Ο Τάκης, ο Γιώργος και ο Λάμπρος είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Η Κάτια και ο Σπύρος είναι επίσης δημόσιοι υπάλληλοι. Κι όμως, αυτές οι δύο ομάδες εργαζομένων δεν έχουν κανένα κοινό, με εξαίρεση ότι εργάζονται στον δυσθεώρητο ελληνικό «δημόσιο τομέα». Οι πρώτοι «υπολειτουργούν» αφαιμάσσοντας το κράτος, απολαμβάνοντας κάθε είδους προνόμια, χωρίς να το ανταποδίδουν με την εργασία τους. Οι δεύτεροι εργάζονται συνεχώς και σκληρά προκειμένου να καλύψουν τα κενά που αφήνουν οι «συνάδελφοί» τους. Τα στοιχεία όλων είναι στη διάθεση της «Κ».
Τις ιστορίες της πρώτης ομάδας δημοσίων υπαλλήλων τις πρωτοδιαβάσαμε στο μπλογκ του fpboy (fpboy. blogspot. com), σε μια ανάρτηση που κυκλοφόρησε αρκετά και συζητήθηκε ακόμη περισσότερο. Ο ίδιος μίλησε στην «Κ» για τους τρεις γνωστούς του, που θα μπορούσαν να είναι και γνωστοί μας. Οπως ο Τάκης που δουλεύει σε δήμο. Πηγαίνει στη δουλειά στις 10 π. μ. και φεύγει στη 1 μ. μ. Είναι «υπάλληλος γραφείου», δηλαδή δεν κάνει τίποτα. Αμείβεται με 650 ευρώ. Παραπονιέται ότι δεν τον μονιμοποιούν – εργάζεται με σύμβαση τα τελευταία πέντε χρόνια. Οταν τον ρωτούν γιατί δεν ψάχνει για κάτι άλλο, απαντάει: «Τι να κάνω μετά τόσα χρόνια;». Είναι μόλις 29 χρόνων. Ο Γιώργος είναι μόνιμος στο Ναυτικό. Πηγαίνει στο γραφείο 2 – 3 φορές την εβδομάδα – κατά βάση περνάει τον χρόνο του στο facebook. «Αυτός είναι πιο έξυπνος», λέει ο fpboy, «έχει ξεκινήσει κι άλλη δουλειά στο όνομα της γυναίκας του». Προσωπικός του στόχος είναι να κάνει τρία παιδιά – για κάθε παιδί ο στρατός πληρώνει 80.000 ευρώ όταν το παιδί πάει 18. Με τα μέτρα «έχει ξενερώσει». «Δεν θα πατάμε καν μέσα!», λέει στον φίλο του. «Ας μας πάνε στρατοδικείο». Ούτως ή άλλως, θεωρεί τα 1.300 ευρώ που παίρνει λίγα. Φεύγει από τον Ναύσταθμο στις 12.30 το μεσημέρι. Είναι 30 ετών. Ο Λάμπρος εργάζεται επίσης σε δήμο ως τεχνικός με σύμβαση. Παίρνει 800 ευρώ και εργάζεται 10 – 12 το πρωί. Καλοπερασάκιας, παραδέχεται ότι «και πολλά παίρνω γι’ αυτό που κάνω». Λέει ότι οι συμβασιούχοι του δήμου θα το πάνε νομικά το θέμα. «Γιάννη, αν τα καταφέρουμε», λέει στον fpboy, «δεν θα χρειάζεται να δουλεύω καν!».
Κάθονται στο διπλανό γραφείο, θα τους βρείτε χωμένους στα χαρτιά, να σηκώνονται ίσα ίσα για ένα τσιγάρο. Είναι οι «άλλοι» δημόσιοι υπάλληλοι. Οπως ο Σπύρος και η Κάτια, που εργάζονται στην Κεντρική Υπηρεσία του υπ. Πολιτισμού. Με μάστερ ο ένας και διδακτορικό η άλλη, με δύο γλώσσες και εννέα χρόνια προϋπηρεσία, αμείβονται με 1.400 ευρώ. «Εχουμε δώσει την ψυχή μας εδώ. Εχουμε δουλέψει σε συνθήκες απίστευτου στρες, με Γ΄ ΚΠΣ, ολυμπιακά έργα και άλλα μεγάλα πρότζεκτ», λέει στην «Κ». «Σε κάθε υπουργείο υπάρχουν κι αυτοί που δουλεύουν», προσθέτει ο συνάδελφός της. «Οσο πιο ικανός είσαι, τόσο περισσότερη δουλειά αναλαμβάνεις». «Το φιλότιμο γίνεται ρετσινιά. Αρχίζεις να δέχεσαι κλήσεις τα βράδια. Να δουλεύεις απλήρωτες υπερωρίες», σημειώνει η Κάτια. Δεν μπήκαν στο Δημόσιο για να βολευτούν, αλλά από ιδεολογία, πιστεύουν στην κρατική πολιτική. «Πάντα υπάρχει μέσα σου το δίλημμα αν θα προσαρμόσεις τον εαυτό σου σ’ αυτά που απαιτεί η εργασία σου ή αν θα κάνεις περισσότερα. Τελευταία, περιορίζω τις φιλοδοξίες μου. Νιώθω ότι δεν έχω μέλλον, δεν έχω πια κίνητρο».
