Κάθε φορά που οι στατιστικοί δείκτες «επικαιροποιούν» την ψυχρή πραγματικότητα, προκύπτουν διαπιστώσεις και προβληματισμοί αναφορικά με τα διαχρονικά ελλείμματα των σύγχρονων Δημοκρατιών και την αδυναμία αντίδρασής μας.
Οι εκπαιδευτικές ανισότητες και ο δομικός συσχετισμός τους με την ανέχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό εξακολουθούν με αμείωτη ένταση να ταλανίζουν τη σύγχρονη κοινωνία, αποδεικνύοντας ότι ο κίνδυνος της φτώχειας, της περιθωριοποίησης και της κοινωνικής εξαθλίωσης περνάει (και) μέσα από το εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Και επειδή τα τελευταία χρόνια γίνεται πολύς λόγος για την κοινωνία της γνώσης και το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο μπορεί να προκύψει μέσω της μάθησης, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να επιμένουμε σε μια ξεκάθαρη και ολοκληρωμένη προσέγγιση της μάθησης στον 21ο αιώνα. Στη ρητορική των ευρωπαϊκών πολιτικών, η μάθηση τεκμηριώνεται σε ένα τρίπτυχο το οποίο ακούγεται συχνά: γνώσεις, δεξιότητες, ικανότητες. Οσο και αν οι απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής επιβάλλουν τη διάκριση και την ανάδειξη των ποιοτικών διαφορών που απαιτούν τα νέα κοινωνικά και γνωστικά δεδομένα, η μάθηση σε όλες τις εκδοχές της οφείλει να καλλιεργείται στην ενότητά της, να είναι ολιστική, ενιαία και αδιαίρετη. Αυτό σημαίνει ότι η διάσπαση και ο κατακερματισμός της μάθησης σε γνώσεις που είναι αποκομμένες από τις δεξιότητες και ταυτόχρονα αποχωρισμένες από τις επιμέρους ικανότητες που συνδέονται με την άσκηση συγκεκριμένων λειτουργιών, θα οδηγήσει σε περαιτέρω αποδυνάμωση των παραγόμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων, με συνέπεια τα εκπαιδευτικά συστήματα να παράγουν όχι ολοκληρωμένους πολίτες αλλά, στην «καλύτερη περίπτωση», ένα τεχνικά πιστοποιημένο εργατικό δυναμικό χωρίς ανθρωπιστική παιδεία, κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική συνείδηση. Για τον λόγο αυτό, οι γνώσεις, οι δεξιότητες και ικανότητες δεν μπορεί να καλλιεργούνται αποσπασματικά και τεμαχισμένα. Αντίθετα, θα πρέπει να προσλαμβάνονται ως ένα «ανοιχτό σύμπαν δυνατοτήτων», να σμιλεύονται στην ενότητά τους, να αντιμετωπίζονται ολιστικά, να καλλιεργούνται με σκοπό την αναζήτηση της προσωπικής ολοκλήρωσης και αυτοπραγμάτωσης και κατ’ επέκταση να συνεισφέρουν στην κοινωνική ανάπτυξη και ευημερία. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι σε καμία σοβαρή μορφή εκπαίδευσης δεν νοείται θεωρία χωρίς πράξη, τεχνική χωρίς θεωρητική κατάρτιση, λόγος χωρίς δράση. Πρέπει ουσιαστικά να φροντίσουμε να επανασυνδεθεί η μάθηση (σε όλες τις εκδοχές της) με το ανθρωποκεντρικό υπόβαθρό της και κυρίως να μην εκφυλιστεί σε ένα αγοραίο σαφάρι αναζήτησης προσόντων χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα στην προσωπική, κοινωνική αλλά και ειδικότερα, στην επαγγελματική διαδρομή του ατόμου.
Διαβάστε όλο το άρθρο του Νίκου Φωτόπουλου στην Ελευθεροτυπία
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.