Από το edito του Φώτη Γεωργελέ:
Το Σάββατο το βράδυ βγήκα να πάρω τις κυριακάτικες εφημερίδες. Είναι μία απ’ τις ελάχιστες ιεροτελεστίες που ’χουν μείνει στη ζωή μου, μ’ αρέσει αυτή η εικόνα, ο φωτισμένος πάγκος, η λάμπα, η πόλη όλη τη νύχτα που αναζητά πληροφορίες. Βρήκα σκοτάδι, ο δικός μου μάζευε πακέτα. Κλείνω, δεν περνάει κανείς. Κοίταξα γύρω μου έκπληκτος, δύο η ώρα, ερημιά, περνούσε ένα άδειο ταξί, η Ακαδημίας έμοιαζε με το χειμωνιάτικο Ντίσελντορφ. Η γειτονιά μου τα καλοκαιρινά βράδια μοιάζει με παραλία νησιού, μπαρ, καφέ, κόσμος στα πεζοδρόμια, μουσική, γέλια. Τα καφέ ήταν άδεια, ένας άνθρωπος, μια παρέα πιο κάτω, έκλειναν.
Θυμάμαι πώς έγραφα τότε που διάβαζες. Γύρναγα σπίτι βράδυ, έβαζα μουσική. Έγραφα μετά ένα CD, τη δικιά μου συλλογή, τη μουσική υπόκρουση για κείνη τη νύχτα. Έμπαινα στο αυτοκίνητο, δυνατά η μουσική, τη δοκίμαζα σε μακρινές βόλτες, Συγγρού, παραλιακή, λιμανάκια. Σταμάταγα σε άγνωστες πλατείες, έτρωγα παγωτό σε πεζόδρομους που δεν ήξερα, έκλεβα εικόνες, μισές φράσεις, θραύσματα από συνομιλίες που άκουσα, που φαντάστηκα, που ήθελα ν’ ακούσω. Πίσω μετά, έγραφα μέχρι το πρωί, για δάκρυα αποχωρισμού, ξαφνικές γυναικείες ματιές – λάμψεις που ζητάνε και διώχνουν, για έρωτες και όνειρα μιας πόλης πάντα ξάγρυπνης, αγχωμένης μα γεμάτη επιθυμία να ζήσει. Τώρα η πόλη μου είναι μελαγχολική. Πάλι δεν κοιμάμαι τη νύχτα. Όμως, τώρα κάνω λογαριασμούς.
Διαβάστε τη συνέχεια στην AthensVoice
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.