Ο Νίκος Ξυδάκης στην Καθημερινή:
Κοιτούσα τους σύγχρονους Ελληνες, τους συμπολίτες και συνανθρώπους μου, τούτη την εβδομάδα της χλεύης και της αυτοϋποτίμησης. Τους κοιτούσα στα μάτια, κοιτούσα την κοψιά τους, τις κινήσεις τους, σε μια κορυφαία στιγμή του βίου: στον αποχαιρετισμό του νεκρού.
Στη μία κηδεία, στο ιστορικό Α΄ Νεκροταφείο, παρατηρούσα τους ανθρώπους της επιστήμης και των γραμμάτων, έναν πολυπληθή Ελληνισμό με μακραίωνη παράδοση· αρχαιολόγους, ιστορικούς, αρχιτέκτονες, φιλόλογους, λόγιους, δασκάλους, ερευνητές, με σπουδές, τίτλους και έρευνα, με εργασία και προσφορά, με κοινωνικούς αγώνες. Οι πλείστοι, όλοι σχεδόν, είναι δημόσιοι λειτουργοί. Ζουν με γλίσχρους μισθούς, πτυόμενοι και συκοφαντούμενοι, με μύριες αντιξοότητες υπηρεσιακές, με εχθρική ή αδιάφορη πολιτική ηγεσία, πασχίζοντας να σώσουν κτίρια, μνημεία, αρχεία, μνήμη, ταυτότητα, πολιτισμό, επιστήμη, αυτογνωσία, περηφάνια εντέλει. Αυτοί οι λοιδορούμενοι δημόσιοι λειτουργοί, επιστήμονες και γραμματιζούμενοι, μαζί με τον κόσμο του μόχθου, του αγρού, του εμπορίου, των υπηρεσιών, αυτοί οι αόρατοι και βουβοί Ελληνες, οι αξιοπρεπείς σιωπηλοί, αυτοί κουβαλάνε την Ελλάδα στους ώμους τους. Αγόγγυστα, περήφανα.
Την επομένη, στο νεκροταφείο Σχιστού, αντίκρισα τους ανθρώπους του μόχθου, έναν ελληνισμό ακόμη πιο παραχωμένο και βουβό, χωρίς προσβάσεις, χωρίς γράμματα και άρματα, διαβουκολευμένο, συκοφαντημένο και αυτόν. Αρα τις έστι, βασιλεύς ή στρατιώτης, ή πλούσιος ή πένης, ή δίκαιος ή αμαρτωλός; Μαύρα πουκάμισα, τσαλακωμένα τζιν, στραβοπατημένα παπούτσια, ροζιασμένα χέρια και βαθιές ρυτίδες, αρχαϊκοί θρήνοι για νυφούλες και συντρόφους ζωής. Αξιοπρεπείς μες στον πόνο, μοντέρνοι και ταπεινοί μαζί, ενωμένοι ενώπιον του τέλους, δυνατοί. Το Σχιστό, πρώην χωματερή και νυν βιομηχανικό πάρκο, υποδέχεται τους κεκοιμημένους από τον κόσμο της εργασίας· από τον κόσμο της σιωπής στον κόσμο της σκιάς. Πάντα σκιάς ασθενέστερα…
Αυτοί οι άνθρωποι που αντίκρισα ενώπιον της σκιάς και της κόνεως, προπέμποντας τον Δημήτρη και τον Γιάννη, παλαιούς Ελληνες της γνώσης και της εργασίας, περήφανους και άκακους, αυτοί οι άνθρωποι, εμείς, δεν αξίζουμε την αυτολοιδορία και την ήττα, το γονάτισμα.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.