«Κανένας τους δεν είναι φτωχόπαιδο»
«Το σημαντικότερο είναι ότι κανένας από τους παραπάνω δεν είναι “το φτωχόπαιδο που βγάζει ένα κομμάτι ψωμί”», γράφει ο fpboy κάτω από τις ιστορίες των «τριών δημοσίων υπαλλήλων που ξέρω». «Καμία σχέση.
Ολα τα φτωχόπαιδα που ήξερα, και πιστέψτε με, ήξερα πολλά, δεν είχαν καμιά πρόσβαση σε δήμους, νομαρχίες και θέσεις Δημοσίου γενικότερα. Τα “φτωχόπαιδα” τα θυμάμαι να λιώνουν στα συνεργεία της Σπύρου Πάτση από τα 15, να δουλεύουν σε κρεοπωλεία και οικοδομές, να πήζουν σε τυπογραφεία στον Ταύρο, να κουβαλούν ξυλεία στα Πετράλωνα και να λιώνουν σε αποθήκες βιβλίων στα Εξάρχεια». Μιλώντας στην «Κ» ο ίδιος, που διατηρεί τη δική του επιχείρηση και πλήττεται όπως όλοι από τα νέα οικονομικά δεδομένα, εμφανίζεται αισιόδοξος: «Κάναμε λάθη, θα τα διορθώσουμε, θα προχωρήσουμε», λέει. «Τα παραπάνω όμως είναι πράγματα που πρέπει να σταματήσουν… χθες».
Χτες στο κέντρο βαθμολόγησης μία συνάδελφος ξέσπασε. “Με ρώτησε ποτέ κανείς αν δε θέλω κι εγώ να πηγαίνω βόλτα τις Κυριακές με την οικογένειά μου αντί να κλείνομαι εδώ μέσα να διορθώνω γραπτά;”. Θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή να καλέσω την κα υπουργό ή κάποιον τέλος πάντων από το επιτελείο της να διαπιστώσει τις συνθήκες εργασίας των διορθωτών των πανελλαδικών εξετάσεων πριν προχωρήσει σε νέες ανακοινώσεις για την προνομιούχο τάξη των καθηγητών. Να δουν τα ακατάλληλα καθίσματα για πολύωρη εργασία που σου εξασφαλίζουν σίγουρη οσφυαλγία, τον ανεπαρκή φωτισμό των αιθουσών, τις τριζάτες πόρτες που κοπανάνε στα ρεύματα, την έλλειψη ακόμη κι ενός ανεμιστήρα (ευτυχώς ακόμη ο καιρός μας ευνοεί). Να δουν τα κοκκινισμένα μάτια των διορθωτών. Σε πόση ώρα βγαίνει ένα γραπτό; εξαρτάται από το μάθημα. Στην έκθεση οι διορθωτές αναστενάζουν. Πόσο πάει το γραπτό; ακόμα δεν ξέρουμε. Ισως να μη μάθουμε και πριν την ολοκλήρωση της βαθμολόγησης. 3 ευρώ μικτά; λιγότερο; και με τους φόρους; Σα να ήρθε η Κίνα πιο κοντά…
Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους,
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.
ή αλλιώς κατά τα λεγόμενα του JFK: “Καταλαβαίνεις πόσο κυνικός έχει γίνει ένας λαός, όταν θεωρεί φυσιολογικό να πληρώνει περισσότερο αυτόν που ασχολείται με τις αποχετεύσεις του, παρά αυτόν που ασχολείται με τα μυαλά των παιδιών του.” John F. Kennedy
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.