι στη στροφή του δρόμου, ο τελευταίος καπνός που αναθρώσκει στο χωριό που κοιμάται, το μαστίγιο που ξέχασε ο αμαξάς στην όχθη του πρωινού μονοπατιού… Το παράλογο, η σύγχυση, η εξαφάνιση- όλα όσα δεν είναι ζωή…

Και κοιμάμαι, με τον τρόπο μου, χωρίς ύπνο μήτε ανάπαυση, αυτή τη φυτοζωούσα ζωή της φαντασίας, και κάτω από τα ανήσυχα βλέφαρά μου ταλαντεύεται, σαν τον ήρεμο αφρό μιας βρώμικης θάλασσας, η μακρινή αντανάκλαση των φανοστατών του δρόμου.


Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων